«Ο προσωπικός δίσκος μου είναι μια πολύ απλή ιστορία» λέει ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος, βασικό μέλος των Planet of Zeus και επαγγελματίας ντράμερ για σημαντικούς δημιουργούς της ελληνικής μουσικής. Μιλάει για τον πρώτο δίσκο που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό με το νέο του σχήμα τους Night Knight (που πλέον είναι συγκρότημα), μια κυκλοφορία που ετοιμαζόταν να βγάλει μόνος του αλλά τελικά βγήκε από την Inner Ear στο τέλος Ιανουαρίου. «Τον Αύγουστο του ’14 κλείστηκα για έναν μήνα στο στούντιο αντί να πάω διακοπές. Είχα επιθυμία να ηχογραφήσω πολλά κομμάτια, τα οποία είχα μαζέψει και δεν χώραγαν στις άλλες μπάντες όπου ήμουνα μέλος, από τους Modrec μέχρι τους Planet of Zeus. Ένιωθα μια ανάγκη να μπω στο στούντιο και να μην έχω κάποια ευθύνη ή κάποια προϋπάρχουσα μουσική πορεία που να μου ορίσει τι θα πρέπει να κάνω. Ήθελα να παίξω, να δοκιμάσω ήχους, γενικά να δουλέψω με μια σχετική ελευθερία. Το ένιωθα σαν ανάγκη και καλά να πατήσω στα πόδια μου, όχι ψυχολογικά, αλλά να δοκιμάσω πράγματα που δεν είχα δοκιμάσει. Κάθε φορά μου έλειπε αυτό το πράγμα».
Στο άλμπουμ του που έχει τον προκλητικό (και παραπλανητικό) τίτλο God is a motherfucker δεν είναι ο ντράμερ που μας έχει συνηθίσει στα υπόλοιπα σχήματα. Παίζει τα όργανα μόνος του, έχει γράψει τους στίχους, τραγουδάει. «Είναι άλλο πράγμα εντελώς» λέει, παρόλο που δεν είναι κάτι που του είναι άγνωστο. «Πρώτα έπαιζα κιθάρα στη ζωή μου» εξηγεί, «ντραμς ξεκίνησα μεγάλος, οπότε πάντα στις μπάντες που έπαιζα έγραφα κομμάτια, όπως όλοι γράφαμε, απλά σε αυτόν τον δίσκο αποφάσισα και να παίξω όλα τα όργανα». Τον ρωτάω αν αισθάνεται ότι ο ντράμερ είναι ο πιο αδικημένος σε ένα συγκρότημα, ακόμα και από το στήσιμο που έχουν στην σκηνή, είναι πάντα πίσω, ενώ ο κιθαρίστας και ο τραγουδιστής είναι πάντα σε πρώτο πλάνο. «Δεν ξέρω, εγώ δεν το νιώθω πολύ αυτό» λέει. Μπορεί να μην κάνει το μυαλό του άλλου το λογικό άλμα να σκεφτεί ότι αυτός που ‘βαράει τις κατσαρόλες’ κάνει και κάτι άλλο. Στην ιστορία, όμως, αυτό έχει πάρα πολλές φορές διαψευστεί. Πριν αρχίσω να ‘βαράω τις κατσαρόλες’ έπαιζα κλασική κιθάρα. Από εφτά χρονών. Μετά ξεκίνησα ηλεκτρική και μπάσο και στα 15 μου μάζεψα χαρτζιλίκι και αγόρασα ντραμς γιατί στις πρόβες έπαιζα καλύτερα από τους ντράμερ που ήξερα. Το είχα σχετικά έμφυτο, οπότε όταν αγόρασα τα ντραμς, τελείωσαν τα υπόλοιπα».
