Γιάννης Σκουρλέτης: «Αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς θέατρο είναι για να συναντά τη συγκίνηση. Έχει αξία το δάκρυ» Facebook Twitter
Η τέχνη δεν είναι μόνο το θέμα που εστιάζεις, αλλά ο τρόπος που το διαπραγματεύεσαι. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Γιάννης Σκουρλέτης: «Η τέχνη και η ασθένεια μού έμαθαν πόσο ερωτευμένος είμαι με τη ζωή»

0

Βρεθήκαμε με τον Γιάννη Σκουρλέτη στο bijoux de kant HOOD art space στην Πολυκλείτου, τη «φωλιά» του, όπως τη χαρακτηρίζει στοργικά με αφορμή το «Μάθε με να φεύγω», τη νέα παράσταση που ετοιμάζει για τον ιδιαίτερο αυτόν χώρο, αλλά και το «Drag Ορατόριο» που θα ξαναπαιχτεί τον Ιούλιο στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που η αφρικανική σκόνη είχε χρωματίσει με ένα απόκοσμο πορτοκαλί τον αττικό ουρανό και μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μεταποκαλυπτικής δυστοπίας ανοίξαμε κουβέντα –εκτός από αξιόλογος καλλιτέχνης, ο Γιάννης είναι και εξαιρετικός συζητητής– για τέχνη, θέατρο, drag μεταμορφώσεις και θεάματα, έμφυλες, queer και εθνικές ταυτότητες και τη σχέση που αναπτύσσουμε μαζί τους.

Για τη δυσκολία τού να φεύγεις αλλά κι εκείνη τού να απαντάς, μαζί και να ρωτάς, για συναισθήματα, ασθένειες, απώλειες και τον έρωτα της ζωής, αλλά καταρχάς για το φως ως αξία, μέτρο και κριτή των πραγμάτων.   

«Οι άνθρωποι που κάνουμε θέατρο έχουμε μάθει στο θνησιγενές αυτού του πράγματος – κάθε παράσταση είναι μια έναρξη κι ένας θάνατος μαζί, καθότι έχει περιορισμένη διάρκεια, μετά τη λήξη της οποίας μπαίνεις σε μια νέα περιπέτεια, ξεκινάς άλλο ταξίδι».

— Ας ξεκινήσουμε από το «Drag Ορατόριο» που θα ξαναπαιχτεί φέτος στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, και χαίρομαι γιατί το έχασα πέρσι.
Να πω καταρχάς ότι ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, συνθέτης και συγγραφέας των «Τραγουδιών του ελληνικού λαού» που ενέπνευσαν αυτή την παράσταση, είναι και μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Άλλαζε, μάλιστα, το όνομά του σε Κώστας Γιαννίδης όταν υπέγραφε τα ελαφριά του τραγούδια, κάτι που ήταν ήδη μια μεταμόρφωση, μια αλλαγή ταυτότητας, ένα «drag». Ακόμα και στο Βερολίνο όπου κατέφυγε αρχικά μετά την καταστροφή της Σμύρνης και σπούδασε με σημαντικούς μουσικούς προτού καταλήξει στην Αθήνα, άλλαξε όνομα, το έκανε Kosta Dores.

Συνήθιζε, λοιπόν, αυτός, πέρα από τις οπερέτες που συνέθετε, να παίρνει παραδοσιακά μικρασιάτικα τραγούδια και, διατηρώντας τις βασικές μελωδικές γραμμές, να τα προσαρμόζει στη φόρμα των γερμανικών λιντ. Εγώ με τη σειρά μου προσάρμοσα αυτό το μεταμορφωτικό σχήμα στο «Drag Ορατόριο» και μέσα από τα «Τραγούδια του ελληνικού λαού» έπιασα να μιλήσω για την πατριαρχία και το πώς δομήθηκε μέσα σε ένα εθνικό αφήγημα που πλέον μπορείς να το κοιτάς από πολλές οπτικές γωνίες. Εκτός από τα τραγούδια του Κωνσταντινίδη, στην παράσταση υπάρχουν και κάποια εξαιρετικά κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου, όπως ο μονόλογος της Daglara.   

