Ο Ίαν Μακγιούαν στο LIFO.gr: Η συγγραφική μου καριέρα ίσως ξεκίνησε στην Ελλάδα

Ο Ίαν Μακγιούαν στο LIFO.gr: Η συγγραφική μου καριέρα ίσως ξεκίνησε στην Ελλάδα Facebook Twitter
0

Πρωί πρωί ανάμεσα σε πορσελάνινα φλυτζάνια με καφέ κύβους ζάχαρης, χρυσά κουταλάκια, το ρολόι να χτυπάει στην αίθουσα συσκέψεων του «Grand Bretagne» και να νομίζω ότι ακούγεται πολύ πιο χαμηλά από τους χτύπους της καρδιάς μου καθώς βλέπω τον Ίαν Μακγιούαν να στέκεται αμίλητος και να με κοιτάει αυστηρά ενόσω προσπαθώ να ξεκολλήσω το κουτί της ηχογράφησης.

Είναι αυτά τα δευτερόλεπτα όπου θες να γίνεις απλώς αόρατη ξέροντας ότι έχεις απέναντι σου έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς στον κόσμο-το τελευταίο του βιβλίο «Καρυδότσουφλο» (πάντα από τις εκδόσεις Πατάκη) δείχνει ότι ο βραβευμένος Βρετανός συγγραφέας έχει ξεπεράσει ακόμα και τον εαυτό του- με τα εκατομμύρια αντίτυπα και με αφηγήσεις που απλώνονται σε όλα τα πεδία της επιστήμης, της ιστορίας, του πλανητικού ή εξωπλανητικού φάσματος.

Μέσα σε λίγα, όμως, λεπτά ο Μακγιούαν μεταμορφώνεται μπροστά μου σε έναν από τους πιο τρυφερούς ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ, γεμάτος μπρίο και χιούμορ, ένας αιώνιος νέος να μου αφηγείται ιστορίες για την πρώτη του φορά στην Ελλάδα, την περίοδο της δικτατορίας, τη σχέση του με τη μουσική, τη λογοτεχνία ακόμα και τη Μονεμβασιά, στην οποία πρόκειται να μεταβεί τις επόμενες μέρες.

Αυτό λοιπόν που καταφέρνει η λογοτεχνία είναι να εξερευνά το κενό ανάμεσα στο δημόσιο και το προσωπικό χώρο. Νομίζουμε ότι ξέρουμε ο ένας τον άλλο αλλά αυτό που ξέρουμε είναι μόνο τις προσωπικές μας ζωές και απλώς εικάζουμε για το πως πρέπει να είναι τα πράγματα, όταν κλείνει πίσω δυνατά η πόρτα

— Διαβάζοντας τα βιβλία σας έχω την αίσθηση ότι είστε παλιομοδίτης συγγραφέας αλλά με την καλή έννοια-ενώ άλλοι δίνουν έμφαση στην πλοκή και στην ιστορία, εσείς μπορείτε να αναδείξετε οποιαδήποτε φαινομενικά ασήμαντη εξωτερική λεπτομέρεια αποκαλύπτοντας πολλά για τον χαρακτήρα με έναν τόσο εξονυχιστικά περιγραφικό τρόπο που φέρνει στο νου μου συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε ή αν κάτι τέτοιο γίνεται συνειδητά.

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η αλήθεια είναι πως στις αρχές του 20ου αιώνα ευτυχήσαμε να έχουμε μια πολύ ωραία αισθητική επανάσταση-τον μοντερνισμό- με εξαιρετικές προσωπικότητες όπως ο Τζόις και ο Προυστ, της οποίας τους καρπούς τους απολαμβάνουμε ακόμα. Αλλά την ίδια στιγμή στη λογοτεχνία παραμένει κυρίαρχη η ιδέα του 19ου αιώνα που αναφέρεται άμεσα στον τρόπο που πρέπει να στήνεται και να δομείται ένας πρωταγωνιστής. Νομίζω, εν προκειμένω, ότι η Βιρτζίνια Γουλφ έχει άδικο που επέμενε πως «ο χαρακτήρας είναι νεκρός» αφού ακόμα ζει και βασιλεύει.

