Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter
Περιθωριοποιημένος από το επίσημο κράτος, και από τους πολιτιστικούς μηχανισμούς του, αγωνίστηκε με περίσσευμα θάρρους και τόλμης, για μια 30ετία, πριν δει τους κόπους του να καταρρέουν το 2002 (όταν θ' αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στο Θέατρο Έρευνας) και τον ίδιον να τελειώνει μαζί τους.
1

Λίγοι άνθρωποι του ελληνικού θεάτρου τις τελευταίες δεκαετίες μ' έχουν συνεγείρει όσο ο πρόωρα χαμένος Δημήτρης Ποταμίτης. Ήμουν από τους τυχερούς (έτσι θεωρώ τον εαυτό μου) που τον είδαν στη σκηνή στις δεκαετίες του '80 και του '90 και παρότι έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, ακόμη θυμάμαι, εντονότατα, τις εμφανίσεις του, πάντα στο Θέατρο Έρευνας στου Ζωγράφου, στο Έκβους ή στον Έλληνα Βάτραχο.

Μέσα στα χρόνια πέφτω συχνά πάνω στο όνομα τού Δημήτρη Ποταμίτη. Συνήθως όταν φτάνει στα χέρια μου κάποιο βιβλίο του (ποιητικό ή άλλο) ή κάποιο παλιό περιοδικό, στο οποίο υπάρχουν δικά του λόγια, συνεντεύξεις του κ.λπ. Γενικά, θα έλεγα πως ο Ποταμίτης αποτελεί μια «σταθερά» στα ψαξίματά μου, αφού πάντα μ' ενδιέφερε και μ' ενδιαφέρει οτιδήποτε σχετίζεται με την περίπτωσή του.

Με τους θεατρικούς ηθοποιούς (αναφέρομαι σ' εκείνους τους λίγους που αρνήθηκαν, από θέση, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση), και ιδίως μ' αυτούς που έφυγαν από τη ζωή πριν την καθολική ανάπτυξη του ίντερνετ συμβαίνει το εξής λυπηρό. Το μεγαλύτερο κομμάτι τού έργου τους είναι παντελώς χαμένο. Εννοώ, φυσικά, τις θρυλικές θεατρικές παραστάσεις τους που δεν κινηματογραφήθηκαν / βιντεοσκοπήθηκαν και που, πλέον, μόνον μέσα από έντυπες πηγές και από ξεθωριασμένες αναμνήσεις μπορεί κάποιος να τις προσεγγίσει.

Πάντα δίπλα και «μέσα» σ' εκείνους που υπενθύμιζαν στην ελληνική κοινωνία τις ανεπάρκειες και τα τραύματά της, ο Δημήτρης Ποταμίτης δημιούργησε μια πρωτόφαντη, για το ελληνικό θέατρο, πινακοθήκη ρόλων, σε δύσκολες ή και πολύ δύσκολες εποχές, μόνος του σχεδόν εναντίον όλων.

Με τον Ποταμίτη συμβαίνει κατά κόρον αυτό, καθώς το ταλέντο του ο ίδιος επέλεξε να το δείξει στο θέατρο κατά πρώτον (και όχι στο σινεμά ή την TV) και βεβαίως στη συγγραφή (βασικά στην ποίηση).

Σ' αυτή την αναφορά, εδώ, δεν θα δώσουμε ένα πλήρες προφίλ τής μεγάλης σε μέγεθος και αξία πορείας του Δημήτρη Ποταμίτη (η λέξη «καριέρα» δεν του άρεσε), αφού κάτι τέτοιο είναι εντελώς δύσκολο στο πλαίσιο ενός κειμένου. Θα επιχειρήσουμε όμως να μεγεθύνουμε σε μερικά στοιχεία της προσφοράς του, που ούτε πολύ γνωστά είναι (κάποιες φορές) και που έχουν και σημερινό ενδιαφέρον.