Γιάννης Σκουρλέτης: «Αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς θέατρο είναι για να συναντά τη συγκίνηση. Έχει αξία το δάκρυ» Facebook Twitter
Το θέμα είναι να μπορούμε να συγκινήσουμε τους ανθρώπους και να συγκινηθούμε και μεις – αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς αυτήν τη δουλειά, είναι για να συναντά τη συγκίνηση, πέρα από ιδεολογίες, καλλιτεχνικά ρεύματα, «σχολές» και τα λοιπά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Παίζει πολύ τα τελευταία χρόνια το queer στο θέατρο και γενικότερα στις τέχνες ή μου φαίνεται; Θεωρείς ότι αυτό είναι δείγμα προόδου;
Σαφώς παίζει, κι αυτό είναι σίγουρα θετικό και απελευθερωτικό, κι ας αγγίζει μερικές φορές τα όρια του συρμού. Το δικαιούται, εξάλλου, μια κατηγορία ανθρώπων που καταπιέστηκε πολύ, όπως άλλωστε και οι γυναίκες, γιατί και το έμφυλο στοιχείο έχει πια αισθητή θεατρική παρουσία. Μαζί, όμως, με το άνοιγμα αυτό παρατηρείται και μια συντηρητικοποίηση. Δεν με βρίσκει, ας πούμε, πάντα σύμφωνο η εμμονή στην πολιτική ορθότητα ούτε με ενθουσιάζουν παραστάσεις που στέκονται σε μια επιφανειακή εικονογράφηση, μια τουριστική αντιμετώπιση του queer. Όμως η τέχνη δεν είναι μόνο το θέμα στο οποίο εστιάζεις αλλά ο τρόπος που το διαπραγματεύεσαι. Όπως λέει και ο Καβάφης, όλα είναι θέμα φωτισμού, δηλαδή το πώς φωτίζεται κάτι του δίνει την αξία του.

Εδώ δίπλα που ακούμπησες το κασετοφωνάκι είναι δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγοριών του Μιχάλη Ηλιού που θα χρησιμοποιήσω στην παράσταση. Το παιδί αυτό ήταν βασανισμένο, πούλαγε τις φωτογραφίες του 5-10 ευρώ για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ και τη δόση του, όπως είχε κάνει και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης με τα γραπτά του στα τελευταία του, δες όμως πόσο καθαρό είναι το φως τους. Είναι αυτό που λέει ο Ματίς, ότι καλλιτέχνης είναι εκείνος που μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματά του και να επιδιώξει μια καθαρότητα. Τίποτα, βέβαια, δεν είναι απόλυτα καθαρό, ακόμα κι ένα διαμάντι μπορεί να έχει πάνω του μια βρομίτσα, όπως έλεγε και η Μαλβίνα Κάραλη, αλλά δες με πόσο φωτεινό τρόπο ο Ηλιού, για παράδειγμα, ακούμπησε το θέμα του που ονόμασε «άγγελοι της πλατείας στο παράθυρό μου». Δεν τον απασχολούσε δηλαδή το να κάνει μια queer δήλωση, να προβάλει απλώς μια ταυτότητα, αλλά επιδίωξε, μέσω αυτής, να μιλήσει για κάτι παραπάνω, για το φως.

Παρακολούθησα κάποιες τέτοιες παραστάσεις που θεωρήθηκαν ανατρεπτικές, αλλά είδα ό,τι πιο παλιακό. Ακόμα και νέα παιδιά δεν έχουν να προτείνουν παρά μια ποπ επιφάνεια με ένα παρωχημένο λεξιλόγιο. Προσωπικά, νιώθω μεγάλη ανάγκη για πραγματικά καινοτόμες παραστάσεις, αλλά δεν τις βλέπω.  

