Oι αναμνήσεις που έχει συγκρατήσει η Πάμελα Πολ από την ανάγνωση δεν είναι τόσο τα λόγια στο χαρτί, όσο η εμπειρία. «Σχεδόν πάντα θυμάμαι που βρισκόμουν και το βιβλίο αυτό καθαυτό» λέει η συντάκτρια της «The New York Times Book Review», η οποία προφανώς και διαβάζει αρκετά βιβλία. «Θυμάμαι την έκδοση, το εξώφυλλο, συνήθως θυμάμαι και πού το αγόρασα ή ποιος μου το χάρισε. Εκείνο που δεν θυμάμαι, και είναι τρομερό αυτό, είναι όλα τα άλλα».
Για παράδειγμα η Πολ αναφερόμενη στην πρόσφατη ανάγνωση της βιογραφίας του Βενιαμίν Φραγκλίνου από τον Γουόλτερ Άιζακσον είπε: «Διαβάζοντας το βιβλίο δεν γνώριζα όλα όσα αφορούν τον Φραγκλίνο, αλλά αρκετά, και γνώριζα και το γενικό χρονολόγιο της αμερικανικής επανάστασης. Τώρα, δυο μέρες αργότερα, μάλλον δεν θα μπορούσα να αναφέρω ούτε αυτό».
Βέβαια κάποιοι διαβάζουν ένα βιβλίο ή βλέπουν μία ταινία και συγκρατούν την πλοκή στην εντέλεια. Για πολλούς όμως η εμπειρία της κατανάλωσης πολιτιστικών αγαθών είναι σαν να γεμίζουν μια μπανιέρα, να βυθίζονται σε αυτή και μετά να παρακολουθούν το νερό να φεύγει από το σιφόνι. Τα ίχνη μιας μεμβράνης μπορεί να παραμείνουν στα τοιχώματα της, αλλά όλα τα άλλα έχουν εξαφανιστεί.
«Η μνήμη εν γένει διαθέτει εξαιρετικά εγγενή όρια», λέει η Φάρια Σάνα, λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Athabasca στον Καναδά.
Με τις υπηρεσίες streaming και τα άρθρα στην Wikipedia, το ίντερνετ έχει χαμηλώσει ακόμα περισσότερο τον πήχη στην ανάγκη της απομνημόνευσης των πολιτιστικών αγαθών που καταναλώνουμε.
Η «καμπύλη της λήθης», όπως την αποκαλεί, έχει μεγαλύτερη κλίση κατά το πρώτο 24ωρό αφού μάθει κάποιος κάτι. Το πόσο ακριβώς θα ξεχάσετε, ποιο ποσοστό της αρχικής πρόσληψης, εξαρτάται. Αν δεν επανέλθετε στο υλικό, το μεγαλύτερο μέρος του θα κυλήσει στο σιφόνι του μυαλού σας μετά την πρώτη ημέρα, και τις επόμενες ημέρες θα ακολουθήσει και το υπόλοιπο, αφήνοντας ελάχιστα ίχνη.
Υποθέτουμε πως η μνήμη πάντα έτσι λειτουργούσε. Όμως ο Τζάρεντ Χόρβαθ, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, θεωρεί πως ο τρόπος που οι άνθρωποι καταναλώνουν πληροφορίες και ψυχαγωγία έχει πλέον αλλάξει το είδος της μνήμης που μας ενδιαφέρει και δεν πρόκειται για τη μνήμη που επιτρέπει να ανακαλέσουμε την πλοκή μιας ταινίας που παρακολουθήσαμε πριν από έξι μήνες.
Στην εποχή του διαδικτύου η μνήμη ανάκλησης, η ικανότητα δηλαδή να ανακαλέσουμε αυθόρμητα πληροφορίες στο μυαλό μας, έχει γίνει λιγότερο αναγκαία. Εξακολουθεί να είναι χρήσιμη για να θυμόμαστε τη λίστα με τα ψώνια ή για συζητήσεις με φίλους στα μπαρ, αλλά σύμφωνα με τον Χόρβαθ η μνήμη αναγνώρισης έχει καταστεί πιο σημαντική. «Όσο γνωρίζουμε πού βρίσκεται μια πληροφορία και πώς να έχουμε πρόσβαση σε αυτή, τότε δεν χρειάζεται να την απομνημονεύσουμε».
Η έρευνα έχει δείξει πως το διαδίκτυο λειτουργεί ως εξωτερικευμένη μνήμη. «Όταν οι άνθρωποι πιστεύουν πως θα έχουν μελλοντικά πρόσβαση σε πληροφορίες, διατηρούν χαμηλότερα επίπεδα ανάμνησης της πληροφορίας αυτής καθαυτής» είναι το συμπέρασμα μίας εκ των σχετικών μελετών.
