Το διήμερο ταξίδι για να συναντήσουμε τον Ted Bafaloukos στο χωριό της Άνδρου όπου ζει μόνιμα πια, δίπλα στη Χώρα, ήταν μια σουρεαλιστική περιπέτεια που περιλαμβάνει ταλαιπωρία, μπόλικο περπάτημα, ακόμα περισσότερο αέρα απ' τα μελτέμια του Αιγαίου και κακό φαγητό. Επίσης περιλαμβάνει μια αλλοδαπή εισπράκτορα λεωφορείου που εκτελούσε και χρέη οδηγού, η οποία έτρεχε με το μίνι βαν σαν παλαβή, μιλούσε στο κινητό και κάπνιζε ακούγοντας σκυλάδικα στη διαπασών, τον ρεσεψιονίστ ενός άθλιου ξενοδοχείου στο λιμάνι που προσπάθησε να μας διπλοχρεώσει τα δωμάτια, την παντελή έλλειψη οχημάτων για να μετακινηθούμε - είχε φτάσει το ΣΔΟΕ στο νησί και μέχρι να φύγει δεν μας νοίκιαζε κανείς. Ο ταξιτζής που μας μετέφερε στο πατρικό του Θοδωρή Μπαφαλούκου τον ήξερε σαν τον «αδερφό του γιατρού», αγνοώντας ότι είναι ο άνθρωπος που έχει φτιάξει την πιο σπουδαία ταινία για την Τζαμάικα που έχει γίνει ποτέ. Όταν του το είπαμε, δεν φάνηκε να του καίγεται καρφί. «Είναι πολύ καλοί άνθρωποι», μας είπε, «κι αυτός και η γυναίκα του, μόνο που τους έχουν συμβεί όλες οι ατυχίες του κόσμου». Ο Ted Bafaloukos, εκτός από δημιουργός της «πιο σημαντικής ταινίας για τη ρέγκε», είναι ο άνθρωπος που σχεδίασε την καρέκλα και το χώρο του Steven Hawking για το ντοκιμαντέρ Το Χρονικό του Χρόνου, έχει συνεργαστεί ως production designer με τρεις βραβευμένους με Όσκαρ σκηνοθέτες (Barry Levinson, Errol Morris, Jonathan Demme), έχει δουλέψει σε ένα σωρό βιντεοκλίπ και διαφημιστικά -το βίντεο γι' αυτό το τραγούδι των Aerosmith με την Alicia Silverstone-, έχει φτιάξει τις κατασκευές στο βίντεο των Talking Heads που τους επιτρέπει να αιωρούνται ανεβοκατεβαίνοντας, συνεργάστηκε στο The Fog of War και το S.O.P., έχει συνεργαστεί σε βίντεο των Nine Inch Nails και των Bon Jovi. Λίγο πριν ξεκινήσει να μας μιλάει με ενθουσιασμό για το Rockers, βγάζει μια στοίβα άλμπουμ με φωτογραφίες και την ιστορία μιας ζωής συναρπαστικής. Μας τις δείχνει για ώρες και δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε. Μας μιλάει για το νέο του πάθος (τη μαγειρική) και μας ξεναγεί στο σπίτι του - γεμάτο οικογενειακά κειμήλια, σχέδια του πατέρα του και πίνακες που έχει ζωγραφίσει ο ίδιος. Ένας τοίχος είναι γεμάτος με λεπτομέρειες φιδιών σε μεγάλο μέγεθος, σε κάποιον άλλο υπάρχει μια μαύρη τρύπα που έχει σχεδιάσει για το Χρονικό του Χρόνου. Μας λέει ανατριχιαστικές ιστορίες με περιστατικά κρυογονικής -για έναν τύπο που κατάψυξε το κεφάλι της μάνας του για να γίνουν στο μέλλον εραστές- και δηλώνει πως «ό,τι έκανα το έκανα με χαρά και το απόλαυσα. Θα επέστρεφα στην Τζαμάικα οποιαδήποτε στιγμή και με οποιοδήποτε τίμημα».
Πήγα το 1975 μαζί με κάποιον φίλο μου, έναν νεαρό που είχε σχέσεις με τη ρέγκε σκηνή, ως freelance φωτογράφος για την Island Records. Φωτογραφίζαμε πρόσωπα στο νησί. Ήταν ενδιαφέρον, συναρπαστικό. Κι αστείο, γιατί με συνέλαβαν σαν πράκτορα της CIA.
