—Μεγαλώνοντας είχες ενδείξεις ότι διαφέρεις από τους συνομηλίκους σου;
Τα πράγματα συμβαίνουν ως αποτέλεσμα κάποιων παρεκκλίσεων από τα αρχικά σου σχέδια. Ενώ θα το ήθελες, δεν λειτουργείς τόσο καρτεσιανά, μια σειρά από τυχαιότητες ορίζουν το μέλλον σου. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι τα εικαστικά είναι η καλύτερη πηγή έμπνευσης και ότι μου πρόσφεραν τη μεγαλύτερη απόλαυση.
—Θέλεις να πεις ότι η ικανότητα να εκφραστεί κάποιος καλλιτεχνικά, ένα ιδιαίτερο «ταλέντο» είναι μια τυχαιότητα;
Ναι, είναι μια τυχαιότητα, γιατί αν γεννηθείς στην Καμπούλ, το κίνητρο αυτό και η ανησυχία τι σε κάνουν;
—Ίσως όχι γλύπτη, αλλά έναν καλό επιπλοποιό;
Και αν ήμουν στο Λος Άντζελες, θα ήμουν ένας καλός σχεδιαστής αντικειμένων σε χολιγουντιανές ταινίες. Τα δεδομένα της πραγματικότητας ορίζουν και τα αντίστοιχα όνειρα.
Είναι υλικά που έχουν συντριβεί και δεν πιστεύουν στη μονιμότητα του εαυτού τους. Είναι υλικά τα οποία έχουν υποστεί τέτοια επεξεργασία, ώστε να φαίνεται η φθίνουσα πορεία τους και θα έλεγα ότι στο σύνολο της δουλειάς μου, όσο πιο φθαρτό εμφανίζεται το υλικό, τόσο καλύτερο μπορεί να είναι και ως έργο, με την έννοια ότι αυτό θέλω να προσδώσω, την υποβάθμιση της ύλης του, τη συντριβή του. Δεν είναι το γλυπτό που θέλει να παραμείνει
—Ποια ήταν η κλίση σου αρχικά; Να δημιουργείς με το χέρι και τη φαντασία ή κάτι άλλο;
Όχι, είχα μια τάση να πειραματίζομαι με όλα τα εκφραστικά μέσα που μπορούσα να έχω στη διάθεσή μου εκείνη την περίοδο, ενώ το ενδιαφέρον για τα εικαστικά ήταν κάτι απρόβλεπτο.
—Ποια ήταν η σχέση σου με τη δημιουργικότητα λοιπόν;
Η ποίηση. Διάβαζα και έγραφα ποίηση, όπως θα ’κανε ο καθένας στην εφηβεία του. Θα έλεγα ότι ως ένας άτολμος και μάλλον «κακός» ποιητής κατέληξα στις εικαστικές τέχνες. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το ότι έχω μια τάση να επιμένω στους τίτλους των έργων μου.
—Ανησυχείς μήπως ο θεατής παρεξηγήσει το έργο;
Η αγωνία πηγάζει από τη δική μου σχέση με το έργο. Το ποια θα είναι η σχέση του θεατή με αυτό που θα δει είναι δικό του θέμα, δικό του δικαίωμα, αναφαίρετο και σεβαστό. Θα έλεγα ότι με ευχαριστεί να ξέρω ότι ένας θεατής μού προτείνει μια άλλη οπτική από αυτήν που έχω φανταστεί. Και ενδεχομένως, κάποιες φορές, να είναι πιο εύστοχος από μένα. Γιατί το έργο είναι μια ανοιχτή συνθήκη, δεν είναι κάτι που τελειώνει. Η αφήγηση η εικαστική δεν είναι ένα μυθιστόρημα.
—Δεν είναι κεφάλαια ενός βιβλίου οι εκθέσεις σου;
Κάθε έργο προβάλλει τη δική του λογική στο πώς θα αντιμετωπιστεί, με την έννοια ότι μπορεί να ανήκει σε μια ενότητα, σε έναν θεματικό άξονα, αλλά την ίδια στιγμή είναι και αυτόνομο και αυτή η μοναδικότητα επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες.
—Πρώτα έρχονται οι τίτλοι ή η έμπνευση και η εκτέλεση ;
Νομίζω ότι τις περισσότερες φορές οι τίτλοι προκύπτουν μετά την υλοποίηση του έργου ή κατά τη διάρκεια.
—Θα μπορούσε να επιστρέψει η αγάπη σου για την ποίηση σε μορφή χαϊκού που μετά θέλεις να εικονοποιήσεις.
