Το βιβλίο της Κάλλιας Παπαδάκη "Δενδρίτες" (Εκδόσεις Πόλις) κέρδισε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2017. Έχουμε γράψει γι' αυτό αρκετές φορές και όχι τυχαία όπως αποδεικνύεται.
Τη γνώμη μου την είπα όταν το πρωτοδιάβασα: Το βρήκα πραγματικά εξαιρετικό. Με φόντο το Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ, μαθαίνουμε την ιστορία του Αντώνη Καμπάνη που έφτασε στις ΗΠΑ ως μετανάστης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά και του γιου του Μπέιζιλ Καμπάνη που γεννήθηκε εκεί και έκανε οικογένεια, και την δεκαετία του '80 τη βγάζει πέρα δύσκολα.
Η έρευνα πίσω απ' τις εποχές, την κουλτούρα και την περιοχή είναι εμφανής αλλά χωρίς να σε αποσπά καθόλου απ' τον καθηλωτικό τρόπο γραφής.
Είναι ένα μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, σφιχτοδεμένο και σχετικά μικρό (θα ήθελα να είχε κι άλλο, είναι η αλήθεια) και είναι απ' αυτά που συνειδητοποιείς το μεγαλείο τους όχι τόσο όσο τα διαβάζεις, αλλά όταν τα τελειώσεις.
Η Παπαδάκη γεννήθηκε το 1978. Σπούδασε οικονομικά στις ΗΠΑ, στο Bard College και το Πανεπιστήμιο Brandeis.
Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Ο ήχος του ακάλυπτου" (εκδόσεις Πόλις) απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού "Διαβάζω" για το 2010.
Έχει συμμετάσχει σε συλλογές διηγήματων και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικα "Νέα Εστία" και "Ποιητική".
Ασχολείται επαγγελματικά με τη συγγραφή σεναρίων για ταινίες μεγάλου μήκους.
Το πρώτο της σενάριο ήταν για την ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου "September".
Για τους Δενδρίτες, η Παπαδάκη είπε, μιλώντας στον Κ. Αγοραστό της Book Press:
«Πάντα μου έκανε εντύπωση στην Αμερική η συλλογική ψευδαίσθηση ότι το αμερικανικό όνειρο κι ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει στο φαντασιωσικό του καθενός είναι αναμφισβήτητα εφικτό, εάν και εφόσον κάποιος το επιθυμήσει και προσπαθήσει αντίστοιχα πολύ. Η επιτυχία κι η καταξίωση είναι συνυφασμένες στο θυμικό του Αμερικανού πολίτη με το θέλω άρα και το μπορώ, και μάλιστα δύνανται ενίοτε να ποσοτικοποιηθούν, ως αποτέλεσμα και σύναρτηση αυτού του θέλω και μπορώ. Θέλησα, λοιπόν, κι εγώ με την σειρά μου να γράψω ένα μυθιστόρημα γι᾽αυτούς που δεν τα κατάφεραν, όχι γιατί δεν θέλησαν ή δεν προσπάθησαν αρκετά, αλλά γιατί οι συγκυρίες ήταν τέτοιες, που στην πορεία η Ιστορία τους προσπέρασε, αν όχι τους παραμέρισε. Επέλεξα την πόλη του Κάμντεν για να στεγάσω το μυθιστόρημά μου γιατί δεν την επισκέφτηκα ποτέ, και έτσι δεν είχα προκαταλήψεις κι όρια στους συλλογισμούς και στις επαγωγές μου. Θέλω να πιστεύω πως συχνά το ένστικτο σε συνδυασμό με την έρευνα σ᾽οδηγούν καλύτερα και σωστότερα στην ουσία και το βάθος των πραγμάτων. Έκανα έρευνα κοντά ένα χρόνο, κι ήρθα σε επαφή με την ελληνική ορθόδοξη κοινότητα του Άγιου Θωμά στο προάστιο του Τσέρι Χιλ, που φρόντισε να μου στείλει έντυπο υλικό για την πόλη του Κάμντεν και την ελληνική ομογένεια. Το πραγματολογικό υλικό ήταν το πλαίσιο της αφήγησης, οι ιστορίες των ανθρώπων η ουσία.
Η χρήση του ενεστώτα ήταν μια αυθόρμητη επιλογή, ήρθε σαν αυτοματισμός όταν ξεκινούσα να γράφω το μυθιστόρημα, ήθελα να δώσω ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, να μιλήσω για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων μου, χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Ήθελα να έχω την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων μου παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια μου. Ήθελα να ζήσω μαζί τους στο 1980 σαν να ήταν σήμερα. Βέβαια, κάνω χρήση και του παρελθοντικού χρόνου, όταν μεταπηδώ στις προηγούμενες γενιές και στις δεκαετίες του '20 και του '30· εκεί η παρελθοντική χρήση είναι αναγκαία, για ν' ανασάνει το κείμενο στο χώρο και το χρόνο. Επέλεξα το στρωτό μακροπερίοδο λόγο γιατί, κατά τη γνώμη μου, έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Η Τινα Μανδηλαρά στην έντυπη LIFO, έγραψε όταν διάβασε τους Δενδρίτες:
Η Κάλλια Παπαδάκη έχει δώσει ήδη δείγματα γραφής με τον Ήχο του Ακάλυπτου, μια συλλογή διηγημάτων που είχε αποσπάσει το Βραβείο του Πρωτοεμφανιζόμενου, έχει προχωρήσει στις ποιητικές της αναζητήσεις, ενσωματώνοντας παράλληλα στον αφηγηματικό της κόσμο σκηνοθετικές αρετές (εργάζεται, άλλωστε, και ως σεναριογράφος).
