Στα βιβλία του οι άνθρωποι ζουν πάθη σχεδόν ανομολόγητα, συχνά αποτρόπαια, σε φόντο μεταφυσικό ή μυθικό. Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης καταγράφει τη φυλή των ανθρώπων χωρίς φτιασίδια, χωρίς αιτιολογήσεις, ενίοτε με λίγη μαγεία!
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ένας νέος άντρας, ο Μανόλης επιστρέφει στην Ελλάδα, ύστερα από κάποιο διάστημα που έζησε στη Σουηδία. Φυγαδεύει τη μάνα του από τον βορρά στον νότο για να τη σώσει από την κοινωνική κατακραυγή της αποπνικτικής επαρχίας καθώς έχασε τον άντρα της κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, τις οποίες ο συγγραφέας μας κρατάει για να μας τις αποκαλύψει σαν έκπληξη, κι αποτελεί το μυστικό των δύο, μάνας -γιού. Χαρακτηριστικό μοτίβο των βιβλίων του Γρηγοριάδη όπου πάντα οι άνθρωποι που περιγράφει συντηρούν μέσα τους κάποιο μυστικό που τους άλλαξε τη ροή της ζωής τους.
Προσγειώνονται οι δυο τους στη μεγάλη πόλη, την Αθήνα των ‘90s, την εποχή του ΚΛΙΚ και της έκρηξης του lifestyle, των διαφημιστικών γραφείων και τον executives , των σήριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης και των γκουρμέ εστιατορίων, των πρώτων γκαλερί και του clubbing, των πρώτων περφόρμανς και των γκλάμορους σόου πίστας. Πριν δηλαδή ξεσπάσει το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου και αρχίσει η κάτω βόλτα. Όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ένας καταιγισμός ονομάτων και διασημοτήτων της αθηναϊκής ζωής, ένα ατέρμονο name dropping από όπου παρελαύνουν όλα τα ονόματα της σόου μπίζνες και της κεντρικής πολιτικής σκηνής καθώς λειτουργεί ως φόντο της εποχής που κατά κάποιο τρόπο επηρεάζει την επαγγελματική και προσωπική ζωή του Μανόλη, αλλά και της Μαργαρίτας που επιβιώνει δίπλα σε μια γριά θεία στο Παγκράτι. Σαν χρονικό μιας εποχής αλαζονικής κι αλλοπαρμένης. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο: Δρόμοι, δρομάκια, κλαμπ, ρέστοραν, κέντρα, θέατρα, ταινίες, περιοδικά, εφημερίδες. Για όσους από εμάς τη ζήσαμε είναι σαν μια επιστροφή στο παρελθόν, μια σχεδόν γραφική αναπόληση. Ένα παρελθόν που μοιάζει μακρινό και απίστευτα παράταιρο σε σχέση με την τρέχουσα πραγματικότητα.
Στην Αθήνα των '90s, την εποχή του ΚΛΙΚ και της έκρηξης του lifestyle, των διαφημιστικών γραφείων και τον executives, των σήριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης και των γκουρμέ εστιατορίων, των πρώτων γκαλερί και του clubbing, των πρώτων περφόρμανς και των γκλάμορους σόου πίστας. Πριν δηλαδή ξεσπάσει το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου και αρχίσει η κάτω βόλτα.
Μια σειρά από ανεπίδοτες επιστολές της Μαργαρίτας στον γιο της λειτουργούν υποδόρια και λογοτεχνικά οδηγώντας το βιβλίο σε μια κορύφωση. Μια έμμεση αφήγηση που γίνεται χορός αρχαίου δράματος, ο σχολιασμός του συγγραφέα στη ζωή του Μανόλη έτσι όπως εκείνη εξελίσσεται. Η παράλληλη δράση, η τρίτη «ματιά» που ανοίγει στον αναγνώστη τις κρυφές αγωνίες μιας απελπισμένης κι ένοχης μάνας.