— Τι έκανες και σε συνέλαβαν;
Είχα πάει σε κάποιον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό γα να μιλήσω με έναν νεαρό της κοινότητας. Ήθελα να του ζητήσω εξοπλισμό και βοήθεια για να φτιάξω ένα ντοκιμαντέρ. Αρχικά αυτό σκόπευα. Ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο με τον φίλο μου που οδηγούσε και ξαφνικά, απ' το πουθενά, ένας τύπος βάζει το χέρι του μέσα από το παράθυρο, αρπάζει απ' την τσέπη του πουκάμισού μου ένα μικρό σημειωματάριο και τρέχει μέσα στο κτίριο, φωνάζοντας: «CIA, CIA»! Κατέβηκα και προσπάθησα να τρέξω πίσω του, αλλά πριν προλάβω να γυρίσω, ο φίλος μου και το αυτοκίνητο είχαν εξαφανιστεί! Είχε τρομάξει. Έτσι, έμεινα εντελώς μόνος, περιτριγυρισμένος από αγνώστους. Οι δικοί μου είχαν τρομοκρατηθεί. Μιλάμε για μια εποχή με πολύ φόβο, όλοι ήταν τρομαγμένοι.
— Τι έγινε μετά;
Αστραπιαία εμφανίστηκαν δυο τζιπ με μια ολόκληρη ομάδα από μπάτσους - άλλοι με στολές, άλλοι φουσκωτοί. Οι πιο σκληροπυρηνικοί με τα ούζι πήδησαν απ' το όχημα και με συνέλαβαν. Με έβαλαν πάνω στο πρώτο ανοιχτό τζιπ και με παρέλασαν στους δρόμους οδηγώντας αργά, για να δουν όλοι ότι συνέλαβαν τη CIA! Με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα και ήταν προφανές ότι δεν είχαν ιδέα τι να με κάνουν. Έτσι, με πήγαν στον πρώτο τύπο που μου πήρε συνέντευξη.
— Συνέντευξη;
Ανάκριση. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, ο «ανακριτής» καθόταν πίσω απ' το γραφείο του με το μικρό μου σημειωματάριο ακουμπισμένο δίπλα του. Πλησίασα, το πήρα πάνω απ' το γραφείο και το έβαλα στην τσέπη μου.
— Τι περιείχε το σημειωματάριο;
Διευθύνσεις όλων των ανθρώπων που είχα γνωρίσει στο νησί. Κυρίως μουσικών. Είχα υποσχεθεί να τους στείλω τις φωτογραφίες μόλις γύριζα στην Αμερική και πραγματικά το έκανα. Έτσι γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ξέρεις, όλοι ήθελαν να γίνουν σταρ. Κάποιος έρχεται και σε φωτογραφίζει και σε θεωρεί πραγματικά ξεχωριστό, είναι ένα σπουδαίο δώρο. Βάζω λοιπόν το μπλοκάκι στην τσέπη μου και δεν αντέδρασε καθόλου, δεν είπε τίποτα για αποδεικτικά στοιχεία και τέτοια. Απαντούσα στις ερωτήσεις του, αλλά δεν ήξερε ούτε τι να με ρωτήσει. Μάλλον είχε κάνει κάποια τηλέφωνα και είχε καταλάβει ότι είχε γίνει λάθος.
— Περισσότερο έμοιαζες με Ζαπατίστα πορνοστάρ παρά με πράκτορα της CIA.
Γιατί, πώς μοιάζει ένας πράκτορας της CIA (γέλια); Είχα ελληνικό διαβατήριο, το οποίο με έκανε ακόμα πιο ύποπτο. Μου το πήραν και με κράτησαν εκεί αμέτρητες ώρες. Ήρθε κι άλλος να με ανακρίνει, αλλά πάλι δεν βγήκε τίποτα. Ήταν 10 ή 11 το βράδυ όταν ξαφνικά εμφανίζεται ένας λευκός, μου λέει «έλα μαζί μου», με βγάζει απ' την πόρτα, με βάζει σε ένα ταξί και μου λέει «φύγε. Απλά φύγε»... Δεν ήξερα τι να πω, τον ρώτησα «το διαβατήριό μου;» και μου λέει «σήκω φύγε, άνθρωπέ μου». Κι έφυγα. Πήγα στο σπίτι όπου έμενα με τον φίλο μου, ένα άδειο, πανέμορφο σπίτι της θείας του στη Larissa Rue, και τους βρήκα όλους εκεί μαζεμένους. Τον φίλο μου, τον Augusto Pablo, όλη την παρέα. Ήταν όλοι νεότεροι από μένα, τρομαγμένοι και με κοίταζαν λες και ήμουν νεκρός. Πριν καταλάβω τι γίνεται, σηκώθηκαν ένας ένας κι έφυγαν. Βασικά μου είπαν «Sorry, αλλά θα έρθουν να σε σκοτώσουν απόψε και δεν θέλουμε να είμαστε τριγύρω».
— Σου έκαναν πλάκα;
Όχι, δεν μου έκαναν πλάκα. Τέτοια συνέβαιναν συνέχεια.
— Αυτή είναι μια εντελώς διαφορετική εικόνα της Τζαμάικα από αυτή που δείχνεις στην ταινία...