«Στην Ελλάδα υπάρχει υπερπληθυσμός ανθρώπων που ασκούν κριτική, ενώ δεν υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν. Κι αν κάνουν κάτι χάλια, να δοκιμάσουν κάτι άλλο. Προτιμούν να υπεραναλύουν, παρά να κάνουν πράγματα. Εγώ προτιμάω τους ανθρώπους που κάνουν πράγματα, καλά ή κακά, γιατί ακόμα και κακά να τα κάνουν, αποτυγχάνοντας πέντε φορές, κάποια στιγμή θα δώσουν το καλό».
Ο Σεραφείμ μεγάλωσε κυρίως με ροκ. «Να σου πω την αλήθεια, λόγω και των Planet και της άμεσης σχέσης μου με τα παρακλάδια του ροκ όλα αυτά τα χρόνια, κάποιος που ακούει τι μουσική παίζεις συμπεραίνει ότι αυτή τη μουσική ακούς, κάτι που πολύ σπάνια ισχύει. Και στην τελική, όσο πιο σοβαρή είναι η ενασχόλησή σου με το αντικείμενο, τόσο πιο πολύ τα ακούσματά σου φεύγουν από αυτό που κάνεις. Αλλιώς θα μείνεις στον τόπο από την βαρεμάρα. Άκουγα ροκ όλη μου την ζωή, αλλά για κάποιον λόγο δεν πέρασα ποτέ από το μέταλ, αντίθετα πέρασα πολύ απ’ το πανκ και απ’ το hardcore και από τέτοια πράγματα. Τον σκληρό-σκληρό ήχο, αυτό που λέμε μέταλ, τον ανακάλυψα στα “γηρατειά”. Στα 18-19 είχα πάθει ένα τρομερό θέμα με τους Meshuggah. Ενώ δεν άκουγα τέτοια πράγματα, κάπως μου ξεκλείδωσαν τον σκληρό ήχο. Ας πούμε, από Metallica δεν ήξερα ούτε ένα κομμάτι –που λέει ο λόγος- δεν άκουγα, κάτι πάθαινα, δεν με κέρδιζαν με τίποτα». Του ζητάω να θυμηθεί τα πρώτα του ακούσματα. «Στις συνεντεύξεις βγάζουμε ένα συμπυκνωμένο και καλύτερο προσωπείο του εαυτού μας» λέει, «όταν ξεκίνησα να ακούω ασυνείδητα μουσική, πέντε χρονών, αφενός άκουγα ό, τι άκουγε η μητέρα μου, από Χατζιδάκι μέχρι τα κλασικά που είχε, επιλογές από πολλά πράγματα. Από την άλλη, άκουγα το καινούργιο κομμάτι του Ζορντί, είχα τρελαθεί με τον Ζορντί ως πιτσιρίκι. Μετά άκουγα όλα αυτά που ήταν τέκνο τότε, eurodance, και στην Γ-Δ δημοτικού λόγω του ξάδερφού μου άρχισα να πηγαίνω προς Nirvana. Όλες οι ιστορίες ίδια ξεκινάνε, κάποιος αρχίζει και σε τροφοδοτεί και προσπαθείς και λίγο να του μοιάσεις.
Τώρα πια ακούω κυρίως πράγματα που δεν είναι κάτι συγκεκριμένο, από noise και ambient μέχρι κλασικά παλιά, τα οποία τα ακούω με άλλο αυτί». Μου κάνει εντύπωση που δηλώνει ότι ακούει πολύ περισσότερη μουσική από όση παίζει. Οι περισσότεροι μουσικοί που συναντάω τελευταία δεν ακούνε πια μουσική. «Κάποια στιγμή πέφτει μια κουρτίνα και σταματάει το ενδιαφέρον» λέει. «Εγώ το είχα πολύ άγχος αυτό το πράγμα, γιατί είναι η δουλειά μου. Δουλεύω ως session μουσικός και επειδή όλοι εμείς μεγαλώσαμε σε μία γενιά που πολύ συχνά συναντούσες αυτούς που έλεγες ‘πάλιουρες’ και σου έλεγαν ‘άσε μωρέ, τι να μας πουν αυτοί, όταν υπάρχουν οι Deep Purple και το Made in Japan’. Ένας λόγος που προσπαθώ να μένω ενημερωμένος είναι αυτός, για να μην γίνω κι εγώ ‘πάλιουρας’ και να μην καταλαβαίνω το καινούργιο».
