Τι ήταν η «Αυριανή»; Ο θάνατος του εκδότη Γιώργου Κουρή ξαναφέρνει στην επιφάνεια τα ερωτήματα που μας στοιχειώνουν εδώ και δεκαετίες. Τι ήταν αυτή η εφημερίδα που κατάφερε να γίνει κοινωνικό γεγονός της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, σύμβολο μιας «παραταξιακής συνείδησης» και σύμπτωμα ενός ορισμένου ύφους;
Η «Αυριανή» και ο αυριανισμός έγιναν λήμμα στο Μεγάλο Λεξικό της Δεκαετίας του '80, αντικείμενο για διατριβές και πανεπιστημιακές έρευνες, όρος της πολιτικο-δημοσιογραφικής πολεμικής. Κάθε άρθρο που θέλει να μιλήσει για τον λαϊκισμό στη Μεταπολίτευση ή για τις μεταβολές του ΠΑΣΟΚ ως ηγεμονικού κόμματος της αντι-δεξιάς συνομίλησε και συνομιλεί με όσα έγραψε ο Κουρής και η «Αυριανή».
Πολλές φορές ξεχνάμε ότι η «Αυριανή» συνάντησε και συγχρόνως έπλασε μια συγκεκριμένη λαϊκότητα. Διεκδίκησε, για πρώτη φορά με τόσο επιθετικά καθαρούς όρους, να εκφράσει την αντίθεση του λαού της «δημοκρατικής παράταξης» εναντίον των ελίτ, των παραδοσιακών ελίτ της δεξιάς.
Στις γραφές της, οι ηλικιωμένοι της δεκαετίας του '80 (πολλοί εκ των οποίων ήταν εαμογενείς αριστεροί) αναγνώρισαν αυτό που περίπου διάβαζαν και στις προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη: την επίθεση στα μεγάλα ονόματα του κατεστημένου, το «ξεδόντιασμα» του Καραμανλή ή των εκδοτών της κεντροδεξιάς, τον αντιαμερικανισμό, τον μικροαστικό αντιελιτισμό.
Ακόμα και η επίθεση στον Μάνο Χατζιδάκι δεν ήταν απλώς παιχνίδι με την ομοφοβία (όπως θα λέγαμε σήμερα) και προέκταση της λαϊκής καζούρας στις «συκιές» (ενός υπαρκτού φαινομένου ιδίως στην επαρχιακή Ελλάδα) αλλά απελευθέρωνε τη βασική ορμή του αυριανισμού: την αντιπάθεια στις αστικές ελίτ και στους αστούς διανοούμενους.
Η «Αυριανή» ήταν συγχρόνως απέχθεια για τον Λεωνίδα Κύρκο ως «αστό» αριστερό και περιφρόνηση για τον Χατζιδάκι ως «αστό» φιλελεύθερο. Ο κόσμος της, αυτός που την κατανάλωνε κι εκείνη τον αντάμειβε με τον δικό της λυρισμό, ήταν οι ειδωλολάτρες του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά όχι μόνον αυτοί: ήταν μια εκδοχή του λαού της αντιδεξιάς. Όχι της αντιδεξιάς ως πολιτικής μνήμης και ευαισθησίας μα περισσότερο της αντιδεξιάς των αλογόκριτων συναισθημάτων και του ωμού πάθους.
Όπως συνέβη και μετά τη δικτατορία, όταν η «Αυριανή» παρήκμασε και οι κώδικές της μεταλαμπαδεύτηκαν σε δεκάδες ιστοσελίδες, μπλογκ και λαθρόβια έντυπα, πολλοί από τους πρώην αναγνώστες της έκαναν πως δεν την ήξεραν. Και όποτε θυμούνταν την «Αυριανή», έκρυβαν το γεγονός πως στις σελίδες της δεν εκφράστηκε ένα περιθώριο, ένα lunatic fringe, όπως λένε στην Αμερική.
Αντιθέτως: η «Αυριανή» υπήρξε κατά βάση ένας λαϊκισμός του Κέντρου, μιας ορισμένης κεντροαριστερής, αντιδεξιάς Ελλάδας. Τα άρθρα της ήταν πολύ-πολύ κοντά στην προφορική μιλιά του μπάρμπα που συναντούσες στο καφενείο του Καρλοβάσου, αυτού που μνημόνευε τον φόβο του χωροφύλακα της δεξιάς, τα ΚΑΠΗ του Ανδρέα, τους Εβραίους ή τους Αμερικανούς.
Όχι της αντιδεξιάς ως πολιτικής μνήμης και ευαισθησίας μα περισσότερο της αντιδεξιάς των αλογόκριτων συναισθημάτων και του ωμού πάθους.
