Βασική επιρροή της τραγουδοποιίας του Θάνου Ανεστόπουλου υπήρξε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, o κορυφαίος αμερικανός ρομαντικός ποιητής-λογοτέχνης που έχει τύχει επαρκούς μελοποίησης στο εξωτερικό (Joan Baez, Alan Parsons, Antony And The Johnsons…), ενώ σοβαρές απόπειρες χρήσης του λόγου του έχουν γίνει ακόμη και στην Ελλάδα (South of No North, Ροδάμα, Φλώρος Φλωρίδης…).
Σε μια συνέντευξή του εδώ στο Lifo.gr, στον Φώτη Βαλλάτο (3/5/2012) ο Θάνος Ανεστόπουλος σημείωνε:
«Πρέπει να το παραδεχτώ στον εαυτό μου επιτέλους ότι ο Πόε ήταν ίσως η μεγαλύτερή μου αγάπη και μια από τις αίτιες που με έκαναν να αναθεωρήσω τα πάντα γύρω από τα πάντα. Αλλά δεν τον βάζω σε κάποιο καλούπι σώνει και καλά τύπου dark ποίηση, γιατί, όπως και ο Ντοστογιέφσκι, έγραψε και μίλησε με μοναδικό τρόπο για τον πιο μύχιο κι εσωτερικό ανθρώπινο ψυχισμό, διεγείροντας και αφυπνίζοντας τα μυαλά και τις ψυχές μας».
Μία από τις ωραιότερες μελοποιήσεις ποιημάτων του Πόε από συγκροτήματα της ποπ/ροκ κουλτούρας συνέβη το 1969, όταν το αμερικανικό ψυχεδελικό γκρουπ Glass Prism τύπωσε το LP του “Poe Through the Glass Prism” [RCA Victor].
Το συγκρότημα αποτελούσαν οι Carl Siracuse όργανο, ρυθμική κιθάρα, Thomas Varano lead κιθάρα, πιάνο, Augie Christiano μπάσο, τραγούδι και Rick Richards ντραμς, με το άλμπουμ τους να ηχογραφείται στα στούντιο του περίφημου κιθαρίστα Les Paul, στο Mahwah του New Jersey.
Όλα τα τραγούδια είναι στηριγμένα σε ποιήματα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (To One in Paradise, Eldorado, A dream within a dream…), με το «Κοράκι» όχι απλώς να ξεχωρίζει, αλλά και να αναδεικνύεται σ’ ένα, ακόμη κρυφό, αριστούργημα…
Μεταφέρω τις στροφές 1, 2, 7 και 8 του ποιήματος, που μελοποιούνται, για παράλληλο διάβασμα μαζί με την ακρόαση…
Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore –
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
“'Tis some visiter” I muttered, “tapping at my chamber door –
Only this and nothing more.”
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;--vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow--sorrow for the lost Lenore –
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore –
Nameless here for evermore.
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he,
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door –
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door –
Perched, and sat, and nothing more.
Then the ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
“Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore –
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!”
Quoth the Raven, “Nevermore.”
σχόλια