Μπορεί να είχαν φθάσει στ’ αυτιά μου, περιστασιακά και… από ’δω κι από ’κει, τραγούδια τού Σείριου Σαββαΐδη (είτε με τους Μωβάστρο, είτε προσωπικά του) ήταν, όμως, η «Πλανωδία» του εκείνη που με χτύπησε κατακούτελα, όταν την πρωτάκουσα στο bandcamp το περασμένο φθινόπωρο.
Τι «δροσούλα», τι «καθάριο νερό» ήταν εκείνο; Τι αντίδοτο στην ανοησία και το ανυπόφορο λέγε-λέγε; Και δεν αναφέρομαι στην τραγουδιστική ανοησία σώνει και καλά, μα στη γενικότερη. Στα φληναφήματα που διαχέονται σε ανυπολόγιστες ποσότητες στην κανονική και ψηφιακή ζωή, σκεπάζοντας κάτω από τους τόνους τής βλακείας τις λίγες (πάντα ήταν λίγες) διαυγείς και αμόλυντες φωνές. Μια τέτοια διαυγής και αμόλυντη φωνή είναι κι αυτή του Σείριου Σαββαΐδη, που πηγάζει από τα ρουμάνια του Παγγαίου, για να χυθεί στο πέλαγο… πλημμυρίζοντας τη χώρα.
Βγάζοντας λοιπόν από πάνω του, και από μέσα του, όλα τα ωραία περιττά των προηγούμενων άλμπουμ, ο Σαββαΐδης επιλέγει για την «Πλανωδία» να μείνει μόνος του, απογυμνωμένος... ένας... εκείνος, με τη φωνή και την κιθάρα του.
Το εύχομαι δηλαδή. Αλλιώς, κακό του κεφαλιού μας. Ο δίσκος-δίσκος μπορεί να έχει τυπωθεί σε λίγα διάφανα αντίτυπα (198 τον αριθμό) από την G.O.D. Records –ίσα-ίσα για τους ανθρώπους, που εξακολουθούν ν’ ανατριχιάζουν από ένα πλαστικό (σαν κι αυτό) που περιστρέφεται σ’ ένα πλατώ–, όμως διατίθεται για ακρόαση, εδώ και μήνες, στο διαδίκτυο. Οπότε μικρό το κακό… Αυτοί, οι πολλοί, οι περισσότεροι, που θα ενδιαφερθούν να τον ακούσουν, θα τον ακούσουν. Πριν προχωρήσω, λοιπόν, στα πιο μέσα να πω το επιβαλλόμενο «εύγε» στην G.O.D., για την ανοιχτή κεραία και την επακόλουθη βινυλιακή επιλογή. Η «Πλανωδία» δεν είναι ένα άλμπουμ με ημερομηνία λήξεως και γι’ αυτό έπρεπε –με κάθε κόστος και πάση θυσία– να αποκρυσταλλωθεί στο χρόνο. Έγινε.
Είναι πολλοί εκείνοι που θ’ αρχίσουν να αναρωτιούνται σε σχέση με τον Σαββαΐδη. Πώς, από πού ορμώμενος, με τι «μπαγκάζια», ποιες αναφορές, ποια πορεία, ποιες σπουδές; Όλα τούτα, όμως, δεν είναι τίποτ’ άλλο από το ένα και μοναδικό… εκείνο που δεν μπορεί να οριοθετηθεί. Η «Πλανωδία» είναι τόσο πέρα και τόσο έξω απ’ οτιδήποτε αναμένεις σήμερα ν’ ακούσεις στη χώρα, ώστε το μόνο που σου μένει είναι ν’ αρχίσεις να ρωτάς… να παραμιλάς… και ν’ ακούς αποσβολωμένος.
Έτσι, και παρά το γεγονός πως οι προηγούμενες παρουσίες του Σαββαΐδη στην άυλη δισκογραφία μπορεί να εξηγήσουν πολλά, δεν μπορεί να εξηγήσουν τα πάντα. Το «τι» και το «πώς», εννοώ, της επιμέρους αφαίρεσης και κατόπιν της σύνθεσης όλων εκείνων που απομένουν προς μια χθόνια και ταυτοχρόνως υπερκόσμια προσευχή.
Βγάζοντας λοιπόν από πάνω του, και από μέσα του, όλα τα ωραία περιττά των προηγούμενων άλμπουμ (τα κρουστά, το ακορντεόν, τις ηλεκτρικές κιθάρες, μα ακόμη κι εκείνο τον ανατριχιαστικό άσκαυλο), ο Σαββαΐδης επιλέγει για την «Πλανωδία» να μείνει μόνος του, απογυμνωμένος… ένας… εκείνος, με τη φωνή και την κιθάρα του.