Ακόμα και πριν την ανάδυση του διαδικτύου όμως, τα ψυχαγωγικά προϊόντα λειτουργούσαν ως ίδιες εξωτερικευμένες μνήμες. Δεν χρειάζεται να θυμόμαστε κάποια ρήση από ένα βιβλίο καθώς μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει τις σελίδες του και να την αναζητήσει. Με το που έκαναν την εμφάνιση τους οι βιντεοκασέτες ο καθένας μπορούσε να ανατρέξει σε μία ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή κατά βούληση. Δεν υπάρχει πια η αίσθηση πως αν δεν εντυπώσεις ένα σπάραγμα πολιτισμού στον εγκέφαλο σου θα χαθεί για πάντα.
Με τις υπηρεσίες streaming και τα άρθρα στην Wikipedia, το ίντερνετ έχει χαμηλώσει ακόμα περισσότερο τον πήχη στην ανάγκη της απομνημόνευσης των πολιτιστικών αγαθών που καταναλώνουμε. Όμως και στο παρελθόν το θέμα αυτό θεωρούνταν φλέγον από τους στοχαστές.
Ο Πλάτωνας ήταν γνωστός γκρινιάρης σχετικά με τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη χρήση εξωτερικευμένης μνήμης. Στον διάλογό του μεταξύ του Σωκράτη και του Φαίδρου, ο Σωκράτης αφηγείται μια ιστορία σχετικά με την ανακάλυψη της «χρήσης των γραμμάτων» από τον θεό Θωθ. Ο Αιγύπτιος βασιλιάς Θαμούς λέει στον Θωθ:
Αυτή σου η εφεύρεση θα φέρει χαλάρωμα στο μνημονικό εκείνων που θα τη μάθουν γιατί θα αδιαφορήσουν για την εξάσκησή του· περνά από τον νου σου ότι, με το να βασανίζονται στα γράμματα, το μυαλό τους θα ανιστορεί τα όσα έμαθε με τη βοήθεια κάποιου που έρχεται από έξω, με ξένα σημάδια κι όχι από μέσα τους, από τη δύναμη του δικού τους μνημονικού.
Βέβαια στο σημείο αυτό αξίζει να ομολογήσουμε πως οι ιδέες του Πλάτωνα μάς είναι προσβάσιμες ακριβώς επειδή τις κατέγραψε.
Στον διάλογο ο Σωκράτης καταφέρεται εναντίον της γραφής επειδή θεωρεί πως θα σκοτώσει την μνήμη. «Κι έχει δίκιο. Η γραφή στ' αλήθεια κατέστρεψε την απομνημόνευση. Αλλά ας αναλογιστούμε όλα τα υπέροχα πράγματα που κερδίσαμε από τη γραφή» λέει ο Χόρβαθ. «Δεν θα τα αντάλλασσα με καλύτερη μνήμη ανάκλησης με τίποτα».
Ίσως και το διαδίκτυο να είμαι μια αντίστοιχη ανταλλαγή: έχουμε πρόσβαση ώστε να καταναλώνουμε όσες πληροφορίες και ψυχαγωγικό υλικό θέλουμε αλλά το αντίτιμο είναι πως δεν τις συγκρατούμε.
Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι καταχωνιάζουν στον εγκέφαλο τους περισσότερα από όσα χωράνε. Πέρυσι ο Χόρβαθ και οι συνάδελφοι του στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης βρήκαν πως εκείνοι που καταναλώνουν βουλιμικά ολόκληρους κύκλους τηλεοπτικών σειρών ξεχνούν το περιεχόμενο τους πολύ πιο γρήγορα από εκείνους που παρακολουθούσαν ένα επεισόδιο την εβδομάδα.
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της θέασης της σειράς οι πρώτοι σημείωσαν εξαιρετικά υψηλή βαθμολογία σε σχετικό ερωτηματολόγιο, αλλά μετά από 140 ημέρες είχαν χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνους που έβλεπαν ένα επεισόδιο ημερησίως ή εβδομαδιαίως.
Το ίδιο ισχύει και με τον γραπτό λόγο. Το 2009 μπροστά από τα μάτια του μέσου Αμερικανού περνούσαν 100.000 λέξεις ημερησίως, ακόμα κι αν δεν τις διάβαζε όλες. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτό μειώθηκε έκτοτε.
Η ανάγνωση είναι μία λέξη που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την ένταση και την συγκέντρωση του αναγνώστη. Η πιο συχνή μορφή ανάγνωσης όμως προσομοιάζει της κατανάλωσης: διαβάζουμε, ιδίως στο διαδίκτυο, προκειμένου να αποκτήσουμε περισσότερη πληροφόρηση.
