Το 2016 έφυγε από τη ζωή ο τραγουδιστής των Διάφανων Κρίνων Θάνος Ανεστόπουλος. Μπορεί να ήταν γνωστά, βεβαίως, τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια, όμως η αναγγελία του θανάτου του ήταν εκείνη που μας έσφιξε την καρδιά εκείνο το πρωί. Ο Ανεστόπουλος είτε με τα Κρίνα, είτε μόνος του, στην πιο προσωπική διαδρομή του, έδωσε, πρόλαβε να δώσει, σαφές και πεντακάθαρο στίγμα, αφήνοντας πίσω του τραγούδια για να τον θυμόμαστε πάντα.
Ακούω τις τελευταίες ηχογραφήσεις του. Το άλμπουμ των Διάφανων Κρίνων «…κι η αγάπη πάλι θα καλεί» (2008), καθώς και το προσωπικό του «Ως το Τέλος» (2012), που σηματοδοτούσε την ακόμη πιο κλειστή και εσωστρεφή πορεία τού έσχατου καιρού.
Μένω στα οργανικά ντεμαράζ των Κρίνων, που σκάνε με γδούπους, στους πεσιμιστικούς, ρομαντικούς και σαρκαστικούς στίχους, στις καθαρές-βαριές ερμηνείες. Η προμετωπίδα εξάλλου με τη μελοποίηση του καρυωτακικού «Κι αν έσβησε σαν ίσκιος…» θα δίνει πάντα ξεκάθαρο στίγμα.
Όπως έλεγαν και οι ίδιοι:
«Το άλμπουμ περιέχει 12 τραγούδια… που ισορροπούν ανάμεσα στον λυρισμό και μιαν ασυγκράτητη, όσο και ατόφια ηλεκτρική ενέργεια, με στίχους που αφηγούνται ιστορίες οι οποίες έλκουν την καταγωγή τους από τη βαθιά πεποίθηση πως η άυλη ομορφιά της μουσικής, η δύναμη του λόγου και η μυστική ροή της αγάπης είναι τα πράγματα εκείνα που μας βοηθούν να συνειδητοποιούμε πως διερχόμαστε μέσα από κάτι και όχι μέσα απ’ το τίποτα».
Έτσι λοιπόν και παρότι το concept είναι σαφές, με τα κομμάτια να εναλλάσσονται με την πρέπουσα διαδοχή, υπάρχουν κάποια tracks εδώ που ξεχωρίζουν, που φανερώνουν με πιο ξεκάθαρο τρόπο τι είναι εκείνο που έπλεξε τον μύθο του γκρουπ, αυτήν την τελευταία 20ετία.
Το «Στην κόλαση βαθιά» ας πούμε:
Την επόμενη μέρα με βρήκαν πεσμένο
το φεγγάρι ψηλά σκοτωμένο
κι η νύχτα κρυμμένη σαν πανούργα γριά
με τα ψοφίμια δίπλα στα ρείθρα
μα εγώ δεν είχα
παρά μια φτωχή
βασανισμένη καρδιά
είναι ένα τραγούδι που θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια το ύφος των Κρίνων, όπως ακόμη το «Παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο» (εδώ απολαμβάνεις την παικτική βιρτουοζιτέ τους) και φυσικά το «Μ’ ένα άδειο ποτήρι», με τους στίχους του Ανεστόπουλου να ταρακουνούν όχι μόνο σώματα, μα και συνειδήσεις:
Σε λίγο η πίκρα
θα σκίσει τα χείλη
θα γίνουμε εχθροί
οι καλύτεροι φίλοι
κι εμείς σκυθρωπά
θα απαγγέλουμε στίχους
μιας άθλιας γενιάς
ενός άοσμου πλήθους.
Άφησαν πολύ ωραία τα τραγούδια τα Διάφανα Κρίνα –είναι αλήθεια– και μερικά απ’ αυτά ακούγονται και στον συγκεκριμένο δίσκο. Εκείνο το άλμπουμ, όμως, που χάραξε βαθιά τους φίλους του τραγουδοποιού, ήταν το «Ως το Τέλος».