Επιλέγει, με άλλα λόγια, το ελάχιστο και απολύτως απαραίτητο, αλλά εκφραστικώς τόσο πλήρες, προκειμένου να ανιχνεύσει το μέγιστο – μια μυστική/μουσική διαδρομή, που θα τον μεταφέρει σ’ έναν φασματικό κόσμο ιερής και πέρα για πέρα ελληνικής αρχαιοπρέπειας. Αυτός είναι ο στόχος του. Και αυτόν τον στόχο επιτυγχάνει με τη φωνή και την κιθάρα του, τα δικά του τραγούδια, και βεβαίως με τις τρεις μη-δικές του επιλογές. Τις σπάνιας ομορφιάς μελοποιήσεις-αποδόσεις δύο δημοτικών («Μάγισσα», «Θαλασσάκι μου»), όπως και της «Ξανθούλας» του Διονυσίου Σολωμού. (Μπορεί τα συγκεκριμένα τραγούδια να τα έχουμε ακούσει πάμπολλες φορές, αλλά ποτέ όπως τώρα).
Και αν οι versions των δημοτικών, όπως και η εφηβική ομορφιά της «Ξανθούλας», δείχνουν τις ρίζες της τραγουδοποιίας του Σαββαΐδη, υπάρχουν τα τέσσερα ολοδικά του tracks, η «Ανεμέλια», το «Ηλιοτρόπαια», το «Άγουρο κλίμα» και ο «Πραματευτής» που έρχονται να επιτείνουν και να ενδυναμώσουν την αρχική πεποίθηση – τον στόχο του, εννοούμε, έτσι όπως τον περιγράψαμε πιο πάνω.
Τι μουσικές έχει ακούσει ο Σαββαΐδης; Τα σπαράγματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι ελάχιστα, οι συνθετικοί αναστοχασμοί πάνω σ’ αυτά επαρκείς, υπάρχει πάντα η βυζαντινή μουσική, το ακριτικό και το δημοτικό τραγούδι, υπάρχει η λεγόμενη «παλαιά μουσική», το medieval και το loner folk του ’60 και του ’70, το ελληνικό τραγούδι (το έντεχνο και όλα τα υπόλοιπα). Σαφείς υπαινιγμοί από πολλά εντοπίζονται στην «Πλανωδία», όμως το καθοριστικό δεν είναι τούτο. Εκείνο που προέχει, στην περίπτωσή μας, είναι το άλεσμα των όποιων αναφορών και η τόσο προσωπική, όσο και γοητευτική συνισταμένη τους.
Σ’ αυτή τη μοναδική διαδρομή, που έχει αποφασίσει να κάνει, ο Σείριος Σαββαΐδης θα βρει στο δρόμο του ελάχιστους συνταξιδιώτες. Ο μόνος που έρχεται τώρα στο νου μου είναι ο διαλυμένος hippie MIJ, ο yodeling astrologer, που ξεκίνησε το ταξίδι του προς το χάος το 1969 και ακόμα πηγαίνει…
Άγουρο κλίμα
Κάποτε ταξίδεψα στον ουρανό
σήκωνε η ψυχή μου πρίμο στεναγμό
λεύτερο υψώθηκε τ’ ανάστημα
σαν λευκό πουλί που μικρανάσταινα
κι εσύ μέγιστη Άρτεμις σαΐτευες
άτακτους πλανήτες και αγριοκόμητες
έλαμψε η σαΐτα σου και σάστισα
κι εκεί δα λαβώθηκα κατάστηθα
Μια στιγμή πλανήθηκα στη λησμονιά
στο κενό στου κόσμου τα μεσάνυχτα
τ’ όνειρο μου λάβαρο μεσίστιο
το ταξίδι θρήνησα ολονύχτιο
τι μαντάτα φέρνεις τάχα θεριστή
πες του ανέμου το τραγούδι να μου πει
τα χρυσά μας τρόπαια του ήλιου
παίγνια στη βουλή τ’ ανεμομήλου
Τώρα πια μαραίνομαι στον κήπο σου
κάποτε θα κόψω αυτές τις ρίζες σου
π’ όμοια με ντύσαν στερφοχώραφο
κλίμα που ωριμάζει μα είναι άγουρο
κι όπως θα γκρεμίζεστε ένα-ένα
όνειρά μου ελάφια πληγωμένα
τόσο η καρδιά μου θ’ αλαφρύνει
που θε ν’ αγκαλιάσω τη Σελήνη
σχόλια