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Λίγα βιογραφικά για αρχή

Ο Δημήτρης Ποταμίτης ήταν Κύπριος. Είχε γεννηθεί στη Λεμεσό, το 1945, αλλά είχε μεγαλώσει στην Αμμόχωστο, την οποία θεωρούσε κάπως σαν ιδιαίτερη πατρίδα του. Ασχολήθηκε με το θέατρο από την παιδική του ηλικία (στο σχολείο), αγωνίστηκε, ως νέος, στο πλευρό της πρώτης ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων και κάποια στιγμή έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει. Μπαίνει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με καθηγητές τους Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Αλέξη Σολομό, Λυκούργο Καλλέργη, Στέλιο Βόκοβιτς, Άγγελο Τερζάκη κ.ά. μυείται στα μυστικά της θεατρικής τέχνης. Τελειώνοντας τη Σχολή τού γίνεται πρόταση από τον σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη να παίξει στην Επίδαυρο τον Εύμηλο, στην τραγωδία «Άλκηστις» του Ευριπίδη. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Μάνο Κατράκη και μετά η πιο μεγάλη έως τότε ευκαιρία του – να αναδείξει στο θέατρο ένα ρόλο από το "Oh Dad, Poor Dad, Mamma's Hung You in the Closet and I'm Feelin' So Sad" του Arthur Kopit, που υπεραγαπούσε (πάντα στο πλευρό του Αλέξη Σολομού). Με τον θεατρικό οργανισμό Προσκήνιο του Σολομού θα εμφανιστεί σε διάφορα έργα τού διεθνούς ρεπερτορίου, όπως για παράδειγμα στο «Σαν περάσουν πέντε χρόνια» του Λόρκα, την περίοδο 1971-72 (στο θέατρο Όρβο), πριν αποφασίσει να δημιουργήσει τη δική του στέγη, το Θέατρο Έρευνας (Ιλισίων 21, Ζωγράφου) τον Νοέμβρη του 1973, μέσω του οποίου θα γνωρίσει την απόλυτη θεατρική καταξίωση, φθάνοντας μέχρι το τέρμα...

Παράλληλα με τα θεατρικά του ενδιαφέροντα ο Ποταμίτης είχε και άλλα. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα κινηματογραφικά του, που ήταν λίαν περιορισμένα. Βασικά μιλάμε για εμφανίσεις σε δύο μόλις ταινίες μεγάλου μήκους, στην ενδιαφέρουσα «Γεύση από Έρωτα» (1966) του Φράνσις Κάραμποτ, υποδυόμενος τον... παιδικό έρωτα της πρωταγωνίστριας Λίλιαν Μηνιάτη (πολύ ωραία η παρουσία του) και σε μια πολεμική της εποχής, λίγο αργότερα, το «Ολοκαύτωμα» (1971) του Δημήτρη Παπακωνσταντή.

Η ποίηση ήταν, βασικά, εκείνο που απασχολούσε τον Δημήτρη Ποταμίτη πέραν του θεάτρου – καθώς στα 19 του, το 1964, τυπώνει το «Συμπόσιο», λίγο αργότερα τη «Δολοφονία των Αγγέλων» [Ιωλκός, 1967] και τον «Άλλο Δημήτριο» [Λωτός, 1970], συμμετέχοντας παράλληλα σε μιαν ιστορική έκδοση για την ποιητική γενιά του '70, τους «Έξη Ποιητές» (1971), μαζί με τους Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Τάσο Δενέγρη, Νανά Ησαΐα, Λευτέρη Πούλιο και Βασίλη Στεριάδη. Όπως έγραφε και στην εισαγωγή ο Κίμων Φράιερ:

«Απ' όλους τούτους τους ποιητές (με την εξαίρεση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ), ο Ποταμίτης έχει ίσως τον περισσότερο σεβασμό για τη ζωή, όπου απλές πράξεις όπως το να βγάλει το πουκάμισό του, να πλύνει τα χέρια του, να ξαπλώσει στο κρεβάτι, γίνονται ιερές τελετουργίες. Ζει σ' ένα "καθρέφτη αρωμάτων", είναι ο "εκλεκτός των χερουβείμ" και άγγελοι πέφτουν επάνω του και τον δολοφονούν εκστατικά».

ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ Ή ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΟΥ

(...)
Εκίνησα λοιπόν για τους ουρανούς κυνηγών τους αγγέλους
Σ' αμερικάνικο μπαλόνι καβαλάρης
Άλλωστε πάντα ονειρευόμουν να πετάξω
Υπεράνω των δεκατριών μου τύψεων
Αιωρούμαι υπεράνω νεφών
Σε μια τύψη πρώτη
Έσχατη αιωρούμαι
Είμαι η τελεσίδικη σκλήρυνση
Ο καθρέφτης των αρωμάτων
Προχωρώ σταθερά προς τον καταποντισμό
Επιδιώκω παράλληλα μια ομαλή προσγείωση
Φτάνω έφτασα
Με υποδέχονται εκτυφλωτικά
Λαμβάνω το παράσημο ανωμάλου προσγειώσεως
Φορώ τα καλοραμμένα μου φτερά από τρίχα ηλεκτρονική
Χρίζομαι αμέσως ουμανιστής
Είμαι ο εκλεκτός των Χερουβείμ
Με προσκυνούν
Ομνύουν στο όνομά μου
Αναρριγώ ως σημαιοφόρος εν παρελάσει
Ε ρε δόλια ψυχή μου
Σήμερα ακούω τα χρώματα
Βλέπω τη μουσική
Χίλιοι άγγελοι με φτερωτά σπαθιά
Ξεχύνονται από τα μυστικά όργανά μου
Τρέχουν ΚΑΤΑ ΠΑΝΩ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ
Ξαναγυρνώ στην τρύπα μου
Σαν τον άγνωστο στρατιώτη
(...)

Το 1971 ο Δημήτρης Ποταμίτης γράφει το πρώτο θεατρικό έργο του. Είχε τίτλο «Πώς φαγώθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα» και ανεβαίνει στη δεύτερη σκηνή του θεάτρου Άλφα το Γενάρη του '72 – αν και δεν κράτησε πολύ. Όπως έγραψε και ο Λεωνίδας Χρηστάκης, που εξέδωσε το θεατρικό σ' ένα τεύχος του «Κούρου»:

«Συνολικά 30 παραστάσεις δεν φτούρησαν, για να προσεχθεί το έργο στους στόχους που χτυπούσε. Όπως όλα τα "καλά" χτυπιούνται από τα "καλά και τα συμφέροντα" έτσι και το έργο του Δημήτρη Ποταμίτη έγινε ο στόχος πολλών "παραγόντων" και πιο πολύ δεν το άντεξε η... κραταιά γεροντολογία. Εξάλλου κάτι τέτοιο φαίνεται από το γεγονός πως οι 95 στους 100 που το παρακολούθησαν ήταν νέοι και φοιτητές».

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter
Φωτο: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Σ' αυτό το έργο ο Ποταμίτης θέτει κάποια βασικά στοιχεία που θα τα δούμε αργότερα και σε άλλα θεατρικά του, και που έχουν να κάνουν με την «από μέσα» ανατροπή των παραδομένων μύθων. Δεν αρνιόταν τους μύθους ο Ποταμίτης, αλλά ήθελε να τους βλέπει να λειτουργούν, σωστά, στη σύγχρονη πραγματικότητα. Όπως σημείωνε και ο ίδιος στο πρόγραμμα του έργου:

«Ο "φάκελος Κοκκινοσκουφίτσα" μ' ενδιέφερε όλο και πιο πολύ. Έτσι έγραψα το δικό μου θεατρικό αντιπαραμύθι. Ο παιδικός μύθος στάθηκε η έμπνευση, η λαϊκή πηγή. Άλλωστε όλα επαναλαμβάνονται. Έτσι κι εγώ φρόντισα να οραματιστώ τούτο το μύθο να επαναλαμβάνεται, όχι όμως στον αόριστο χρόνο ενός παραμυθιού, αλλά σήμερα, τώρα, στον κόσμο που αυτή τη στιγμή ζούμε. Έτσι έγινε μια λαϊκή αλληγορία, με κύρια στοιχεία το παιγνίδι, τη σάτιρα, την παρωδία, την γκροτέσκα καρικατούρα, παρ' όλο που ουσιαστικά το έργο ανήκει σ' αυτό που αποκαλούμε "Θέατρο της Ωμότητας". Κι αυτό το έκανα για δύο λόγους. Πρώτον, για να αποφύγω αυτό που ο Πήτερ Μπρουκ αποκαλεί πολύ σωστά "συναισθηματικό ατμόλουτρο". Δεύτερον, γιατί πιστεύω πως το παιγνίδι είναι ο πιο ζωντανός κι ο πιο... επιτρεπτός τρόπος να πει κανείς δυο σοβαρές κουβέντες. Δανείστηκα πολλά στοιχεία από τη λαϊκή παράδοση, τον Καραγκιόζη, το τσίρκο κι ακόμη από τα κόμικς, το μίκυ μάους, το μιούζικ χωλ. Η "Κοκκινοσκουφίτσα" είναι ένα δείγμα θεατρικού πριμιβιτισμού, ένα κωμικοτραγικό παιγνίδι ποπ-αρτ. Μπροστά της τοποθέτησα έναν μεγεθυντικό φακό που παραμορφώνει, γελοιοποιεί, εκλαϊκεύει και γι' αυτό, νομίζω, δείχνει και το αληθινό της πρόσωπο».

Το πρώτο έργο που ανεβάζει στο Θέατρο Έρευνας ο Ποταμίτης είναι το «Αύγουστε Αύγουστε (Ένα Τσίρκο)» του Τσέχου Pavel Kohout, την 14η Νοεμβρίου 1973, τρεις μέρες πριν το Πολυτεχνείο (με τους Αλέξη Γεωργίου, Ασπασία Κράλλη, Μαρία Ξενουδάκη, Πάνο Χατζηκουτσέλη κ.ά.). Το έργο, που ήταν πολιτικοκοινωνικό, σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία και ήταν μία από τις «εκπλήξεις» εκείνης της δύσκολης θεατρικής χρονιάς, που είχε γίνει ακόμη δυσκολότερη μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία φαίνεται πως είχε, όμως, ο «Πήτερ Παν» του, που ανέβηκε στην παιδική σκηνή του Θεάτρου Έρευνας την 15η Φεβρουαρίου 1974 και που σηματοδότησε την μεγάλη και αδιατάρακτη σχέση του Ποταμίτη με το παιδικό θέατρο.

Όπως είχε πει και ο ίδιος (συνέντευξη στον τόμο Χρονικό '74):

«Ανέβασα για τα παιδιά ένα παλιό γνωστό παραμύθι, τον Πήτερ Παν, διασκευασμένο. Θέλησα να κάνω ένα πείραμα. Είχα την πεποίθηση πως η αγνότητά τους θα τα έκανε καλύτερους δέκτες πάνω σε θεατρικές αναγκαίες καινοτομίες, παρά τους προκατειλημμένους μεγάλους. Αποστασιοποίησα τον Πήτερ Παν χρησιμοποιώντας όμως την ίδια μέθοδο αποστασιοποίησης, που χρησιμοποιούν τα παιδιά στα παιγνίδια τους. Έτσι, παίζοντας, τα παιδιά υπερασπίστηκαν το καράβι των πειρατών από εφημερίδες, την ξανθιά κοπέλα με τον γαλάζιο μανδύα που έκανε την θάλασσα, την βάρκα με τα ανθρώπινα πόδια που "εβάδιζε επί των υδάτων", το εσωτερικό πέταγμα της φαντασίας με κλειστά μάτια , που αντικατέστησε το "αληθινό" με τις τροχαλίες των παραδοσιακών θεάτρων».

Αυτές οι καινοτομίες του Ποταμίτη άλλαξαν τον παιδικό θεατρικό χάρτη στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, προσφέροντας και στον ίδιον πολύ μεγάλες επιτυχίες, όπως για παράδειγμα τις «Ιστορίες του Παππού Αριστοφάνη» (με μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη) στο τέλος της δεκαετίας.

