Επιβάλλεται να ξεκινήσω κάπως επιθετικά. Είναι έγκλημα να μην υπάρχει σ’ ένα CD η μουσική που έγραψε ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου (1926-1970) για τους «Πέρσες» του Αισχύλου – μια παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν (1908-1987).
Ή, ακόμη καλύτερα, να μην υπάρχει ένα DVD (κάτι μάλλον αδύνατο) με την παράσταση, προκειμένου να είναι διαθέσιμα, ταυτοχρόνως, ήχος και εικόνα.
Δεν ξέρω πώς μπορεί να ξεπεραστούν οι όποιες δυσκολίες, ώστε να κυκλοφορήσει κάποια στιγμή η μουσική τού Χρήστου (γιατί δεν είναι χαμένη). Πρέπει, εννοώ, να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια, τεχνικά ή άλλου τύπου, για να αποδοθεί τελικά στο κοινό, μια μουσική επένδυση, όμοια της οποίας είναι αμφίβολο, αν έχει γραφτεί ποτέ για παράσταση αρχαίου θεάτρου.
Οι «Πέρσες» μεταφράστηκαν από τον Πάνο Μουλά, σκηνοθετήθηκαν από τον Κάρολο Κουν, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια είχε επιμεληθεί ο Γιάννης Τσαρούχης.
Οι «Πέρσες» είχαν ανεβεί σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, πρώτα στο Λονδίνο, στο Θέατρο Aldwych, στο πλαίσιο του θεατρικού φεστιβάλ World Theatre Season, την 20ή Απριλίου 1965 και εν συνεχεία στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού, στο Φεστιβάλ Αθηνών, την 21, 24 και 25 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς.
Για τη μουσική των «Περσών», που αφορούσε ηθοποιούς, χορό, ορχήστρα και μαγνητοταινίες υπάρχουν διάφορες πληροφορίες.
Κριτικές δηλαδή του Γιώργου Λεωτσάκου, κάποιες γραπτές μαρτυρίες (από τον Κουν κ.ά.), το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο της Anna-Martine Lucciano, «Γιάννης Χρήστου – Έργο και προσωπικότητα ενός Έλληνα συνθέτη της εποχής μας» [Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987], αλλά και ορισμένα δημοσιευμένα ηχητικά αποσπάσματα, ικανά πάντως, όλα, να μεταδώσουν τη βεβαιότητα ενός αριστουργήματος.
Αντιγράφω, κατ' αρχάς, λίγα λόγια του Γιώργου Λεωτσάκου από το βιβλίο της Lucciano:
«Είχαμε, επί τέλους, να κάμουμε μ’ έναν άνθρωπο (σ.σ.: τον Γιάννη Χρήστου) που αντιμετώπιζε τα κλασικά κείμενα όχι σαν μουμιοποιημένα τίμια λείψανα εκτιθέμενα σε κοινό προσκύνημα, αλλά σαν αγωγούς μιας συγκλονίζουσας συγκίνησης που αυτή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έπρεπε να γεννηθεί από μια συνεργασία σκηνοθέτη και μουσικού (…).
Στους Πέρσες, τα μέλη του χορού, μ’ έναν τρόπο άγριο, πρωτόγονο, ανατριχιαστικό, ‘φτύνουν’ καθένα τη συγκίνησή του, σε μια συγκλονιστική πολυφωνία της συλλογικής υστερίας.(…)
Κορύφωμα της μουσικής των Περσών είναι η σκηνή του καλέσματος του φαντάσματος του Δαρείου. Η νεκρομαντική αυτή σκηνή, αποτελεί μία από τις μεγάλες στιγμές της δημιουργίας του Γιάννη Χρήστου και μια από τις μεγάλες στιγμές του παγκόσμιου θεάτρου.
Ο Γιάννης Χρήστου ανάγει τη μουσική του σ’ ένα μέσον επίκλησης των χθονίων δυνάμεων. Λυτρωμένος από κάθε τι το διανοητικό, κατορθώνει μ’ αυτήν την πολυφωνία των άναρθρων κραυγών που συνοδεύεται από ανάλογη ‘χορογραφία’ κινήσεων, να παγώσει το αίμα του θεατή».
Και εν συνεχεία κάτι που σημειώνει ο Κάρολος Κουν, από το βιβλίο: «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας» [Καστανιώτης, β έκδοση Αθήνα 1992]. Το βιβλίο περιέχει συνεντεύξεις, ομιλίες, άρθρα και επιστολές του Κουν, με το συγκεκριμένο απόσπασμα, που αφορά στους «Πέρσες», να δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Το Βήμα», την 9/5/1965.
«Μέσα από το σώμα και την ολότητα της έκφρασής του επανέρχεται στην επιφάνεια το ζωικό στοιχείο ως πρώτη έκφραση, ως επαφή του ανθρώπου με τον ‘άλλο’, ως στοιχείο επικοινωνίας. Και όταν ο χορός, μετά την εμφάνιση του Δαρείου, αισθάνεται θλίψη και θυμάται την παλιά Περσία, αρχίζει ένα σιγανό κούνημα και είναι όλοι μαζί εκεί, σαν να έχουν φτάσει σε παραλήρημα, που δημιουργεί η νάρκωση ενός τεκέ. Σ’ αυτό το σημείο υπήρχε απόλυτη συνάντηση της μουσικής και της σκηνοθεσίας, που χρωστάμε στη συνεργασία μας με τον κ. Χρήστου».
