Φοιτήτρια, έμενα στα Εξάρχεια. Μετά η ζωή χώρισε τους δρόμους μας, αλλά πάντα επιστρέφω, άλλοτε για να πάθω θλίψη, άλλοτε νοσταλγία, άλλοτε για να ξανακολλήσω για λίγο, άλλοτε για να πάρω τυρόπιτα-σφολιάτα από τον Κοραή, άλλοτε τυριά κρητικά από τους «Συμπέθερους» και, σπάνια, μεταχειρισμένα βιβλία από τη Στουρνάρη.
Κάθε χρόνο και πιο μαύρα, με τα γκράφιτι να κυλούν σαν γκρίζο, υγρό κλάμα από κάθε τοίχο, τα Εξάρχεια βιώνουν την ύψιστη αισθητική κατάντια της ζωής τους, σκουπιδαριό, μια destroy όψη για την οποία δεν ευθύνεται ούτε η κρίση ούτε τα λεφτά, που δεν υπάρχουν.
Ωστόσο, η ζωή κατοικεί πάντα εκεί. Όχι! Στα Εξάρχεια δεν καίνε αυτοκίνητα, δεν χρειάζεται να κυκλοφορείς με λεμόνια για τα δακρυγόνα και δεν σε σκοτώνουν οι μπάτσοι επειδή ψωνίζεις σουβλάκι στον Καβούρα, όπως διαδίδουν ανυπόστατες αστικές φoβίες.
Μετά, ένα πιατάκι φρέσκο αυγοτάραχο. Και εδώ, τσιμπιέσαι. Απαιτείς εξηγήσεις. Ο Άγγελος το φτιάχνει μόνος του, από την μπάφα που ψαρεύει με τα χεράκια του. Ιώδιο σε έκρηξη μεγατόνων, βελούδινη σάρκα σε θαλασσινές ισορροπίες.
Η πιο ανεκτική απ' όλες τις γειτονιές, κερδίζει σε multi-ethnic χρώμα: Iνδοί, Πακιστανοί, Άραβες, Αφρικανοί, Αφγανοί, παλιοί κουκουέδες, νέοι εναλλακτικοί, βιγκανιστές ‒που είναι οι κουκουέδες του σήμερα‒, απομεινάρια αναρχικών, διανοούμενοι και φοιτητές, καθαρόαιμοι μοϊκάνες πανκ του '80 και νεο-πανκ, γκομενάκια και μούσες, μπουζούκια και ηλεκτρικές κιθάρες, ρακή και ποταμοί από μπίρα.
Αν ξεπεράσεις την προκατάληψη της προκάτ-φοιτητοτροφής, θα διαπιστώσεις πως πίσω από πόρτες που ίσως δεν τις πιάνει το μάτι σου θα δοκιμάσεις απρόσμενες γκουρμεδιές, φαγητό με σκέψη, άποψη και φιλοσοφία, γευστικούς παραδείσους που άμα ήταν σε άλλη γειτονιά, θα έσκιζαν στα πρωτοσέλιδα της εθνικής μας γαστρονομίας και θα πουλούσαν το ίδιο πιάτο, αντί για 5, 25 ευρώ.
Σαββατόβραδο, που λέτε. Με μια διάθεση για ανακάλυψη, για κάτι που να το γλεντάει, να 'χει και τίποτα τσιμπητό για τη λιγούρα του αλκοόλ.
Δέκα η ώρα και ανεβαίνουμε τα νεοκλασικά σκαλιά του Άγγελου. Ψυχή στο μαγαζί. Παλιό σπίτι, στοιχειωδώς καλλωπισμένο, σαν να πάγωσε ο χρόνος στα Εξάρχεια του '80, στα ίδια νεοκλασικά, με μια μπογιά να δίνει χρώμα στα κουφώματα, στις παλιές πόρτες, με new wave και ρεμπέτικα.
Σαν νεκρό τοπίο, πιάτα πάνω στα άδεια τραπέζια, να σκέφτεσαι ότι μάλλον είσαι στο λάθος πάρτι, στον λάθος χώρο, τη λάθος ώρα, το λάθος Σαββατοκύριακο.
Μόνο με μια αερόθερμη σόμπα να ζεσταίνει λίγο την αμήχανη ψύχρα, ο Άγγελος έρχεται στο τραπέζι. Στο «τι θα πιείτε», γρήγορο σκέφτομαι τι να πάρω για να τη βγάλω καθαρή, μην αφήσω το μυαλό μου σούπα-ένα-βράδυ-στην Κωλέττη.