Υπήρχε μια αντίληψη ότι όλα πήγαιναν καλά, λόγω της επιτυχίας του Bob Marley. Ακόμα και για τη ρέγκε δεν ήταν έτσι όπως φαίνονταν τα πράγματα. Ήταν πολύ πιο δύσκολα. Κι ακόμα πιο δύσκολο για έναν λευκό να βρεθεί στο κέντρο της εκείνη την εποχή. Έζησα δυο χρόνια εκεί πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα. Οι Τζαμαϊκανοί που ζούσαν στα γκέτο του Kingston, αθόρυβα και μακριά από τις ανέσεις, ήταν αθώοι στην προσωπική τους ζωή, και αυτό ακριβώς ήθελα να υπάρχει στην ταινία, μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση αυτού που πραγματικά ήταν, ή που ήθελαν στ' αλήθεια να είναι. Κάτι σαν Ρομπέν των Δασών. Ήθελα να δείξω αυτή την πλευρά τους. Η Τζαμάικα ήταν ένας ονειρικός κόσμος, όπου η πραγματικότητα όπως την ξέρουμε δεν μπορούσε να ισχύει. Ζούσαν μια κατάσταση που τους απομόνωνε απ' τον πραγματικό κόσμο. Δεν είχες πουθενά να πας, σπάνια υπήρχε κάποιος που μπορούσες να αποκαλέσεις «μπαμπά», υπήρχαν απλά άντρες που είχαν σχέσεις με γυναίκες. Δεν υπήρχε κανονική δομή στην οικογένεια. Στις πιο πολλές περιπτώσεις δεν υπήρχε αναγνώριση των παιδιών και ενώ μεγάλωνες με μητέρα, δεν υπήρχε υποδομή να σε στηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο, επειδή ήταν πολύ δύσκολο. Ήταν πρακτικά αδύνατο εκείνες τις μέρες να προκύψει οτιδήποτε άλλο πέρα από την ανοχή στη βία και τη νοοτροπία της συμμορίας μεταξύ των πιτσιρικάδων, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα στοιχειωδώς. Το σπουδαίο είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι κατάφερναν να ζουν κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες ειρηνικά και με παραγωγικό τρόπο. Αυτό ήταν κάτι.
Ό,τι έκανα το έκανα με χαρά και το απόλαυσα. Θα επέστρεφα στην Τζαμάικα οποιαδήποτε στιγμή και με οποιοδήποτε τίμημα.
— Πώς φαινόταν η Τζαμάικα σε κάποιον που ερχόταν από την Άνδρο και τη Νέα Υόρκη;
Πραγματικά εξωτική. Ήταν μια ασυνήθιστη εμπειρία.
— Πιο ασυνήθιστη και από τη Νέα Υόρκη; Είχες φύγει από ένα μικρό χωριό της Ελλάδας.
Κοίταξε, απ' την Άνδρο έφυγα 17 χρονών, για την Αθήνα, από αυτό ακριβώς το σπίτι, από το ίδιο τραπέζι όπου καθόμαστε τώρα. Είχα την κωλοφαρδία να έχω έναν πατέρα πολύ ανοιχτόμυαλο, ναυτικό, που με έστειλε στην Αμερική στα 18 για σπουδές. Όλη μου η οικογένεια ήταν ναυτικοί, και οι δύο παππούδες μου, έτσι στο γυμνάσιο ετοίμασα το ναυτικό φυλλάδιο και το διαβατήριο για να μπαρκάρω. Όλα τα αγόρια στο νησί αυτό έκαναν. Στην Άνδρο δεν υπήρχε τίποτα. Ο πατέρας μου με συμβούλεψε -χωρίς να με προστάξει- να πάω στο Rhode Island School of Design, μία από τις καλύτερες σχολές design στον κόσμο, που δεχόταν 250 άτομα από 4.000 υποψήφιους. Δεν ξέρω πώς έγινε και μπήκα, γιατί αγγλικά δεν ήξερα και πολύ καλά, αλλά μου ζήτησαν κάτι σχέδια και αυτό ήταν νομίζω που τους έπεισε. Η επιλογή τους είναι πολύ εκλεκτική. Ακαδημαϊκά ήμουν πάτος, στο γυμνάσιο της Άνδρου έβγαζα με το ζόρι 14, αλλά αυτό δεν τους ενδιέφερε. Εδώ ήμουν αληταράς, εκεί όμως θριάμβευσα. Τελείωσα ζωγράφος χωρίς να ξέρει κανείς τι κάνω, γιατί στην αρχή έλεγα ότι σπουδάζω αρχιτεκτονική. Ήταν απ' το '64 ως το '68, εποχή sex, drugs and rock 'n' roll, με μποέμικη ζωή στο Rhode Island και πολλή δουλειά. Μετά το σχολείο γύρισα εδώ λόγω χούντας, για να πάω φαντάρος. Ήταν και το Βιετνάμ, αν έμενα εκεί και παντρευόμουν ήμουν από τους πρώτους που θα έφευγαν. Έπαιρναν πρώτα όσους ήθελαν να γίνουν Αμερικάνοι. Είχα και την οικογένειά μου εδώ, οπότε τι να κάνω, ήρθα και πήγα φαντάρος δύο χρόνια. Στο μεταξύ παντρεύτηκα την Eugenie - φέτος κλείνουμε μαζί 39 χρόνια. Στο γάμο ήμασταν μόνο οι δυο μας και ο αδερφός μου, κανένας άλλος συγγενής ή φίλος, δεν θέλαμε να βάλουμε την οικογένεια στη μέση. Μόλις απολύθηκα πήγαμε στη Μινεσότα και έπιασα δουλειά σε διαφημιστικό γραφείο για ενάμιση χρόνο. Ήταν η πρώτη κι η τελευταία φορά που δούλεψα σε γραφείο. Μετά μαζέψαμε τα πράγματά μας από κει και πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Γίναμε μποέμηδες. Ζούσαμε σε ένα εγκαταλειμμένο κτίριο στην Τραϊμπέκα. Το βράδυ έβγαινες έξω και δεν έβλεπες φως πουθενά τριγύρω, όλα μαύρα κι άραχλα.