— Ναι, τις είδα τις φωτογραφίες και ήθελα να σε ρωτήσω, καθώς με τον Μιχάλη, που δυστυχώς έφυγε νωρίς, γνωριζόμασταν και πράγματι είχε μια τέτοια προσέγγιση. Ας περάσουμε, όμως, στο «Μάθε με να φεύγω», το νέο έργο των bijoux de kant, γιατί εμένα τουλάχιστον η φυγή με δυσκολεύει, είτε αφορά συνήθειες, είτε καταστάσεις, είτε ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή, αν υπάρχει κάποια «μαγική συνταγή», με ενδιαφέρει!
Μη νομίζεις ότι και για μένα είναι εύκολο, χρειάζεται να την παλέψω πολύ κάθε φορά! Να πω αρχικά ότι έχει μια καινοτομία το ανέβασμα του έργου αυτού. Συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια με νέους Έλληνες συγγραφείς όπως η Γλυκερία Μπασδέκη, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Γιάννης Κωνσταντινίδης και ο Άκης Δήμου και πολλά πράγματα γεννιούνται μέσα από κουβέντες και προβληματισμούς που ανταλλάσσουμε ακόμα και στις πρόβες. Υπάρχουν, μάλιστα, παλιότερα αγαπημένα κείμενά τους στα οποία επανέρχομαι «σαν να κάνεις ψωνιστήρι στη γλώσσα», όπως λέει κι ο Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, ώστε να «ψαρέψεις», μέσω αυτής, μια άλλη διαχρονία του έρωτα.

Δεν είμαι, δηλαδή, της λογικής να πάρω ένα έτοιμο κείμενο από το συρτάρι ενός συγγραφέα και να το ανεβάσω, προτιμώ κάτι πιο πρωτόλειο. Έπειτα, η δραματουργία έχει ανοιχτεί πάρα πολύ, μπορεί να είναι μια κίνηση, ένα βλέμμα, μπορείς να πιάσεις να χτίσεις ξεκινώντας από κάτι ελάχιστο.

Γιάννης Σκουρλέτης: «Αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς θέατρο είναι για να συναντά τη συγκίνηση. Έχει αξία το δάκρυ» Facebook Twitter
Δεν με βρίσκει πάντα σύμφωνο η εμμονή στην πολιτική ορθότητα, ούτε με ενθουσιάζουν παραστάσεις που στέκονται σε μια επιφανειακή εικονογράφηση, μια τουριστική αντιμετώπιση του queer. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Το συγκεκριμένο, όμως, έργο του Άκη Δήμου, που βασίζεται στην επιστροφή του Οδυσσέα στην Πηνελόπη, το πήρα ακριβώς ως είχε μέσα από το συρτάρι του και είναι η Πηνελόπη εδώ που ζητά από τον ομηρικό ήρωα, σαν επιστρέφει στην Ιθάκη, να μάθει και σε εκείνη πώς να φεύγει από μια συνθήκη που την έχει εγκλωβίσει. Οι άνθρωποι που κάνουμε θέατρο έχουμε μάθει στο θνησιγενές αυτού του πράγματος – κάθε παράσταση είναι μια έναρξη κι ένας θάνατος μαζί, καθότι έχει περιορισμένη διάρκεια, μετά τη λήξη της οποίας μπαίνεις σε μια νέα περιπέτεια, ξεκινάς άλλο ταξίδι. Μπορεί, όμως, κανείς να ξεφύγει ποτέ πραγματικά από κάτι; Αυτό ακριβώς διαπραγματεύεται αυτό το έργο, χωρίς όμως να δίνει κάποια απάντηση, κάποια «μαγική συνταγή». Νομίζω, έπειτα, ότι οι καλύτερες απαντήσεις δίνονται, θέτοντας περισσότερες ερωτήσεις.

— Το τελευταίο μού θυμίζει κάτι που γράφει η Ούρσουλα Λε Γκεν στο «Αριστερό χέρι του σκότους», ότι οι φοβερότερες απαντήσεις είναι αυτές που δεν χρειάζονται καν τις ερωτήσεις για να υπάρχουν.
Πολύ σωστά το λέει. Υπάρχουν άλλωστε και ερωτήσεις που δεν έχουν, δεν μπορούν να έχουν ποτέ απάντηση. Είναι και πώς επιστρέφει κανείς σε αυτές – οι ήρωες, ας πούμε, των bijoux de kant είναι ήδη ηττημένοι άνθρωποι που όμως προσπαθούν ακόμα να διεκδικήσουν μια δυνατότητα. Μέσα από την oδύσσειά τους καταλήγουν σε μια αυταπάτη, ωστόσο σημασία έχει το ότι αποφασίζουν να κάνουν το ταξίδι. Επέλεξα να κάνω το «Μάθε να φεύγεις» μόνο με άντρες, μέχρι και την Πηνελόπη άντρας ηθοποιός την υποδύεται.

