Δεν είμαι πια φαν του ραδιοφώνου, όμως, παραδοσιακά, τον Αύγουστο, ακούω πολύ ραδιόφωνο – χοντρικά όσο δεν ακούω όλη την υπόλοιπη χρονιά. Είναι η μόνη μου επαφή με τον «έξω κόσμο» στις διακοπές, καθώς όλα τα υπόλοιπα «κατεβαίνουν» προκειμένου να πάρουμε και μερικές ανάσες. Συντονίζομαι λοιπόν στην κρατική ραδιοφωνία, στο Πρώτο και το Δεύτερο Πρόγραμμα εναλλάξ, και όση ώρα βρίσκομαι στο σπίτι το ραδιόφωνο είναι ανοιχτό και παίζει.
Θα πει κάποιος πως ο Αύγουστος δεν είναι και η καλύτερη εποχή για να κρίνεις ένα ραδιόφωνο, ένα σταθμό εννοώ, αλλά από την άλλη... μπορεί και να είναι. Στα δύσκολα, θέλω να πω, φαίνεται το πόσο μπορεί να μετράει ένα κανάλι, ένα κρατικό κανάλι εν προκειμένω, όταν ένα μέρος του προσωπικού βρίσκεται σε άδεια και άρα θα πρέπει να αναζητηθούν «λύσεις» που να γεμίζουν «σωστά» το πρόγραμμα, εμφανίζοντας το προσήκον σε κάθε περίπτωση κύρος και φυσικά την ανάλογη αξιοπιστία – που θεωρητικά αρμόζουν στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Θεωρητικά; Ναι. Γιατί στην πράξη, και στο μουσικό κομμάτι της, που εδώ μας ενδιαφέρει, τα πράγματα είναι πολύ φτωχά. Κάτι που δεν έχει να κάνει βεβαίως με τα χρήματα. Λεφτά υπάρχουν...
Τι δεν υπάρχει στην κρατική-μουσική ραδιοφωνία; Δεν υπάρχουν οι εκπλήξεις, η όρεξη, οι ιδέες των παραγωγών, οι γνώσεις, η σχετική ή η μεγαλύτερη πείρα, το ταλέντο να βάζεις το ένα κομμάτι μετά το άλλο δίχως κάτι τέτοιο να μοιάζει με αγγαρεία ή... ούφο, η άποψη εν τέλει που πρέπει κανείς να έχει για την εκπομπή του – όσο ελαφριά ή σοβαρή και να είναι αυτή.
Ορισμένοι καμώνονται πως η δισκογραφία –και η ελληνική– έχει πεθάνει. Ακούω και καλλιτέχνες, συνθέτες και τραγουδιστές, να το λένε αυτό. Ουδέν αναληθέστερον τούτου. Μπορεί οι παραγωγές να είναι μειωμένες σε σχέση με τις παλιότερες δεκαετίες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι ανύπαρκτες.
Το Πρώτο Πρόγραμμα δεν είναι βασικά μουσικό ραδιόφωνο, είναι κυρίως ειδησεογραφικό – ασχέτως αν αποτελεί το «σπίτι» τού Γιάννη Πετρίδη. Αντιθέτως, μουσικό ραδιόφωνο είναι το Δεύτερο Πρόγραμμα, το οποίο τον Αύγουστο, να το πω, είχε τα χάλια του. Δεν ξέρω πώς μπορεί να ηχεί το Δεύτερο, τον Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη, αλλά πιστεύω πως οι διαφορές θα είναι μικρές.
Το βασικό πρόβλημα των μουσικών εκπομπών πέραν του ακκισμού και της επιτήδευσης μερικών παραγωγών, που σε ορισμένες περιπτώσεις χτυπάνε κόκκινο, αφορά στο σκελετό των προγραμμάτων τους και από 'κει και κάτω στο πώς, με ποιο τρόπο αυτός ο σκελετός θα χτιστεί ώστε να εμφανίζεται ως ένα ενιαίο σώμα.
