ΤΗΕ ΒΟΥ
Το νέο άλμπουμ του Boy, το «Έτοιμοι Ένα» [Inner Ear, 2016], δεν ξαφνιάζει εξ αρχής, χωρίς να είναι και εντελώς αναμενόμενο. Εννοώ πως από ηχητικής πλευράς δεν καταγράφονται όλες εκείνες οι «αλλαγές», που θα το έκαναν αυτομάτως ξεχωριστό, διατηρεί όμως από τη στιχουργική μεριά τη δύναμη των παλαιότερων αφηγήσεών του.
Ο Boy γράφει στίχους, πολλούς (ελληνικούς) στίχους –μην το ξεχνάμε αυτό– και πάνω εκεί, στα στιχουργήματά του, συνωθούνται τα «ωραία» που έχει κατά καιρούς να μας πει. Φυσικά, η στιχουργική του παραμένει αστικής έμπνευσης (με βασικό άξονα τη διάβρωση, κοινωνική, συναισθηματική, περιβαλλοντική, της μεγάλης πόλης), οπωσδήποτε αφαιρετική και, εξ αιτίας αυτού, ενίοτε στριφνή και όχι πάντα εντελώς αποκρυπτογραφημένη. Στο «Έτοιμοι Ένα» υπάρχει concept, το οποίο αποκαλύπτεται ήδη από το site της εταιρείας του:
Πρόκειται για… «μια γυναίκα που κρατάει μια φορτωμένη βαλίτσα και περιμένει κάποιον στο σταθμό του τρένου. Μέσα στη βαλίτσα της κρύβεται όλη της η ζωή. Φωτογραφίες απ’ τα σχολικά χρόνια, σημειωματάρια που καταγράφει τις ερωτικές της φαντασιώσεις, ρούχα με λεκέδες από την ζωή που προσπαθεί να αφήσει πίσω της. Στο βλέμμα της βλέπουμε μόνο το μέλλον της».
Το θέμα δεν είναι να προτείνεις ένα τραγούδι που να μην τραγουδιέται, ώστε να ξεχωρίσεις από τους άλλους, τους «έντεχνους» ας πούμε –αυτό είναι το εύκολο–, αλλά κάτι που να μπορεί αληθινά να συναρπάσει σε κάθε διάσταση, και στο στίχο και στη μουσική και στην ουσία... κάτι, εν τέλει, πιο απαιτητικό και δύσκολο.
Ο Boy επιζητεί να προσέξουμε τους στίχους του και γι’ αυτό το λόγο τούς τυπώνει στις δύο πλευρές τού innersleeve. Χρειάζεται. Γιατί οι στίχοι δεν φανερώνονται πλήρως κατά τη διάρκεια της ακρόασης – αν δεν τους κοιτάς ή έστω αν δεν τους έχει διαβάσει, κάμποσες φορές πριν (πριν την ακρόαση εννοώ), ώστε να πιάσεις ένα κάποιο κεντρικό νόημα. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα σε μια τάση τού σύγχρονου αστικού, ας το πούμε έτσι, ελληνικού τραγουδιού.
Έχουν περιοριστεί, εννοώ, οι απλές μελωδικές γραμμές, εκείνες που να μπορεί να μπουν εύκολα στο στόμα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η κατανόηση σε πρώτο χρόνο – αν είναι τούτο η επιδίωξη ή το ζητούμενο. Εννοώ πως οι μελωδίες, από τη φύση τους, προσφέρουν στην ολοκλήρωση των νοημάτων, με την απουσία τους να δημιουργεί τέτοιου τύπου προβλήματα.
Γιατί το θέμα δεν είναι να προτείνεις ένα τραγούδι που να μην τραγουδιέται, ώστε να ξεχωρίσεις από τους άλλους, τους «έντεχνους» ας πούμε –αυτό είναι το εύκολο–, αλλά κάτι που να μπορεί αληθινά να συναρπάσει σε κάθε διάσταση, και στο στίχο και στη μουσική και στην ουσία… κάτι, εν τέλει, πιο απαιτητικό και δύσκολο. Ο Boy έχει δώσει αξιόλογα τέτοια δείγματα σε προηγούμενα άλμπουμ του – ενώ και εδώ, θα έλεγα, πως μια χαρά τα καταφέρνει.