Φιλοδοξία μου λοιπόν ήταν ως συγγραφέας να ακολουθήσω, όσο μπορώ, το μοντερνιστικό κύμα αλλά παράλληλα να κρατήσω ζωντανές τις κατακτήσεις των δασκάλων του 19ου αιώνα-κάτι αρκετά δύσκολο αν το σκεφτείς. Γιατί η έμφαση αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο και παρότι σε άλλα υπερτερεί ο πειραματισμός-ενδεχομένως εμπλουτισμένος με μεταμοντέρνα στοιχεία- πάντοτε έχεις στο νου η αφήγηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πλοκή ή τον χαρακτήρα.

Δύσκολο αλλά είναι κάτι που είχα πάντα στο μυαλό μου. Προσπαθούσα, όπως λέμε στην Αγγλία, να αποφύγω «να πετάξω το μωρό μαζί με τα νερά» και να κρατήσω ισορροπίες επικίνδυνες.

— Είναι επίσης εμφανής, αν μου επιτρέπετε, η ανάγκη σας να κρατάτε ένα υψηλό επίπεδο στην αφήγηση ακόμα και όταν μιλάτε για σκληρά πράγματα όπως στιγμές με ακρωτηριασμένους ασθενείς σε νοσοκομείο του Λονδίνου στο τρίτο μέρος της "Εξιλέωσης' ή όταν ο Χένρυ Περόουν από το "Σάββατο" τα βάζει με τον κακοποιό Μπάξτερ στη σύγκρουση των αυτοκινήτων τους.

Δεν ξέρω. Μπορεί. Ενδεχομένως αυτό να σχετίζεται με τη δική μου ελληνική ή δωρική ανάγκη έκφρασης.

— Μα δεν το εννοώ από την άποψη της αυστηρότητας αλλά του ευγενούς χαρακτήρα της αφήγησή σας. Με το ότι παραμένετε κύριος ακόμα και όταν γύρω σας γίνεται ο χαμός.

Ενδεχομένως να έχει να κάνει με την ανάγκη του θες να μάθεις τι κρύβεται στο μυαλό του πρωταγωνιστή σου, να ψάξεις τα μύχια του, να δεις πως αντιδρά αλλά την ίδια στιγμή να προσπαθείς κρατήσεις το δικό σου τέμπο στην αφήγηση και να σεβαστείς το ύφος που εσύ τελικά επιβάλεις.

— Να μη χάσεις, δηλαδή, τη «μικρή σου μουσική» που έλεγε ο Σελίν για τον ρυθμό;

Ναι αυτό ακριβώς! Το έχω πάντα στο μυαλό μου. Κάθε παράγραφο που γράφω φροντίζω πάντα να τη διαβάζω δυνατά, τη στριφογυρίζω στη γλωσσά μου, τη δοκιμάζω, την αναγκάζω, αν θέλετε, να χορέψει. Φανταστείτε να πρέπει να ακούσετε τη φωνή σε ένα ξένο κεφάλι αλλά χωρίς να χάσετε τη δική σας φωνή.

— Να τον βλέπεις, με άλλα λόγια, ή να τον ακούς καθώς γίνεται ακραία αθώος ή βίαιος-και να τον ακολουθείς;

Ναι και να αφήνομαι τελικά στη βία αλλά χωρίς αυτή να καταντάει πορνογραφία. Αν ο καθένας μας φρόντιζε να είναι σωστός στη συμπεριφορά του, όλα θα ήταν αυτομάτως πιο εύκολα.

Βέβαια, όταν βρίσκεσαι σε εμπόλεμη κατάσταση μερικές φορές φαντάζει ανόητο να ενεργείς ορθά. Τα πράγματα εκεί γίνονται πιο άγρια και κάπως αναγκαστικά ο καθένας φροντίζει το συμφέρον του: κοιτάζει να επιβιώσει.