— Γιατί αυτή η επιλογή;
Διότι έκρινα ότι θα είχε μεγαλύτερη δυναμική να «παιχτούν» μέσα στο έργο ακόμα και τα βιολογικά φύλα, δίχως να χρειάζεται γι' αυτό καμιά μεταμφίεση. Μου αρέσει το παιχνίδι με τα φύλα όπως και με τις ταυτότητες, έμφυλες, σεξουαλικές, εθνικές, ψυχικές, οτιδήποτε μας συνθέτει. Χρειάζεται πιστεύω να τις φωτίζουμε και να τις ξαναβλέπουμε, έξω από σταθερές και ιδιοκτησιακού τύπου σχέσεις.

— Θα πήρες είδηση, φαντάζομαι, τις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε μια επιστολή του Εντουάρ Λουί με αφορμή το αίτημα κάποιου στρέιτ θεατρικού σκηνοθέτη να ανεβάσει ένα έργο του αμφισβητούσε αυτήν ακριβώς την «ιδιοκτησιακή» σχέση ταυτότητας-υποκειμένου.
Ναι, και θα έλεγα ότι προσωπικά με βρίσκει αρκετά σύμφωνο η οπτική του. Καθένας μας, πιστεύω, πρέπει να είναι ελεύθερος να διεκδικεί τα πάντα στην τέχνη, έπειτα η υποκριτική είναι ακριβώς η μίμηση ενός άλλου χαρακτήρα. Είδαμε τι έγινε πέρσι με το ανέβασμα της «Στρέλλας» στη Λυρική, όπου όλη αυτή η ιστορία που ξεκίνησε για το ποιο πρόσωπο θα έπρεπε να υποδυθεί την κεντρική ηρωίδα κατέληξε σε βάρος της παράστασης.

Γιατί φυσικά και στηρίζω τη διεκδίκηση μιας ταυτότητας καθώς και τη συμπεριληπτικότητα, δεν ξέρω όμως πόσο θετική είναι αυτή η τελευταία όταν γίνεται αυτοσκοπός, διακινδυνεύοντας έτσι κιόλας να βγάλει άλλο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδιώκει. Ούτε αυτό μου αρέσει ούτε και το γεγονός ότι όλα πια στο θέατρο κινούνται έτσι ώστε να φτιάξουν ένα ακόμα αναλώσιμο μαζικό προϊόν – δεν θέλω να ακούγομαι γραφικός ούτε είναι κάτι καινούργιο αυτό, αλλά παράγινε νομίζω το κακό!

— Συμβαίνει, νομίζω, πια αυτό γενικότερα στις τέχνες.
Μα βέβαια, η εμμονή με το sold-out, ο εύκολος εντυπωσιασμός, η μαζική παραγωγή και κατανάλωση τέχνης έχουν καλλιεργήσει μια κακή νοοτροπία σε καλλιτέχνες και κοινό. Ποια ματαιοδοξία, άραγε, καλύπτει όλη αυτή η μανία που ανατροφοδοτείται κιόλας διαρκώς από τα σόσιαλ μίντια;

Γιάννης Σκουρλέτης: «Αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς θέατρο είναι για να συναντά τη συγκίνηση. Έχει αξία το δάκρυ» Facebook Twitter
Φυσικά και στηρίζω τη διεκδίκηση μιας ταυτότητας καθώς και τη συμπεριληπτικότητα, δεν ξέρω όμως πόσο όμως θετική είναι αυτή η τελευταία όταν γίνεται αυτοσκοπός, διακινδυνεύοντας έτσι κιόλας να βγάλει άλλο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδιώκει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Αλλά δεν ήταν πάντοτε ζητούμενο η επιτυχία και η καταξίωση;
Πάντα υπήρχε σε έναν βαθμό, αλλά σήμερα έχει γιγαντωθεί. Παλιότερα η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν πολύ πιο συνδεδεμένη με το βίωμα. Πλέον οι περισσότεροι καλλιτέχνες έχουν γίνει μηχανές παραγωγής θεαμάτων, όπως αντίστοιχα πολλοί συγγραφείς μηχανές παραγωγής μπεστ σέλερ. Έπειτα, βλέπω παραστάσεις που καταξιώνονται απλώς επειδή έχουν παρουσία στα σόσιαλ, που μετράνε την επιτυχία τους ανάλογα με τα «κλικ» που παίρνουν. Η ανάγκη για επικοινωνία, που είναι ο κορμός του θεάτρου, η ανάγκη να ανταλλάξουμε βλέμματα έχει αντικατασταθεί από μια λυσσαλέα μανία που σχετίζεται με τη ματαιοδοξία μιας επικύρωσης, μιας επιβολής, μιας εξουσίας τελικά ή της ψευδαίσθησής της.