Η στάση βέβαια του Μανόλη από τη στιγμή που η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, είναι κάπως προφητική. Ο Μανόλης εγκαταλείπει την ανέμελη lifestyle ζωή του κέντρου, καταστρέφεται οικονομικά -όπως άλλωστε και η μάνα του-, σχεδόν πιάνει πάτο, βρίσκεται στο περιθώριο της πόλης, κι έτσι όταν εμφανίζεται ένας ανώνυμος αθλητής, φιγούρα εμβληματική του μυθιστορήματος, που συνεχώς τρέχει διασχίζοντας απ’ άκρη σε άκρη την Αθήνα, τον ακολουθεί θέλοντας από κάπου-κάποιον να πιαστεί, να τον φέρει στην επιφάνεια από την καταβύθιση στη ψυχική του άβυσσο. Την ίδια στιγμή γύρω του η πόλη σείεται από έναν καταστροφικό σεισμό, όπως ακριβώς στο τέλος του Παρταλιού στη Θεσσαλονίκη.
Ο Γρηγοριάδης για μια ακόμα φορά πετυχαίνει να αναδείξει την εποχή του μέσα από ανθρώπους που βρέθηκαν να πληρώνουν το τίμημα των παράδοξων επιλογών τους. Που φέρουν τραύματα και έχουν και οι ίδιοι προκαλέσει πληγές και καταστροφές. Η «Καινούργια Πόλη» μοιάζει εξωφρενικά παλιά και φωτίζει έναν τύπο ανθρώπων που σήμερα σπανίζουν. Ή δεν τους βρίσκεις εύκολα στις διαδρομές του κέντρου. Άνθρωποι αγνοί, αφελείς, έκπληκτοι με το τουπέ και το θράσος της πρωτεύουσας όπου έχουν αποδράσει από το παρελθόν τους, και τα μέρη τους που τους έπνιγαν. Μια εποχή που μας άφησε συντρίμμια, κακόγουστες εικόνες στην τηλεόραση και χρέη.
Για όσους γνωρίζουν τη θεματική των βιβλίων του Γρηγοριάδης θα αναγνωρίσουν στον Μανόλη έναν από τους πρωταγωνιστές του πιο εμβληματικού του μυθιστορήματος «Το παρτάλι». Έτσι, πιάνοντας το νήμα από το προηγούμενο βιβλίο του « Ζωή μεθόρια» είναι σαν να ολοκληρώνει μια τριλογία ρίχνοντας, ίσως, τίτλους τέλους σε μία διαδρομή -το προσωπικό του σύμπαν- που ξεκίνησε με τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη βυζαντινή και ερωτική-ενοχική, μιας παρέας φοιτητών από την επαρχία οι οποίο περιδιαβαίνουν τον Βαρδάρη και ανακαλύπτουν τη ζωή και το ερωτικό παιχνίδι.
Εκεί, στο Παρτάλι ο Μανόλης, εντέλει «φυγαδεύεται» από τη μάνα του τη Μαργαρίτα ώστε να μην βυθιστεί στο «βούρκο». Αυτόν ακριβώς και τη δική του ιστορία ανασύρει το βιβλίο, 20 χρόνια μετά αν και η Καινούργιο πόλη στέκει και διαβάζεται εντελώς ανεξάρτητη από τα προηγούμενα.
Στην Καινούργια πόλη το χρέος του Μανόλη είναι απέναντι στον εαυτό του που αρνείται να απελευθερωθεί, να απογειωθεί, να βγάλει από πάνω του τον μανδύα της ηθικής και της τάξης. Να βυθιστεί –καταλυτικά- στο βούρκο από τον οποίο 20 χρόνια πριν τον ανέσυρε η μητέρα του νομίζοντας ότι τον έσωζε αλλά στην πραγματικότητα τον χαντάκωνε κάτω από την υπερπροστατευτική της φτερούγα – όπως όλες οι Ελληνίδες μάνες- παραπέτασμα από την κοινωνία και το μεγάλο ρίσκο της ζωής. Να τρέξει και να αποδράσει πίσω από τον δρομέα της Ακαδημίας Πλάτωνα, του Εθνικού Κήπου αλλά και της Πλατείας Βάθη. Σαν μια ανάταση στο μέλλον, σαν μια αργοπορημένη ενηλικίωση.
σχόλια