«Το πρώτο μου πείραμα ήταν επισκευή, όχι κατασκευή. Σκίστηκε το δέρμα του τζέμπε που είχε δανειστεί ένας φίλος και έπρεπε οπωσδήποτε να το αλλάξουμε. Βρήκαμε καινούργιο δέρμα και το βάλαμε να μουλιάσει στην μπανιέρα. Είχε τρίχα και βρόμαγε, ήταν εφιαλτικό», λέει η Κλειώ Ξηρού, ίσως η μοναδική γυναίκα δημιουργός παραδοσιακών μουσικών οργάνων στην Αθήνα, σχετικά με την πρώτη της επαφή με την οργανοποιία.
«Ευτυχώς είχαμε κρατήσει σημειώσεις καθώς λύναμε το όργανο και έτσι, καταφέραμε να βάλουμε το καινούργιο δέρμα. Αυτή η εμπειρία μού κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί, ενώ έφτιαχνα πράγματα με τα χέρια μου από μικρή, κατάλαβα ότι στα όργανα υπήρχε μια επιπλέον διάσταση. Εμπεριείχαν, με κάποιο τρόπο, όχι μόνο την αισθητική του κατασκευαστή αλλά και τη δυνητική δημιουργικότητα του μουσικού που θα τα έπαιζε» συμπληρώνει.
Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε μέχρι που αποφάσισε να ξεκινήσει τη μαθητεία της σε εργαστήριο οργανοποιίας στην Αθήνα και, τον Μάιο του 1999, άνοιξε επίσημα το εργαστήριο KleoDrums.
Η σύγχρονη μουσική ιστορία μας -από τα δημοτικά, τα μικρασιατικά, τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά- εμπεριέχει υψηλής αισθητικής και νοήματος έργα και πλούτο μουσικών επιρροών. Από τα πρώτα μου ταξίδια, ως έφηβη, κατάλαβα πόσο «ψαγμένοι» ήταν οι νέοι άνθρωποι εδώ.
Το εργαστήριο χειροποίητων μουσικών οργάνων της Κλειούς βρίσκεται στην Άνω Νέα Σμύρνη, σε έναν μικρό ημιυπόγειο χώρο κοντά στο σπίτι της. «Τα εργαστήρια μάλλον μοιάζουν με τα μυαλά των ιδιοκτητών τους. Έτσι το δικό μου είναι οργανωμένο χάος. Πολλά υλικά και εργαλεία με διάσπαρτες εικόνες των αγαπημένων μου, ποιήματα, καρτποστάλ, το ραδιοφωνάκι μου».
Η Κλειώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, αρχικά στο Sunset Park και αργότερα στο Bensonhurst. «Ο σεβασμός στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του καθενός ήταν δεδομένος, τουλάχιστον στα δημόσια σχολεία, όπως και ο απόλυτος διαχωρισμός θρησκευτικής κατήχησης και παιδείας. Υιοθέτησα τις φιλελεύθερες αρχές των καθηγητών μου με μεγάλη προθυμία. Και κατόρθωσα να ξεφύγω από τον ρατσισμό και τη βία της γειτονιάς μου, αλλά και τον συντηρητισμό της ομογένειας, με βασικό οδηγό την εναλλακτική μουσική και την κλασική λογοτεχνία» μου λέει σχετικά με το background της.
« Η μουσική μού κέντρισε το ενδιαφέρον από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, καταρχάς μέσω των στίχων τραγουδιών. Στα έξι μου χρόνια απέκτησα το πρώτο μου ραδιοφωνάκι. Ψάχνοντας στα μεσαία έπεσα πάνω στο Dust in the Wind. Με στεναχώρησε, αλλά προτιμούσα αυτού του είδους στεναχώριας από αυτήν που μου προκαλούσε το Πετραδάκι, πετραδάκι. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να "επιστρέψω" στην ελληνική μουσική.
Στο δημοτικό ξεκίνησα με λύρα παρέλασης και φλαούτο. Έπαιζα στην ορχήστρα του σχολείου και σε φιλαρμονική μέχρι το γυμνάσιο. Αργότερα έμαθα λίγο κιθάρα από φίλους, κυρίως για να συνοδεύω τη φωνή μου σε folk και rock τραγούδια. Τα παραδοσιακά κρουστά ήρθαν μέσω Αφρικής, αφού η πρώτη μου επαφή ήταν σε drum circles έξω από συναυλίες των Grateful Dead. Ο καθένας συμμετείχε με ό,τι είχε, ακολουθώντας τον ρυθμό που έδιναν κάποιοι πιο έμπειροι στο βασικό κρουστό της Δυτικής Αφρικής, το τζέμπε.
Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο άρχισα να ταξιδεύω πιο συχνά στην Ελλάδα και να ανακαλύπτω την ελληνική μουσική που δεν ήξερα, τα ρεμπέτικα, τα μικρασιατικά, τα δημοτικά της Θράκης, της Ηπείρου και άλλα πολλά. Ξαφνικά πήγα από τα 4/4 στα 9/8, 7/8, 6/8, 5/8. Απογειώθηκα!» διηγείται με ενθουσιασμό.
Λίγο αργότερα μου εξηγεί ότι χρησιμοποιεί μόνο φυσικά δέρματα, γεγονός που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον ιδιαίτερα ζεστό, μεστό και ευκρινή ήχο των οργάνων που κατασκευάζει. «Όμως πρέπει να ξέρεις ότι για δεκαετίες επικράτησαν τα συνθετικά δέρματα σε πολλά παραδοσιακά κρουστά. Ο νεωτερισμός του υλικό και η σχετική ευκολία στο να παράγεις δυνατό ήχο έκανε αυτονόητη την επιλογή τους από επαγγελματίες μουσικούς. Το αποτέλεσμα; Άλλαξε η αισθητική μας όσον αφορά στον ήχο, ειδικά στο τουμπελέκι και το νταούλι. Τα τελευταία χρόνια, όμως, αρκετοί επιλέγουν πάλι τα φυσικά δέρματα, ειδικά αν υπάρχει στο όργανο αξιόπιστο και εύχρηστο σύστημα κουρδίσματος».
Η Κλειώ ασχολείται κυρίως με την κατασκευή μια μεγάλης γκάμας κρουστών και πρόκειται για μοναδική περίπτωση οργανοποιού σε ολόκληρη τη χώρα. Μία κατηγορία είναι τα νταούλια – μεγάλα, που παίζονται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα, αλλά και τα μικρότερα νταουλάκια και τουμπιά των νησιών.
Μετά είναι τα μπεντίρ ή νταϊρέδες ή ντέφια, ίσως τα πιο αρχαία κρουστά, που στην χώρα μας έχουν πολλές παραλλαγές, με κύμβαλα και χωρίς. Φτιάχνει επίσης πήλινα τουμπελέκια, στάμνες, σείστρα, ocean drums, shaman drums και επισκευάζει ό,τι έχει δέρμα.
Της ζητάω να μου περιγράψει συνοπτικά τη διαδικασία που ακολουθεί στη δημιουργία κάποιου οργάνου. «Συνοπτικά δυστυχώς δεν μπορώ» μου λέει. «Μπορώ όμως να πω ότι στα μεμβρανόφωνα οι βασικοί στόχοι είναι, πρώτον, να φτιάξεις ένα γερό σώμα και, δεύτερον, να τεντώσεις και να ασφαλίσεις το δέρμα πάνω σε αυτό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να επιτύχεις αυτούς τους στόχους. Οι επιλογές των υλικών, οι διαστάσεις του σώματος, το πάχος και η τάση του δέρματος, το σύστημα κουρδίσματος και άλλοι παράμετροι καθορίζουν το ηχητικό αποτέλεσμα».
Αναρωτιέμαι, επειδή πρόκειται για παραδοσιακά μουσικά όργανα, πού βρίσκει αναφορές και πληροφορίες που τη βοηθούν στην κατασκευή. «Το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων είναι κλασική πηγή πληροφοριών όσον αφορά στις διαστάσεις και τα υλικά. Οι παλιές ηχογραφήσεις επίσης, γιατί ακούς το ηχόχρωμα και το ύφος της κάθε περιοχής. Για μένα είναι περισσότερο σημαντικό να ξέρεις πού θέλεις να φτάσεις παρά να έχεις τις οδηγίες».
Τα βασικά υλικά της Κλειούς είναι όλα τοπικά προϊόντα: το ξύλο οξιάς, ο πηλός και τα κατσικίσια δέρματα. Το ξύλο και ο πηλός ήταν και είναι εύκολα προσβάσιμα υλικά. Όμως, όπως με ενημερώνει, ενώ έχουμε άφθονη πρώτη ύλη και τεχνογνωσία και ενεργά βυρσοδεψεία, τα περισσότερα δέρματα στην ελληνική αγορά εισάγονται από το Πακιστάν.
«Είμαι περήφανη που, μετά από αρκετό κόπο και οικονομικό κόστος, πλέον παράγω δέρματα με υψηλές προδιαγραφές στη χώρα μου. Ήταν προσωπικό στοίχημα που βελτίωσε την ποιότητα της δουλειάς μου και τη διαδικασία παραγωγής με βάση τις αρχές μου».
«Υπάρχει κάποιο όργανο που είναι πιο «ζόρικο» στην κατασκευή του;» τη ρωτάω. «Δεν υπάρχει πιο ζόρικο. Όταν έχεις να κάνεις με φυσικά υλικά, είναι αυτό που λέμε στο χωριό μου "they have a mind of their own". Μπορεί να έχεις καλουπώσει εκατοντάδες ξύλινα μπεντίρ και να βρεθείς να παλεύεις με τις κόλλες και τους σφιγκτήρες. Κάποια όργανα δεν θέλουν να γεννηθούν».