Και αίφνης ο Άγγελος σου παραθέτει ποικιλίες και παραγωγούς, ρακές με ονομασία προέλευσης, τσίπουρα με χαρακτηριστικά, γνώση και άποψη ‒ ψωνίζει (πρώτο ουάου!) από το Οινότυπο, την αγαπημένη κάβα της Χ. Τρικούπη με την τεράστια ποικιλία/ενημέρωση/πάθος/ σε ό,τι ελληνικό κρασί και αλκοόλ.
Το φαγητό που φαντάζεσαι κοιτώντας το γύρω-τριγύρω, κατεψυγμένο κεφτεδάκι, προκάτ τυροκροκέτα, πλαστική πανσέτα. (Δεύτερο ουάου!)
Στο τραπέζι προσγειώνεται ένα μπολάκι με ελιές. Ελιές από σπίτι, μόνο η μαγεία της μαύρης, χοντρουλής, φρέσκιας αθηνολιάς, χωρίς αλάτι, χωρίς λάδι, ξίδια και φτιασίδια. Raw power γλυκιάς ελιάς όπως την έφτιαξε ο Θεός, όπως δεν ξέρει καν ότι υπάρχει η πρωτεύουσα.
Μετά, ένα πιατάκι φρέσκο αυγοτάραχο. Και εδώ, τσιμπιέσαι. Απαιτείς εξηγήσεις. Ο Άγγελος το φτιάχνει μόνος του, από την μπάφα που ψαρεύει με τα χεράκια του. Ιώδιο σε έκρηξη μεγατόνων, βελούδινη σάρκα σε θαλασσινές ισορροπίες.
Χόρτα καυτά, μόλις βρασμένα, ολόσωστα, ολίγον al dente. Ταραξάκο, μόλις μαζεμένο από το βουνό, από τον Άγγελο. Πικραλίδες τις λέμε στο Πήλιο. Μαζεμένες από ειδικές «λάκκες», όπως τις μαζεύουν όσοι ξέρουν, αγνές, καθαρές και όχι με μόλυβδο, από τις παρυφές των δρόμων, όπως εγκληματικά πράττουν οι ανήξεροι.
Ένα πιατάκι με λούζα από φρέσκο χοιρινό φιλέτο, ακόμη νέα, ανάμεσα στο αλλαντικό και στο φρέσκο, καλό χοιρινό. Ο Άγγελος πειραματίζεται με τον κουμπάρο κρεοπώλη στο Μενίδι, φτιάχνουν τα δικά τους αλλαντικά.
Μας φέρνει κι ένα άλλο, όνειρο: λούζα από μέσα, παστουρμάς στο γείσο των μπαχαρικών. Ξεκάθαρη η γεύση και των δύο, η παστουρμαδολούζα μαγική, όπως δεν φανταζόσουνα ότι μπορεί να υπάρχει.
Μέχρι να φτάσουμε στο ψητό, φτάνουν και τα όργανα. Μπουζούκι και κιθάρα, μικρόφωνα δεν έχει ‒ κάθε μέρα μουσική, σου λέει, κάθε μέρα κι άλλο πάρτι.
Δεν έχω συνέλθει ακόμα από τα γκουρμέ χαστούκια, με πιάνει ένας φόβος μην ψυχοπλακωθώ με τα ρεμπέτικα, που δεν είναι my cup of tea.
Και δίχως να το αντιληφθώ, το μαγαζί έχει τιγκάρει: φοιτητές, μεσόκοποι και της τρίτης ηλικίας, μια κοπελιά τρώει μόνη της, σηκώνεται, ρίχνει ένα ζεϊμπέκικο, αποχωρεί με μια καληνύχτα ‒ νεράιδα.
Μουσικοί παλιοί, παίζουν Χατζιδάκι, παίζουν ελληνικό σινεμά, παίζουν και ρεμπέτικο, ό,τι και να παίζουν ακούγεται σαν ροκ, σαν μαγεία, αυτήν τη μουσική για μια νύχτα θα την κάνεις θρησκεία σου κι ας αλλάξεις σταθμό στο ραδιόφωνο την επομένη που θα τη συναντήσουν αλλού τα αυτιά σου.
Τα τραπέζια τρώνε μετά μανίας πιατέλες με ροδέλα, τραγανό, θεϊκό τσιπς πατατάκι, και ψητή πανσέτα. Εμείς τρώμε ένα υπέροχο, σκέτο βελούδο μπιφτέκι κοτόπουλο με μπόλικη πιπεριά, όλο φρεσκάδα και αρώματα.