— Άφησες τη δουλειά γραφείου και πήγατε στη Νέα Υόρκη. Πώς ζούσατε;
Έκανα freelance δουλειές. Η Eugenie δούλευε στην υφαντουργική βιομηχανία, σχεδίαζε υφάσματα. Βασικά έχτιζα και επισκεύαζα το κτίριο όπου μέναμε κι έβρισκα δουλειές εδώ κι εκεί. Δούλευα σαν φωτογράφος, μέχρι που μου ζήτησαν απ' το «New York Magazine» να φωτογραφίσω έναν νεαρό Τζαμαϊκανό στο κλαμπ Tropical, ένα άθλιο κλαμπ στο Μπρούκλιν. Πήγα εκεί και αυτός που εμφανίστηκε ήταν ο Augusto Pablo, παίζοντας μελόντικα. Έμεινα άναυδος. Αυτός ήταν κι ο πρώτος που γνώρισα
— Με τη ρέγκε είχες ασχοληθεί;
Πρωτάκουσα Bob Marley μέσω των Wailers γύρω στο '74, εντελώς τυχαία. Πηγαίναμε με την Eugenie στη Μινεσότα και σταματήσαμε για λίγες μέρες να δούμε μια φίλη μας στο Σικάγο. Κάποια νύχτα είπε «πάμε σε ένα κλαμπ που έχει ενδιαφέρουσα μουσική», κι έπαιζε ο Bob Marley. Ήταν μια εκπληκτική εμφάνιση. Βεβαίως τη ρέγκε την ήξερα, υπήρχε έξαρση της μουσικής της Καραϊβικής πολύ νωρίτερα.
―Τι μουσική άκουγες μέχρι τότε;
Πολλά πράγματα. Κυρίως ροκ και R&B∙ η γυναίκα μου είχε δυο αδέρφια που έπαιζαν κιθάρα. Και πολύ blues φυσικά. Αν υπήρχε χώρος στην καρδιά μου μόνο για ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, θα ήταν τα blues. Όλα άρχισαν κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο απ' την αγάπη μου για τα ρεμπέτικα. Ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, παρόλο που κανείς δεν την καλλιέργησε από την οικογένειά μου. Ούτε ο πατέρας μου ούτε κανείς άλλος στην Άνδρο ενδιαφερόταν γι' αυτά. Στην Άνδρο έπαιζαν και άκουγαν τη δική τους μουσική, δημοτικά, νησιώτικα. Είναι ένα πολύ συντηρητικό μέρος. Τέλος πάντων, το ίδιο που μου συνέβαινε με τα ρεμπέτικα και τα blues μου συνέβη και με τον Bob Marley. Υπήρχε ήδη το rock-steady και η ska, αλλά όταν άκουσα τον Augusto Pablo κατάλαβα ότι ήταν κάτι πολύ βαθύ, δεν ήταν απλά αυτό που άκουγες. Η ρέγκε ήταν μουσική με εύρος και μεγάλη ποικιλία σε ήχους, και αν ψάξεις τι έγινε σ' αυτήν από το τέλος των '60s μέχρι τις αρχές των '70s, είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι όλα τα έκαναν οι ίδιοι είκοσι-είκοσι πέντε άνθρωποι στα στούντιο του Kingston. Κυριολεκτικά. Όλα τα είδη ξεκίνησαν ταυτόχρονα και από τους ίδιους μουσικούς (ska, rock-steady, reggae, rocker, the dubs). Οι ίδιοι που ξεκίνησαν τη ska ξεκίνησαν και τη ρέγκε: δυο τρεις ντράμερ, δυο τρεις κιθαρίστες, δυο τρεις μπασίστες, κι αυτό ήταν όλο. Η ποιότητα των τραγουδιστών έπαιξε σημαντικό ρόλο, η έμπνευση που προκαλούσαν στους μουσικούς. Ο ήχος υπήρχε, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μπορεί να βγει ένα 45άρι δισκάκι στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα: Σε δύο ώρες, ακόμα και σε μισή, για να στοιχίσει όσο φτηνότερα γίνεται. Ήταν μουσική για άμεση κατανάλωση. Οι ηχογραφήσεις γίνονταν σε υποτυπώδη στούντιο και τα νέα κομμάτια παίζονταν τα Σαββατοκύριακα σε μεγάλες υπαίθριες χορευτικές συγκεντρώσεις. Υπήρχαν φορτηγάκια με ενισχυτές και τεράστια ηχεία που έφταναν παντού. Αργότερα άρχισαν να ηχογραφούν δισκάκια επιτόπου και να τα πουλάνε σε δυο τρεις καλύβες ή μαγαζιά. Έτσι συνέβαινε. Και τα πουλούσαν περισσότερο στην Αγγλία και λιγότερο στην Αμερική.
