«ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΤΣΙΤΣΑΝΗ, τα τραγούδια μου δεν θα τρελαίνονταν» είχε πει ο Διονύσης Σαββόπουλος σε ένα επεισόδιο της εκπομπής του «ΖΗΤΩ το ελληνικό τραγούδι». Ακούγοντας το Φορτηγό, το πρώτο του LP που στις 22/11 γιορτάζει μισόν αιώνα και σε λίγες μέρες θα παρουσιαστεί ξανά ζωντανό στην Αθήνα, υποψιάζεσαι περίπου τι εννοούσε.
Ορισμένα κομμάτια στο δίσκο αυτό σου προκαλούν μιαν αμηχανία. Σε κομπλάρουν. Μπορεί κανείς να φανταστεί την έκπληξη όσων τα συνάντησαν σε πραγματικό χρόνο... Η ελληνική δισκογραφία δεν είχε ακούσει ως τότε τόσο εκκωφαντικές φωνές όσο αυτή στη «Μαϊμού». Αλλά και μέχρι σήμερα, καμία κραυγή αποτυπωμένη σε ελληνικό δίσκο δεν ηχεί τόσο αναπάντεχα όσο η κραυγή του «Βιετνάμ γιε-γιε». Και επίσης, γιατί αγαπάει «τα πουλιά της δυστυχίας» αυτό το παιδί, μήπως δεν είναι με τα καλά του; Στίχοι ιδιότροποι, συνθέσεις γωνιώδεις, κιθάρα ελαφρώς ξεκούρδιστη αλλά πριν και πάνω απ' όλα αυτή η λαχανιασμένη φωνή, που προσπαθεί να μιμηθεί τον Κώστα Χατζή και τον Bob Dylan και καθώς σκάβει το λάκκο της, βρίσκει κάτι καινούργιο (που θα το παρουσιάσει καλύτερα στον επόμενο δίσκο).
Το Φορτηγό δεν είναι σε καμία περίπτωση το καλύτερο άλμπουμ του μεγάλου Έλληνα τραγουδοποιού, ούτε και ένα άλμπουμ που θέλεις να το ακούς συχνά. Είναι όμως κάτι σημαντικότερο: Ένα άλμπουμ που χαίρεσαι να γνωρίζεις ότι υπήρξε.
Υπάρχει πολύ πράμα εδώ που αργείς να το καταλάβεις, ή μπορεί να μην το καταλάβεις και ποτέ. Η «Συννεφούλα», ας πούμε, κομμάτι που τραγουδιέται δεκαετίες τώρα από παιδάκια του Δημοτικού, είναι η ιστορία ενός φουκαρά που αποδέχεται μια σύντροφο η οποία τον κερατώνει! Ποιο άλλο προσφιλές στα παιδιά τραγούδι καταφέρνει να θίξει ένα τέτοιο θέμα; Λίγο παρακάτω, στα «Κορίτσια που πηγαίνουν δύο δύο», ο νεαρός Σαββόπουλος παρατηρεί τις συμμαθήτριές του - και ενώ αρχικά νομίζεις πως τις θαυμάζει και τις ορέγεται, κάπου στην πορεία το τραγούδι «στραβώνει». Με το στίχο «τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά» έχουμε έμμεση πλην σαφή αναφορά στο θέμα της περιόδου (υπάρχει άραγε άλλο τραγούδι, ελληνικό ή ξένο, που να μίλησε για τη γυναικεία περίοδο;), ενώ στο τέλος, ο αφηγητής πηγαίνει στο μέλλον και φαντάζεται τις ίδιες κοπέλες παντρεμένες και ασήμαντες, θύματα της ασχήμιας των γονιών τους. Είναι ένα τραγούδι ευχάριστο και στενάχωρο, ειρωνικό και συμπονετικό, τρυφερό και κάφρικο, όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως.
Σε όλο το Φορτηγό, μολονότι τα τραγούδια δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «βιωματικά», το ατομικό στοιχείο κυριαρχεί. Όπως ο Τσιτσάνης αναφώνησε το 1952 «γλυκοχαράζουν τα βουνά/ μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά», έτσι κι ο Σαββόπουλος λέει «τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά/ μα εγώ τη λέω δέντρο», ή «όσα πουλιά κι αν μου χαρίσετε/ εγώ θα φύγω πάλι», ή «αξίζει η Ζωζώ ό,τι κι αν πεις», ή «όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/ εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω τις μέρες τις παλιές»... Είναι ένας εναντίον όλων. (Αν και κατά βάθος, το μόνο που θέλει είναι να γίνει ένας από 'μας, με την προϋπόθεση ότι θα τον δεχτούμε χωρίς να τον αλλοιώσουμε).