Υπάρχουν κομμάτια στο «Έτοιμοι Ένα» –και ας ξεκινήσουμε από την πρώτη πλευρά– που δείχνουν και τη δουλειά που έχει προηγηθεί, και το δυνατό τελικό αποτέλεσμα. Και αναφέρομαι κατά πρώτον στα τραγούδια «Απαιτώ» και «Σκονισμένοι μυστικοί πράκτορες» και, κατά δεύτερον σε ορισμένα ρεφρέν να-τα-πω-έτσι, που στέκονται «μόνα τους» και κάπως σαν διδάγματα, πέραν του ρυθμικού υποβάθρου τους. Να, όπως εκείνο από τον «Τέταρτο δρόμο»… «με ξυράφι ν’ αφαιρέσουμε τα σάπια μέλη/ να αποφύγουμε να γίνουμε όλοι ζόμπι ή Έλληνες».
Από την άλλη υπάρχουν λόγια που έχουν τη δική τους σημασία… μαζί-μα-και-χώρια από τη μουσική τους. Του track «Μητέρα» για παράδειγμα, που με παρέπεμψαν στη… γνώση της μήτρας, του ψυχεδελικού γιατρού Αθανάσιου Καυκαλίδη («Αλήθεια μου λείπεις απ’ τη στιγμή που με έκλεψαν από μέσα σου μάνα/ Έκλαιγα»).
Μα και στην δεύτερη πλευρά ο Boy δεν το βάζει κάτω, καταθέτοντας καίρια λόγια – άλλοτε… συνοδευτικώς επιτυχημένα και άλλοτε λιγότερο. Στον «Αγνό Γκάλη» φερ’ ειπείν υπάρχουν ενδιαφέροντες στίχοι, που περισσότερο απαγγέλλονται πάνω σ’ ένα τέμπο παρά τραγουδιούνται. Απεναντίας η «Επιχείρηση Αρετή» θα μπορούσε να ήταν ένα βαρύ κι ασήκωτο μεταλλικό κομμάτι. Κι έτσι, όμως, είναι βαρύ κι ασήκωτο ως… ηλεκτρορόκ (με το earworm δίστιχο «Οι σατανιστές/ Ο Σάκης Ρουβάς» που επαναλαμβάνεται συνεχώς, επειδή… «η επαναληπτικότητα στις λέξεις είναι η παντοδύναμη ποπ Επιχείρηση Αρετή»). Ωραία η μπαλάντα στη μέση της πλευράς (στη «Φλέβα» αναφέρομαι), πριν την πιο μαύρη συνέχεια… κι ένα κάποιο φωτάκι στο τελευταίο τραγουδάκι.
Στο «Κακό μυστικό» έχουμε ίσως ένα από τα ωραιότερα κομμάτια τού «Έτοιμοι Ένα», καθώς εδώ ανιχνεύεται ωραία φωνητική επεξεργασία και στιχάκια σαν και τούτα… «Ο θάνατος όλο σφυράει ένα σκοπό, που είναι ποπ όσο δεν πάει/ θα βλέπουμε όλοι MTV γράφοντας στίχους για τη “νέα ζωή”», με το «Ντρεντ» που ακολουθεί να παραπέμπει, από την αρχή του κιόλας, στα Παιδιά της Παλαιότητας (και όχι μόνο ως προς το στίχο). Το τραγούδι είναι βαρύ, σκληρό και αδυσώπητο, και στίχοι όπως οι καταληκτικοί μοιάζει να μην αφήνουν πολλά περιθώριο ανάτασης («Πάρτο χαμπάρι/ Αυτή η πόλη είναι πια ο δικαστής/ Που μάτια δεν έχει/ Τρόμος/ Παντού πανικός/ Μάτια δεν έχει/ Φεύγα όσο είναι καιρός»). Όντως αδυσώπητο;
Ίσως όχι, μιας και στο έσχατο «Το αγαπημένο σου», που είναι μια ήσυχη μπαλάντα, ο Boy βρίσκει τον τρόπο να κοιτάξει απ’ τις γρίλιες βρίσκοντας νόημα σε κάτι απλό, που συμπυκνώνει το νόημα της καθημερινής ζωής.
