«Μετανιώνουμε συνήθως εκ των υστέρων» γράφει στο νέο της βιβλίο η Βίκυ Καραφουλίδου και αναρωτιέται: «Πώς σκέφτονται, πώς κατανοούν, πώς αισθάνονται οι περασμένοι άνθρωποι την εποχή τους; Πώς τοποθετούνται απέναντι στα κρίσιμα γεγονότα του καιρού μας; Και πότε συγκεκριμένα λαμβάνουν χώρα οι αφηγήσεις τους για τη σύγχρονή τους πολιτική και Ιστορία;».
Πρόκειται για μια μελέτη που διερευνά την ελληνική εθνική ιδεολογία, προχωρά σε μια ανάγνωση του ελληνικού εθνικισμού, θέτει ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις.
Ειδικότερα, ξεκινά από τα πρώτα βήματα της εθνικής ιδέας και φτάνει μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, εξετάζοντας τα κυριότερα ιδεολογήματα που υποστηρίζουν την εθνική φαντασία, καθώς και την ιδιαίτερη πορεία τους πάνω στον άξονα του χρόνου.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Βίκυ Καραφουλίδου από το 2014 διδάσκει στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ενώ τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στην ιστορία των ιδεών, στην ιστορία της ιστοριογραφίας, καθώς και στη μελέτη των σχέσεων Ιστορίας, ιδεολογίας και λογοτεχνίας.
Γενικά, το παρελθόν, το ρετρό, το περασμένο, συνιστούν μόδα, αποτυπώνοντας μια νοσταλγία για το τότε σε σχέση με τις δυσφορίες του παρόντος. Συγχρόνως, το παρελθόν γίνεται τόπος αναζήτησης απαντήσεων για σημερινά ερωτήματα και αμηχανίες σε μια εποχή σύνθετης και βαθιάς κρίσης.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της που τιτλοφορείται «... "της μεγάλης ταύτης ιδέας...": Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854» και καλύπτει μια πολύ ενδιαφέρουσα χρονική περίοδο στην ιστορική βιβλιογραφία συναντηθήκαμε ένα ζεστό μεσημέρι στην περιοχή της Πλάκας και είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια συζήτηση που βασίζεται στο τρίπτυχο παρελθόν- παρόν - μέλλον.
— «Ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν», τι μας μαθαίνει η Ιστορία;
Όταν ξαναδιαβάζουμε το παρελθόν, η Ιστορία μάς μαθαίνει να κάνουμε ένα είδος στάσης. Όπως σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός Patrick Boucheron, μας μαθαίνει να σταματάμε, να απομακρυνόμαστε από τον δικό μας ζωντανό χρόνο, να αφήνουμε τους ρυθμούς της καθημερινότητας και της επικαιρότητάς μας.
Μας ωθεί να παραμερίζουμε προσωρινά τις δικές μας επείγουσες πολιτικές μέριμνες και να επιστρέφουμε πίσω, να δίνουμε προτεραιότητα στο ίδιο το παρελθόν και να αναδεικνύουμε την εσωτερική λογική που το συνέχει.
Κάτι τέτοιο ποτέ δεν είναι εύκολο, στην πραγματικότητα είναι μια υπόθεση διαρκούς μαθητείας πάνω στο πέρασμα του χρόνου. Οξύνει όμως το βλέμμα μας, οξύνει την ευαισθησία μας, τις κριτικές διαθεσιμότητες της σκέψης μας γενικότερα.
Από αυτή την άποψη, δοκιμάζοντας να σκεφτούμε τη Μεγάλη Ιδέα του 19ου αιώνα, καλούμαστε πρωτίστως να την τοποθετήσουμε στην εποχή της, δηλαδή να ανασυγκροτήσουμε τον κόσμο στον οποίο ανήκει.
Καλούμαστε, όχι φυσικά να τη δικαιολογήσουμε ή να τη νομιμοποιήσουμε, αλλά να αναπλάσουμε τις έννοιες, τις αντιλήψεις, τις κατηγορίες με τις οποίες σκέφτηκαν οι άνθρωποι μιας συγκεκριμένης περιόδου, να φανταστούμε το δικό τους παρόν και μέλλον, να ανακτήσουμε τον ορίζοντα των προσδοκιών τους.