Αυτή είναι, βέβαια, η εποχή μας, αλίμονο, μέσα σε αυτό το πλαίσιο δουλεύουμε θέλοντας και μη, εκτός κι αν μιλάμε για περιπτώσεις όπως ο Άρης Ρέτσος. Δεν θέλω να φτάσω εκεί, προσπαθώ όμως να βρω έναν τρόπο που δεν θα με αποπροσανατολίσει τόσο από το αντικείμενό μου, από το πώς θέλω να φωτίσω εγώ τα πράγματα. Καμιά φορά νιώθω είδος προς εξαφάνιση, γιατί αδυνατώ να καταλάβω πώς παίζεται πια το παιχνίδι!

— Από τη μια είναι αυτό που λες, από την άλλη το οικονομικό, το πώς μπορεί να έχει τα μέσα για να δουλέψει ένας καλλιτέχνης σήμερα.
Φυσικά. Είμαι από τους τυχερούς που ζουν από τη δουλειά τους, αυτό όμως προϋποθέτει ότι εργάζομαι πολύ σκληρά. Μόνο μέσα στο 2023 έκανα επτά σκηνοθεσίες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Παίρνω και επιχορηγήσεις, αλλά τις θεωρώ αστείες, όχι μόνο τις δικές μου αλλά γενικότερα – ίσα που βοηθάνε. Έπειτα, εγώ δεν δουλεύω με έτοιμα έργα, τα παράγω κιόλας, συνεργαζόμενος με συγγραφείς – εξαίρεση είναι, όπως είπαμε, το τωρινό.

Οι δημιουργίες των bijoux de kant είναι πάντα πρωτότυπες. Παρότι, ωστόσο, έχω αυτήν τη διαδρομή και ένα πλούσιο βιογραφικό, Φεστιβάλ Αθηνών, Στέγη, ΚΘΒΕ κ.λπ., εξακολουθώ να έχω κάθε χρόνο το άγχος και την αγωνία τού τι να κάνω. Σκέψου ένα νέο παιδί που ξεκινάει τώρα! Δηλαδή είτε είσαι γνωστός και καταξιωμένος είτε νέος στον χώρο, χρειάζεται διαρκώς να προσπαθείς, να αποδεικνύεις και να παλεύεις, να είσαι διαρκώς παρών σε όλα τα επίπεδα.

— Ωστόσο, παρά τις αντιξοότητες, πολύς νέος κόσμος τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται ή θέλει να δοκιμαστεί στο θέατρο.
Νομίζω ότι αυτό είναι και θέμα παιδείας. Αν από νωρίς τα σχολεία εκπαίδευαν τα νέα παιδιά στην έκφραση, δεν θα ένιωθαν τόσο εγκλωβισμένα ώστε να θέλουν μετά να γίνουν όλα ηθοποιοί ή καλλιτέχνες! Η τέχνη είναι αναγκαιότητα, όχι πολυτέλεια. Όταν όμως έχει αποκλειστεί τελείως από τη βασική εκπαίδευση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, επόμενο είναι να αναζητούν μετά οι νέοι άνθρωποι άλλες διεξόδους ώστε να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν. Αλλά ενώ η επιθυμία, η ανάγκη για έκφραση είναι δικαίωμα του καθενός, πραγματικός καλλιτέχνης, όπως είπα και πριν, είναι αυτός που μπορεί να βάλει σε τάξη τα συναισθήματά του, να φωτίσει πράγματα και καταστάσεις.

