Μου άρεσε πάντα η ιστορία ότι κοράκια πήγαιναν καθημερινά ψωμί στον Προφήτη Ηλία στην έρημο.
Για πρωινό. (Το δειλινό, τού πήγαιναν κρέας).
Επί 3½ χρόνια «κόρακες έφερον αυτώ άρτους το πρωί και κρέα το δείλης, και εκ του χειμάρρου έπινεν ύδωρ».
Όλες σχεδόν οι ιστορίες ασκητισμού, μόνωσης, απομάκρυνσης από τον κόσμο, έχουν τέτοια στοιχεία μιας θαυματουργής σχεδόν εγκράτειας, όπου ένα φύλλο ή μια μπουκιά ψωμί αποκτούν ξανά χαρακτήρα πολύτιμο.
Κι αυτό μ' αρέσει. Γιατί έχουμε πολλά (κυρίως στο κεφάλι μας), που τίποτα δεν μένει.
Το θυμήθηκα βλέποντας μια ωραία βαϊραλιά, πριν λίγο...