Ο Σεραφείμ ζει αποκλειστικά από τη μουσική. «Ασχολούμαι μόνο με τη μουσική από τα 23 μου και ζω μόνο από αυτή» λέει. «Με τα πάνω και τα κάτω, όπως όλες οι δουλειές. Η μουσική είναι όλη μου η ζωή». Εκτός από την πλήρη ενασχόλησή του με τους Night Knight και τους Planet o Zeus, συνεργάζεται με τη Δήμητρα Γαλάνη και με τη Monika. «Η αφοσίωση στους Planet είναι full time» εξηγεί, «γιατί δεν είναι αυτοί που ήταν πριν από 5-6 χρόνια. Έχουν πολύ πραγματικές απαιτήσεις, 90 μέρες το χρόνο λείπουμε κι απλά πρέπει να μην κάθομαι ποτέ. Μόλις γυρίσω από το tour με τους Planet, μπαίνω στο στούντιο με τους Night Knight και ετοιμάζουμε πράγματα και, στην τελική, το να είσαι τόσο δραστήριος σε κάπως στον ίσιο δρόμο». Μιλάει αργά, χρησιμοποιεί προσεκτικά τις λέξεις και έχει έναν λόγο πολύ ωραία δομημένο.
Το God is a Motherfucker είναι ένας δίσκος «no bullshit». Έτσι τον ονομάζει. «Είναι ένα ταξίδι σε πολύ κλασικά ακούσματα, σε πολύ γνώριμους ήχους. Σε έναν τρόπο songwriting που πάει να ψιλοχαθεί. Για μια συγκεκριμένη γενιά το ροκ έχει καταντήσει να σημαίνει κάτι που είναι στα όρια της κλασικής μουσικής, λόγω παράδοσης. Με τόσο σαφή κώδικα, δύσκολα θα βγει κάτι ρηξικέλευθο και νέο. Το ταξίδι από τον Little Richard μέχρι τους Radiohead μπορεί να το μπολιάσει μια σημερινή μπάντα με έναν δικό της τρόπο και να πλασάρει την αισθητική της, δεν γίνεται να τα αλλάξει όλα».
Τον ρωτάω αν μπορεί να ζήσει μόνο από τη μουσική κάποιος στην Ελλάδα του 2016. «Δεν υπάρχει καμία ελπίδα λέει, «ο μόνος τρόπος είναι να κινείται σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τη μουσική, να μπορεί να συντηρείται από δραστηριότητες που είναι κοντά σε αυτή, μέχρι να περάσουν τα χρόνια, να χτίσει το κοινό του και να μπορεί να ζήσει από τη μουσική του. Μέχρι τα τελευταία δύο χρόνια που οι Planet of Zeus έχουν κάποιες σοβαρές οικονομικές απολαβές ήμουν on hire drummer, εξακολουθώ να είμαι στην όλη μπίζνα της μουσικής, άσχετα αν ήμουν πολύ τυχερός από επιλογές. Τα 120 live το χρόνο δίπλα σε δημιουργούς όπως η Γαλάνη μου πρόσφεραν ένα πολύ ασφαλές περιβάλλον και την ευκαιρία να εξελίξω το drumming μου. Και με συνέπεια έκανα κάτι που ήθελα βάζοντας τη δικιά μου σφραγίδα. Η παλιά γενιά session μουσικών έχει πεθάνει. Καλό είναι όταν αναλαμβάνεις μια δουλειά τέτοιου είδους να προσπαθήσεις να αλλάξεις αυτό που σε ενοχλούσε τόσα χρόνια, να βάλεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και να μην το παίζεις safe. Ούτε να σνομπάρεις αυτόν που σε πληρώνει. Είναι σαν να είσαι αρχιτέκτονας