Επιπλέον το θέατρο είναι η πιο φτηνή τέχνη. Μπορούμε, για παράδειγμα, εμείς οι δύο που καθόμαστε τώρα εδώ, με μόνο υλικό τα σώματα και τον ψυχισμό μας, να παίξουμε κάτι και να βγούμε στην πλατεία να το δείξουμε ακόμα και χωρίς κοστούμια, σκηνικά, φώτα κ.λπ. – ήταν κι αυτός ένας λόγος που άνθησε τόσο το είδος μέσα σε όλες αυτές τις κρίσεις που περάσαμε.

Γιάννης Σκουρλέτης: «Αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς θέατρο είναι για να συναντά τη συγκίνηση. Έχει αξία το δάκρυ» Facebook Twitter
Η τέχνη είναι αναγκαιότητα, όχι πολυτέλεια. Όταν όμως έχει αποκλειστεί τελείως από τη βασική εκπαίδευση, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, επόμενο είναι να αναζητούν μετά οι νέοι άνθρωποι άλλες διεξόδους ώστε να εκφραστούν και να επικοινωνήσουν. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

— Συνέβη, άραγε, αυτό και σε άλλες χώρες που βίωσαν μακροχρόνιες κρίσεις;
Βέβαια. Πάντα το θέατρο βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί σε δύσκολες συνθήκες γιατί φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Ακούω, για παράδειγμα, ότι στη Λατινική Αμερική παρατηρείται επίσης μεγάλη θεατρική άνθηση. Ακόμα κι αυτό με τις διάφορες παρέες που μαζεύονται, κάνουν κάτι, διαλύονται, δοκιμάζουν κάτι άλλο, καλό το λες, δείχνει ότι οι άνθρωποι που αγαπούν την τέχνη δεν το βάζουν κάτω και σε κάθε περίσταση βρίσκουν τρόπους να εκφραστούν, να επικοινωνήσουν.

— Πάντως, στη δική σου περίπτωση ούτε η περιπέτεια που πέρασες με την υγεία σου φαίνεται να σε κατέβαλε – και ευτυχώς.
Διαγνώσθηκα με καρκίνο το 2019 και σε όλη τη διάρκεια της καραντίνας έκανα ανοσοθεραπεία που για καλή μου τύχη λειτούργησε. Η επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ, κάνει θαύματα και πλέον νιώθω τελείως καλά. Αλλά ναι, δεν σταμάτησα στιγμή να δουλεύω, έστω κι αν κατέβασα ρυθμούς – ήταν και η δουλειά μέρος της θεραπείας!

— Ποιες παραστάσεις των bijoux de kant θα ξεχώριζες στα κοντά δεκαπέντε χρόνια που δραστηριοποιείστε;
Μια παράσταση που αγάπησα πάρα πολύ είναι το «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα», η οποία είχε βασιστεί στο έργο του Γιώργου Ιωάννου. Θα ξεχώριζα επίσης τη «Στέλλα» και τη «Ραμόνα» που στήθηκαν πάνω σε κείμενα της Γλυκερίας – πρόκειται για δουλειές που δώσανε και το στίγμα της ομάδας, τη ματιά της πάνω σε μια «λοξή» ελληνικότητα… Εμένα, ξέρεις, με ενδιαφέρει καταρχάς να καταλάβω τι συμβαίνει εδώ σε μας, να επιστρέφω διαρκώς σε ένα κέντρο και να προσπαθώ να ανιχνεύω πράγματα όπως αυτό που είπαμε για τις λογής ταυτότητες, πέρα από τα κυρίαρχα εθνικά αφηγήματα που συχνά μας καταπλακώνουν.

— Είναι και όλο εκείνο το ιστορικό βάρος που όσοι ζούμε στον τόπο αυτό νιώθουμε ότι κουβαλάμε – έτσι τουλάχιστον μας εκπαίδευσαν.
Ισχύει. Περπατάς, ας πούμε, στην Αιόλου και βλέπεις απέναντι την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα να σου ορίζει ένα μέτρο αδυσώπητο, αβυσσαλέο, πάνω στην έννοια της ομορφιάς. Το θέμα, Θοδωρή, είναι να μπορούμε να συγκινήσουμε τους ανθρώπους και να συγκινηθούμε και μεις – αν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς αυτήν τη δουλειά, είναι για να συναντά τη συγκίνηση, πέρα από ιδεολογίες, καλλιτεχνικά ρεύματα, «σχολές» και τα λοιπά. Έχει αξία το δάκρυ.

