Αμέτρητες οι έρευνες των προηγούμενων ετών για τους νάρκισσους, τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, όλα, λίγο έως πολύ γνωστά. Θέλουν να μονοπωλούν τη συζήτηση, να κερδίζουν σε ό,τι κάνουν, να τραβάνε την προσοχή, να αριστεύουν και να μην ξεχνιέται το όνομα και η εικόνα τους, γενικώς.
Η μόδα των selfies ενίσχυσε την πεποίθηση ότι ο ναρκισσισμός είναι γυναικείο χαρακτηριστικό, όπως άλλωστε και η εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση.
Όμως, μια νέα έρευνα που μελετούσε τον συσχετισμό των χαρακτηριστικών ηγετικών προσωπικοτήτων σε όλους τους τομείς -στις επιχειρήσεις, στις επιστήμες, στον χώρο του θεάματος, στην πολιτική- προχώρησε σε μερικά συμπεράσματα που και ανατρέπουν όσα γνωρίζαμε και σε αρκετά σημεία τους είναι σχεδόν ανησυχητικά.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας Emily Grijalva, η οποία είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σχολής Διοίκησης και Οργάνωσης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, «ο ναρκισσισμός συνδέεται με διάφορες διαπροσωπικές δυσλειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας διατήρησης υγιών μακροπρόθεσμων σχέσεων, των ανήθικων συμπεριφορών και της επιθετικότητας».
Τα περισσότερα αγόρια μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου η αυτοπεποίθηση και η επιθυμία για εξουσία και πρωτιά επαινούνται, κάτι που δεν συμβαίνει στα κορίτσια.
Ναι, αλλά πώς «στοχοποιεί» αυτό τον ανδρικό πληθυσμό; Το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο έχει αφιερώσει σε αυτή την έρευνα 31 χρόνια, με περισσότερους από 475.000 συμμετέχοντες (!): λαμβάνοντας υπ' όψιν το φύλο, τις ηλικίες, το μορφωτικό υπόβαθρο, τις απαντήσεις και την επαγγελματική θέση των συμμετεχόντων στην εργασία τους προέκυψε ότι όσοι χρησιμοποιούσαν ανορθόδοξα κάποτε και ανήθικα μέσα, όχι μόνο για την επίτευξη των στόχων τους, αλλά και για τη διατήρηση του ηγετικού τους προφίλ ήταν άντρες.
Κατά την Grijalva, δεν είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί οι άντρες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις γυναίκες συμπτώματα ναρκισσισμού ή ακόμη και ναρκισσιστική διαταραχή της προσωπικότητας.
«Αρκεί να δει κανείς τον τρόπο με τον οποίο κοινωνικοποιούνται οι άντρες», λέει, «τα περισσότερα αγόρια μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου η αυτοπεποίθηση και η επιθυμία για εξουσία και πρωτιά επαινούνται, κάτι που δεν συμβαίνει στα κορίτσια.
Στην καλύτερη περίπτωση, παρόμοιες επιθυμίες από τα κορίτσια είτε μένουν ασχολίαστες, πάντως δεν επιβραβεύονται. Στη χειρότερη περίπτωση, τα κορίτσια αποτρέπονται από το να αναπτύσσουν αρχηγικές ή ανταγωνιστικές τάσεις».
Κατά την ίδια, όλο αυτό το παιχνίδι εξουσίας ξεκινά από τη σύλληψη (!). «Είναι αγόρι ή κορίτσι», ρωτάμε και ο τρόπος με τον οποίο από εκεί και μετά αλληλεπιδρούμε ως ενήλικες στο παιδί είναι διαφορετικός σε περίπτωση που αυτό είναι αγόρι.
«Επιβεβαιώνουμε και υπογραμμίζουμε με κάθε τρόπο τα αρσενικά χαρακτηριστικά των αγοριών και τα επιβραβεύουμε με τρόπο πολύ διαφορετικό.
