Το έργο του ζωγράφου τον οποίο ο Πάμπλο Πικάσο αποκαλούσε «πατέρα» κι έγινε γνωστός με το όνομα Ελ Γκρέκο έμελλε να μείνει στην αφάνεια για τρεις αιώνες. Ο Θεοτοκόπουλος θα ανακαλυφθεί στις αρχές του εικοστού αιώνα από τους ιστορικούς της τέχνης -που τον θεώρησαν πρόδρομο του εξπρεσιονισμού- αλλά πρωτίστως από τους ζωγράφους, που έσπευσαν να υιοθετήσουν χαρακτηριστικά της τέχνης του –με τον Σεζάν, που γοητεύθηκε από τις επιμήκεις μορφές του, να προηγείται. Αργότερα θα ακολουθήσει ο Πικάσο και στη συνέχεια ο Τζάκσον Πόλοκ, ενώ η προσωπικότητα του ζωγράφου θα εμπνεύσει και λογοτέχνες όπως ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε το 1541 στον Χάνδακα της Κρήτης, το σημερινό Ηράκλειο. Γόνος αστικής οικογένειας, με πατέρα που εργαζόταν ως φοροσυλλέκτης για τη Δημοκρατία της Βενετίας, επαρχία της οποίας ήταν τότε η Κρήτη, έλαβε κλασική μόρφωση και ταυτόχρονα έκανε μαθήματα αγιογραφίας, έχοντας δάσκαλο τον Γεώργιο Κλόντζα –κατά άλλους μελετητές τον Μιχαήλ Δαμασκηνό ή τον Θεοφάνη. Σε ηλικία 26 ετών, όντας ήδη εξοικειωμένος τόσο με τη βυζαντινή όσο και με την αναγεννησιακή τέχνη, αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στη Βενετία, η οποία ήταν καλλιτεχνικό κέντρο της εποχής. Θα ζήσει στην πόλη για τρία χρόνια και το 1568 θα γίνει μαθητής του Τιτσιάνο. Αν και δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος, ωστόσο φαίνεται ότι κατά την παραμονή του στην Γαληνοτάτη ασπάστηκε τον Καθολικισμό, ώστε να μπορεί να εργαστεί χωρίς να έχει προβλήματα με την Ιερά Εξέταση. Πριν φύγει από την Κρήτη ο ζωγράφος είχε παντρευτεί, η γυναίκα αυτή όμως -που δεν τον ακολούθησε για οικονομικούς λόγους- δεν αναφέρεται ποτέ ξανά, ενδεχομένως επειδή με την αλλαγή θρησκευτικού δόγματος ο γάμος τους ακυρώθηκε.
Υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του, ο Θεοτοκόπουλος θα προτείνει να καταστρέψουν την εικονογράφηση της Καπέλα Σιξτίνα, η οποία είχε θεωρηθεί τολμηρή λόγω των γυμνών της, και να την ξαναζωγραφίσει ο ίδιος, καλύτερα από τον Μιχαήλ Άγγελο. Για τον μεγάλο ζωγράφο εξάλλου πίστευε ότι «ήταν καλός άνθρωπος, αλλά δεν ήξερε να ζωγραφίζει»!