Λείπει το κόνσεπτ ή τα κόνσεπτ, εννοώ, που θα ενώνονται μεταξύ τους δίνοντας πνοή σε κάτι μεγαλύτερο, καθώς τα τραγούδια που πέφτουν είναι σχεδόν τυχαία, διαλεγμένα από μερικές καβάτζες λίγων εκατοντάδων (άρα και εντελώς προβλέψιμα συν τοις άλλοις). Αν την τιμή τού αγγλοαμερικάνικου τραγουδιού στην κρατική μας ραδιοφωνία τη σώζει βασικά ο Πετρίδης, την τιμή του ελληνικού δεν τη σώζει σχεδόν τίποτα – καθώς η μόνη άξια λόγου εκπομπή που άκουσα, μέσα σ' ένα ολάκερο 20ημερο (του τρέχοντος Αυγούστου), ήταν μία που αφορούσε στο ελληνικό ταγκό.
Η παραγωγός, προς τιμήν της, δεν αρκέστηκε στις κλασικές ελαφρές και ωραίες, ok, παλιατσαρίες του '30 και του '40, αλλά πέρασε και σε πιο καινούρια κομμάτια, δείχνοντας πως είχε μια κάποια γενικότερη γνώση του είδους, παρουσιάζοντας ακόμη και το εκπληκτικό «Την είδα ξανά» του Αργύρη Κουνάδη με τον Γιάννη Βογιατζή (από την ταινία Ερόικα του Μιχάλη Κακογιάννη), κάτι που με σήκωσε, τη συγκεκριμένη στιγμή, πολύ ψηλά. Μ' έφτιαξε... πώς να το πω αλλιώς; Γιατί, άμα δεν σε φτιάχνει μια εκπομπή και την ακούς, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, καθώς πλένεις πιάτα ή σκουπίζεις, τότε άστα να πάνε. Εννοώ πως η σωστή εκπομπή πρέπει να σε βιδώνει στην πολυθρόνα σου, έχοντας αυτιά μόνο γι' αυτή. Αλλιώς... δε λέει.
Διέτρεξα το θάνατο της Αρλέτας ραδιοφωνικά. Στην αρχή φοβήθηκα. Έπεσα σε κάτι ανεπίτρεπτες προχειρότητες, αλλά ευτυχώς το πράγμα διορθώθηκε στην πορεία εκ των ενόντων. Είναι το αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας που θα κάνει πάντα τη διαφορά, βγάζοντας από τη δύσκολη θέση τους αποκαμωμένους δισκοθέτες.
Ανασύρθηκε λοιπόν για την περίσταση μια εκπομπή του 1988, όταν η ίδια η Αρλέτα φιλοξενούμενη του Δευτέρου Προγράμματος, νομίζω, είχε αναφερθεί τότε (το 1988) στην καριέρα της με εξονυχιστικό τρόπο – με ωραία αφήγηση, έξυπνες ατάκες, άγνωστες λεπτομέρειες και εξαιρετικές επιλογές. Μια τρίωρη απολαυστική εκπομπή, με την Αρλέτα σε ρόλο οδηγού, να διακόπτεται κάθε μισή ώρα από σύντομα δελτία ειδήσεων (και διαφημίσεις εννοείται), τα οποία επαναλάμβαναν «νέα» με τη λογική της φωτοτυπίας. Η γνώμη μου είναι πως τα ημίωρα δελτία είναι too much, δηλαδή εντελώς εκνευριστικά για κάποιον που μπορεί να έχει κολλημένη τη βελόνα. Πόσω μάλλον όταν αφορούν σε μουσικά κανάλια.
Λέω λοιπόν πως από το κρατικό ραδιόφωνο λείπουν οι εκπομπές στο στυλ του Γιάννη Πετρίδη και απορώ πώς αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι υπεύθυνοι, ώστε να προσπαθήσουν να τις αναζητήσουν. Είναι εύκολο; Δεν ξέρω. Πρέπει να προσπαθήσουν όμως. Και προσπάθεια δεν βλέπω.