Αλλά όταν μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη ξεχνάμε ότι αν έχεις ένα καταφύγιο, δουλειά, ασφάλεια είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι καλός άνθρωπος και όταν δεν τα έχεις, αντιδράς βάρβαρα. Δυστυχώς είναι πολύ απλά πράγματα και αυτό είναι ένα θεμελιώδες μάθημα ειδικά στις μέρες μας που η ψαλίδα ανάμεσα στις τάξεις στους πλούσιους και τους φτωχούς μεγαλώνει ακόμα περισσότερο.

Πρέπει οι πλούσιοι να αντιληφθούν ότι είναι για το δικό τους καλό να μην εξαθλιώνεται η κατώτερη τάξη.

Ο Ίαν Μακγιούαν στο LIFO.gr: Η συγγραφική μου καριέρα ίσως ξεκίνησε στην Ελλάδα Facebook Twitter
O Μακγιούαν μεταμορφώνεται μπροστά μου σε έναν από τους πιο τρυφερούς ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ, γεμάτος μπρίο και χιούμορ, ένας αιώνιος νέος να μου αφηγείται ιστορίες για την πρώτη του φορά στην Ελλάδα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Συμφωνώ μαζί σας αλλά αυτό μάλλον έχει να κάνει με την πολιτική θεωρία και όχι με τη λογοτεχνία. Έχω την αίσθηση ότι η ηθική είναι ένα προβληματικό ζήτημα για τους συγγραφείς ακριβώς επειδή οι ήρωες των βιβλίων είναι άκρως αντιφατικά όντα και σπάνια συμπεριφέρονται με τις αρχές του δικαίου. Στα βιβλία σας ειδικά αυτό συμβαίνει κατά κόρον και είναι κάτι που χαρακτηρίζει τους ήρωες σας-από τον νευροχειρουργό Χένρι στο «Σάββατο» έως τη Φιόνα στο «Νόμο περί τέκνων» η οποία μπορεί να είναι μια ακριβοδίκαια δικαστής αλλά στα προσωπικά της τα κάνει μαντάρα.

Ναι, αλήθεια είναι. Πάντοτε με ενδιέφερε και διάβαζα πολιτική φιλοσοφία αλλά έχετε δίκιο να λέτε ότι στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Πολλές φορές στα βιβλία μου οι πρωταγωνιστές φαίνονται να είναι ιδιαίτερα ευεργετημένοι στη ζωή τους αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι: η Φιονα είναι μια πετυχημένη δικαστής που τυγχάνει γενικής αποδοχής και σεβασμού στη δουλειά της, κάτι που την υποχρεώνει να κρατήσει ένα προφίλ άθικτο και ακέραιο διαφυλάσσοντας έτσι το πραγματικό πρόσωπο της αυθεντίας, δείχνοντας παράλληλα και επιείκεια. Στα προσωπικά της όμως υποπίπτει διαρκώς σε λάθη.

Αυτό λοιπόν που καταφέρνει η λογοτεχνία είναι να εξερευνά το κενό ανάμεσα στο δημόσιο και το προσωπικό χώρο. Νομίζουμε ότι ξέρουμε ο ένας τον άλλο αλλά αυτό που ξέρουμε είναι μόνο τις προσωπικές μας ζωές και απλώς εικάζουμε για το πως πρέπει να είναι τα πράγματα, όταν κλείνει πίσω δυνατά η πόρτα. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας αποκαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει, να μπει στις κρεβατοκάμαρες και να δει βαθιά στα μύχια των ανθρώπων και αυτό το κάνει με τον πιο εκλεπτυσμένο τρόπο.

Όταν ξεκινάς το ταξίδι της γραφής-γιατί για ταξίδι πρόκειται όπως θα έλεγε ο δικός σας ποιητής Καβάφης-είσαι υποψιασμένος ότι είναι μια εξερεύνηση που δεν ξέρεις ακριβώς που θα σε βγάλει. Πρέπει να έχεις έναν πρόχειρο έστω χάρτη στο πίσω μέρος του μυαλού σου- αλλά δεν αρκεί αυτό. Αυτό που έχεις διαρκώς στο μυαλό σου είναι να μην απογοητεύσεις ή μάλλον να σταθείς αντάξιος της περιέργειας και των προσδοκιών σου-και όχι μόνο των άλλων.