Και το απόλυτο: μπούτι από προβατίνα, ξεκοκαλισμένο και φιλεταρισμένο, ζουμερό, νόστιμο αληθινό κρέας, να κλαις!
Και ό,τι είχα πει ότι δεν θα ξαναφάω προβατίνα σε μαγαζί, αμάν πια, έγινε μόδα και όλοι ψωνίζουν έτοιμο το μπιφτέκι ‒ δεν λέω, ωραίο είναι, αλλά πόσο repeat πια;
Με ένα καπνιστό τυρί σκέτο βούτυρο και ένα παλαιωμένο τσίπουρο της Θεσσαλίας ακούμε την ιστορία του Άγγελου. Που έκλεισε ένα Beer Academy στην Ηλιούπολη για να ανοίξει αυτό το μαγαζί. Μπαμπάς με τρία παιδιά, σώγαμπρος, όπως λέει, στο Μενίδι, με καταγωγή από το Μαρτίνο.
Κάθε δυο και τρεις παίρνει το αυτοκίνητο και πάει αυθημερόν στο χωριό, πέφτει με το ψαροντούφεκο, μετά ανεβαίνει στο βουνό για χόρτα, σπαράγγια και ό,τι της γης, και επιστρέφει με πραμάτεια πολύτιμη για το μαγαζί.
Αν κυκλοφορούσε σε άλλους κύκλους, θα τον έλεγαν «τροφοσυλλέκτη» και άλλα τέτοια υπερφίαλα.
Ο Άγγελος αγαπάει το καλό φαγητό. Αγαπάει το ψάρεμα. Αγαπάει το βουνό. Ξέρει τη θάλασσα, ξέρει και το βουνό. Του λέμε να μας τηλεφωνήσει άμα φέρει τίποτα της προκοπής στην επόμενη ψαριά.
Σε δύο μέρες χτυπάει το τηλέφωνο, μαζί και η καρδιά μας. Δευτέρα βράδυ, το μαγαζί ακόμη άδειο, κουρδίζουν τα όργανα, τρώμε δύο διαφορετικές εκδοχές αχινού, τον ανοιχτόχρωμο και τον μαύρο.
Ζωντανά στρειδόχτενα ένα βουνό, ψωμωμένα, άγρια, αληθινά, περασμένα μισό «τσακ» από τη φωτιά, να τρομάξει η σάρκα να πάρει τη σωστή υφή.
Ένα ελληνικό χταπόδι, αυτή η ομορφιά, λευκό πιάτο, πάνω μόνο ένα πλοκάμι. Λαστιχωτό, μαστιχωτό. Φωτιά, χταπόδι, τελεία.
Στο δίπλα τραπέζι μια ανθοδέσμη κι ένα καλό, εμφιαλωμένο κρασί περιμένουν την άφιξη της κυρίας που είχε την τύχη να πέσει στον έρωτα του πιο old fashioned old Athens αστού κυρίου κι εμείς, δυο σιτεμένα κορίτσια, παρηγοριόμαστε με δυο σαργούς που μετράνε λιγότερο από δύο ώρες στη στεριά της πρωτεύουσας.
Τα στερνά άσματα της νύχτας που πάει να γίνει μέρα συνοδεύονται από χειροποίητη ελληνική σοκολάτα αμυγδάλου και ζελεδένια μπάρα μήλου, δοκιμές από τις βόλτες του Άγγελου στον χώρο της μικρής, ελληνικής, φρέσκιας παραγωγής.
Στη σάλα είναι μόνος. Στην κουζίνα έχει μόνο έναν βοηθό. Τα πιάτα του δεν ξεπερνούν τα 5 ευρώ.
Αυτά σκεφτόμουν μερικές μέρες αργότερα σε πρώτης γραμμής γαστρονομικό εστιατόριο, το οποίο διαθέτει μπριγάδες που γεμίζουν λεωφορείο και όλο τον εξοπλισμό της τελευταίας αιχμής, τρώγοντας έναν κατεψυγμένο μπακαλιάρο με γεύση χαρτιού, 35 ευρώ στο μενού.
Ο Άγγελος έχει μόνο μία σχάρα. Ανάμεσα στο sous vide και τον σπαρταριστό αχινό, συγχωρήστε με, θα προτιμήσω τον δεύτερο.
Ο Άγγελος, Ζωοδόχου Πηγής 19 & Κωλέττη, 6978 136064
σχόλια