Τι έχει ο Πετρίδης, που δεν το έχουν οι άλλοι παραγωγοί;
Πρώτα και κύρια γερή γνώση του αγγλοαμερικάνικου τραγουδιού (και των τοπ και των χαμηλότερων θέσεων), εκείνου τέλος πάντων που παλιά το αποκαλούσαμε «ξένο». Εντάξει, ο Πετρίδης μπορεί να παίξει και κανα ιταλικό ή γαλλικό, μπορεί δε να τα ξέρει και πλατύτερα (και αυτά), αλλά η εκπομπή του περιστρεφόταν, από το ξεκίνημά της, το 1975, γύρω από την Αγγλία και την Αμερική –τις μήτρες εν πάση περιπτώσει της ποπ, και του ροκ, και του ροκ, που έγινε ποπ– κι εκεί παραμένει.
Αν και οι εκπομπές του Πετρίδη, που άκουσα εγώ, όλο το προηγούμενο διάστημα, δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο κόνσεπτ (γίνονται, φυσικά, και εκπομπές με κόνσεπτ) είχαν επιμέρους «θέματα», που τα δημιουργούσε ή τα έφερνε στα φως ο ίδιος ο παραγωγός. Ο Πετρίδης το ξέρει πολύ καλά το αγγλοαμερικάνικο τραγούδι από πληροφοριακή και αισθητική σκοπιά και αυτό τού δίνει το τρανό προσόν να εμφανίζει ένα κομμάτι του '30 μ' ένα κομμάτι του 2017 κολλητά το ένα στο άλλο, χωρίς να δημιουργείται χάσμα. Ξέρει, δηλαδή, πώς να κλείνει τον κύκλο, σβήνοντας οτιδήποτε μπορεί να χαλάσει μιαν ομαλή πορεία προς τις επιμέρους, αλλά συνεχείς, κορυφώσεις. Και συμπληρώνω, στη συνέχεια αυτού, πως είναι λυπηρό για τη μουσική κρατική ραδιοφωνία να μην υπάρχει μιαν εκπομπή ύφους Πετρίδη για το ελληνικό τραγούδι.
Ορισμένοι καμώνονται πως η δισκογραφία –και η ελληνική– έχει πεθάνει. Ακούω και καλλιτέχνες, συνθέτες και τραγουδιστές, να το λένε αυτό. Ουδέν αναληθέστερον τούτου. Μπορεί οι παραγωγές να είναι μειωμένες σε σχέση με τις παλιότερες δεκαετίες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι ανύπαρκτες. Δίσκοι πάντα βγαίνουν, καλοί δίσκοι και τραγούδια πάντα υπάρχουν κι ένας παραγωγός οφείλει να προβάλλει και το καλό καινούριο υλικό, και βεβαίως να βρίσκει τις «γέφυρες» ώστε να το συνδέει με το παλιότερο.
Ξέρω τι παίζει στην σύγχρονη ελληνική δισκογραφία και μπορώ να πω πως η κρατική ραδιοφωνία έχει γύρω απ' αυτό το θέμα άγρια μεσάνυχτα. Σκόρπια και τελείως συμπτωματικά μπορεί ν' ακούσεις κάτι καινούριο από 'δω κι από 'κει –αν κάποιος παραγωγός μυριστεί κάτι και καλέσει κανα μουσικό στο στούντιο– παρότι, και επ' αυτού, υπάρχουν εμπόδια. Το αγγλόφωνο ελληνικό τραγούδι δεν παίζει σχεδόν καθόλου από το κρατικό, ενώ και από το ελληνόφωνο προβάλλονται, όσο προβάλλονται, κάποια αδιάφορα τις πιο πολλές φορές «έντεχνα». Λέμε, πάντα, για τις καινούριες παραγωγές. Γενικά, με το «έντεχνο» έχει ένα κόλλημα το κρατικό. Κάτι που δείχνει πρόδηλο συντηρητισμό και άγνοια ευρύτερη.