Γι αυτό δεν γράφω πια πράγματα που ξέρω άλλα για αυτά που θέλω να ανακαλύψω στη συνέχεια και μέσα από αυτή την διαδικασία.

— Οπότε η περιέργεια είναι το βασικό κίνητρο για τη γραφή;

Είμαι σχεδόν εβδομήντα και κανείς θα περίμενε ότι η περιέργεια θα με εγκατέλειπε. Αλλά αυτό ισοδυναμεί με πνευματικό θάνατο. Ίσως πάλι ο πνευματικός θάνατος να μην αφορά την ηλικία αλλά να έχει να κάνει με τον χαρακτήρα γιατί παρατηρώ κάποια παιδιά που θέλουν να μάθουν τα πάντα και άλλα να μην έχουν καμιά περιέργεια για τον κόσμο.

Οι γονείς αρέσκονται στο να πείθουν τον εαυτό τους ότι μπορούν να επιβάλουν την προσωπικότητα στο παιδί όπως αυτοί θέλουν αλλά πρόκειται για τεράστια πλάνη.

Ποτέ δεν ξέρεις πως θα είναι το παιδί σου. Όταν η νύφη μου έμεινε έγκυος αναρωτιόμασταν για το παιδί που θα γεννηθεί, για το πως θα είναι. Και όντως η μικρή Έντα αποδείχθηκε πολύ φιλοπερίεργη. Τις προάλλες καθόμασταν να φάμε και αναφέραμε την έκφραση "συμβολική ένδειξη". Δεν σταμάτησε να μας ρωτάει τι ακριβώς σημαίνει. Θα έσκαγε αν δεν της λέγαμε.

— Να πούμε, λοιπόν, ότι η μικρή έμοιασε στον παππού;

Μπα. Ο πατέρας της είναι ένα λαμπρό μυαλό-επιστήμων-βιολόγος και η μητέρα της μαθηματικός. Καταλαβαίνετε.

— Επειδή η κουβέντα ήρθε στα παιδιά είναι αλήθεια πως σε αρκετά βιβλία σας οι πρωταγωνιστές είναι ή υπήρξαν παιδιά, κάτι πολύ καθοριστικό για την πορεία της αφήγησης. Πραγματικά δεν ξέρω κάποιον συγγραφέα της βρετανικής παράδοσης, μετά τον Στίβενσον ή τον Ντίκενς που να μπήκε τόσο δυναμικά στον κόσμο των παιδιών.

Εδώ αναφαίνεται ένα τεχνικής φύσης πρόβλημα: τι ακριβώς κάνεις όταν προσπαθείς να μπεις στο μυαλό ενός παιδιού;- χρησιμοποιείς τη δική του γλώσσα που είναι περιορισμένη ή μια ώριμη γλώσσα που σε βοηθάει να περιγράψεις καλύτερα τα συναισθήματά του;

Το πιο αντιπροσωπευτικό, για μένα, παράδειγμα είναι ο Χένρι Τζέιμς ο οποίος περιγράφει με καταπληκτική ενάργεια τι ακριβώς σκέφτεται ένα παιδί χωρίς ωστόσο να υιοθετεί τη γλώσσα του.

Οπότε όταν ήρθα, με τη σειρά μου, αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα και έπρεπε να περιγράψω τι ακριβώς σκέφτεται μια 13χρονη έφηβη, έφερα στο μυαλό μου τον Χένρι Τζέιμς αλλά και το«Πορτραίτο ενός καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικί» του Τζέιμς Τζόις-και συγκεκριμένα τις εμβληματικές 13 σειρές της αρχής.

Βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι η αφήγηση του έφηβου Στήβεν Δαίδαλος καταλαμβάνει μικρή έκταση γιατί θα έμοιαζε αναληθοφανές να άπλωνε κανείς την αφήγηση σε πολλές σελίδες.

