Η Έλενα Πόκα γεννήθηκε στην Αθήνα, αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών και το 2005 αποφάσισε να φύγει για το Λονδίνο, όπου μένει μέχρι σήμερα, για να κάνει το μεταπτυχιακό της στο σύγχρονο θέατρο. Η Έλενα έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο είδος δουλειάς, τόσο εικαστικό όσο και θεατρικό, κινούμενη σε μια φόρμα ποιητική που εξελίσσεται κυρίως σε δημόσιους χώρους.
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκε στη Βηθλεέμ, προκειμένου να κάνει πραγματικότητα ένα πρωτότυπο πρότζεκτ. «Μια γυναίκα περπατάει στον δρόμο και ξαφνικά μετατρέπεται σε ελάφι. Προχωρά και τρέχει, άλλοτε ανέμελο και άλλοτε φοβισμένο, μέσα στον κόσμο. Παράλληλα, μια μικρή ομάδα άλλων περφόρμερ ακολουθεί το ελάφι και φωνάζει μέσα από μεγάφωνα λέξεις και προτάσεις από το έργο του Παλαιστίνιου ποιητή Mahmoud Darwish, "Mural". Σιγά-σιγά, η δράση δυναμώνει και πλήθος ανθρώπων ακολουθεί το ελάφι και αρχίζει να συμμετέχει στα φωνητικά μαζί με τους περφόρμερ. Ο κόσμος πλησιάζει το ελάφι, έχει διάφορες αντιδράσεις και στη συνέχεια το ελάφι μετατρέπεται σε γυναίκα και τούμπαλιν», εξηγεί. Γιατί προτίμησες την Παλαιστίνη; «Το συγκεκριμένο πρότζεκτ πραγματοποιήθηκε λόγω της πρόσκλησης που δέχθηκα από τον καλλιτέχνη Φώτη Καραγεωργίου μαζί με τον παραγωγό Πάνο Καλλιμέρη. Επίσης, έγινε σε συνεργασία με την Παλαιστινιακή Πρεσβεία στην Ελλάδα, η οποία το χρηματοδότησε, καθώς και με τη βοήθεια της παλαιστινιακής παροικίας στην Αθήνα» λέει.
«Το έργο μου έχει μια ποιητική αναφορά που τονίζει τα όρια του χρόνου, τα σύνορα που χτίζουμε επηρεασμένοι από τον φόβο καθώς και τον ορισμό της ταυτότητάς μας. Μιλάει πιο πολύ για την ομορφιά του θανάτου, αλλά και το κόστος της ζωής σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσει αρχέγονα κομμάτια της ανθρώπινης φύσης. Συγκεκριμένα, στηρίζεται στον φόβο που προκαλεί η εσωτερική ανάγκη να ορίσουμε την ταυτότητά μας, η τάση να ανήκουμε σε ένα σύνολο, η αλληλοπροστασία και, κυρίως, η αντίσταση που επιδεικνύουμε στο να αποκαλύπτουμε την αληθινή μας φύση. που σταματάει την κανονικότητα και προκαλεί», υποστηρίζει.
Το κοινό αντέδρασε με ενθουσιασμό και έγινε κυριολεκτικά ένα με τη δράση. Κάποιοι τρόμαξαν αρκετά, άλλοι γελούσαν, πολλοί κατέγραφαν τη δράση, όμως όλοι καταλάβαιναν σταδιακά ότι αυτό που γινόταν μπροστά τους, ενώ φαινόταν τελείως τρελό, είχε κάποιο λόγο ύπαρξης. Είχε κάτι να πει και κάτι να δώσει.
Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των πολιτών σε μια πόλη όπως η Βηθλεέμ, όπου η καθημερινότητα συνεχώς διαταράσσεται; «Το κοινό αντέδρασε με ενθουσιασμό και έγινε κυριολεκτικά ένα με τη δράση. Κάποιοι τρόμαξαν αρκετά, άλλοι γελούσαν, πολλοί κατέγραφαν τη δράση, όμως όλοι καταλάβαιναν σταδιακά ότι αυτό που γινόταν μπροστά τους, ενώ φαινόταν τελείως τρελό, είχε κάποιο λόγο ύπαρξης. Είχε κάτι να πει και κάτι να δώσει. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ενήλικοι σταματούσαν τους συνοδούς μας και τους ρωτούσαν γιατί το έκανα αυτό. Ακόμα πιο ενδιαφέρον ήταν για τα παιδιά, που μαζί μ' εμένα ένιωσαν ότι τους επιτρέπεται να συμμετάσχουν σε ένα παιχνίδι, είτε για ενήλικες είτε για παιδιά, όπου τίποτα δεν είναι "καλό και κακό", καθώς και ότι όλα επιτρέπονται, χωρίς να είναι επιζήμια για κάποιον. Ήταν συγκινητικό να βλέπω παιδιά, δειλά-δειλά, να γίνονται ένα με τη δράση, να αντιγράφουν την κίνησή μου και τα λόγια των περφόρμερ και να αντιδρούν στις κινήσεις μου. Ο κεντρικός δρόμος με τα αυτοκίνητα μπλόκαρε, οι άνθρωποι έβγαιναν έξω να δουν τι συμβαίνει και ακολουθούσαν τη δράση για λίγο, τη συζητούσαν και στη συνέχεια έφευγαν. Θυμάμαι μόνο έναν απ' όλη τη διάρκεια του πρότζεκτ που σχεδόν πέρασε ξυστά με το αυτοκίνητό του από δίπλα μου, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του κοινού. Ενώ όλοι θαύμαζαν και απολάμβαναν αυτή την εναλλαγή ανθρώπου-ελαφιού που συνέβαινε μπροστά τους και ήμουν απόλυτα εκτεθειμένη, χωρίς καμιά άμυνα, ένιωθα πόσο τρομακτική ήμουν ταυτόχρονα για το κοινό κάθε φορά που τους πλησίαζα και όλοι έτρεχαν μακριά, φωνάζοντας. Ήταν ένα συναίσθημα φόβου και σεβασμού μαζί» απαντά. «Προσωπικά, θεωρώ ότι το όλο έργο, έτσι όπως το εξέλαβα, διαδραστικά, μέσα από το κοινό, ήταν μια δημόσια τελετουργία που μιλάει για την ομορφιά του θανάτου και το κόστος της ζωής, αντανακλώντας ποιητικά σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης» προσθέτει.
Η επιλογή του ελαφιού για την Έλενα δεν προέκυψε τυχαία. «Το ελάφι φέρνει πάντα την ίδια σκηνή στο μυαλό μου, όταν στη ζούγκλα τα λιοντάρια κατασπαράζουν αυτό το υπέροχο και τόσο όμορφο ζώο. Είναι μια βαθιά ποιητική και απόλυτα μοιραία σκηνή που όλοι την παρακολουθούμε χωρίς να παίρνουμε θέση» λέει.
Η καλή υποδοχή από το κοινό, αλλά και το γεγονός ότι πολλοί την προέτρεψαν να επιστρέψει, αποτελούν για την Έλενα τις ιδανικές αφορμές ώστε να προγραμματίσει τον σχεδιασμό του πρότζεκτ στο Ισραήλ αλλά και στην Παλαιστίνη, που αυτήν τη φορά θα αφορά μια πιο δουλεμένη εκδοχή του έργου.
Παράλληλα, αυτές τις μέρες μελετά την ελληνική μυθολογία, συγκεκριμένα την απασχολεί ο μύθος της Περσεφόνης. «Η Περσεφόνη ζει μεταξύ της ζωής και του θανάτου, έρχεται και φεύγει από αυτό τον κόσμο και ό,τι βλέπει, το παρακολουθεί χωρίς καμιά προκατάληψη, ρατσισμό, διάκριση ή συμφέρον. Κατοικεί στην αιωνιότητα και ταυτόχρονα στον χρόνο και είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορώ να επεξεργάζομαι τις ζωές μας, τον τρόπο που λειτουργούμε, που αναπτύσσουμε τη γνώση και τον πολιτισμό καθώς και την εξέλιξή μας» καταλήγει.