Ο Γιάννης Χρήστου ενδιαφέρθηκε από νωρίς, για το πώς οι μουσικές του θα επικοινωνούσαν εναργέστερα με το χθόνιο στοιχείο. Έτσι, η ενασχόλησή του στο βάθος τού παρελθόντος χρόνου με την ανθρώπινη πρωτο-εμπειρία και κυρίως με την απόπειρα ερμηνείας της, μοιάζει με την προσπάθεια του σύγχρονου επιστήμονα να δει στο παρελθόν ό,τι μπορεί να του κομίσει πληροφορίες για το μέλλον.
Εγκαταλείποντας, σταδιακά, το διακοσμητικό-αισθητικό ρόλο της μουσικής και αρνούμενος να πέσει στην παγίδα της εύκολης χρήσης, ο Χρήστου επικεντρώνει τις προσπάθειές του στη δόμηση ενός τρόπου ηχητικής δράσης, ικανού να περιγράψει κάτι από το «πριν» ή το «μετά» της ιστορίας.
Για τον Χρήστου η ιστορία, αυτή καθ' αυτή (την οποίαν δεν αγνοεί, απεναντίας την γνωρίζει πολύ καλά), μοιάζει να μην έχει συγκεκριμένο νόημα. Εκείνο που τον ενδιαφέρει δεν είναι η ανάπλαση ή η αναπόληση, μέσω της μουσικής του, ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά η προσπάθεια ερμηνείας μιας πρωταρχικής εντύπωσης, ασχέτως αν τούτη έχει να κάνει με την πραγματικότητα ή όχι. Για παράδειγμα ο τρόμος απέναντι στο άγνωστο, όπως μπορεί να προσομοιωθεί από μια κραυγή, το σπάσιμο κάθε συμμετρίας, όπως μπορεί να αποτυπωθεί στην κίνηση μιας ομάδας ή του όχλου, ή η επίκληση ενός αγνώστου θεού από μιαν άγνωστη φωνή.
Όλα τούτα συμπτύσσονται σ’ ένα περιβάλλον εντός του οποίου το ψυχολογικό στοιχείο αναδεικνύεται κυρίαρχο. Κι είναι εδώ ακριβώς όπου φαίνεται η επίδραση που είχε στον Χρήστου το έργο τού αδελφού του Ευάγγελου Χρήστου. Ο Ευάγγελος (Έβης) Χρήστου είχε υπάρξει μαθητής του Wittgenstein, βρέθηκε δίπλα στον Carl Jung και παρά το γεγονός πως οι μελέτες του διακόπηκαν βίαια (σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στην Αίγυπτο, στο δρόμο από τη Μάρσα Ματρούχ στην Αλεξάνδρεια την 30/6/1956), πρόλαβε να δημιουργήσει εντύπωση με τις καινοτόμες φιλοσοφικές και ψυχαναλυτικές απόψεις του.
Μάλιστα, δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε πως μετά το θάνατο τού Ευάγγελου η μουσική τού Γιάννη Χρήστου αποκτά όλα εκείνα τα ψυχομετρικά, φιλοσοφικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά.
Να προσθέσουμε, επίσης, πως ο Γιάννης Χρήστου ήταν εκείνος που περιμάζεψε το σκόρπιο έργο τού αδελφού του και κάτω από τον τίτλο “The Logos of the Soul” το τυπώνει στη Βιέννη [Dunquin Press] το 1963. Το βιβλίο, που εκδίδεται και μια δεύτερη φορά το 1976 [Spring Publications, Zürich] παραμένει, τόσα χρόνια, κακώς, άγνωστο και αμετάφραστο στη χώρα μας.
Ταγμένος, λοιπόν, στην προσπάθεια αυτή, προς τα τελευταία χρόνια της δημιουργίας του, ο Χρήστου οδηγείται σε μιαν απόλυτη προσέγγιση της μη ταύτισης των θεατών-ακροατών του με τους πρωταγωνιστές-μουσικούς των έργων του, αρνούμενος το πρόσωπο που ενεργεί ή πάσχει και το οποίο διοχετεύει την εικόνα του στο κοινό, σ’ ένα καθαρά υποκριτικό επίπεδο.
Με τη χρήση μασκών, πολύ συχνά, δηλώνει την ανάγκη του να μιλήσει το ίδιο το έργο και όχι οι πρωταγωνιστές του.
Καινοτομώντας και στο επίπεδο της παρουσίασης, αντιλαμβάνεται από νωρίς την αδυναμία της μουσικής να περιγράψει τις απόψεις του, υιοθετώντας στοιχεία και από άλλες Τέχνες (κυρίως την κίνηση –χορός– και το θέατρο), μπαίνοντας όλο και περισσότερο σε μιαν αντίληψη αποδυνάμωσης του ηχητικού λόγου, με παράλληλη ενίσχυση του οπτικού.