Ο Ποταμίτης, ως Κύπριος κιόλας, υπήρξε άριστος γνώστης της αγγλικής, και αυτό τού παρείχε από πολύ νωρίς ένα άλλο ξεπέταγμα. Μπορούσε, δηλαδή, να δει εγγλέζικο θέατρο στην πηγή του και να το κατανοήσει, όπως και να εντρυφήσει στα κείμενα διαφόρων θεατρολόγων και θεατρανθρώπων της εποχής του, κατορθώνοντας περαιτέρω να δομήσει και ο ίδιος έναν θεατρικό λόγο (και γραπτό και πάνω στη σκηνή εννοείται), που τον έκανε να ξεχωρίζει, από πολύ νωρίς, μέσα στο σινάφι. Έτσι, ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά. Με ό,τι σήμαινε αυτό...

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφει για το ροκ θέατρο, στο περιοδικό «Θεατρικά» (τεύχος 20, Νοέμβριος 1974) στο κείμενό του «Το Θεατρικό Λονδίνο», τοποθετώντας το (το ροκ θέατρο) στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας:

«Για πέμπτη χρονιά σ' ένα θέατρο κατάμεστο με ειδικό εισιτήριο για ορθίους(...) ξαναπαρουσιάζεται το πολυσυζητημένο Hair. Προσωπική μου γνώμη βέβαια, αλλά το Hair είναι το εντιμότερο, το ηθικότερο, το πιο ωφέλιμο θέαμα που έχω δει ποτέ! Το βασικότερο πρόβλημα που απασχολεί τους δημιουργούς σ' αυτού του είδους τα έργα, το πρόβλημα μιας ουσιαστικής εσώτερης απελευθέρωσης, μέσα σ' ένα κόσμο βίας και ισοπέδωσης, τίθεται στο Hair με μιαν αφοπλιστική αγνότητα, ακόμη και για τον κακόβουλο, αλλ' όχι βέβαια και για τον αρτηριοσκληρωτικό θεατή. Οι ηθοποιοί ακόμα και όταν είναι ολότελα γυμνοί μπροστά σου, καταφέρνουν να μην μεταδίδουν ίχνος χυδαιότητας, αλλ' αντίθετα έναν αέρα ελευθερίας απ' ό,τι είναι φτιαχτό ή υποκριτικό.(...) Στο τέλος του έργου, κοινό και ηθοποιοί, όλοι στη σκηνή σαν ένας άνθρωπος με το ρυθμό του ροκ χορεύουν και τραγουδούν την ανθρώπινη ελπίδα...».

Και πιο κάτω...

«Αλλά τον θρίαμβο τού ροκ-μιούζικαλ αποτελεί το έργο τού Σαμ Σέπαρντ The Tooth of Crime (σ.σ. μουσική είχε γράψει ο ίδιος ο Σέπαρντ και ερμήνευε το συγκρότημα Blunderbuss – ο Σέπαρντ ήταν, στα σίξτις, στην Αμερική, μέλος τού περίφημου freak-folk γκρουπ Holy Modal Rounders). Ο Χος, ο ήρωας τού έργου είναι ένας σκοτεινός επιτυχημένος σπόρτσμαν, μουσικός του ροκ.(...) Ο νεαρός αντίπαλος τού Χος φτάνει ξαφνικά ρακένδυτος σαν εκδικητικός Αμλέτος. Ο πρώτος είναι ο δημοφιλής πετυχημένος τραγουδιστής του ροκ, ο άλλος ένας νέος ρόκερ που έρχεται να τον εκθρονίσει κερδίζοντας όμως τι; Τις δόξες, τις κατεστημένες κατακτήσεις του προκατόχου του. Τον μεταλλικό θρόνο, τις γυναίκες, τα μέγαρα, όλα όσα θα τον ερημώσουν, σαν τον προκάτοχό του, οδηγώντας τον κι αυτόν στην πτώση για χάρη ενός νέου επερχόμενου "επαναστάτη", που θα ζητήσει να θρονιαστεί κι εκείνος. Η μάχη ανάμεσά τους γίνεται σε πολλούς "γύρους" μιας παλαίστρας, συμβολικά με τραγούδια, με όπλα τα μικρόφωνα και το άγριο ροκ τραγούδι τους, που μετατρέπεται στο τέλος σ' ένα ανατριχιαστικό κύκνειο άσμα.(...)