Ο Ίαν Μακγιούαν στο LIFO.gr: Η συγγραφική μου καριέρα ίσως ξεκίνησε στην Ελλάδα Facebook Twitter
Όταν ξεκινάς το ταξίδι της γραφής-γιατί για ταξίδι πρόκειται όπως θα έλεγε ο δικός σας ποιητής Καβάφης-είσαι υποψιασμένος ότι είναι μια εξερεύνηση που δεν ξέρεις ακριβώς που θα σε βγάλει. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Επιτρέψτε μου, ωστόσο, μια και την αναφέρατε, να σας πω ότι μου φαίνεται πως ταυτίζεστε με τη 13χρονη Βριώνη Τάλλις περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άνδρα πρωταγωνιστή σας. Έχω την αίσθηση ότι η οργιώδης φαντασία της είναι αυτή ενός συγγραφέα.

 Ναι είναι αλήθεια. Και οι βαθιές υπαρξιακές της αναζητήσεις ταυτίζονται με αυτό που ο Χένρι Τζέιμς συνήθιζε να αποκαλεί «επισκόπηση του βίου». Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμβαδίζει η σκέψη μου με αυτή των υπαρξιστών.

— Παρ'όλα αυτά όμως η προσέγγισή σας είναι βαθιά ανθρωποκεντρική. Πώς και δεν τα πήγατε, λοιπόν καλά με τους υπαρξιστές;

Η αλήθεια είναι ότι στα είκοσι μου ήμουν πολύ εντυπωσιασμένος από όλα αυτά, τελούσα υπό τη μαγική επίδραση του Κάφκα και ήταν πολύ απευθερωτικό για μένα να βλέπω τους ήρωες του να αιωρούνται σε ένα αφηρημένο χωρόχρονο.

Τώρα, όμως, που ξαναδιαβάζω τα διηγήματα του Κάφκα-μου φαίνεται ότι οι αφηρημένοι του πρωταγωνιστές παραγεμίζουν τον χώρο-τον καταλαμβάνουν. Γι αυτό και στην πορεία έπεισα τον εαυτό μου ότι έπρεπε να απομακρυνθώ από τις μοντερνιστικές πειραματικές αναζητήσεις και να επιστρέψω στον πιο συγκεκριμένο κόσμο του 19ου αιώνα.

Αν το σκεφτείτε θα δείτε πως αυτό είναι το πρόβλημα των μοντερνιστών: το ότι δεν προσέγγισαν τη λογοτεχνία με την ακριβή ματιά των κλασικών. Δείτε τα άπειρα υπαρξιακά αφηγήματα με έναν πρωταγωνιστή που κάθεται σε ένα κρεβάτι, που κοιτάζει επί ώρες αφηρημένα το ταβάνι, σε μια πόλη χωρίς όνομα, περιμένοντας ένα αδιευκρίνιστο τηλεφώνημα που ποτέ δεν έρχεται μέσα σε απόλυτη απελπισία.

Όλα αυτά με έκαναν να στραφώ εμμονικά στη θερμόαιμη και εμπύρετη αμερικανική παράδοση και συγκεκριμένα στα κείμενα του Τζον Απντάικ ή του Σολ Μπέλοου. Διότι μπορεί οι Αμερικανοί να έχουν διαβάσει τον Τζόις και τον Προυστ αλλά όταν ο Μπέλοου βάζει τον ήρωα του να πλένει τα χέρια του στο «Χέρτσογκ» διερωτώμενος ποιος ακριβώς είναι, γράφει το πιο ουσιαστικό, για μένα, υπαρξιακό μανιφέστο.

Οπότε ποιο ακριβώς είναι το θέμα; Είναι το να μπορείς να είσαι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, σε μια συγκεκριμένη πόλη, σε έναν χρόνο έστω και σε συνθήκες νεωτερικότητας, με τη δημοκρατία σε κρίση και με τον ήρωα σου σε απελπισία. Να βλέπεις με τον πλέον διορατικό τρόπο τι ακριβώς συμβαίνει σε δεδομένες καταστάσεις.