Όλες αυτές τις καινοτομίες τις εφαρμόζει στην συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν στους «Πέρσες».
Στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών 1965, ένα θαυμάσιο βιβλίο 192(!) σελίδων (έκδοση του ΕΟΤ και με σχέδιο εξωφύλλου από τον Γιώργο Βακιρτζή), υπάρχουν λεπτομέρειες, που αφορούν στο περιεχόμενο της τραγωδίας τού Αισχύλου, αλλά και στους συντελεστές της παράστασης. Μεταφέρω ένα μέρος:
«Από τα 90 περίπου έργα του Αισχύλου μόνο 7 διασώθηκαν. Το παλιότερο από αυτά είναι πιθανώτατα οι ‘Πέρσες’ (472 π.Χ.). Και κανένας δεν ήταν αρμοδιώτερος απ’ τον Αισχύλο για να γράψη μια τέτοια πολεμική τραγωδία.
Γιατί δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά και στρατιώτης ηρωικός, που διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνος και της Σαλαμίνος. (…)
Τη νίκη αυτή (σ.σ. στη Σαλαμίνα) δοξάζει ο Αισχύλος στους ‘Πέρσες’ – τη μόνη σωζόμενη ελληνική τραγωδία με ιστορικό θέμα.
Σαν γνήσιος Έλληνας, σεμνά ηρωικός, δεν την υμνεί άμεσα αλλά έμμεσα: δεν τοποθετεί τη δράση της στην Αθήνα και δεν παρουσιάζει τους Έλληνες να περηφανεύωνται για το κατόρθωμά τους· την τοποθετεί στα Σούσα, τη ‘χρυσή’ πρωτεύουσα της Περσίας, και εμφανίζει τους Πέρσες να θρηνούν για τη συμφορά τους.
Έτσι ο ύμνος στην ελληνική νίκη και σεμνότερος είναι και πολύ πιο βαρυσήμαντος, αφού προέρχεται από στόματα εχθρών. (…)
Αλλά οι ‘Πέρσες’ δεν είναι μόνον περιγραφή ενός ιστορικού επεισοδίου και υμνολόγηση μιας νίκης. Είναι και μια ακόμη έκφραση του ηθικού και θρησκευτικού μηνύματος του Αισχύλου: η υπερβολική περηφάνεια είναι αμάρτημα, ‘ύβρις’ που τιμωρούν άφευκτα οι θεοί, η ‘νέμεσις’».
Οι «Πέρσες» μεταφράστηκαν από τον Πάνο Μουλά, σκηνοθετήθηκαν από τον Κάρολο Κουν, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια είχε επιμεληθεί ο Γιάννης Τσαρούχης. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίστηκαν οι Στέλιος Καυκαρίδης (Ξέρξης), Νέλλη Αγγελίδου (Άτοσσα, η μητέρα του Ξέρξη), Δημήτρης Χατζημάρκος (Δαρείος, ο πατέρας του Ξέρξη) και Γιώργος Λαζάνης (αγγελιαφόρος).
Εντύπωση προξενούν, σήμερα, οι ηθοποιοί του Χορού των Περσών Γερόντων, αφού εκεί συναντάμε πολλά κατοπινά, γνωστά, ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου μας: Σπύρος Καλογήρου (Πρώτος Κορυφαίος), Νίκος Χαραλάμπους (Δεύτερος Κορυφαίος), Κώστας Αριστόπουλος, Νεκτάριος Βουτέρης, Γιώργος Διαλεγμένος, Νίκος Κούρος, Μίμης Κουγιουμτζής, Γιάννης Μόρτζος, Τίμος Περλέγκας, Κώστας Στύλιαρης, Χρήστος Τσάγκας, Αντώνης Αντύπας, Αντώνης Αντωνίου, Νίκος Μπουσδούκος, Γιάννης Δεγαΐτης, Αντώνης Κατσαρίδης, Ηλίας Λογοθέτης, Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Αντώνης Θεοδωρακόπουλος (χορός).
Στη «Θεογονία» ο Ησίοδος αναφέρει πως από το Χάος ξεπήδησε το Έρεβος κι η Νύχτα και πως από ’κείνα προήλθαν η Ημέρα κι ο Αιθέρας. Όταν το επιταχυνόμενα διαστελλόμενο σύμπαν αγγίξει τα όριά του, λιώνοντας στο ψύχος, τότε, ακολουθώντας μιαν αντίστροφη πορεία, η Ημέρα και ο Αιθέρας θα γεννήσουν το Έρεβος και τη Νύχτα, για να παραδοθούν και τα δύο με τη σειρά τους στο Χάος.
Το soundtrack μιας τέτοιας ταινίας εμφανίζει με το έργο του ο Γιάννης Χρήστου. Ακούστε το από το 3:48 έως το 4:20, σ’ αυτά τα 32 μαγικά δευτερόλεπτα…
Kάρολος Κουν - Γιάννης Χρήστου, Πέρσες - Βάκχες