Με το ροκ-μιούζικαλ(...) αρχίζουν οι ανακατατάξεις στον θεατρικό χώρο. Ο σκηνοθέτης πια και όχι ο συγγραφέας είναι ο "πρώτος" του θεάτρου. Οι τολμηρές φαντασιώσεις του στρέφουν το θέατρο προς τις αληθινές του πηγές. Να είναι πρώτο το θέατρο και μετά οτιδήποτε άλλο. Η στενή του επαφή με τη λογοτεχνία σταματάει. Γίνεται ένα εντελώς ανεξάρτητο είδος, που εκφράζεται με καθαρά δικά του μέσα, τα θεατρικά».

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Την ίδια εποχή (Δεκέμβριος του '74) ο Δημήτρης Ποταμίτης τυπώνει ένα από τα ωραιότερα ποιητικά βιβλία του, το «Ένα Δένδρο που Νομίζει πως Είναι Πουλί» [Εκδόσεις των Φίλων]. Ένα μικρό απόσπασμα:

Εσύ κι Εγώ κι Αυτός κι ο Άλλος
Είμαστε δέντρο που σαλεύει μες στη νύχτα
Ή πέτρα φιμωμένη όπου πασχίζει να μιλήσει χρόνια
Το σώμα έτσι δεν είν' ο τρόπος για να 'μαι ή να 'σαι
Μα ο τρόπος ν' απλώσουμε κλαδιά σε δεδομένο χρόνο
Υπάρχουν δολοφονίες που δεν πράξαμε
Έρωτες που δεν μας δόθηκαν ποτέ τους
Σε μια απουσία πέρα από το δεδομένο χρόνο
Ή αγέρας όταν περνάει χωρίς το σώμα του
Κι όμως η οργή του γράφεται στην άμμο

Εμπρός ας τελειώνουμε
Ας γυρίσουμε στο ανύπαρκτο παράθυρο Εσύ
Στη ζέστη του ύπνου Εσύ
Κι η κοιμισμένη βασίλισσα η Αρετούσα
(...)

Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρχαν δύο θεατρικοί σκηνοθέτες, που τολμούσαν σε όλα τα επίπεδα – αν και εκκινούσαν από διαφορετικές αφετηρίες και αλλού, βεβαίως, κατέληγαν. Αυτοί ήταν ο Δημήτρης Κολλάτος και ο Δημήτρης Ποταμίτης.

Το γυμνό έμπαινε με φόρα στο θέατρο και ο Ποταμίτης ήταν από εκείνους που είχαν ισχυρή άποψη για το θέμα. Αυτή την άποψη την καταθέτει, τον Φλεβάρη του '75, στο «Έκβους» του Peter Shaffer, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.

Πριν γίνει πασίγνωστο και στην Ελλάδα μέσω της ταινίας (1977) του Sidney Lumet με τον Richard Burton, o Ποταμίτης που έχει δει το «Έκβους» προφανώς στο Λονδίνο, ανεβάζει στο Θέατρο Έρευνας (σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη) αυτό το καταπληκτικό στόρι, γράφοντας ιστορία.

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Ένας ψυχίατρος προσπαθεί να προσεγγίσει ένα απελπισμένο αγόρι, που τύφλωσε σε μια στιγμή παροξυσμού τα άλογα ενός στάβλου, τα οποία (άλογα) τα αγαπούσε παράφορα. Η θεοποίηση των αλόγων από το αγόρι, στα μάτια του οποίου εξιδανικευμένος φαντάζει μόνον ο... Κένταυρος, φέρνει τελικά τον ψυχίατρο αντιμέτωπο με τους δικούς του εφιάλτες. Στο ρόλο του ψυχίατρου ο Τρύφων Καρατζάς, ενώ εμφανίζονταν ακόμη (πέραν του Ποταμίτη, στο ρόλο του αγοριού φυσικά) η Ντόρις Ζαχαριάδη, η Φραντζέσκα Ιακωβίδου, ο Πάνος Χατζηκουτσέλης κ.ά.