Στους Δενδρίτες όλα αυτά φαίνονται να λειτουργούν αρμονικά, καθώς η ποίηση δίνει το στίγμα ενός ιδανικού υπερεγώ –οι στίχοι του Ουίτμαν και τα χαϊκού του Βιρτζίλιο που παρατίθενται ως μότο μοιάζουν με τα αρχαία χορικά στην εξιστόρηση του δράματος–, ενώ η σκηνοθετική δράση αναπαριστά με τα πιο εύληπτα χρώματα εποχές, τάσεις, συνήθειες, καθημερινές πρακτικές και υπαρξιακά απωθημένα. Από τα υψηλά στα χαμηλά και από τις απατηλές προσδοκίες στην ψευδαίσθηση, φτιάχνονται οι ιστορίες που ενώνονται στη χοάνη των χαμένων ονείρων που λέγεται Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ. Σε αυτή την πόλη που γνώρισε την ακμή –εδώ μαθαίνουμε πως άνθησαν οι βιομηχανίες της σούπας «Κάμπελ», η RCA-Victor (το βιβλίο παραπέμπει κάποια στιγμή στο χαρακτηριστικό σηματάκι της His Master Voice) αλλά και η Ναυπηγική, που ήταν το σήμα κατατεθέν της– δεν άργησαν να πάρουν τη θέση τους η παραοικονομία, η φτώχεια και ο μαρασμός. Στις σελίδες του βιβλίου οι πρωταγωνιστές, που προσπαθούν να ξεφύγουν αναζητώντας τα ψήγματα του αμερικανικού ονείρου, γίνονται ψιλολαθρέμποροι πουλώντας παράνομη γκράπα, ψιλοεπιχειρηματίες διατηρώντας ελληνικά ντάινερ με υψηλές βλέψεις για κέρδη, συντηρώντας νεκρούς και νεκροφόρες.
«Το αμερικανικό όνειρο ήταν και είναι πάνω απ' όλα γλώσσα κοινή, που γλύκαινε τους θεούς και κοίμιζε τους δαίμονες και φίλευε με δώρα και πεσκέσια όλα τα μπάσταρδα παραπαίδια τους» γράφει με ευκρίνεια η Κάλλια Παπαδάκη. Τα όνειρα των πρωταγωνιστών, από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικές απαρχές, που βγήκαν όλα πλάνες, δεν τους αφήνουν να ξεφύγουν από το υφάδι της μοίρας που τους δένει: ακόμα και τις άσπονδες φίλες και κατ' ανάγκη αδελφές Μίνι και Λητώ, τον Νώντα Καμπάνη που φτάνει στην Αμερική το '20 για να καταλήξει όργανο της ιταλικής μαφίας κι εν τέλει τον αριστερόχειρα γιο του Μπέιζελ Καμπάνη, ο οποίος γεννήθηκε νιώθοντας από μικρός «το άσβεστο μίσος της μάνας του που στοίχειωνε το ίδιο και το σπίτι» και την άδικη του μοίρα που του αρνιόταν παρηγοριά κι επιβραβεύσεις.
Κάπου εκεί ανάμεσα στο Κάμντεν και τη Νίσυρο ξεδιπλώνεται το γαϊτανάκι των ανικανοποίητων επιθυμιών που εκφράζονται από τη συγγραφέα μέσα από έναν παραληρηματικό λόγο βγαλμένο από τα έγκατα των ακυρωμένων ψυχών: «(..) κάτοικοι και ερείπια συνυπάρχουν, έχοντας πια αποδεχτεί τη φθορά, και μόνο τα βράδια που νυχτώνει νωρίς, τώρα που 'χει πιάσει να χειμωνιάζει, φοβάται κανείς, τότε που κρύβεται η μιζέρια των κτιρίων στην πάχνη της σκοτεινιάς και η μορφή τους ανακτά κάτι από την πρότερη αίγλη της και οι άνθρωποι, για να ξορκίσουν την καλοσύνη της νύχτας που πέφτει σαν βάλσαμο πάνω στη ρημαγμένη πέτρα και την καλύπτει, γίνονται τέρατα, μη τυχόν και ονειρευτούν πως τους άξιζε κάτι καλύτερο και απαρνηθούν τη δύστυχη μοίρα τους».
σχόλια