Πάρα πολύ τοπικό. Μπορείς να το αποκαλέσεις γκέτο, αλλά δεν ήταν πραγματικά. Τα γκέτο στην Τζαμάικα ήταν γειτονιές που αποτελούνταν από κατοικίες γύρω από αυλές, όπως στην Αθήνα του '20 και του '30, ή όπως τα αφρικάνικα χωριά. Μέσα σ' αυτές υπήρχαν κοινωνικοί μηχανισμοί που λειτουργούσαν αυτόνομα και ξεχωριστά από το γενικό σχήμα, που ήταν η κυβέρνηση, η αστυνομία, ο στρατός και η δικαιοσύνη. Και το τοπικό ραδιόφωνο δεν έπαιζε σχεδόν ποτέ ρέγκε. Έπαιζε σόουλ και ντίσκο, όπως και τα κλαμπ.
―Δεν στήριζαν τη δική τους σκηνή;
Δεν ήταν η δική τους σκηνή, επειδή κανείς δεν έβγαζε λεφτά από αυτήν. Τα λεφτά τα έβγαζαν μόνο δυο τρία άτομα που είχαν τα sound systems. Στην πραγματικότητα μόνο δύο άνθρωποι ήταν υπεύθυνοι για το πιο μεγάλο μέρος των πρώτων κυκλοφοριών, ο Coxton και ο Duke Reid. Όταν άρχισε να γίνεται γνωστό το είδος στον κόσμο, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και μέχρι τα μέσα των '70s αυτό που ξέρουμε ως ρέγκε είχε χαθεί. Δεν γινόταν τα ίδια άτομα να συμμετέχουν σε τόσα σχήματα, δεν υπήρχαν αρκετοί μουσικοί για να φτιάξουν περισσότερες από 5-6 μπάντες. Ο Bob Marley πήρε μερικούς απ' τους καλύτερους και οι υπόλοιποι άρχισαν να μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, μέχρι που στο τέλος των '70s δεν υπήρχε τίποτα. Ας πούμε ότι όλα τέλειωσαν με τη συναυλία για την ειρήνη το 1978.
―Να γυρίσουμε πίσω στην ταινία; Γιατί λείπουν βασικά στοιχεία της Τζαμάικα; Οι φοίνικες, οι παραλίες; Αποφεύγεις να τα δείξεις.
Το έκανα σκόπιμα. Ο στόχος μου στην ταινία ήταν πολύ απλός. Απ' την αρχή τη σκέφτηκα σαν ένα τραγούδι, και το ζήτημα δεν ήταν τι θα έβαζα σε αυτήν, αλλά τι θα άφηνα απ' έξω. Έπρεπε να κάνω επιλογή. Δεν γίνεται να χωρέσεις τα πάντα σε μια ταινία. Η γιαγιά μου, που δεν είχε πάει ποτέ σχολείο και ήταν μια θαυμάσια γυναίκα, με κοίταζε να ζωγραφίζω όταν ήμουν μικρός και μου έλεγε «αυτό είναι πολύ φορτωμένο», αν του έβαζα πάρα πολλά στοιχεία. Στη δική μου περίπτωση προσπάθησα να κρατηθώ σε ένα πλαίσιο και δεν είδα τον εαυτό μου σαν κινηματογραφιστή, αλλά γενικά σαν καλλιτέχνη.
―Γνώριζες όμως ότι έκανες μια ξεχωριστή ταινία;
Σκεφτόμουν ότι η ταινία επρόκειτο να είναι ξεχωριστή, αλλά ταυτόχρονα δεν με απασχολούσε τίποτα πέρα από το να την ολοκληρώσω. Μπορούσε να γίνει οτιδήποτε στη διάρκεια των γυρισμάτων και να τα τινάξει όλα στον αέρα. Κάποια μέρα ένα παιδί θα μπορούσε να τραβήξει τη σκανδάλη και να σκοτώσει κάποιον -μιλάμε για το Kingston, ένα μέρος όπου σκοτώθηκαν 600 παιδιά εκείνη τη χρονιά- κι αυτό θα ήταν πλήρης καταστροφή. Θα ήταν το τέλος. Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού σκοτωνόταν, και μάλιστα τις περισσότερες φορές χωρίς λόγο. Ήταν πόλεμος μεταξύ των συμμοριών, αλλά, είτε το πιστεύεις είτε όχι, η νομοθεσία δεν τους απέτρεπε, γιατί τα όπλα κυκλοφορούσαν παντού. Υπήρχε λαγνεία για τα όπλα, ήταν πολύ cool να έχεις ένα πάνω σου και υπήρχαν και οι πολιτικοί που κυκλοφορούσαν με ολόκληρες στρατιές οπλισμένων τύπων. Ο πιο μεγάλος μου φόβος ήταν αυτά τα παιδιά, 11, 12 χρονών, που δεν μπορούσες ποτέ να προβλέψεις τις αντιδράσεις τους και μπορούσαν να σκοτώσουν για το τίποτα. Νομίζω ότι ήμουν πολύ τυχερός που κατάφερα να ολοκληρώσω την ταινία. Κάθε μέρα έτρεμα μήπως σκοτωθεί κάποιος από το συνεργείο ή τους ηθοποιούς.