Πρόκειται για ένα εγχείρημα κατανόησης με τη βεμπεριανή έννοια. Ένα εγχείρημα το οποίο παρακολουθεί την πορεία της εθνικής ιδεολογίας –από τα πρώτα της βήματα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα– και σημειώνει τις αμφισημίες και τις αντιφάσεις της.
Παράλληλα, αναζητά τις συνέχειες και τις μεταβολές, όσα μένουν σταθερά, όσα αλλάζουν, ενώ επιχειρεί να αναδείξει τις διαφορετικές προτεραιότητες και στοχεύσεις που εξυπηρετεί η εθνική ρητορική από τη μία ιστορική στιγμή στην άλλη.
— Η πίστη ήταν πάντοτε ένας συνεκτικός δεσμός για τους Έλληνες;
Σήμερα οι σύγχρονες ιστοριογραφικές θεωρήσεις μας αντιμετωπίζουν πλέον το έθνος όχι ως μια αιώνια και διαχρονική οντότητα, όπως μας το συστήνει ο εθνικισμός, αλλά ως σύγχρονη πολιτική κοινότητα που συνδέεται με το κράτος.
Τα έθνη εμφανίζονται στη νεωτερικότητα, είναι ιστορικά προϊόντα του σύγχρονου κόσμου. Η ελληνική εθνική ταυτότητα επομένως δεν υπάρχει ως τέτοια από πάντα αλλά η ανάδυσή της επιταχύνεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, εν προκειμένω τα χρόνια του νεοελληνικού Διαφωτισμού, πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Εδώ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσέξουμε όχι μόνο τη στροφή προς την αρχαιότητα αλλά παράλληλα και την πορεία που σημειώνουν οι αναφορές στη χριστιανική πίστη την ίδια εποχή.
Δηλαδή, να δούμε πώς η εθνική ιδεολογία εξαρχής την αξιοποιεί, προσδίδοντας στους προϋπάρχοντες παραδοσιακούς κώδικες σκέψης καινούργιο περιεχόμενο, σύγχρονες ποιότητες και σημασίες.
Και αν δεχτούμε πως δίπλα στην αρχαιότητα η χριστιανική ιδέα αναπλάθεται, προκειμένου να ενταχθεί δυναμικά στη νεωτερική πολιτική σύλληψη του έθνους, τότε μπορούμε να επεκτείνουμε τις απορίες.
Να παρακολουθήσουμε τι συμβαίνει με τις πολιτικές χρήσεις, με τις ιδεολογικές επενδύσεις της χριστιανικής θρησκείας στη συνέχεια, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Και να εξετάσουμε πώς συνδέεται πλέον η χριστιανική πίστη με την ιστοριογραφική αποκατάσταση του Βυζαντίου, με τη Μεγάλη Ιδέα και τον ελληνικό αλυτρωτισμό.
— Ποιο ήταν το πολιτικό στίγμα της Μεγάλης Ιδέας;
Η Μεγάλη Ιδέα στάθηκε ένα πανίσχυρο σύνθημα, μια φιλόδοξη πολιτική φαντασία. Ήδη από την επίσημη διακήρυξή της από τον Κωλέττη υπήρξε εξαιρετικά ρευστή, ελαστική, ασαφής. Επίσης, ξέρουμε πως δεν υπήρξε ενιαία, αλλά γνώρισε διάφορα σενάρια ή εκδοχές στο βάθος του χρόνου.
Για να προσδιορίσουμε το πολιτικό της στίγμα νομίζω πως πρέπει να αναζητήσουμε το παρελθόν της πριν από τη δεκαετία του 1840. Να μην εστιάσουμε τη μελέτη της στον χρόνο της διακριβωμένης εκκίνησής της, να μην την περιορίσουμε στο πολιτικό πλαίσιο του ελληνικού βασιλείου.