Το έργο κάνει τεράστια εντύπωση και έντεκα χρόνια αργότερα, το 1986, ανεβαίνει και πάλι στο Θέατρο Έρευνας. Εκείνη την εποχή, τον Απρίλιο του '86, ο Ποταμίτης με την συμπρωταγωνίστριά του Άννα Αδριανού είχαν φωτογραφηθεί, ντυμένοι, για το εξώφυλλο του Playboy και γυμνοί, για τις μέσα σελίδες του. Λέει κάποια στιγμή ο Ποταμίτης:

«Διαλέξαμε το Έκβους για να γιορτάσουμε τα δεκαπεντάχρονα του Θεάτρου Έρευνας (σ.σ. στην πραγματικότητα ήταν 13 χρόνια), γιατί το θεωρούσαμε σαν το σημαντικότερο μέχρι σήμερα επίτευγμά μας. Το 1975 όλοι οι "δύσκολοι" κριτικοί είχαν γράψει ότι το έργο αποτελούσε "θεατρικό σταθμό" και "άθλο για το ελληνικό θέατρο". Τότε, τα πράγματα, τα πολιτιστικά και τα πνευματικά, ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα στην Ελλάδα και με το ανέβασμα του Έκβους είχε, θυμάμαι, χαλάσει ο κόσμος. Δεν γινόταν αυτό που γίνεται σήμερα, που όλα έχουν ισοπεδωθεί, με αποτέλεσμα να περνάει απαρατήρητο και το χειρότερο, αλλά και το καλύτερο.

Μου κάνει εντύπωση και το εξής. Σ' εκείνη την πρώτη παράσταση υπήρχε γυμνό, όσο υπάρχει και σήμερα, και εν τω μεταξύ το 1975 κανέναν δεν σοκάρισε. Συνέβη, μάλιστα, το αντίθετο. Κάποιος θεατής, μετά από μια παράσταση είχε έρθει στο καμαρίνι και διαμαρτυρήθηκε: "Με ξεγελάσατε. Ήρθα να δω τσόντα και αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν σε εκκλησία". Φέτος οι εφημερίδες, που ποτέ δεν καταδέχτηκαν να γράψουν για το Θέατρο Έρευνας –μας θεωρούσαν κουλτουριάρηδες, δηλαδή διανοούμενους, λες και η λέξη διανοούμενος είναι βρισιά– μας αφιέρωσαν ολοσέλιδα κομμάτια μόνο και μόνο επειδή υπάρχει γυμνό, παραβλέποντας όλα τα άλλα σημαντικά στοιχεία του έργου. Αυτό σημαίνει ότι στην εποχή μας το γυμνό απασχολεί τον κόσμο. Ποια πρόοδος λοιπόν και ποιες αλλαγές έχουν γίνει σ' αυτό τον τόπο, όταν 11 χρόνια μετά επιστρέφουμε πολύ πιο πίσω από εκεί που ξεκινήσαμε;».

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Μετά το σέβεντις «Έκβους» θα ακολουθήσουν και άλλες μεγάλες επιτυχίες για το Θέατρο Έρευνας. Να θυμίσουμε «Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» (1976-77) σε θεατρική διασκευή Ροζίτας Σώκου και με 27λεπτη πειραματική/concrete μουσική του Μίμη Πλέσσα, με τον Ποταμίτη σ' ένα ρόλο που θα τον καθορίσει σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή του ως... διαχρονικού αναζητητή της «αιώνιας νεότητας», τον «Σκαπίνο» του Μολιέρου πάλι με μουσική του Πλέσσα (υπάρχει και σάουντρακ, στη United του Γιαννίκου, από το 1985) και τον «Άνθρωπο Ελέφαντα», μία άλλη μεγάλη επιτυχία του από την περίοδο 1980-81 πια.

Πρόκειται φυσικά για το θεατρικό του Bernard Pomerance, στηριγμένο στην αληθινή ιστορία του Joseph Merrick, ενός δύσμορφου ανθρώπου που απασχόλησε κοινή γνώμη και επιστήμη στη βικτωριανή Αγγλία (δεύτερο μισό του 19ου αιώνα). Το θεατρικό είχε ανεβεί στο Broadway το 1979, ενώ ένα χρόνο αργότερα η τραγική ιστορία του Merrick θα γινόταν και ταινία από τον David Lynch, με πρωταγωνιστή τον John Hurt.

