Αντί μαρμάρων και μαυσωλείων
επί του τάφου μου καφενείον
ποθώ ω φίλοι να εγερθεί.
Οπόταν πίνουν καφέ οι άλλοι
γυμνόν κρανίον θε να προβάλει
το άρωμά του να οσφρανθεί
Δ.Παπαρρηγόπουλος
Γωνία Ιπποκράτους και Ακαδημίας ξεκίνησε την απεργία πείνας - συμπαράσταση στους φυλακισμένους των Λαυρεωτικών. Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος θα πεθάνει από εγκεφαλική συμφόρηση (τριανταεπτά μέρες μετά) καθώς κατηφόριζε (ξανά) την Ιπποκράτους-εικοστή πρώτη μηνός Μαρτίου του σωτηρίου έτους 1873.
Είναι μόλις τριάντα.
Οι εφημερίδες της εποχής θα μιλήσουν για ''θάνατο εκ μελαγχολίας''
Στην κηδεία του θα γίνει το σώσε. Λιποθυμίες, ουρλιαχτά, απελπισμένες θαυμάστριες που θέλουν να θαφτούν μαζί του
-το τέλος ενός γνήσιου pop idol.
Μόνος, καθώς αυτό το φως εις το νεκροταφείον,
φωτίζον πόθων μνήματα και πτώματα ονείρων,
αγνώστου πόνου έρμαιον διέρχομαι τον βίον
τα ράκη σύρων της ζωής, το παρελθόν μου σύρων.
Ο φανός του κοιμητηρίου Αθηνών
Ο Παπαρρηγόπουλος (γνωστός και ως Μπωντλαίρ των Αθηνών) αγαπήθηκε παράφορα. Μίλησε τον ανοίκειο λόγο μιας απελπισμένης γενιάς κι έγραψε ποίηση λυρική και σπαρακτική.
Παρ' όλες τις υπερβολές και το στυλιζάρισμα (καθαρεύουσα, εύκολη στιχουργία, ρητορεία, στόμφος) θα γίνει εν αγνοία του νονός του υπερρεαλισμού και των πρωτοποριών του επόμενου αιώνα.
Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
είναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
και είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
και μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.
Και ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
και λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
και σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.
Στιγμαί μελαγχολίας
Ο Φανός, η Ψυχή, το Ασμάτιον (τα σουξέ του) συνιστούν πλέον μια νέο-gothic αισθητική, έσχατη νησίδα χαμένου ρομαντισμού σ' ένα κυνικά ορθολογιστικό τοπίο.
Στην εποχή του steampunk, του modern gothic noir, των neo-victorians και του post cyberpunk ο άχαρος, στρυφνός, θανατομανής Παπαρρηγόπουλος επανέρχεται ως ζόμπι απ' τα παλιά για να μας (ξανα)πει τις ιστορίες του.
Ιστορίες για νεκρές κόρες, για αγάπες που έσβησαν άδοξα, για βόλτες σε νεκροταφεία, για χείλη χλωμά που δεν πρόλαβαν να φιληθούν, για βλέμματα που χάθηκαν σε νεκρικές σιωπές.
Μοντέρνες, δηλαδή, ιστορίες διηνεκούς ρομαντισμού.
*O Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873) γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιός του υπερσυντηρητικού ιστορικού Κων/νου Παπαρρηγόπουλου. Κύριος εκπρόσωπος της Α' Αθηναικής Σχολής (1830-1880). Σπούδασε νομικά και στα εικοσιτρία του έγινε διδάκτορας. ' Εγραψε τις ''Σκέψεις ενός ληστού ή καταδίκη της κοινωνίας'' . Το 1897 εκδόθηκαν τα 'Απαντά του.
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης τον θεωρούσε πρόδρομο του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα.
----------------------------
extra bonus***
Αγαπώ πολύ το ποίημα Η ψυχή μου του Παπαρρηγόπουλου.
Αυτό δηλαδή:
Εδώ η δική μου απόδοση.
(Επισήμως το λέμε και ενδογλωσσική μετάφραση....)
H ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Σαν αντικρύζεις τη μορφή την κρύα του χειμώνα
που σαβανώνει ο παγετός και περιτριγυρίζει
κάθε που κλαίει ο βοριάς κι ο άνεμος σφυρίζει
ή θλιβερά να τραγουδά ακούς την αηδόνα
κάθε που όνειρο βαρύ τον ύπνο σου ταράζει
ή θλίψη ακαθόριστη το στήθος σου σπαράζει
είν'η ψυχή μου -δες πετά γύρω απ' το φονιά της
κι εσένα μάταια ζητά μέσα στα όνειρά της.
Σαν αεράκι ήρεμο απλώνεται μπροστά σου
και ψιθυρίζει σιγανά λογάκια σαλεμένα
ήχους θαρρείς αφύσικους- κουβάρια μπερδεμένα,
είν' η ψυχή μου- τραγουδά με πάθος τ' όνομά σου.
Δες τα αστέρια- λάμπουνε στον ουρανό θλιμμένα
σα δάκρυα απλώνονται κρυστάλλινα γερμένα.
Δες, μια ακτίνα σε θωρεί με χρώματα σβησμένα-
είν' η ψυχή μου που θρηνεί απάνω στον αιθέρα.
Όταν τραγούδια ξεκινάς να ψάλλεις λυπημένα
να' ξερες πόσους στεναγμούς αυτό διπλοσταλάζει-
αχ, της ψυχής μου ο καημός στο αεράκι στάζει
κι όσα πικρά του έκανες μετράει ένα ένα.
Κι όταν εσύ στο μάγουλο κάποιου δίνεις φιλάκι,
ακούς τα φύλλα να ριγούν από το βοριαδάκι;
Είν' η ψυχή μου- σπαρταρά και φεύγει μακριά σου
και την πεθαίνεις δυο φορές σα βλέπει τη χαρά σου.
Απόδοση: Γ.Μ.