―Θυμίζει λίγο την πιο σύγχρονη κατάσταση στο hip hop.
Όχι τόσο, γιατί οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί και έφτιαχναν μουσική τα έτρεμαν τα όπλα. Δεν τα χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι. Δεν ήταν ανόητοι, ξέρεις. Δεινοπαθούσαν απ' αυτά. Αυτό που με κάνει να βλέπω τον Bob Marley σαν ήρωα ήταν που επέστρεψε και προσπάθησε να βάλει μερικά πράγματα σε τάξη. Φυσικά δεν τα κατάφερε σε όλα, και υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από τους ανθρώπους στους δρόμους, αλλά αυτή η προσπάθεια ανακωχής και ειρήνης σταμάτησε τη βία για ένα χρόνο. Ξανάρχισε όμως, και πριν κλείσει χρόνος και οι δύο αρχηγοί των εχθροπραξιών ήταν νεκροί. Και μετά ήρθε η κοκαΐνη.
―Στη θέση του ganja;
Το χόρτο ήταν ακόμα εκεί, αλλά η κοκαΐνη ήταν αυτή που σκότωνε και κατέστρεφε. Εμπλέκονταν πάρα πολλά χρήματα, οι άνθρωποι έγιναν πιο επιθετικοί και άρχισαν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Ταυτόχρονα μπορούσες να συναντήσεις τους πιο γλυκούς ανθρώπους και τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, ένα εργοστάσιο εκφράσεων σε ένα μέρος τόσο μικρό. Δεν μιλάω για το Kingston, οι μικρές ομαδικές φτωχικές κατοικίες ήταν περισσότερο σαν φαβέλες και λιγότερο σαν γκέτο. Σε αυτά τα 2-3 μέρη εδώ κι εκεί έμεναν όλοι οι ράστα μουσικοί.
Η ρέγκε και οι ράστα πάνε μαζί, έγιναν ένα πράγμα. Έγιναν ο λόγος που ο κάθε νέος στο Kingston μπορεί να πει «ναι, τώρα έχω σημαία, έχω έθνος, έχω θεό και τώρα άντε γαμήσου, λευκέ, κι εσύ, επίσης, "καραφλέ"».
―Ποια η διαφορά μεταξύ rasta και jah;
Είναι το ίδιο πράγμα. Jah Ras Tafari, τίτλος του Haile Selassie, βασιλιά των βασιλέων, άρχοντα των αρχόντων, αυτοκράτορα της Αιθιοπίας, κυρίαρχο λιοντάρι της φυλής των Judah. Οι Rastafarians ήταν ακόλουθοι του Marcus Garvey, που ήταν το πρόσωπο-κλειδί σε όλα αυτά. Προσπάθησε να οργανώσει τους μαύρους και να τους πείσει να επιστρέψουν στην Αφρική. Αυτό που έλεγε ήταν: «Ο μαύρος δεν είναι λευκός, ο μαύρος ανήκει στην Αφρική».
―Ρατσιστικό ακούγεται.
Εντελώς. Μου έλεγαν «από σένα, Έλληνα, δεν θέλουμε τίποτα, επειδή οτιδήποτε μας δίνεις δεν είναι δικό σου για να μπορείς να το δώσεις. Είναι η δική μου ζωή, και η δική μου ζωή είναι μαύρη και δεν θα μπορέσει ποτέ να βελτιωθεί με τη δική σου φροντίδα. Θέλω να φροντίζω για τη ζωή μου, να την ελέγχω, έτσι θα πάω στην Αφρική που είναι γεμάτη μαύρους και θα γίνω μέρος αυτού του άλλου κόσμου, της μαύρης ζωής». Υπήρχε ρατσισμός και ανάμεσά τους, ανάμεσα στους ανοιχτόχρωμους και στους πιο σκούρους μαύρους, ανάμεσα στους πιο μορφωμένους και στους αμόρφωτους.
―Πώς έπεισες τους μουσικούς να παίξουν ρόλους στην ταινία σου; Δεν έκανες ντοκιμαντέρ τελικά.