Ο Ποταμίτης έκανε κι εδώ κάτι που αποδείκνυε, για ακόμη μια φορά, τη θεατρική ευφυΐα του. Υποδύθηκε τον Merrick δίχως να παραμορφώσει ούτε κατά το ελάχιστον το πρόσωπό του, δίνοντας απλώς στο σώμα του μιαν ιδιαίτερη κλίση. Αυτό το εύρημα είχε μια πολύ συγκεκριμένη θεατρική υποβολή. Το μη παραμορφωμένο πρόσωπο τού Ποταμίτη/Merrick απεικόνιζε την εικόνα της ψυχής του, που ήταν καθαρή και αμόλυντη, αλλά και τη διάθεσή του να μπορέσει να ζήσει και να επιβιώσει μέσα στην κοινωνία όχι σαν ιδιαιτερότητα, αλλά σαν ένας απλός άνθρωπος (με λογική και συναισθήματα). Το έργο τράνταξε στην εποχή του, με τον Δημήτρη Ποταμίτη να ξετυλίγει και σ' αυτή την παράσταση ένα ρόλο ζωής.

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter
Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter

Θ' ακολουθήσουν κι άλλα έργα στην πορεία, με τον Ποταμίτη να επιλέγει, συχνότατα, ρόλους που πήγαιναν κόντρα στην ασάλευτη τάξη. Όπως εκείνους που ερμήνευσε στο «Μπίλυ ο Ψεύτης» (1982-83) των Keith Waterhouse και Willis Hall (έργο γνωστό μας από τη θρυλική ταινία του free cinema, το 1963, σε σκηνοθεσία John Schlesinger με τον Tom Courtenay), στην «Ερωτική Τριλογία» (1983-84) του Harvey Fierstein, με ήρωα έναν εβραίο ομοφυλόφιλο, που διεκδικεί το δικαίωμά του στη ζωή και τον έρωτα (έργο που μεταφράστηκε από τον ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και κυκλοφόρησε και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Γνώση), στη «Μεταμόρφωση» (1988-89) του Steven Berkoff (διασκευή από Κάφκα φυσικά), στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» (1991-92) του Anthony Burgess (στο ρόλο του Άλεξ προφανώς), στο δικό του «Ο Έλληνας Βάτραχος» το 1995-96 (είναι ο μόνος έλληνας διασωθείς μιας βιβλικής καταστροφής, που προσπαθεί να καταλάβει πώς η χώρα του έφτασε στο τέλος), στο «Μπέρντυ» του William Wharton (κι αυτό γνωστό μας από την ταινία του Alan Parker) κ.λπ.

Πάντα δίπλα και «μέσα» σ' εκείνους που υπενθύμιζαν στην ελληνική κοινωνία τις ανεπάρκειες και τα τραύματά της, ο Δημήτρης Ποταμίτης δημιούργησε μια πρωτόφαντη, για το ελληνικό θέατρο, πινακοθήκη ρόλων, σε δύσκολες ή και πολύ δύσκολες εποχές, μόνος του σχεδόν εναντίον όλων. Περιθωριοποιημένος από το επίσημο κράτος, και από τους πολιτιστικούς μηχανισμούς του, αγωνίστηκε με περίσσευμα θάρρους και τόλμης, για μια 30ετία, πριν δει τους κόπους του να καταρρέουν το 2002 (όταν θ' αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στο Θέατρο Έρευνας) και τον ίδιον να τελειώνει μαζί τους.

Ο Δημήτρης Ποταμίτης θα φύγει από τη ζωή από ανίατη ασθένεια, την 26η Φεβρουαρίου του 2003, στα 58 του χρόνια.

Δημήτρης Ποταμίτης: Έργα και ημέρες μιας μεγάλης μορφής του ελληνικού θεάτρου Facebook Twitter
Βιβλίο
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