Μόνο δύο ερωτικά τραγούδια στα συνολικά 13 του δίσκου. Λοξά κι αυτά. Πρωτότυπα. Γιατί καταφέρνουν να είναι χαρούμενα, εξιστορώντας ένα βίωμα ερωτικής απογοήτευσης. Η μεν «Συννεφούλα» που αναφέραμε και παραπάνω υπερασπίζεται με διακριτικό τρόπο τη σεξουαλική απελευθέρωση της εποχής, αποτελώντας παράλληλα μιαν εξομολόγηση μαζοχιστικής καψούρας. Το δε «Μη μιλάς άλλο γι' αγάπη», με έναν τίτλο σαν κι αυτό, ήταν ένας πλάγιος τρόπος του Σαββόπουλου να πει έλεος, φτάνει πια με τα ερωτικά τραγούδια, ας τραγουδήσουμε και τίποτ' άλλο. Στον υπόλοιπο δίσκο άλλωστε, μας πετάει ταχυδακτυλουργούς, πουτάνες, παρέες μαζεμένες στην παραλία, εργάτες που βλαστημάνε, παιδιά που τρώνε απ' τα σκουπίδια... Την αληθινή ζωή, με όλη την ομορφιά και την ασχήμια της.
Ύστερα το εξώφυλλο. Το πρώτο σπουδαίο εξώφυλλο ελληνικού δίσκου που δεν βασίζεται σε ζωγραφικό έργο, αλλά γραφιστικό. Μια εντελώς μοντέρνα δημιουργία του Αλέξη Κυριτσόπουλου, που αφενός αγνοεί/υπερβαίνει τις τάσεις τις εποχής και αφετέρου, κάτω δεξιά, διακρίνει από πολύ νωρίς το «καρτουνίστικο» στοιχείο που θα συνόδευε τον Σαββόπουλο σε όλη τη μετέπειτα πορεία του. Κείνο που τον τρώει, κείνο που τον σώζει...
Μέσα σ' ολ' αυτά, το Φορτηγό δεν είναι σε καμία περίπτωση το καλύτερο άλμπουμ του μεγάλου Έλληνα τραγουδοποιού, ούτε και ένα άλμπουμ που θέλεις να το ακούς συχνά. Είναι όμως κάτι σημαντικότερο: Ένα άλμπουμ που χαίρεσαι να γνωρίζεις ότι υπήρξε. Για να το καταλάβεις εντελώς, πρέπει ίσως να διαβάσεις το συγκινητικό σημείωμα που το συνοδεύει: «Πέτρο, Μιμίκα, Άννα... Θέλω να περισωθώ μέσα σας, εσείς όμως συνωμοτείτε με κάθε μόριο της πραγματικότητας κι όλο μου πάτε κόντρα και με νικάτε και θέλετε να με πάρετε φαντάρο», γράφει μεταξύ άλλων ο 22χρονος τότε Σαββόπουλος...
Ασφαλώς υπήρξαν κι άλλοι νέοι άνθρωποι εκείνη την εποχή (όπως και αυτή την εποχή), που πήγαν κόντρα στο περιβάλλον τους (γονείς, αφεντικά, συμβατικότητες, πολιτικές...) για να ζήσουν λιγάκι πιο ελεύθερα. Το Φορτηγό, όμως, σηματοδοτεί την πρώτη φορά στην Ελλάδα που η κόντρα αυτή έγινε ΔΙΣΚΟΣ. Ένας δίσκος ο οποίος υπερασπίστηκε το συλλογικό, παγκόσμιο αίτημα ελευθερίας χωρίς σφιγμένη γροθιά, χωρίς να παραμελήσει την προσωπική ιδιοτροπία, την ετερότητα. Το καταπιεσμένο «αχ» ενός παιδιού που εμπιστεύτηκε την εσωτερική του φωνή και ακριβώς γι' αυτό καθρέφτισε κάτι απ' τον αληθινό, ατσούμπαλο και τρελό εαυτό μας.
σχόλια