Το 1570, ίσως μετά από προτροπή του Τιτσιάνο, ο Ελ Γκρέκο, όπως τον αποκαλούν ήδη, καθώς δυσκολεύονται να προφέρουν το όνομά του, αποφασίζει να πάει στη Ρώμη αναζητώντας νέες ευκαιρίες. Ο μικρογράφος Τζούλιο Κλόβιο στέλνει στον ισχυρό και πάμπλουτο καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε μια επιστολή όπου του γράφει: «Έφθασε στη Ρώμη ένας νεαρός από το Χάνδακα, μαθητής του Τιτσιάνο, ο οποίος κατά τη γνώμη μου, είναι ξεχωριστός στη ζωγραφική, μεταξύ άλλων φιλοτέχνησε μια αυτοπροσωπογραφία που εντυπωσίασε όλους τους ζωγράφους της Ρώμης. Θα επιθυμούσα να τον θέσετε υπό την προστασία της εκλαμπρότητας και μακαριότητας σας, χωρίς άλλα έξοδα, εκτός από τη διατροφή του και ένα δωμάτιο στο Παλάτσο Φαρνέζε για λίγο καιρό, μέχρι να τακτοποιηθεί καλύτερα...». Ο καρδινάλιος θα φιλοξενήσει για δύο χρόνια τον Ελ Γκρέκο, που προσπαθεί να ξεχωρίσει σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ανταγωνιστικό –με την επίδραση του Μιχαήλ Αγγέλου, έξι χρόνια μετά το θάνατό του, να είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Επηρεασμένος από τον ιταλικό μανιερισμό δημιουργεί πολύπλοκους πίνακες με έντονα χρώματα, που ξεχωρίζουν για την λεπτομέρεια με την οποία αποδίδονται τα πρόσωπα και τα ενδύματα. Φεύγοντας από το Παλάτσο Φαρνέζε, ο ζωγράφος θα γραφτεί στην Ακαδημία του Ευαγγελιστή Λουκά, μια συντεχνία ζωγράφων, και θα ανοίξει το δικό του εργαστήριο. Οι σχέσεις του με τον Φαρνέζε έχουν ψυχρανθεί, εξαιτίας της αλαζονείας του. Υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του, ο Θεοτοκόπουλος θα προτείνει να καταστρέψουν την εικονογράφηση της Καπέλα Σιξτίνα, η οποία είχε θεωρηθεί τολμηρή λόγω των γυμνών της, και να την ξαναζωγραφίσει ο ίδιος, καλύτερα από τον Μιχαήλ Άγγελο. Για τον μεγάλο ζωγράφο εξάλλου πίστευε ότι «ήταν καλός άνθρωπος, αλλά δεν ήξερε να ζωγραφίζει»! Το κλίμα στη Ρώμη για τον «ηλίθιο ξένο», όπως τον χαρακτηρίζει ο λόγιος Πιέτρο Λιγκόριο, αρχίζει σταδιακά να βαραίνει και ο ίδιος απομονώνεται από τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Το 1577 αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Ρώμη για τη Μαδρίτη –αν και ίσως στην απόφασή του αυτή να συνετέλεσε και η επιδημία πανώλης που είχε ξεσπάσει στην πόλη ήδη από το 1575.
Φτάνοντας στη Μαδρίτη, επιδιώκει να εργαστεί στην κατασκευή του Εσκοριάλ, του συγκροτήματος που είχε οραματιστεί ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας. Ο βασιλιάς δεν εκτιμά ιδιαίτερα τη ζωγραφική του και ένα χρόνο αργότερα ο Θεοτοκόπουλος απογοητευμένος αποφασίζει να φύγει για το Τολέδο. Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό του και μέσα σε αυτά τα χρόνια η τέχνη του θα φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ζωγραφίζει σπουδαίους πίνακες εμπνευσμένους από θρησκευτικά θέματα και καταφέρνει να συνδυάσει μοναδικά τον ισπανικό μανιερισμό με τη βυζαντινή ζωγραφική. Το Τολέδο αποτελεί θρησκευτικό κέντρο της Ισπανίας και ο Ελ Γκρέκο δέχεται πολλές παραγγελίες για μεγαλόπνοα έργα από εκκλησίες και ιδρύματα της πόλης. Το 1578 θα γεννηθεί ο καρπός του έρωτά του με τη δόνα Χερόνιμα ντε λας Κουέβας, ο γιος του Χόρχε Μανουέλ. Ο Ελ Γκρέκο θα αναγνωρίσει το παιδί και το ζευγάρι θα ζήσει μαζί, χωρίς ποτέ να παντρευτεί. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος θα εργαστεί μαζί με τον γιο του, ο οποίος θα ακολουθήσει τα βήματά του.