Το αν σωζόμαστε τελικά ή όχι παραμένει, μάλλον, ένα ερώτημα χωρίς απάντηση…
[Μουσική, στίχοι, αντρική φωνή, πιάνο: The Boy. Παραγωγή-Όργανα: Κτίρια Τη Νύχτα. Γυναικεία Φωνή: Δεσποινίς Τρίχρωμη. Το mastering έγινε από τον Γιάννη Χριστοδουλάτο στα Sweetspot Studios. Το artwork έγινε από τους Roleplay. Το «Έτοιμοι Ένα» κυκλοφορεί σε βινύλιο, CD και digital album από την Inner Ear]
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ & Β-MOVIES
Τι προηγείται του τραγουδιού; Ο στίχος ή η μουσική; Ή μήπως κυλάνε και τα δυο μαζί; Ο Παύλος Παυλίδης εδώ και χρόνια, από τότε που ξεκίνησε την πιο προσωπική διαδρομή του, φαίνεται πως έχει αποφασίσει (για την πάρτη του πρώτα-πρώτα).
Χωρίς δικό του, βασικά, στιχουργικό υλικό δεν κουνιέται ρούπι. Έτσι νομίζω. Όλη η προσπάθειά του συμπυκνώνεται στο πώς θα πει εκείνα που θέλει να πει, με ποιον τρόπο θα γράψει εκείνα που θέλει να γράψει, πώς ακριβώς θα τα διατυπώσει. Πώς θα μετρήσει το βάρος των λέξεων, ώστε εκείνο που θα προκύψει να μπορεί να σταθεί αρχικώς με μιαν αυτονομία, και εν συνεχεία με τη βοήθεια της μουσικής να πάει παραπέρα. Ίσως γι’ αυτό τα στιχάκια του είναι τραγούδια, πριν ακόμη τα μελοποιήσει. Ίσως γι’ αυτό είναι τραγούδια ακόμη και όταν διαβάζονται (τα στιχάκια του) στο τυπωμένο innersleeve τού πιο πρόσφατου LP του, τού «Πυρκαγιά Σ’ Ένα Σπιρτόκουτο» [Inner Ear, 2016].
Ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ποίησης, της ποίησης του συμβολισμού, είναι η χρήση αντικειμένων και κυρίως στοιχείων της φύσης στα εκφραστικά καθέκαστα, που συνήθως αφορούν σε συγκεκριμένες «εσωτερικές» καταστάσεις και διαθέσεις (του ποιητή).
Ο Παυλίδης, όπως είναι γνωστό εγώ θα πω, εξακολουθεί να πλέει στιχουργικώς σ’ έναν ωκεανό «συμβόλων». Τα λόγια του προβάλλουν μιαν ανεπαίσθητη, λεπτή μελαγχολία, ακόμη και όταν αναφέρονται σε ό,τι φωτεινότερο, επηρεασμένα από το νεορομαντικό κλίμα των (ελλήνων) ποιητών του Μεσοπολέμου (Κώστας Καρυωτάκης, Κώστας Ουράνης, Pώμος Φιλύρας, Μήτσος Παπανικολάου, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης…).
Δείγμα: «Πουλί του παραδείσου/ πετάς μεσ’ στα όνειρά μου/ έλα κοντά μου/ έλα κοντά. Θυμίζεις καταιγίδα/ διψάει η καρδιά μου/ έλα κοντά μου/ έλα κοντά».
Ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης ποίησης, της ποίησης του συμβολισμού, είναι η χρήση αντικειμένων και κυρίως στοιχείων της φύσης στα εκφραστικά καθέκαστα, που συνήθως αφορούν σε συγκεκριμένες «εσωτερικές» καταστάσεις και διαθέσεις (του ποιητή). Τα λόγια του Παυλίδη βρίθουν από τέτοια σύμβολα (λουλούδι, πουλί, παράδεισος, καταιγίδα, ποτάμι, αστέρι, φως, σπιρτόκουτο, πάγος, χιόνι, ομίχλη, καπνός, φεγγάρι, γερανός κ.ο.κ.), επιβεβαιώνοντας έναν ευμετάβλητο, οπωσδήποτε, κόσμο διαθέσεων και αισθημάτων.
Αυτή η επιμονή στη διατύπωση, δεν δηλώνει αδιαφορία για τη μουσική – αν αφήσαμε κάτι τέτοιο να εννοηθεί. Το αντίθετο θα λέγαμε. Ο Παυλίδης είναι, εξάλλου, πάνω απ’ όλα τραγουδοποιός, δεν είναι ποιητής – δεν είναι πρωτίστως ή κυρίως ποιητής. Έτσι, και με τη βοήθεια της μπάντας του, των B-Movies (Αλέκος Σπανίδης ντραμς, κιθάρες, Τόλης Δεληγιάννης μπάσο, Ορέστης Μπενέκας πλήκτρα, Σάκης Αζάς κιθάρες, Θανάσης Τζίνγκοβιτς κιθάρες…) κάνει εκείνο που ξέρει να κάνει καλύτερα απ’ όλα. Να φτιάχνει τραγούδια που να κολλάνε αμέσως στο στόμα – πράγμα όχι προφανές και σύνηθες την σήμερον. Και αυτό είναι μαγκιά – ικανότητα πείτε το.
Βασικά είναι αυτή η πολύ ιδιαίτερη μέθοδος ερμηνείας του. Οι λέξεις, εννοώ, κυλάνε στη γλώσσα τού Παυλίδη μ’ έναν εντελώς… ανήκουστο τρόπο. Υπάρχει μια ροή, μια προσωδία, που ενσωματώνει κάθε συλλαβικό σκαμπανέβασμα, πολλαπλασιάζοντας τις αξίες των σημασιών. Ακούστε την «Γοργόνα» ας πούμε ή «Το τέλος του κόσμου»… και κυρίως προσπαθήστε να τραγουδήσετε, εσείς, τα συγκεκριμένα άσματα, για να δείτε τι εννοώ. Πόσο δύσκολο είναι να αναπαραχθεί αυτή ακριβώς η ίσια ροή, με τα ανεπαίσθητα «όρη» και τις ακόμη πιο ανεπαίσθητες «κοιλάδες».
Η γνώμη μου είναι πως δεν υπάρχει άλλος έλληνας ερμηνευτής, που να μπορεί να τραγουδήσει όπως ο Παύλος Παυλίδης – και αυτό έχει μιαν αναντίρρητη αξία. Δεν ξέρω αν έχει ασκηθεί επί τούτου ή αν πρόκειται για ταλέντο. Ίσως να είναι και τα δύο. Θέλω να πω πως εδώ υπάρχει μια τεχνική, μαζί με μια φυσική ικανότητα… στο να μπορείς να μεταφέρεις με ακρίβεια χιλιοστού την πληρότητα του διαβάσματος με τα μάτια (σ’ ένα δωμάτιο, στο δωμάτιό σου), στο τραγούδισμα σ’ ένα στούντιο ή στο live.
Σ’ αυτή τη διαδικασία μπορεί να χαθούν –και συνήθως χάνονται– δεδομένα ή τα πάντα. Στην περίπτωση του Παυλίδη δεν χάνεται τίποτα.
[Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 2015, ενώ η μίξη και το mastering έγιναν το 2016 στην Αθήνα. Το artwork του άλμπουμ βασίζεται στα ζωγραφικά έργα του Στέφανου Ρόκου «Παρατηρώντας τους Κύκλους» και «Μηχανές». Κυκλοφορεί από την Inner Ear σε βινύλιο, special edition CD και digital album]
Επαφή: www.inner-ear.gr