Ο Σάμιουελ Τζάκσον υποδύεται τον αστυνομικό Νταν Λόσον, έναν σκληρό ντετέκτιβ παλαιάς κοπής που έχασε με δραματικό τρόπο την αγαπημένη του κατά τη διάρκεια μιας σειράς φόνων, και ποτέ δεν ξεπέρασε πραγματικά την απώλεια. Σπεύδει στη Σκωτία, σε μια απομακρυσμένη και ασυνήθιστη σε παρόμοια συμβάντα περιοχή, για να βοηθήσει στη διαλεύκανση δυο συναπτών ειδεχθών εγκλημάτων, δανείζοντας την πείρα του στον προβληματισμένο ομόλογό του, τον αρχιεπιθεωρητή Μπόιντ (που έχει χάσει το παιδί του και ο γάμος του έχει κλονιστεί), που χρόνια πριν είχε ασχοληθεί εκτεταμένα με φόνους οι οποίοι έμοιαζαν πολύ με αυτό που με τρόμο αντικρίζουν τώρα οι συνάδελφοί του: πτώματα γυναικών ακρωτηριασμένα –το ένα θύμα είναι Εβραία, το άλλο καθολική–, με τα μέλη τοποθετημένα σε σχήμα σταυρού. Ο Λόσον δίνει κάποια tips στον εμβρόντητο Μπόιντ, ο οποίος εμπλέκεται προσωπικά, και τραγικά. Το ότι ο Λόσον, που πίνει ασταμάτητα, ακόμη και όταν οδηγεί, όχι μόνο διατηρεί τη θέση του στο Σικάγο αλλά έχει το ελεύθερο να αλωνίζει σε ξένες υποθέσεις εκτός συνόρων είναι ένα από τα πολλά παράδοξα της Άκρης του νήματος, και δεν είναι καν το σημαντικότερο.

 

Η υπόθεση τραβάει σε έκταση, βάθος, συμπτώσεις και απιθανότητες, σε ένα γεωγραφικό σημείο όπου αν συνέβαιναν όλα αυτά θα είχε αποκλειστεί σαν το Πέρασμα της Κασσάνδρας. Ο Μπόιντ δεν πείθει ότι είναι ικανός να λύσει σταυρόλεξο, πόσο μάλλον να αποκαλύψει την ταυτότητα ενός φαντομά που πιθανώς μετακινείται – ο Τζιάνι Καπάλντι πρωταγωνιστεί και συνυπογράφει το σενάριο.

 

Η προσθήκη του Βενσάν Κασέλ σε έναν ρόλο που επίσης δεν στέκει ρεαλιστικά, και ακούγεται όσο προκάτ είναι και η φτωχή ερμηνεία του Γάλλου ηθοποιού, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ενός κοινού προσανατολισμένου αποκλειστικά σε σεναριακές ανατροπές και twist για χάρη του twist. Και σαν να μην έφταναν αυτά, το για γέλια φινάλε υπονοεί sequel που εξαρτάται από την ανταπόκριση, ή μη, του κόσμου φυσικά.