Το 1606 ο Θεοτοκόπουλος θα αρνηθεί να πληρώσει φόρους, θεωρώντας πως ο ζωγράφος είναι ελεύθερο επάγγελμα, και θα γίνει ο πρώτος καλλιτέχνης στην Ισπανία που εξαιρείται από τη φορολογία. Ο τρόπος ζωής του συχνά σκανδαλίζει και ο Jose Martienez γράφει το 1675: «Ο Γκρέκο εισήγαγε ένα ύφος τόσο ιδιόρρυθμο, που θα έφερνε σε αμηχανία κάθε γνώστη και κριτή που επιθυμούσε να το εξηγήσει. Όταν έφθασε σε αυτήν την πόλη, τον συνόδευσε μεγάλη φήμη, σε βαθμό που όλοι να πιστεύουν πως δεν υπήρχαν στο κόσμο έργα πιο θαυμαστά από τα δικά του. Πραγματικά, μερικά έργα του είναι τόσο άξια σεβασμού, που χωρίς δυσκολία τον κατατάσσουν στους μεγάλους καλλιτέχνες. Δεν ξέρουμε αν ποτέ ζωγράφιζε με προσυμφωνημένη τιμή, γιατί έλεγε πάντα πως δεν υπήρχε ποσό αντάξιο των πινάκων του. Κέρδιζε πολλά δουκάτα, αλλά ξόδευε και πολλά για την καλοπέραση του. Συντηρούσε μάλιστα και έμμισθους μουσικούς, ώστε να απολαμβάνει καλύτερα τα γεύματα του. Απολάμβανε πάντα την εκτίμηση του κόσμου. Ήταν επίσης διάσημος αρχιτέκτονας και πολύ καλός ομιλητής. Είχε λίγους μαθητές γιατί κανείς δεν ήθελε να ακολουθήσει τους κανόνες του».
Όσο περνούν τα χρόνια, ο Θεοτοκόπουλος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον ρεαλισμό. Οι μορφές του μοιάζουν όλο και πιο ρευστές, εξαϋλωμένες, δραματικές. Εκτός από μεγάλα έργα φιλοτεχνεί και προσωπογραφίες, ενώ ζωγραφίζει «εξπρεσιονιστικά» το λατρεμένο του Τολέδο. Πεθαίνει στις 7 Απριλίου του 1614 σε ηλικία 73 ετών και θάβεται στον οικογενειακό τάφο στην εκκλησία Σάντο Ντομίνγκο ντε Αντίκγουο, κάτω από την «Προσκύνηση των ποιμένων», έργο το οποίο δούλευε μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Η απογραφή που συντάσσει ο γιος του περιλαμβάνει σχεδόν 150 ολοκληρωμένα έργα, μαζί με γύψινα προπλάσματα, σχέδια και χαρακτικά. Πίσω του θα αφήσει και μια σπουδαία βιβλιοθήκη με βιβλία στα ελληνικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά –ανάμεσά τους αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, δοκίμια ζωγραφικής, φιλοσοφίας, ιατρικής και αρχιτεκτονικής και το αγαπημένο του έργο: τα «Δέκα Βιβλία Αρχιτεκτονικής» του Βιτρούβιου, γεμάτα σημειώσεις.
Μετά το θάνατό του, εκτός από τον γιο του, δεν υπήρξαν συνεχιστές του έργου του και σταδιακά περιέπεσε στη λήθη. Ο ιδιόρρυθμος τρόπος με τον οποίο ζωγράφιζε αποδόθηκε από κάποιους σε υποτιθέμενα προβλήματα όρασης, ενώ η εκκεντρικότητά του έκανε άλλους να μιλήσουν ακόμα και για διανοητική διαταραχή. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στην αυγή του εικοστού αιώνα και στην άνθιση του εξπρεσιονισμού για να πάρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της τέχνης ο ζωγράφος που υπέγραφε τα έργα του με τη φράση «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο Κρης εποίει».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 7.4.2017