και να σου πει μια τύπισσα ‘έλα φτιάξε μου ένα σπίτι’. Δικό της είναι το σπίτι, εκείνη θα ζήσει μέσα σε αυτό και όταν σου λέει πάνω κάτω τι θέλει εσύ δεν μπορείς να κάνεις το δικό σου. Βάζεις τη δικιά σου πινελιά, αλλά πρέπει να κάνεις αυτό που σου ζητάει. Αυτό είναι το νόημα, όχι απλά να πάρεις τα λεφτά και να την κάνεις. Αλλιώς κάνε άλλη δουλειά. Αυτό δεν υπήρχε γα πολλά χρόνια. Τα γνωστά ‘μαύρα πουκάμισα’, οι μουσικοί πίσω από τους γνωστούς τραγουδιστές, δεν ασχολιόντουσαν καθόλου με τη μουσική πέρα από τη δουλειά και ας έβγαλαν εκατομμύρια από αυτή. Και ταυτόχρονα τον άνθρωπο που τους έδινε δουλειά τον αντιμετώπιζαν ειρωνικά, ‘έλα μωρέ, αυτός δεν ξέρει’. Για αυτό και κανείς από αυτούς δεν έκανε καριέρα μόνος του. Το πιο κλασικό είναι να ρίχνεις την ευθύνη στον τραγουδιστή».
«Έχεις ακούσει κάποιο σχόλιο για τις διαφορετικές επιλογές σου;». «Το κακό είναι ότι ακούς από το σινάφι σχόλια» λέει. «Στα λένε την πρώτη χρονιά, στα λένε τη δεύτερη, όταν όμως μετά από δέκα χρόνια βλέπουν ότι με όποιο outlet και να ανέβεις πάνω στο σανίδι εσύ θα κάνεις ό, τι μπορείς γιατί είσαι σώμα πια, βαριούνται. Πλέον ξέρουν ότι είτε παίζω με τους Planet είτε με την Γαλάνη, πάντοτε δίνω το 90-100%. Κάποια στιγμή σταματάνε να σου προσάπτουν διάφορα. Τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με ιδανικά και τέχνη είναι εύκολο να τα κατηγορήσει ο άλλος από την ευκολία του καναπέ του. Το ότι για μένα αυτό είναι δουλειά, επειδή πολλοί έχουμε δώσει υποκειμενικότητα στην τέχνη και τη δημοσιογραφία, είναι το πιο ωραίο στοιχείο. Είμαι επαγγελματίας, δεν είναι προσβολή. Στην Ελλάδα υπάρχει υπερπληθυσμός ανθρώπων που ασκούν κριτική, ενώ δεν υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν. Κι αν κάνουν κάτι χάλια, να δοκιμάσουν κάτι άλλο. Προτιμούν να υπεραναλύουν, παρά να κάνουν πράγματα. Εγώ προτιμάω τους ανθρώπους που κάνουν πράγματα, καλά ή κακά, γιατί ακόμα και κακά να τα κάνουν, αποτυγχάνοντας πέντε φορές, κάποια στιγμή θα δώσουν το καλό».
«Σε αυτόν τον δίσκο είχα ανάγκη να είμαι ειλικρινής. Επειδή δεν είμαι τραγουδιστής, ήθελα τουλάχιστον να μπορώ σε επίπεδο αλήθειας και ερμηνείας να το στηρίξω. Αποφάσισα ότι ο μόνος τρόπος για να δώσω μια προσωπική σφραγίδα στο τραγούδισμα είναι να λέω αλήθεια. Ήταν και λίγο ‘τέχνασμα’ αυτό. Όσο συναισθηματικός άνθρωπος είμαι, άλλο τόσο είμαι και λογικός. Δηλαδή, τα μισά πράγματα που δοκίμασα σε αυτόν τον δίσκο έκρυβαν ένα τέχνασμα με την έννοια της άσκησης, γιατί εμένα μου αρέσει αυτό. Είναι σαν να λύνεις έναν ωραίο γρίφο».