Αντίθετα, αξίζει τον κόπο να ψάξουμε τα ερείσματά της στην ευρωπαϊκή σκέψη, στον φιλελληνικό λόγο που, ιεραρχικός και επεκτατικός, οραματίζεται την «έξοδο των Τούρκων από την Ευρώπη» και την «ανάπλαση της Ανατολής» με όχημα το ελληνικό στοιχείο.
Επίσης, να τη συσχετίσουμε με το ιδεολόγημα της ελληνικής ανωτερότητας και με το οθωμανικό πλαίσιο εντός του οποίου διακινούνται οι ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Αλλά και όταν τη δούμε συγχρονικά, αν διαβάσουμε τα διάφορα σχέδια για μια ελληνική αυτοκρατορία που κυριαρχούν την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, διαπιστώνουμε πως ως προς τον πολιτικό της χρωματισμό η Μεγάλη Ιδέα δεν είναι ενιαία, μονοσήμαντη.
Αντίθετα, γνωρίζει περισσότερες από μία πολιτικές εκδοχές, άλλες πιο δυτικότροπες, άλλες πιο «Ορθόδοξες» ή «ανατολικές», άλλες πιο συντηρητικές και άλλες πιο προοδευτικές στη μεταξύ τους σύγκριση.
— Γιατί το βιβλίο σταματά στην περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου;
Μιλώντας αρκετά γενικά, μπορούμε να πούμε πως από κει και πέρα τα πράγματα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς. Οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει η Ιστορία στους Έλληνες του προχωρημένου πια 19ου αιώνα είναι κάτι παραπάνω από «δυσάρεστες».
Ο εθνικισμός, όπως επισημαίνει ο Elie Kedourie, ως σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο με ευρωπαϊκή μήτρα εξαπλώνεται πια στη Βαλκανική.
Μάλιστα, εξαπλώνεται μέσω του ελληνικού παραδείγματος, το οποίο λειτουργεί ως πρότυπο για τους υπόλοιπους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Έλληνες θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ανάδυση των εθνικών κινημάτων των γειτονικών βαλκανικών λαών, ιδιαιτέρως του βουλγαρικού.Θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα δικά τους αιτήματα για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία.
Έχουμε, επομένως, να κάνουμε με μια αλλαγή εποχής. Αλλάζει πλέον η ιεραρχία των «εχθρών» και των «φίλων» του ελληνικού έθνους, με την ευρύτερη έννοια μπαίνουμε πια στην τροχιά των βαλκανικών πολέμων του 20ού αιώνα. Οι ιστορικοί και πολιτικοί όροι θεώρησης της Μεγάλης Ιδέας είναι πλέον πολύ διαφορετικοί απ' ό,τι μέχρι τον Κριμαϊκό.
— Τι είναι αυτό που σήμερα μας γοητεύει στις σελίδες της Ιστορίας και πολλά βιβλία βρίσκονται συνεχώς στα ευπώλητα;
Δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα. Γενικά, το παρελθόν, το ρετρό, το περασμένο, συνιστούν μόδα, αποτυπώνοντας μια νοσταλγία για το τότε σε σχέση με τις δυσφορίες του παρόντος.
Συγχρόνως, το παρελθόν γίνεται τόπος αναζήτησης απαντήσεων για σημερινά ερωτήματα και αμηχανίες σε μια εποχή σύνθετης και βαθιάς κρίσης.
Οι αναγνώστες ψάχνουν, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, ιδεολογικές κατευθύνσεις και απαντήσεις για ανοιχτά ζητήματα ταυτότητας, εθνικής, τοπικής, πολιτικής, πολιτισμικής.
Πολλές φορές, αλλά όχι πάντα, οι κατευθύνσεις που λαμβάνουν αυτές οι εκρήξεις Ιστορίας ή εκρήξεις μνήμης κινούνται σε πολύ θετική κατεύθυνση, προωθώντας την επίγνωση των ιστορικών ευθυνών μιας κοινωνίας, την εξωστρέφεια, την ανεκτικότητα, τις κοινωνικές διεκδικήσεις.