Έζησα πάνω από δύο χρόνια μαζί τους και μου πήρε αρκετό καιρό για να τους πείσω. Δεν ήταν κάτι που μπορούσες να επιβάλεις. Το ενδιαφέρον με την ταινία ήταν ότι όλα έγιναν αντεστραμμένα: πρώτα έκανα το κάστινγκ, έπειτα επέλεξα τους χώρους και τελευταίο έγραψα το σενάριο. Κι όλοι παίζουν τον εαυτό τους, αυτό ακριβώς που είναι. Αυτά που λένε είναι πολύ απλά, ακόμα και η πλοκή είναι πολύ «φτωχή». Αφού έζησα για καιρό στο νησί, δεν ήθελα να γυρίσω ντοκιμαντέρ, όλοι μπορούσαν να πάνε να το κάνουν αυτό. Ήθελα να φτιάξω μια ταινία για τη μουσική της Τζαμάικα και να συμπεριλάβω όλους τους ανθρώπους που ήταν εκεί, με εξαίρεση τον Bob Marley.
―Γιατί δεν τον ήθελες στην ταινία;
Επειδή ήταν πολύ μεγάλος σταρ και θα γινόταν μια ταινία για τον Marley.
―Μπορούσες να τον έχεις όμως;
Σίγουρα. Εκείνη την εποχή μόλις τον είχαν πυροβολήσει και δεν ήταν στην Τζαμάικα. Θα επισκίαζε σίγουρα τους άλλους μουσικούς, που ήταν το ίδιο ή ακόμα καλύτεροι, και δεν ήθελα. Δεν έχω τίποτα εναντίον του Marley, αλλά πιστεύω πραγματικά ότι ο Burning Spear είναι σπουδαίος, το ίδιο και οι περισσότεροι μουσικοί που συμμετέχουν. Για διάφορους λόγους. Κατάφερα να συμμετάσχουν όλοι οι καλοί μουσικοί και νομίζω ότι κατέγραψα τη μουσική της εποχής στο καλύτερο σημείο της.
―Πώς ήταν η υποδοχή της ταινίας;
Τρομερή. Στο film festival στο Λος Άντζελες πρωτοπαίχτηκε σε ένα μεγάλο θέατρο 800 ατόμων, γεμάτο, και την ξανάπαιξαν μετά το τέλος του φεστιβάλ, γιατί ήθελαν πάρα πολλοί να τη δουν. Προβλήθηκε πρώτη φορά Κυριακή, ξαναπαίχτηκε Δευτέρα και τα εισιτήρια πουλήθηκαν μέσα σε μισή ώρα. Το βράδυ ήταν τίγκα και απ' έξω άνθρωποι να περιμένουν. Στις Κάννες προβλήθηκε το ίδιο βράδυ που παιζόταν το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα και δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο με χιλιάδες ανθρώπους, έφιππους μπάτσους και ΜΑΤ. Έγινε παρεξήγηση. Ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να μπουν, είχαν πουληθεί τα εισιτήρια κι έγινε ένας χαμός. Την άλλη μέρα ήταν πρωτοσέλιδο παντού. Μου έκαναν εντύπωση οι κριτικές στη Γαλλία, ακόμα κι από συντηρητικές εφημερίδες. Η πρώτη φράση που έγραψε η «Monde» ήταν «το Rockers δεν είναι ταινία, είναι έργο τέχνης. Τόσο καλό, που είναι δύσκολο να το πιστέψεις, κι όμως είναι αλήθεια». Οι «Financial Times» είχαν γράψει «πρέπει να είσαι τρελός αν χάσεις το Rockers». Η ρέγκε είχε γίνει διεθνής μουσική, όπως η σάμπα, η ρούμπα, η κουβανέζικη μουσική. Είχε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και είχε περάσει σε όλο τον κόσμο για πρώτη φορά. Αμέσως μετά την προβολή της ταινίας, με αντιμετώπισαν σαν κάτι αξιοπερίεργο, είχα προτάσεις απ' το Χόλιγουντ, αλλά ήθελα να κάνω άλλα πράγματα.
Το απίθανο είναι πως όχι. Τίποτα. Κάποιοι έβγαλαν τρομερά λεφτά. Απ' τη μουσική και μόνο. Στη Γαλλία η ταινία παιζόταν για έξι μήνες σε τρεις αίθουσες, στην Αγγλία τα ίδια, ένας φίλος μου με είχε πάρει τηλέφωνο από την Ισπανία επειδή έκαναν ουρές για να τη δουν. Κι εγώ ούτε καν ανακατεύτηκα καθόλου. Υπήρξαν μεγάλα προβλήματα μετά, όταν τελείωσε το φιλμ.
―Δηλαδή;
Μπλέξαμε. Δεν είχε κανένας την εμπειρία, από εμένα μέχρι τον παραγωγό και τους ανθρώπους του, δεν είχαν κάνει ποτέ τους τέτοιο πράγμα και δεν ήξεραν τι έπρεπε να γίνει. Αυτοί είχανε μια ιδέα ότι θα βγει ένα φιλμάκι και δεν μπορούσε κανείς να μπει σε αυτήν τη διαδικασία...