Από τη γνώριμη φράση "τα αγόρια δεν κλαίνε", μέχρι τους τρόπους με οποίους μαθαίνουμε στα αγόρια να αντιδρούν είναι σα να τους ζητάμε να αποκόψουν μονομιάς κάποια στοιχεία της ανθρώπινης τους φύσης και να εξυψώσουν όσα αναδεικνύουν μόνο το ηγετικό τους προφίλ», εξηγεί.
Αυτό αυτομάτως λειτουργεί σαν εντολή και στόχος ζωής ταυτόχρονα. Κάποιοι μαθαίνουν να τιθασεύουν την εντολή και κάποιοι απλώς υπακούν τυφλά σ' αυτήν.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη ενός φαινομένου που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «ο ψεύτικος εαυτός».
Πρόκειται για μία μάσκα, μία ασπίδα για την ακρίβεια που προστατεύει τους ναρκισσιστές από αισθήματα που είναι δύσκολα να παραδεχθεί κανείς ότι έχει: όσα τον ντροπιάζουν, τον ταπεινώνουν, αποδεικνύουν την ανεπάρκεια ή την αδυναμία του, όσα δεν είναι πολύ αντρικά για να μπορέσει να τα αποδεχθεί, χωρίς να προκληθούν φθορές στον εγωισμό του.
Στο πλαίσιο της 30ετούς έρευνας το συντριπτικό ποσοστό ανθρώπων που αρνούνταν όλα τα παραπάνω ήταν άντρες. Συνήθως άντρες ως επικεφαλής μεγάλων οργανισμών, αριστούχοι, στρατιωτικοί, πρωταθλητές, άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν διαπρέψει στον τομέα τους, ωστόσο είχαν μάλλον στρεβλή εικόνα για αρκετές πτυχές του χαρακτήρα και των δυνατοτήτων τους.
Βάσει της έκθεσης, σε μικρό βαθμό όλοι κρύβουμε λίγο ναρκισσισμό μέσα μας. Ωστόσο, ακριβώς επειδή φοβόμαστε την υπερβολή και τις εντυπώσεις που θα προκαλέσουμε προσπαθούμε να δουλεύουμε πάνω στις ατέλειες μας και στις κάπως πιο υπερβολικές εκδηλώσεις του νάρκισσου εαυτού.
Πώς, όμως, κάποιος που αισθάνεται ότι ενίοτε χάνει τον έλεγχο μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις ναρκισσιστικές τάσεις του;
Οι ειδικοί προτείνουν τρία απλά βήματα, εφικτά για όλους:
1.
Προσπαθούμε να γίνουμε καλοί ακροατές
Το να επιχειρήσουμε να ακούμε περισσότερο, απ' ό,τι μιλάμε είναι μια καλή άσκηση. Εκείνες τις στιγμές, πιέζουμε τον νάρκισσο να μείνει πειθαρχημένος και φρόνιμος, παρά την τεράστια επιθυμία του να τραβήξει την προσοχή και να βγει από πάνω στην όποια συζήτηση.
2.
Δεσμευόμαστε δημόσια για κάτι
Οι νάρκισσοι, συνήθως, υπόσχονται, αλλά ποτέ δεν υλοποιούν. Θεωρούν ότι με κάποιο τρόπο εξαιρούνται των υποχρεώσεων τους προς τους άλλους. Πρόκειται για συνήθεια που υποχωρεί όταν κάποιος δεσμευθεί δημοσίως για κάτι και όταν δεν το πράξει, απλώς έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
3.
Ζητάμε βοήθεια
Το να ζητήσει κάποιος επαγγελματική βοήθεια, ειδικά όταν του έχουν επισημάνει ότι φλερτάρει με την αρχομανία και την αλαζονεία είναι το πιο υγιές που μπορεί να κάνει.
Με στοιχεία από Observer.com
σχόλια