Ο Ανεστόπουλος ήταν ένας αυτοδύναμος καλλιτέχνης – και όχι μόνο τραγουδοποιός. Είχε μία δική του αύρα, που πλανιόταν πάνω από τις μουσικές, τα λόγια, τις ερμηνείες, τις μελοποιήσεις του. Ήταν διακριτό δηλαδή εκείνο που επιχειρούσε να προτείνει στο «Ως το Τέλος», επιχειρώντας να στήσει τον δικό του ήχο, το δικό του σκηνικό. Ένα πένθιμο σετ ηλεκτρικών και ακουστικών μπαλαντών αισθητικής καταραμένης.
Πρόλαβα και ξαναδιάβασα ορισμένα στοιχεία για τον Ανεστόπουλο στο δίκτυο. Υπήρχαν γεγονότα που έχουν στοιχίσει στη ζωή του τα τελευταία χρόνια, που είχαν δοκιμάσει τις αντοχές του. Τούτα είναι φανερά στο «Ως το Τέλος».
Κανείς δεν θα μπορούσε να γράψει τόσο πνιγμένα άσματα, αν πρώτα δεν έχει βυθιστεί ο ίδιος. Κι εν πάση περιπτώσει κανείς δεν θα αποφάσιζε να μελοποιήσει το «Γράμμα ενός αρρώστου» του Νίκου Καββαδία (ένας σαρκαστικός ύμνος για το τέλος) έτσι όπως το πράττει εδώ ο Ανεστόπουλος, αν δεν είχε βιώσει ένα κοντινό του τέλος από δίπλα.
Υπήρχε λοιπόν εκείνο το «ποετικό», όσο και ποιητικό γκρι πεισιθάνατο, που διαμόρφωνε την τέχνη του (κάτι φανερό ήδη από το εξώφυλλο του άλμπουμ, με τη φωτογραφία-διπλοτυπία – ένα πρόσωπο καλυμμένο από δέντρα να προβάλλει μέσα σ’ ένα αποξενωμένο φυσικό τοπίο), που μπορούσε να επεκτείνει το ρεμβώδες των Διάφανων Κρίνων σε κάτι ακόμη πιο ερμητικό, ακόμη πιο εσωστρεφές και ψυχοφθόρο.
Κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το θλιβερό, ελεγειακό περιβάλλον ο Ανεστόπουλος λίγες φορές ενδιαφερόταν να σηκώσει το κεφάλι του, ώστε να δει τι συνέβαινε έξω (και όχι μόνον εντός του). Μα και τότε, όμως, αποδεικνυόταν εύστοχος, οξύς και αποφασιστικός, όταν παρέδιδε τραγούδια όπως το «Μια σιωπή», ένα από τα ωραιότερά του.
Δεν με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές
δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου
δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές
όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου.
Και πιο κάτω:
Δεν με πειράζουν οι άταφοι νεκροί
των σκοτωμένων οι ψυχές που δεν κοιμούνται
δεν με πειράζει αν δρόμο έχω πιο μακρύ
σε μια χώρα που όλοι θέλουν να φοβούνται.
Για να καταλήξει μετά από έξι τετράστιχα:
Αυτό που με πειράζει με θυμώνει
είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας
είναι που δεν βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας
είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας. Και μια σιωπή που μένει
και δεν πρέπει πια να ’ναι η δικιά μας.
Είναι βαρύ και μελαγχολικό άλμπουμ το «Ως το Τέλος» κι έτσι όπως το ξανακούω τώρα, κάπως φορτισμένος (δεν το κρύβω), είναι σαν να βλέπω τον Ανεστόπουλο ψηλά, σκυφτό, στην πλώρη ενός… στοιχειωμένου καραβιού, που ψάχνει εναγωνίως λιμάνι για ν’ αράξει…
σχόλια