Υπάρχουν πάρα πολλά ελληνικά πράγματα στη μουσική που μου αρέσουν. Η τελευταία μπάντα που έχω πάθει τρομακτική πλάκα είναι οι Γιαν Βαν. Ακούω πολλές ελληνικές κυκλοφορίες που λέω ‘τι ωραίος ήχος, τι ωραία τραγούδια’, αλλά οι μισές από αυτές θα μείνουν για αυτούς που τις φτιάχνουν, στο υπνοδωμάτιό τους, γιατί το κάνουν για χόμπι. Δεν θα βγουν για live, δεν θα το επικοινωνήσουν, κι αυτό έχει αρχίσει να με εκνευρίζει πάρα πολύ. Να τον βράσω τον δίσκο, άμα δεν τον βγάλεις προς τα έξω».
Σχολιάζουμε το πόσο δύσκολο είναι να βγει πια ένας καλός mainstream δίσκος, όταν αυτό θα έπρεπε να είναι ο κανόνας. «Το ελληνικό mainstream είναι κάτι που αγαπάω» λέει, «και μου την σπάει που όταν θεωρείται κάτι ποπ πρέπει να είναι και φτηνό. Όταν ακούς Chaka Chan το Ain’t Nobody και χορεύεις, σου φαίνεται φτηνό; Τι κομπλεξισμός είναι αυτός και τι σοβαροφάνεια, δεν κατάλαβα γιατί δεν μπορεί να είναι καλό το mainstream. Το mainstream είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορείς να κάνεις. Από την άλλη, συγχωρώ να είναι κάτι πραγματικά underground. Στην Ελλάδα έχουμε το τρομερό φαινόμενο να μην κάνουν κάτι πραγματικά ακραίο αλλά να θεωρούν ότι είναι εκτός νόρμας. Αυτό μου την σπάει. Αν θες να είσαι εκτός νόρμας και θες να σε ακούνε σε μουσεία και να παίζεις σε ένα περιορισμένο κοινό που θα καταλαβαίνει τι κάνεις, κάνε κάτι πραγματικά ακραίο, μην κάνεις ημίμετρα και μου λες ‘δεν είμαι ποπ, δεν είμαι mainstream, δεν είμαι ροκ, είμαι post punk με επιρροές από noise’».
Στην Απόλλωνος έχει πέσει το σκοτάδι και βγαίνει να φωτογραφηθεί ως Ιππότης της Νύχτας. Μας λέει για το live που ετοιμάζει στο An Club απόψε το βράδυ και για την απίθανη περιοδεία που έκαναν με τους Planet of Zeus, μαζί με τους Clutch. «Μας πήραν με αμοιβή, όταν τα support σε αυτές τις περιοδείες πληρώνουν για να παίξουν. Εδώ δεν έγινε ούτε μία αναφορά σε mainstream μέσο. Και όχι μόνο επειδή το αξίζουμε, αλλά επειδή είμαστε ένα γκρουπ που 3.000 άτομα γεμίζουν τις συναυλίες μας στην Ιερά Οδό. Και τώρα μας παίρνουν τηλέφωνο από μεγάλες εταιρίες να παίξουμε σε live, με κάτι τεράστια ποσά, αλλά δεν θέλουμε. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Είμαστε η πιο αυτοδημιούργητη μπάντα των τελευταίων 20 χρόνων στην Ελλάδα, γιατί να το κάνουμε; Τόσα χρόνια που τους χρειαζόμασταν όλους, δεν τους ενδιαφέραμε…».
Τον Σεραφείμ συνοδεύουν στους Night Knight ο μπασίστας Στέλιος Προβής των Planet Of Zeus, ο ντράμερ Μανώλης Γιαννίκος από τους Whereswilder και ο κιθαρίστας Μηνάς Λιάκος από τους Fingers Crossed. Το άλμπουμ God is a motherfucker κυκλοφορεί από την Inner Ear.
Την Πέμπτη 10.3 οι Night Knight παίζουν στο An Club μαζί με τους Tango With Lions. Είσοδος: 8 ευρώ.
σχόλια