Κοίταξε, υπάρχει μια φετιχιστική ανάγνωση κάποιων μικρών προτάσεων αν θέλεις, που μπορεί να προκύπτουν ακόμη και από τους κοινούς τίτλους των ειδήσεων. Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να υπάρχει κάτι σε αυτές, μέσα από το οποίο να βρίσκω κάποιο νόημα στη δουλειά μου. Και ο τίτλος είναι ένα έργο. Ξεκινάει, εξελίσσεται και κάποια στιγμή τελειώνει. Δηλαδή, δεν απέχει πολύ από τη μεθοδολογία που ακολουθώ για να φτιάξω τα έργα μου. Δεν ξέρω από την αρχή πού θα καταλήξω και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας το παιδεύω. Σπανιότερα θα βρεθεί ένας τίτλος που θα τον ακούσω από κάπου, ένα τραγούδι, ένα ποίημα, και αυτός θα είναι αυτούσιος. Θα περάσει από επεξεργασία και θα με οδηγήσει κάπου αλλού.
—Σκέφτομαι ότι χρησιμοποιείς στους τίτλους σου αγγλικά, σαν να είναι ένα υλικό πρωτογενές, όπως η πέτρα και το ξύλο. Ότι καθώς δεν είναι η μητρική σου γλώσσα, «παίζεις» με τις λέξεις που δεν έχουν συναισθηματικό φορτίο, αλλά ήχο και έννοιες.
Η αλήθεια είναι ότι όταν η γλώσσα έχει μια απόσταση από τη δική σου σε βοηθάει να είσαι περισσότερο σαφής σε αυτό που θέλεις να πεις. Αυτό έκανε ο Μπέκετ, που, ενώ ήταν Ιρλανδός, έγραφε στα γαλλικά. Μας προσφέρει μια μεγαλύτερη ελευθερία η χρήση μιας άλλης γλώσσας από τη δική μας. Το γεγονός ακόμα ότι μια ξένη γλώσσα μπορεί να μου είναι εν μέρει άγνωστη, άρα μια αφηρημένη έννοια, έχει μια ποιητικότητα.
—Σε έχει καθορίσει κάποιος τίτλος;
Αυτός ο κατάλογος, για παράδειγμα, που κρατώ στα χέρια μου, «How can one think freely in the shadow of a temple» (Πώς θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ελεύθερα στη σκιά ενός ναού).
—Πώς;
Σήμερα ο όρος «ναός» μπορεί να μεταφραστεί ως θεσμός, μουσείο, Κοινοβούλιο, ως ένα όργανο λήψης αποφάσεων. Ακόμη και ως μνημείο.
—Τα γλυπτά σου είναι μικρά μνημεία;
Θα σου εξηγήσω τι γίνεται. Υπάρχουν κάποια έργα, που, σε συνδυασμό με τη μικρή τους κλίμακα, παίζουν τον ρόλο της μακέτας για ένα συγκεκριμένο μνημείο. Αλλά, στην πραγματικότητα, όλα τα έργα στο σύνολό τους έχουν μια αντιμνημειακότητα, γιατί ενδιαφέρομαι για την παρωδία της γλώσσας της γλυπτικής, που έχει μια εμμονή με τη μνημειακότητα. Ο νεοκλασικισμός αλλά και η μοντέρνα γλυπτική λειτουργούν ως φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας, μεταφέρουν με άλλη γλώσσα την καθεστωτική οπτική που έχει να κάνει με την επισφράγιση ενός ιστορικού προσώπου. Είναι και η τελική ερμηνεία της Ιστορίας.
—Σ’ εσένα αυτό ακυρώνεται εκ προοιμίου από τα ευτελή υλικά.
Τα οποία είναι εφήμερα. Είναι υλικά που έχουν συντριβεί και δεν πιστεύουν στη μονιμότητα του εαυτού τους. Είναι υλικά τα οποία έχουν υποστεί τέτοια επεξεργασία, ώστε να φαίνεται η φθίνουσα πορεία τους και θα έλεγα ότι στο σύνολο της δουλειάς μου, όσο πιο φθαρτό εμφανίζεται το υλικό, τόσο καλύτερο μπορεί να είναι και ως έργο, με την έννοια ότι αυτό θέλω να προσδώσω, την υποβάθμιση της ύλης του, τη συντριβή του. Δεν είναι το γλυπτό που θέλει να παραμείνει.
—Αλλά συγχρόνως θέλει…
Είναι το γλυπτό που θέλει να παρωδεί το γλυπτό που νομίζει ότι θα μπορεί να μείνει αιωνίως. Από την άλλη, πρέπει να παραμείνει ως μια ανταπάντηση.
—Τα αντιμετωπίζεις και ως μικρά «καταφύγια» αυτά τα γλυπτά;
Με ενδιαφέρει από την άποψη της φόρμας το άνοιγμα του γλυπτού σε έναν κατοικήσιμο χώρο και πώς αυτός ο χώρος μπορεί αντιμετωπιστεί με όρους ιδιωτικότητας.