Οπότε παράτησα την υπαρξιακή μου περίοδο και σκέφτηκα ότι θέλω στα μυθιστορήματα μου να υπάρχουν ιστορία, επιστήμη, έρωτας, δρόμοι, πόλεις και όχι ανώνυμα σύμπαντα και αδιευκρίνιστα ξενοδοχεία και τηλεφωνήματα που δεν ξέρω την προέλευσή τους. Σε αντίθεση δηλαδή με τις ανάγκες πολλών ομότεχνων μου από τη Γαλλία ή την Πορτογαλία. Δεν ξέρω όμως τι γίνεται με τη μεταπολεμική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Αλήθεια θέλετε να μου πείτε;

— Νομίζω ότι είμαστε σε μεγάλο βαθμό καθορισμένοι από την πολιτική-ποτισμένοι ως το μεδούλι μας. Ακόμα και στις πιο πειραματικές μας απόπειρες, όπως λέτε, το πολιτικό κυριαρχεί.

Ναι, είναι αλήθεια το ξέρω αυτό. Μα, δεν είναι τυχαίο ότι την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα ήταν αμέσως μετά το πραξικόπημα-δηλαδή Μάης του 67. Για την ακρίβεια η πρώτη μου γεύση από Ελλάδα ήταν...δικτατορική γεύση.

Θυμάμαι να μένουμε μαζί με έναν φίλο μου στην ταράτσα ενός φτηνού ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας και να δουλεύουμε στο εστιατόριο του πλέοντας πιάτα. Ήμουν τόσο κουρασμένος και εξαντλημένος από τη ζέστη που τον ελάχιστα ελεύθερο χρόνο μου καθόμουν επί ώρες στο κρεβάτι κοιτάζοντας το ταβάνι ή διαβάζοντας Μπέλοου.

Περνώντας όμως οι βδομάδες αναγκαστήκαμε μαζί με τον φίλο μου να ζητήσουμε τα δεδουλευμένα. Κάθε φορά βέβαια που πηγαίναμε στο αφεντικό για τα χρήματα η κλασική του απάντηση ήταν ότι τρώμε τσάμπα και έχουμε μια στέγη, άρα δεν χρειάζεται να διεκδικούμε παραπάνω! Χρειάστηκε, μάλιστα, τότε να πουλήσουμε, κυριολεκτικά το αίμα μας για να ζήσουμε!

Μέσα στην αφέλεια μας τότε και μην έχοντας άλλη λύση καταφύγαμε στη βρετανική πρεσβεία όπου για καλή μας τύχη έτυχε ο τρίτος, στην ιεραρχία, υπάλληλος να μιλάει ελληνικά και πήρε μπροστά μας τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και άρχισε να του ουρλιάζει. Όταν γυρίσαμε όχι μόνο μας έδωσε αυτά που μας χρωστούσε-που η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν και πολλά- αλλά μας ζήτησε και συγγνώμη!

Οπότε, με τα λίγα αυτά έστω χρήματα, βγάλαμε εισιτήριο με το πιο φτηνό πλοίο της γραμμής και πήγαμε στον Πόρο. Ήμασταν τόσο ανόητοι που νομίζαμε ότι θα ζούσαμε ψαρεύοντας ψάρια και ψήνοντας τα στην παραλία όπου κοιμόμασταν χρησιμοποιώντας ένα πρόχειρο σλίπινγκ μπαγκ. Αγοράσαμε ψωμί για δόλωμα και μείναμε επί ώρες να ψαρεύουμε ενώ τα ψάρια αρνιούνταν επίμονα να πιαστούν αιχμάλωτα συνεχίζοντας τις υποβρύχιες βόλτες τους.

Τη δεύτερη μέρα εγκαταλείψαμε την προσπάθεια και αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στο πλησιέστερο εστιατόριο με αποτέλεσμα να μας μείνουν πέντε λίρες, που μόλις έφταναν για να αγοράσουμε εισιτήριο για το Καλέ και να επιστρέψουμε από εκεί στην πατρίδα.

Παρ'όλη όμως την περιπέτεια θυμάμαι με αγάπη την Ελλάδα εκείνων των ημερών. Τύγχανε μάλιστα να κρατάμε, εναλλάξ, καθημερινά με τον φίλο μου ημερολόγιο από εκείνο τον καιρό αν και έχω πολύ ζωντανές τις αναμνήσεις στο μυαλό μου-σαν να είναι τώρα.