Το πελατολόγιο της Κλειούς είναι μουσικοί με δημοτικό, folk, αρχαιοελληνικό, μεσογειακό, βαλκανικό, αραβικό, μεσαιωνικό, αναγεννησιακό και μέταλ ρεπερτόριο. Είναι επίσης εκπαιδευτικοί, σαμάνοι, άνθρωποι που κάνουν διαλογισμό με κρουστά, μουσικοθεραπευτές, αφηγητές παραμυθιών. «Αρκετοί επώνυμοι παίζουν με κρουστά μου, αλλά ο μεγαλύτερος συλλέκτης KleoDrums είναι Έλληνας συνθέτης γνωστός παγκοσμίως με το "μικρό" του όνομα».
Αργότερα στη κουβέντα μου λέει πως πιστεύει ακράδαντα ότι οι Έλληνες διαθέτουν και με το παραπάνω μουσική κουλτούρα. «Η σύγχρονη μουσική ιστορία μας -από τα δημοτικά, τα μικρασιατικά, τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά- εμπεριέχει υψηλής αισθητικής και νοήματος έργα και πλούτο μουσικών επιρροών.
Από τα πρώτα μου ταξίδια, ως έφηβη, κατάλαβα πόσο «ψαγμένοι» ήταν οι νέοι άνθρωποι εδώ. Τα τοπικά ακούσματά τους αλλά και όλα τα "ξένα είδη" που αγκάλιαζαν, από κλασικό και εναλλακτικό ροκ, πανκ, new wave, reggae και world music, εξέφραζαν τον πόθο τους για ελευθερία, την αγάπη τους για την φύση και την προοπτική ενός δικαιότερου κόσμου».
Εκτός από τα μουσικά όργανα η Κλειώ έχει ασχοληθεί και με τη δημιουργία κοσμημάτων. Αφού παρακολούθησε κάποια σεμινάρια αργυροχρυσοχοΐας με την κ. Λίλα ντε Τσάβες, η οποία διδάσκει αυστηρά χειροποίητο κόσμημα, έμαθε όλα τα στάδια του «κτισίματος», από το κόψιμο του μετάλλου, τις κολλήσεις, μέχρι το φινίρισμα, τεχνικές που εφαρμόζει έκτοτε και στην οργανοποιία.
«Ποτέ δεν ασχολήθηκα με μαζική παραγωγή. Για χρόνια συμμετείχα στο Meet Market με κοσμήματα από τις σειρές Meander (δερμάτινα βραχιόλια με πτυχές), Beginner's Luck (vintage μάρκες δεμένες με ασήμι και χρυσό) και View Carré (κινηματογραφικό φιλμ με PVC) ενώ συνεργάστηκα παράλληλα με καταστήματα μουσείων και design shops στην Αθήνα και αλλού. Πλέον δίνω σε ελάχιστα μαγαζιά και δουλεύω κυρίως με έναυσμα τις custom παραγγελίες».
Πέρσι μάλιστα σχεδίασε βραχιόλια–σέικερ για το συμφωνικό έργο Φωνή Δρυός του Γ. Κουρουπού. Φορέθηκαν από το σύνολο των εγχόρδων που, με ένα λεπτό τρέμουλο του καρπού, συμπλήρωναν την μουσική που έπαιζαν με τον ήχο «θροΐσματος σταχυών». «Πλέον παράγω σειρά βασισμένη στο αρχικό σχέδιο, με σέικερ για τον καρπό και τον αστράγαλο», με ενημερώνει.
Πέρσι επίσης είχε την τύχη να συνεργαστεί και με δύο σημαντικούς εικαστικούς, τη Mel O'Callaghan και τη Nevin Aladag. Για το Dangerous on the Way της O'Callaghan, κατασκεύασε ένα γιγάντιο τύμπανο και τα υπερμεγέθη κύμβαλα ενός πελώριου σείστρου, σύμβολα της υπέρβασης αλλά και λειτουργικά τελετουργικά εργαλεία που ηχούσαν καθημερινά στην εγκατάστασή της.
Για το Music Room τις Aladag, που δημιούργησε για την documenta14 στην Αθήνα, μετέτρεψε έπιπλα και κατσαρολικά σε μουσικά όργανα. Μπρίκια, γάστρες, τραπέζια, σκαμπό έγιναν μεμβρανόφωνα και ιδιόφωνα κρουστά και συνόδεψαν τις καρέκλες-λύρες και καναπεδάκια-κιθάρες που έφτιαξαν άλλοι οργανοποιοί σε καθημερινούς avant-garde αυτοσχεδιασμούς.