Παρακολουθώντας την εισαγωγή του Kings of the world, με την κάμερα στο χέρι να καταγράφει πέντε νεαρούς συμμορίτες να κάνουν τους καμπόσους στις φτωχογειτονιές του Μεντεγίν, δικαιολογημένα πιστεύεις ότι θα δεις την κολομβιανή εκδοχή της Πόλης του Θεού του Φερνάντο Μεϊρέγες. Βιάστηκες λίγο. Όταν ένας από τους πιτσιρικάδες λαμβάνει έγγραφο τίτλο από κυβερνητική υπηρεσία, με τον οποίο του επιστρέφεται κομμάτι γης υφαρπαγμένο από τους προγόνους του, η παρέα μεταφέρεται στο δάσος και εκεί μια άλλη ταινία αρχίζει να ξετυλίγεται.

 

Η Λάουρα Μόρα Ορτέγκα καλύπτει με ομίχλη τις δασώδεις περιοχές που αρχικά φαίνονται ότι θα εκτελέσουν χρέη κηδεμόνα γι’ αυτά τα πέντε νεαρά άτομα που περιπλανιούνται αδέσποτα, μα σύντομα θα αποκαλύψουν την αφιλόξενη, βίαιη φύση τους – για τη Μόρα η βία είναι διαχρονικά ενσωματωμένη στο κολομβιανό τοπίο. Στο τέλος τα μέλη της παρέας, που ονειρεύτηκαν «όλους τους ανθρώπους να κοιμούνται, εκτός από αυτούς» και ότι θα έβαζαν φωτιά στον κόσμο, θα πάρουν την τραγική θέση τους εντός του τελευταίου. Μια θέση όμοια με εκείνη αρκετών Κολομβιανών εφήβων που προηγήθηκαν και, δυστυχώς, εφήβων που θα ακολουθήσουν – καμία χαραμάδα ελπίδας δεν αφήνει το στοιχειωμένο φινάλε του Kings of the world. 

 

Υπνωτιστικό θέαμα με μερικά στοιχεία λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, ενσωματωμένα με φυσικότητα στην αφήγηση. Αυτό το τελευταίο σε κάνει περιμένεις κάτι πιο ενδιαφέρον από την κατά Netflix εκδοχή του Εκατό χρόνια μοναξιά σε σχέση με τον τραγέλαφο που «υπόσχεται» το αποκρουστικό τρέιλερ – η Μόρα έχει σκηνοθετήσει μερικά επεισόδια της επερχόμενης σειράς.