Θα ήθελα να ήξερα, και αν γνωρίζει κάποιος να μου πει. Έχουν ακουστεί εσχάτως στο κρατικό ραδιόφωνο κομμάτια των Yesterday's Thoughts, Δημήτρη Μυστακίδη, Lia Hide, Ω-Ray, Μάρθας Μαυροειδή, The Telestons, Μανώλη Γαλιάτσου, Dirty Fuse, A Victim of Society, Illegal Operation, Μαρίας Λατσίνου, KU, Baby Guru, Ιχώρ, The Snails και πολλών άλλων; Κυκλοφορίες, δίσκοι και tracks του 2017 εννοώ, που μετράνε και που πρέπει να προωθηθούν από τη ραδιοφωνία; Ορισμένα θέλω να ελπίζω πως θα έχουν μεταδοθεί (ασχέτως αν εγώ, αυτό το διάστημα δεν άκουσα κάτι), αλλά πού, πώς, σε τι εκπομπές και με ποιο ραδιοφωνικό λόγο ή κόνσεπτ;
Αντιθέτως, στην εκπομπή του Πετρίδη, εκεί από τις 4 στις 5, που «πετσοκόβεται κι αυτή από δυο δελτία ειδήσεων, θα έχει κάποιος την ευκαιρία να πληροφορηθεί για τα σύγχρονα καλά «ξένα» άλμπουμ της εποχής, τους δίσκους δηλαδή των Public Service Broadcasting, των Portugal.The Man, των London Grammar (για τα οποία δε νομίζω να μιλάει κανείς άλλος στην Ελλάδα), για τα νέα LP των παλιοσειρών (Chuck Berry, Bob Dylan, Roger Waters, Thurston Moore κ.ά.), μαζί βεβαίως με τα κομμάτια της νεανικής ποπ και της αφροαμερικάνικης χιπ-χοπ, που εμένα προσωπικά, πλην κάποιων εξαιρέσεων, με αφήνουν παντελώς αδιάφορο (χάλια εκείνο που άκουσα από το τελευταίο του Jay-Z, ασχέτως αν ο Πετρίδης καλά κάνει και το παρουσιάζει).
Είναι συγκινητική, για να καταλήξω, η προσπάθεια που καταβάλει ο Πετρίδης, ιδίως σήμερα (καθώς δε μιλάμε για τα ακροατήρια των σέβεντις και των έιτις), την εποχή του ανελέητου κατεβάσματος και του streaming, επιχειρώντας μ' έναν δονκιχωτικό τρόπο να υπερασπιστεί τις φυσικές μορφές (ό,τι ακούγεται στην εκπομπή του προέρχεται από βινύλια ή CD), τονίζοντας, έτσι, τη σχέση που διαμορφώνεται μέσα στα χρόνια ανάμεσα στον ακροατή και στο υλικό προϊόν που εκείνος κρατάει (και περιεργάζεται) στα χέρια του.
Η αγάπη για τη μουσική έχει πολλές εκφάνσεις – άλλες με διαρκή λειτουργικότητα και άλλες κάπως... ξεπερασμένες. Όσοι έζησαν τις μεγάλες δημιουργικές εποχές της ποπ και του ροκ, και του ροκ που έγινε ποπ, οφείλουν να αγωνίζονται γι' αυτή τη σχέση που οικοδόμησαν με τη μουσική μέσα στα χρόνια.
Ο Γιάννης Πετρίδης, στο κρατικό ραδιόφωνο, το πράττει καλύτερα απ' όλους.
*Ο Γιάννης Πετρίδης, παράλληλα με την εκπομπή του στο Πρώτο Πρόγραμμα (91,6- 105,8 καθημερινά 16.00-17.00) θα παρουσιάζει από τον Σεπτέμβρη στο KOSMOS 93,6 κάθε Κυριακή 18.00-20.00 την εκπομπή «Ταξίδι στην Ιταλία», την ιστορία του ιταλικού τραγουδιού από το '50 μέχρι τις μέρες μας.