—Σε απασχολεί χρόνια τώρα η ατομικότητα και η μοναχικότητα του ανθρώπου.
Καθημερινά καλούμαστε να συγκρουστούμε με τη δημόσια σφαίρα, αλλά, στην ουσία, τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μας, όπως είναι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή ο έρωτας, είναι εμπειρίες διαπροσωπικές και ποτέ δεν μπορούν να τεθούν σε συλλογική κλίμακα. Άρα, όλο αυτό το παιχνίδι της ιδεοληψίας με την προσαρμογή μας στη δημόσια σφαίρα, και με όρους ανταγωνιστικότητας, είναι μια μάταιη προσπάθεια να αποφύγουμε αυτό που πραγματικά μας αφορά. Ο Καντ πολύ εύστοχα αναφέρει ότι την ίδια στιγμή που είμαστε αναγκασμένοι να συγκροτήσουμε κοινωνίες, αναζητούμε τρόπους να παραμείνουμε στην ιδιωτικότητά μας. Σαν να συγκροτούμε τις κοινωνίες όχι για να ταυτιστούμε με κοινά οράματα αλλά για να έχουμε την πολυτέλεια ο καθένας μας να επιλέξει τη μοναχικότητα που του ταιριάζει.
—Είχες μια πολιτικοποιημένη ταυτότητα νεότερος;
Η πολιτικοποιημένη ταυτότητα συχνά είναι απόδοση μιας δημοσιογραφικής προσέγγισης της τέχνης. Με ενδιαφέρει το στοιχείο της αντιπαράθεσης του ατόμου με την κοινωνία. Και από αυτή την άποψη, η δουλειά μου δεν θέλω να γίνεται αντιληπτή με όρους αριστεράς, δεξιάς ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Η δέσμευση και η ευθύνη απέναντι στο άλλο υποκείμενο είναι στο επίκεντρο της δουλειάς μου, αλλά, με κάποιον τρόπο, δείχνοντας την πτώση των ιδεολογιών, πρέπει να υιοθετήσω ένα πολιτικό λεξιλόγιο. Από κει ξεκινά καμιά φορά ένα είδος παρεξήγησης για τη δουλειά μου. Την επαναστατικότητα την αποδέχομαι αποκλειστικά με όρους οντολογικούς.
—Ως ανάγκη της ανθρώπινης φύσης να εξεγείρεται;
Ως μια ανάγκη της ανθρώπινης φύσης να ακολουθεί τις «παρεκκλίσεις» της, που είναι θεμελιώδες συστατικό της ελευθερίας, μια ανάγκη να αναγνωρίζει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ένα είδος ματαιοδοξίας.
—Είναι ματαιοδοξία να θέλει να επαναστατήσει ο άνθρωπος;
Είναι ματαιοδοξία να θέλει να επαναστατήσει μαζί με ένα εκατομμύριο ανθρώπους για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η αυτοτέλεια και η αυτονομία του ίδιου του ανθρώπου και όχι η λογική μιας επανάστασης για την εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης πραγμάτων επάνω σε μια παλιότερη τάξη πραγμάτων. Η νεωτερικότητα στο όνομα της γνώσης και της προόδου συντέλεσε σε πρωτοφανείς γενοκτονίες από τις απαρχές της ανθρωπότητας.
—Η έκθεσή σου επικεντρώνεσαι στο άτομο και στις ιδιαιτερότητές του. Οι αναφορές σε ζώα είναι συμβολικές ή πραγματικές;
Από ένα σημείο και μετά δεν με ενδιαφέρει η πολιτική να είναι ανθρωπογενής. Πέρα από κάποια έργα που έχουν μια πρακτικότητα, η οποία σε ένα σημείο είναι λανθάνουσα, τα υπόλοιπα έχουν συμβολικό χαρακτήρα για τις οντότητες που δεν είναι ανθρώπινες. Σήμερα είναι όλο και δυσκολότερο να μιλάμε με όρους της πολιτικής, χωρίς να σεβόμαστε άλλες οντότητες. Το θέμα της οικολογίας και της δημοκρατίας αποτελούν πεδία ισχυρά για μένα, όπου ο όρος «πολιτική» δεν εστιάζεται σε ανθρώπινες ομάδες με τις ιδεοληψίες τους, αλλά είναι ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο. Ένα διευρυμένο Κοινοβούλιο στο οποίο οι άνθρωποι εκπροσωπούν άλλα είδη…
—Αυτή η συνθήκη δεν σε κάνει να οραματίζεσαι μια ουτοπία που απέχει πολύ απ’ όλα όσα συμβαίνουν εκεί έξω;
Δεν μπορώ παρά να είμαι καθρέφτης των νέων σχέσεων που δημιουργούνται σε ένα διευρυμένο πλαίσιο πολιτικής. Έχουμε δει ότι ζούμε σε ένα ανθρωπογενές περιβάλλον, όπου η μία ομάδα αντιπαρατίθεται στην άλλη, θέλοντας η καθεμία να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Για να μπορέσουμε να βρούμε κοινές εστίες πρέπει να θέσουμε και άλλα ζητήματα και όχι εμάς τους ίδιους, κάτι που είναι πέρα από μας. Οπότε, αυτό που λέω δεν είναι τόσο ουτοπικό. Απλώς είναι ουτοπικό να πιστεύω ότι λόγω της δουλειάς μου κάποιοι θα αλλάξουν ριζικά της στάση τους.