Μας ενοχλεί, φυσικά, να σκεφτόμαστε την «Αυριανή» και τον αυριανισμό (της πρώτης και βασικής περιόδου) ως στυλοβάτη μιας λαϊκής και συναισθηματικής κεντροαριστεράς. Μας βολεύει να πιστεύουμε πως ήταν κάποιο άκρο, ένας προσωπικός τυχοδιωκτισμός ή μια σκοτεινή ιστορία ενός ατίθασου Κεφαλονίτη που πέθανε τώρα.
Κακά τα ψέματα όμως. Η «Αυριανή» ήταν ελληνικός κεντρο-σοσιαλισμός στην πρώτη εκδοχή ενός «εμείς ή αυτοί». Εκεί υψώθηκαν τα οκτάστηλα για τον προδότη, τον νενέκο, τον δωσίλογο.
Εκεί συνδέθηκαν οι σεξουαλικές, πολιτικές και «τοκογλυφικές» ενοχές των ελίτ, των καθηγητάδων, των «κουλτουριαρέων» κ.λπ. Εκεί ενώθηκε η αντίθεση στους ξένους πάτρωνες με την κατοπινή περιφρόνηση στους «ξυπόλυτους Αλβανούς». Ήταν ήδη μια Αγανάκτηση ‒ μόνο που τότε το στήριγμα και σημείο αναφοράς ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα.
Γι' αυτό και δικαίως το έργο του Κουρή ξεχώρισε ως το καταραμένο αριστούργημα της Μεταπολίτευσης. Μία από τις πίσω σελίδες της Μεταπολίτευσης που, ωστόσο, έφτιαξε πολλά από τα πρωτοσέλιδα αυτής της εποχής.
Δεν επινόησε απλώς έναν τρόπο γραφής παράλληλο με τη μεταμοντέρνα νέα δημοσιογραφία της πρωτοπρόσωπης «μπρούτας» έκφρασης: επινόησε και έναν νέο τύπο επιθετικής αμορφωσιάς, μια νέα εκδοχή του δημοκράτη. Το '65 ο δημοκράτης αντιδεξιός ήθελε να διαβάζει Παλαιολόγο. Το '85 πήγε προς τον Κυριάκο Διακογιάννη και τον Κουρή.
Στην αποτίμηση του φαινομένου πρέπει όμως να πάρουμε υπόψη τις αντιφάσεις του μεταπολιτευτικού εκδημοκρατισμού. Η «Αυριανή» δεν ήταν όλη η λαϊκότητα, ούτε όλο το ΠΑΣΟΚ, ούτε όλες οι κακοδαιμονίες και στρεβλώσεις της ελληνικής εκδοχής μαζικής δημοκρατίας.
Πολλοί αντιστάθηκαν στην ισχύ της, δεν την κολάκευσαν, δεν τη φοβήθηκαν. Εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες (γιατί τη δεκαετία του '80 τα τιράζ ήταν τέτοια) δεν την αγόρασαν και την προσπέρασαν. Χιλιάδες δημοκρατικοί πολίτες απέρριψαν το στυλ και το θράσος της.
Τέλος, ο αυριανισμός δεν ήταν κάθε έκφραση του κιτς, της πολιτικής φτήνιας ή της μαζικής υστερίας στην Ελλάδα του '80 και του '90. Ήταν όμως μια ιστορία επιτυχίας και ηθικής διάβρωσης συγχρόνως. Το μεγάλο εφέ αυτού που αργότερα ονομάστηκε εθνικολαϊκισμός, μα στάθηκε κάτι πολύ περισσότερο: μια ορισμένη ιδέα και εικόνα της ελληνικής ζωής και πολιτικής.
Δημοσιογραφικά και πολιτικά η μαθητεία στον αυριανισμό δεν έχει ξεπεραστεί. Και η ίδια η εφημερίδα έπεσε όχι μόνο για επιχειρηματικούς και οικονομικούς λόγους αλλά γιατί το παράδειγμα απλώθηκε κι έχασε τη μοναδικότητά του. Τώρα, μάλιστα, όλες σχεδόν οι πολιτικές οικογένειες, εκτός του ΚΚΕ, έχουν τις «αυριανικές» τους παραφυάδες και τους αντίστοιχους δημοσιογραφικούς και πολιτικούς θύλακες.
Όσο η πολιτική μας κουλτούρα και πολλές από τις δημοσιογραφικές πρακτικές θα υποκλίνονται στο κραυγαλέο, τόσο θα παραμένει απέθαντη. Παρά τον θάνατο του ιδρυτή και πατριάρχη.