―Να την προωθήσει;
Την προώθησαν, αλλά τους τα πήραν όλα. Δεν ήξεραν πώς να το εκμεταλλευτούν. Από την άλλη, και να ήξεραν, νομίζω ότι πάλι τα ίδια θα έκαναν. Πίστεψέ το, τώρα, μετά από σχεδόν 30 χρόνια, άρχισα να βγάζω λεφτά από αυτό. Με το DVD. Μετά από τόσα χρόνια, μόλις μου ήρθε ένα τσεκ με μικρό νούμερο... Πολύ μικρό. Είναι γελοίο. Είχε σπάσει ρεκόρ, παιζόταν σε τέσσερα σινεμά στην Αμερική για μήνες, και από μια μικρή ταινία σαν κι αυτή θα έπρεπε να είχαμε βγάλει κάτι. Ούτε από τη μουσική έβγαλα τίποτα. Έμπαινα στο Tower Records στη Νέα Υόρκη και έβλεπα στοίβες τα CD, και σκεφτόμουν ότι άλλοι έπαιρναν τα λεφτά που μου ανήκαν. Είμαι ο παραγωγός του soundtrack.
―Πόσο είχε στοιχίσει η ταινία;
Περίπου 500.000 δολάρια. Γνώρισα τον παραγωγό, που ήταν νεαρός και είχε το μικρόβιο να φτιάξει ταινίες, πίστεψε σ' εμένα και συνεργαστήκαμε. Έκανα μερικά πρόχειρα γυρίσματα, του έδειξα το υλικό και μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις». Μου έδωσε το πράσινο φως. Δυστυχώς δεν ζει σήμερα.
―Διατήρησες επαφή με τους ανθρώπους που παίζουν στην ταινία;
Οι περισσότεροι σήμερα έχουν πεθάνει. Οι μισοί έχουν δολοφονηθεί. Τον Dirty Harry, π.χ., τον σκότωσαν στη Νέα Υόρκη. Μπήκε φυλακή δυο χρόνια, μάλλον για ναρκωτικά ή για μια παρεξήγηση - κάποιον είχε χτυπήσει, δεν είμαι σίγουρος, ούτε ρώτησα, και 6 μήνες αφότου βγήκε, τον σκότωσαν. Τον Natty Garfield το ίδιο. Αντίθετα, ένας φίλος μου που τον είχα ξεγραμμένο ζει, τηλεφωνηθήκαμε τελευταία. Ρωτάω συνέχεια ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Οι περισσότεροι πια δεν είναι στην Τζαμάικα.
―Φιλίες έκανες;
Ήμουν τόσα χρόνια εκεί και με ήξεραν, ήταν κάτι απαραίτητο για μένα το να κάνω φιλίες. Να ανοίξω όλα τα χαρτιά μου. Δεν είχα πολλά, αλλά ήθελα να ξέρει ο καθένας ποιος είμαι.
―Σεβάστηκαν αυτό που έκανες;
Νομίζουν όλοι ότι έχω βγάλει τα πολλά λεφτά∙ όχι όλοι, αλλά είναι δύσκολο να πείσεις κάποιον ότι δεν έβγαλα μία.
―Αν ακούσει κάποιος τον τίτλο σήμερα, θα νομίσει ότι είναι μια ταινία για ρόκερς, όχι για Τζαμαϊκανούς.
Η λέξη ρόκερς ήταν δημοφιλής την περίοδο αιχμής της ρέγκε, υπήρξε ένας νέος ήχος που ήταν πολύ εκλεπτυσμένος, με καινούργια drumming συστήματα∙ ο Sly Dunbar έβγαλε τον δικό του ρυθμό κατά κάποιον τρόπο. Πιο σκληρό. Είναι μια λέξη που έπαιζε τότε: ροκ στέντι, ρόκερς. Ο παραγωγός διάλεξε τον τίτλο. Το γραφικό είναι δικό μου και η αφίσα το ίδιο, τα είχα κάνει όλα μόνος μου, γιατί δεν είχαμε κανέναν άλλο.
―Το σενάριο ποιος το έχει γράψει;
Εγώ.
Η αλήθεια είναι πως όταν κατέληξα στον πρωταγωνιστή, τον Horsemouth, και επέλεξα τα τραγούδια, τους χώρους και τις τοποθεσίες όπου θα το γύριζα, ήθελα κάτι στο σενάριο που θα μας επέτρεπε να περιπλανηθούμε παντού στο νησί. Μια νύχτα συζητάγαμε για ταινίες με κάποιον φίλο μου, ανέφερα το μηχανάκι, και αυτό ήταν! Ενθουσιάστηκε.
―Κάπνιζες χόρτο εκείνη την εποχή;
Βεβαίως. Δεν υπήρχε κανείς που να μην κάπνιζε χόρτο τότε, ακόμα και ο Πρόεδρος Κλίντον και ο Ομπάμα κάπνιζαν.
―Δεν το κατάπιναν, όμως, λένε.
Ο Ομπάμα δεν είπε τέτοιο πράγμα.
―Και πώς ήταν το χόρτο της Τζαμάικα;
Άθλιο. Χειρότερο κι απ' της Νέας Υόρκης.