—Αν θεωρείς ότι εκφράζουν την εποχή, έχεις δίκιο να σε απασχολούν και καλλιτεχνικά.
Ναι, πράγματι. Πώς μπορεί, άραγε, η γλυπτική να καταγράψει τις μετακινήσεις και τις αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες, χωρίς τα τυπικά δομικά χαρακτηριστικά, όπως τα γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα; Πώς τοποθετείται σε σχέση με τα αντικείμενα που δεν έχουν μονιμότητα, είναι εφήμερα, αλλά και τι διαστάσεις αποκτά σήμερα αυτό που την αφορούσε και ήταν το μόνιμο. Η τέχνη και ο σχεδιασμός μπορούν να προσφέρουν νέους τρόπους κατανόησης των εργασιακών πρακτικών, να υποδείξουν την κρίση τους και να συνεργαστούν με άλλα πεδία . Πρέπει κι εμείς να μετακινηθούμε από το βάρος των ιδεολογικών αφηγήσεων που αναπτύχθηκαν τον 19ο αι. και μέχρι τώρα φαίνεται να μας ταλαιπωρούν. Είμαστε μοναδικοί στο να συνδέουμε τα προσωπικά μας προβλήματα με τη χρήση ενός ληγμένου, μεσσιανικού λεξιλογίου.
—Τα έργα της έκθεσής σου, αν και δεν αποτελούν, νομίζω, μια ενιαία ενότητα, αποτελούν το καθένα ένα κέλυφος που κρύβει τη ζεστασιά της μήτρας.
Αυτό που λες είναι πολύ ενδιαφέρον. Όλα αυτά τα έργα μάς επαναφέρουν σε μια συμβολική συγκατοίκηση της κοινωνία και του φυσικού περιβάλλοντος.
—Επίσης, μοιάζουν με έργα-οικοδομήματα μιας μελλοντικής καταστροφής, όπου κάποιοι επιζήσαντες επανεφευρίσκουν τρόπους διαβίωσης με τα πλέον φυσικά υλικά.
Σωστά! Αυτό θέλω, να ξεκινάω την αλφαβήτα από την αρχή. Είμαστε σε θέση να αμφισβητήσουμε το μητροπολιτικό περιβάλλον και να δούμε, σε σχέση με την αγροτική ύπαιθρο, τη δυνατότητα αυτάρκειας παραγωγής; Μπορούμε να μιλήσουμε για μια αυτοδιαχείριση της οικονομίας της υπαίθρου; Δεν εννοώ ότι θα έπρεπε να καταργηθεί το μητροπολιτικό κέντρο, αλλά μπορούμε να δούμε την ύπαιθρο μέσα στην πόλη; Η νεωτερικότητα, όσο και αν είμαστε φετιχιστικά προσκολλημένοι μαζί της, μας έχει αφήσει τελικά πολλά συντρίμμια, και όχι ο μεταμοντερνισμός.
—Έχεις κάποια σχέση με τον κόσμο των παραμυθιών;
Αποτελούν την ισχυρή επιρροή μου τα τελευταία χρόνια. Ιδίως τα βιβλία του Τζιάνι Ροντάρι, πολύ γνωστού Ιταλού παραμυθογράφου. Με έχει επηρεάσει, κάτι που το οφείλω εν μέρει στην κόρη μου, που είναι τεσσάρων χρονών και της διαβάζω τα βιβλία του.
—Θέλεις να μου πεις ότι μέσα από τα παιδικά βιβλία, όπως αυτά του Ροντάρι, ανακαλύπτεις την αμεσότητα και την απλότητα μιας θεμελιώδους σοφίας;
Είναι ένα είδος φιλοσοφίας της καθημερινότητας που ανακαλύπτεις.
info
Κωστής Βελώνης
Mount the Air
Γκαλερί Καλφαγιάν
Χάρητος 11, Κολωνάκι
http://www.kalfayangalleries.com
Έως 16 Ιανουαρίου 2016