Παράδειγμα αποτελεί το Μουσείο του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, το ιστορικό ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, σε συνάρτηση με το μεταναστευτικό των ημερών μας, ή ιστορικές εκθέσεις για τον φεμινισμό στη Μεταπολίτευση.
Από την άλλη, η συνεχής επιστροφή στα ιστορικά τραύματα και στις μεγάλες συγκρούσεις του 20ού αιώνα μπορεί να εικονογραφεί ένα είδος ιδεολογικής αγκύλωσης, μια μορφή καθήλωσης στο παρελθόν, συνεπώς μια αδυναμία αντιμετώπισης των αναμφίβολα υπαρκτών πολιτικών και κοινωνικών ερωτημάτων με πραγματικά σύγχρονους όρους.
— Διδάσκετε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τι έχετε αποκομίσει από την επαφή σας με τους νέους ανθρώπους και ποια είναι η γνώμη σας γι' αυτούς σήμερα;
Ως μέλος του Εργαστηριακού και Διδακτικού Προσωπικού, τα τελευταία χρόνια συμμετέχω στο διδακτικό έργο, έχοντας κοντά μου εξαιρετικούς συνεργάτες και φίλους. Στο πανεπιστημιακό περιβάλλον η επαφή με τους φοιτητές είναι για μένα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της δουλειάς μου.
Αν κάτι αγαπώ ιδιαίτερα, είναι η αμεσότητα και η ζωντάνια που διακρίνει τους νέους ανθρώπους. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που τα σχόλια, οι παρατηρήσεις και οι αντιρρήσεις τους έχουν μια διαύγεια και μια ευστοχία που με ξαφνιάζει και σίγουρα με ικανοποιεί.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πράγματα που με προβληματίζουν έντονα. Για παράδειγμα, η απουσία των μεγάλων παθών, των εμμονών. Να εντυπωσιαστούν και να βυθιστούν βαθιά σε κάτι που συναντούν στο πλαίσιο των σπουδών τους, οτιδήποτε και αν είναι αυτό: ένας ποιητής, ένας συγγραφέας, ένα θέμα, μια εποχή, δεν έχει σημασία.
Η έλλειψη ενθουσιασμού, ξένη στην ίδια τη φύση της νεότητας, όπως τουλάχιστον εγώ την αντιλαμβάνομαι, είναι κάτι που με στενοχωρεί.
— Χωρίς γνώση του παρελθόντος μπορεί ένα έθνος να αισιοδοξεί για το μέλλον του;
Ίσως να μην είναι κυριολεκτικά ζήτημα αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας, αλλά περισσότερο αυτογνωσίας, θα λέγαμε.
Πολλά από τα εθνικά μας στερεότυπα και τις εθνικές μας μυθολογίες είναι ακόμα ισχυρά και ανακυκλώνονται σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ως αδιαπραγμάτευτες αλήθειες, π.χ. τα ιδεολογήματα των «κουτόφραγκων», της απροσδιόριστης ελληνικής «ανωτερότητας», του «ανάδελφου έθνους», του μονίμως ανεξόφλητου «χρέους» της Ευρώπης προς τους «απογόνους των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων», της «μίας και ελληνικής Μακεδονίας» και άλλα πολλά.
Από την άλλη πλευρά, οι κατακτήσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας και εν γένει των νεοελληνικών σπουδών είναι, πιστεύω, πραγματικά μεγάλες.
Δύσκολα και αργά, ωστόσο, οι αντιλήψεις αλλάζουν, όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι πιστεύουν στο «κρυφό σχολειό», τα τελευταία συλλαλητήρια για το Μακεδονικό δεν είχαν τη θεσμική στήριξη και την υστερία που είδαμε τη δεκαετία του 1990.
Πρόκειται για ένα στοίχημα που προφανώς το υπονομεύουν οι αναβιώσεις του εθνικισμού τόσο σ' εμάς όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Νομίζω όμως πως συνιστά ένα στοίχημα ανοιχτό, το οποίο οπωσδήποτε αξίζει να παιχτεί και να κερδηθεί.
Info:
Το βιβλίο της Βίκυς Καραφουλίδου «... "της μεγάλης ταύτης ιδέας...": Όψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.