— Σε κάνει η τέχνη καλύτερο άνθρωπο, πιο συνειδητό έστω ή είναι μύθος κι αυτό;
Πιστεύω ότι πρέπει, οφείλει να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και οφείλεις κι εσύ να βελτιωθείς ως άνθρωπος κάνοντας τέχνη. Δεν γίνεται αλλιώς, αυτά πάνε μαζί! Μπορεί να περνάμε μέσα από βαθιά σκοτάδια, μέσα από περιοχές ζοφερές και βρομερές,ας κρατάμε όμως ένα ανοιχτό παράθυρο ώστε να μπορούμε να αναπνέουμε φρέσκο αέρα, να μας βλέπει λίγο κι ο ήλιος, να μη γίνεται το σκοτάδι αυτοσκοπός.

— Με τη ζωγραφική ασχολείσαι ακόμα;
Όχι, την άφησα περνώντας στο θέατρο, μια εξέλιξη που για μένα ήταν φυσική, δηλαδή δεν ένιωσα ότι εγκατέλειψα μια μορφή έκφρασης για χάρη μιας άλλης. Πέρσι όμως που βρέθηκα στην Ύδρα, βλέποντας κάποια εντυπωσιακά βράχια και κάτι ωραίες πέτρες, ένιωσα για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια την ανάγκη να ζωγραφίσω ξανά και καύλωσα μόνο με την ιδέα! Και η τέχνη και η ασθένειά μου και η όλη διαδρομή μου μέχρι εδώ μου έμαθαν κάτι πολύ σημαντικό: το πόσο φουλ ερωτευμένος είμαι με τη ζωή.  

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Μάθε με να φεύγω» εδώ.

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Drag Ορατόριο» εδώ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πανκ, πρέζα, τέχνη: H άγρια ιστορία του Μιχάλη Ηλιού ή Μπλάκυ, που πέθανε πριν από λίγες μέρες, απολύτως μόνος

Φωτογραφία / Πανκ, πρέζα, τέχνη: H άγρια ιστορία του Μιχάλη Ηλιού ή Μπλάκυ, που πέθανε πριν από λίγες μέρες, απολύτως μόνος

Από τα ιδρύματα στην πανκ σκηνή, από τα Εξάρχεια στην πρέζα και στη φωτογραφία: Ο Μιχάλης Ηλιού έζησε όλα του τα πάθη στα άκρα και κατάφερε να κάνει το βίωμά του τέχνη. Μας είχε διηγηθεί χωρίς περιστροφές τη συγκλονιστική του ιστορία επιβίωσης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΤΙΡΙΔΗΣ
ΕΠΕΞ Η Daglara και το θρίλερ του «έθνους»: τρόμος, έρως και βουκολικό σικ

Συνεντεύξεις / Η Daglara στο Φεστιβάλ Αθηνών: Τρόμος, έρως και βουκολικό σικ

Performer, σχεδιάστρια ρούχων, πωλήτρια, φιλότεχνη, ντίβα, τέρας λαγνείας, η Daglara και η τέχνη της διαχέονται με λίκνισμα και γρύλισμα σε ένα σωρό πίστες της καθημερινότητας και της απόδρασης.
ΑΛΕΞΙΝΟΣ ΠΥΡΑΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η οδύνη που δεν εκλύεται

Θέατρο / Η οδύνη που δεν εκλύεται

Μέσα από μια πολυπρισματική θεατρική αφήγηση ο συγγραφέας του έργου «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» επιχειρεί να αναδείξει το πολυσύνθετο τοπίο καταπίεσης και εκφοβισμού που οδηγεί σε ακραία φαινόμενα βίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα επειδή χόρευαν γύρω μου»

Οι Αθηναίοι / Φωκάς Ευαγγελινός: «Με ζουρνάδες έχω μεγαλώσει, στις ντίσκο χόρευα»

Από τους πιο αγαπητούς χορευτές και χορογράφους της Ελλάδας, ο Φωκάς Ευαγγελινός αφηγείται την πορεία του από τις εποχές που η τέχνη του χορού δεν έχαιρε μεγάλης αναγνώρισης μέχρι σήμερα που -ευτυχώς- τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