Βέβαια οι περιπέτειες μας δεν τελείωσαν εδώ. Επιστρέφοντας, δεν πέρασε πολύς καιρός και επιβιβαστήκαμε σε ένα λεωφορείο για το μεγάλο ταξίδι που συνήθιζαν να κάνουν τότε οι χίπιδες: Τουρκία, Ιράν, Ιράκ.

Όταν κάποια στιγμή κουράστηκα και δεν με ενδιέφερε να δοκιμάσω άλλες ουσίες ή εμπειρίες, επέστρεψα στο δωματιάκι μου στην Αγγλία-στον γκρίζο ουρανό και τους λευκούς τοίχους. Και τότε είναι που ξανασκέφτηκα την Ελλάδα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήθελα να επιστρέψω σαν τυχοδιώκτης φοιτητής.

Ήθελα να έχω μια ιδιότητα-και αυτή ήταν μια: συγγραφέας. Χίπις, άλλωστε, δεν έγινα ποτέ πραγματικά αφού δεν μου το επέτρεπε η βαθιά εργασιακή μου συνείδηση, κληροδότημα και αυτό του στρατιωτικού πατέρα μου που μου έλεγε να ξυπνάω πάντα στις 6 και να δουλεύω σκληρά.

Πήρα, λοιπόν, τη γραφομηχανή μου και τράβηξα για ένα ελληνικό νησί αναζητώντας την ταυτότητά μου. Νοίκιασα μια σπηλιά στην Ίο με ένα γραφειάκι και μια καρέκλα και άρχισα να γράφω-και τότε ένιωσα την πραγματική ευτυχία, τότε κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας.

Ήμουν σε ένα υπέροχο μέρος, είχα αυτή την αδιανόητη θέα στον απέραντο γαλανό ελληνικό ουρανό, λίγο πιο κάτω με περίμενε ένα πραγματικά γευστικό πιάτο φαΐ, δεν χρειαζόταν πια ούτε πιάτα να πλύνω, ούτε το αίμα μου να πουλήσω. Και τότε είναι που αποφάσισα πως αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που θα ήθελα να ζω-γράφοντας και κερδίζοντας αυτά τα δώρα.

Δεν είναι επομένως υπερβολή να πω ότι η συγγραφική μου καριέρα ξεκίνησε στην Ελλάδα. Στην Ίο έγραψα ένα από τα πρώτα μου διηγήματα-το Solid Geometry-που συμπεριελήφθη στην πρώτη μου συλλογή.

Ο Ίαν Μακγιούαν στο LIFO.gr: Η συγγραφική μου καριέρα ίσως ξεκίνησε στην Ελλάδα Facebook Twitter
Πάντως είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει με την απώλεια των αγαπημένων προσώπων: να ξυπνάς ξαφνικά ένα πρωί και να περιμένεις ότι ο άλλος να εμφανιστεί στη γωνία και αυτό να μη γίνεται ποτέ. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Στην Ελλάδα έχουμε επίσης ένα στίχο ενός διάσημου τραγουδοποιού που λέει ότι «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες» και πρέπει να παραδεχτούμε ότι η δική σας παρέα με τον Μάρτιν Έιμις και τον μακαρίτη τον Κρίστοφερ Χίτσενς έφτιαξε όντως λογοτεχνική ιστορία. Ξέρω, άλλωστε, ότι ο Χίτσενς σας έχει αφιερώσει το πιο σημαντικό βιβλίο του.

Περνούσαμε, η αλήθεια είναι πολύ ωραία, και είναι μεγάλη απώλεια για εμάς ο Χιτς. Πάντα ήταν αυτός με τον οποίο ανταλλάσσαμε απόψεις για τα πάντα και μάλιστα είχε ζητήσει τη συμβουλή μου όταν προετοίμαζε το «Θεός Δεν είναι μεγάλος».

Επειδή δεν είχε ιδέα από επιστήμες και δεν του άρεσε να διαβάζει τέτοιου είδους βιβλία, του είπα σε ποια ακριβώς να καταφύγει. Έτσι αποφάσισε να μου αφιερώσει το βιβλίο-σε ανάμνηση εκείνων των ημερών.