Πληροφόρηση που δεν έχει καμία ελπίδα να μετασχηματιστεί σε γνώση εκτός αν καταφέρει να κολλήσει στο μυαλό μας, κάτι που ο Χόρβαθ θέτει ως εξής: «Πρόκειται για μια στιγμιαία δόση και μετά θέλεις κι άλλη. Δεν πρόκειται στ΄αλήθεια για μάθηση αλλά για μια στιγμιαία εμπειρία προκειμένου να νιώσει κανείς πως κάτι έμαθε».
Το δίδαγμα από τις μελέτες αυτές είναι πως αν θέλετε να θυμάστε τα πράγματα που διαβάζετε και παρακολουθείτε κάντε το σε διάσπαρτα χρονικά διαστήματα. Οι αναμνήσεις ενισχύονται όταν τις ανακαλείτε σύμφωνα με τον Χόρβαθ. Αν διαβάσετε ένα βιβλίο απνευστί, η πλοκή του παραμένει στη μνήμη «εργασίας» σας διαρκώς. «Δεν την επανεπεξεργάζεστε». λέει ο ερευνητής.
Συχνά επίσης όταν διαβάζουμε υπάρχει μια ψευδής «αίσθηση ροής». Η πληροφορία εισρέει, την κατανοούμε και φαίνεται σαν να επισυνάπτεται ομαλά στα ράφια του μυαλού μας ώστε να τακτοποιηθεί κατάλληλα εν ευθέτω χρόνω. Στην πραγματικότητα όμως δεν παραμένει εκεί αν δεν προσπαθήσει κανείς ώστε να συγκεντρωθεί και να ακολουθήσει στρατηγικές που θα βοηθήσουν να θυμηθεί.
Αυτή την απαραίτητη διεργασία την κάνουν οι περισσότεροι όταν μελετούν ή διαβάζουν κάτι για την εργασία τους αλλά προφανώς δεν κρατάνε σημειώσεις για την αγαπημένη τους τηλεοπτική σειρά ώστε να τις συμβουλευθούν αργότερα. Το ότι κάποιος βλέπει και ακούει δεν σημαίνει απαραίτητα πως προσέχει ή είναι συγκεντρωμένος.
Ωστόσο δεν χάνονται όλες οι αναμνήσεις. Κάποιες παραμένουν κρυμμένες και απρόσιτες ώσπου ένα ερέθισμα να τις ξυπνήσει και να τις επαναφέρει στο προσκήνιο.
Αυτός ο μηχανισμός εξηγεί κάπως και γιατί η Πολ, όπως και άλλοι, θυμούνται μεν τις συγκυρίες που περιβάλλουν την ανάγνωση ενός βιβλίου αλλά όχι το περιεχόμενο του. Η Πολ κρατάει ένα «ημερολόγιο βιβλίων», μια αναλογική μορφή εξωτερικευμένης μνήμης, όπου καταγράφει όλα τα βιβλία που διαβάζει ήδη από το Γυμνάσιο.
Το «ημερολόγιο βιβλίων» της προσφέρει άμεση πρόσβαση σε όλες τις ψυχολογικές και γεωγραφικές περιπλανήσεις της ανά πάσα στιγμή της ζωής της. «Κάθε καταχώριση επαναφέρει μια ανάμνηση που αλλιώς θα είχε είτε χαθεί, είτε θολώσει με τα χρόνια».
Σε ένα κομμάτι του στον New Yorker με τίτλο «Η Κατάρα της Ανάγνωσης και της Λήθης» ο Ίαν Κράουτς γράφει: «Η ανάγνωση έχει πολλές πτυχές, μία εκ των οποίων είναι η μάλλον απροσδιόριστη και εκ φύσεως φευγαλέα μείξη σκέψεων και αισθητηριακών διεργασιών που συμβαίνουν στιγμιαία και μετά ξεθωριάζουν. Στην περίπτωση αυτή αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν η ανάγνωση ενίοτε είναι μια μορφή ναρκισσισμού, ένας σελιδοδείκτης του ποιος ήταν και τι σκεφτόταν όταν συνάντησε κάποιο κείμενο».
Το να θυμόμαστε τις περιόδους της ζωής μας με την τέχνη που τις γέμισε και τις λέξεις που τις συνόδευσαν δεν είναι ναρκισσισμός. Εκείνο που ωστόσο ισχύει είναι πως αν καταναλώνει κάποιος πολιτισμό ελπίζοντας να γεμίσει μια νοερή βιβλιοθήκη στην οποία μπορεί να στραφεί ανά πάσα στιγμή, μάλλον θα απογοητευθεί.
Τα βιβλία, οι ταινίες, οι εκπομπές και τα τραγούδια δεν είναι αρχεία που «φορτώνουμε» στον εγκέφαλό μας αλλά το κολάζ της ζωής που συνταιριάζετε με όλες τις άλλες εκφάνσεις και εκφράσεις της. Ίσως από μακριά να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τις επιμέρους εικόνες της αλλά αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν.
Πηγή: The Atlantic
σχόλια