Πάντως είναι αδιανόητο αυτό που συμβαίνει με την απώλεια των αγαπημένων προσώπων: να ξυπνάς ξαφνικά ένα πρωί και να περιμένεις ότι ο άλλος να εμφανιστεί στη γωνία και αυτό να μη γίνεται ποτέ.

Ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ ότι ο Χίτς είναι νεκρός και πάντα σκέφτομαι τι θα έγραφε τώρα με τον Τραμπ. Είναι γνωστή η σκληρή του κριτική στην αμερικανική πολιτική και η αγάπη του για την Ελλάδα-το βιβλίο του για τον Κίσινγκερ είχε να κάνει με την υπόθεση της Κύπρου. Άλλωστε και η πρώτη του γυναίκα ήταν από την Κύπρο.

— Εσείς αλήθεια πώς και δεν ασχοληθήκατε ενεργά με την πολιτική;

Παρότι με ενδιαφέρει η πολιτική, δίνω διαλέξεις και παρεμβαίνω όσο μπορώ, δεν είμαι ακτιβιστής. Με καλούν συνέχεια να λάβω μέρος σε διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες αλλά δεν ξέρω αν έχει πραγματικά νόημα. Οι συγγραφείς οφείλουν να διαφυλάσσουν τον προσωπικό τους χώρο, διαφορετικά κινδυνεύουν να καταντήσουν καρικατούρα.

Πάντα υπάρχουν αφορμές για να παρεμβάσεις-για παράδειγμα σήμερα έλαβα προσκλήσεις για διάφορα ενδιαφέροντα αλλά ταυτόχρονα αδιανόητα πράγματα από αυτά που μου αρέσουν-όπως το να μεταγράψω με το δικό μου τρόπο από τα γερμανικά καντάτες του Μπαχ ή να λάβω μέρος σε ένα συνέδριο αποκλειστικά αφιερωμένο στο πως πρέπει να τελειώνουν οι μεταφερμένες από βιβλία κινηματογραφικές εκδοχές.

Πολύ ωραία αυτά και με αφορούν σε μεγάλο βαθμό αλλά νομίζω πως όταν γράφεις οφείλεις να είσαι αφοσιωμένος και να μην ξοδεύεσαι.

— Νιώθετε ποτέ, αλήθεια, ροκ σταρ της λογοτεχνίας; Δεν σας γοητεύει η απατηλή, έστω, λάμψη της διασημότητας;

Για να μιλήσουμε ειλικρινά, οι συγγραφείς δεν κινδυνεύουν ποτέ από μανιασμένες οπαδούς που θέλουν να σου σκίσουν το πουκάμισο ή από κορίτσια που ουρλιάζουν στο πέρασμα σου, αφού οι άνθρωποι που διαβάζουν ξέρουν ότι οι διαδικασίες είναι άλλες και δεν φημίζονται για τέτοιου είδους αντιδράσεις.

Ωστόσο, μου πήρε πολύ καιρό να δεχτώ έστω το γεγονός ότι κάποιος άγνωστος μπορεί να παρασύρεται από την ανάγκη του να με πλησιάζει και να μου μιλάει για τα βιβλία μου. Ένιωθα αμήχανα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Ούτε καν τις φιλοφρονήσεις δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω. Μέχρι που ο Σέιμους Χίνι, ο οποίος δίδασκε τότε στο Μπέρκλει με συμβούλεψε να τους κοιτάω στα μάτια και να λέω απλώς ένα ευχαριστώ. Αυτό με έσωσε. Ήταν τόσο δύσκολο για μένα να χειριστώ ακόμα και το ευχαριστώ.

Μπορεί λοιπόν οι αναγνώστες να έρχονται στις διαλέξεις μου, ευτυχώς όμως κανείς τους δεν ένιωσε την ανάγκη-όπως δεν νιώθει για τους συγγραφείς-να έχει κάποια τούφα από τα μαλλιά μου ή να μάθει τι ακριβώς κρύβεται στο κεφάλι μου. Αυτό ακριβώς είναι το καλό του να μην είσαι ροκ σταρ και να μπορείς να κρύβεσαι πίσω από τα βιβλία σου ζώντας διαφορετικούς ρόλους μέσα από τους πρωταγωνιστές σου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 26.4.2018

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