Η Ορέστεια του Αισχύλου αποτελεί τη μοναδική τριλογία αρχαίου δράματος που έχει σωθεί πλήρης και αποτελείται από τα έργα Αγαμέμνονας, Χοηφόρες, Ευμενίδες. Σε λίγες ημέρες ανεβαίνει στην Επίδαυρο σε μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, υποστηριγμένη από 12 ηθοποιούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων γνωστοί πρωταγωνιστές, όπως ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που έχει αναλάβει τον ρόλο του Ορέστη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που υποδύεται την Κλυταιμνήστρα, ο Νίκος Κουρής στον ρόλο του Αγαμέμνονα, η Στεφανία Γουλιώτη στον ρόλο της Ηλέκτρας, ο Νίκος Ψαρράς, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, η Άλκηστις Πουλοπούλου, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, ο Πολύδωρος Βογιατζής, η Σύρμω Κεκέ, η Χριστίνα Μαξούρη και ο Δημήτρης Παπανικολάου. Όλοι τους κρατούν από δύο ρόλους και συμμετέχουν και στον Χορό.
Βρεθήκαμε σε μία από τις τελευταίες πρόβες του θιάσου, λίγο πριν μεταφερθούν και ξεκινήσουν τις δοκιμές τους στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Το σκηνικό παραπέμπει στη δεκαετία του ’40, και ίσως εν μέρει, ως ατμόσφαιρα, στον Θίασο του Αγγελόπουλου. Αστικό σαλόνι, δεξιά-αριστερά έπιπλα εποχής τοποθετημένα σε νησίδες ξύλινου παρκέ, δίπλα στις οποίες έχουν φυτρώσει αγριόχορτα, και στο βάθος μια μεγάλων διαστάσεων ντουλάπα που παίζει καθοριστικό ρόλο στη δραματουργία της παράστασης. Από κει μέσα θα ξεπεταχτούν όλα όσα θίγουν τις σχέσεις των χαρακτήρων στο κορυφαίο αυτό έργο της αρχαίας γραμματείας. Ένα έπιπλο πικάπ συμπληρώνει τη σκηνογραφία και χρησιμοποιείται στην παράσταση. Πλησιάζω τη σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη, η οποία βρίσκεται σε μεγάλη πίεση, ελέγχοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες, και μου εξηγεί: «Η παραδοξότητα του σκηνικού είναι αυτή η μεταφορά του εσωτερικού χώρου στον ανοιχτό χώρο της Επιδαύρου. Δηλαδή, είναι το εσωτερικό μιας μεγάλης αστικής λέσχης που είναι υπό καταστροφή. Γι’ αυτό βλέπουμε τα ψήγματα από το δάπεδο, το ψαροκόκαλο που θα βγαίνει μέσα από το χώμα της Επιδαύρου. Στο βάθος βρίσκεται η παράξενη ντουλάπα που παίζει τον ρόλο του χρονοντούλαπου. Μέσα από αυτό το χρονοντούλαπο, ή το μαγικό κουτί, συμβαίνουν ή αλλάζουν οι εποχές. Ξεκινάμε από την εποχή Α και φτάνουμε στο τώρα και στο μετά».
Η εμφανής αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας να αναγνωρίσουν την άποψη του "άλλου", πόσο μάλλον να συνεννοηθούν επί του πρακτέου πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση, αποτελούν έναν ανεστραμμένο καθρέφτη της Ορέστειας. Η τριλογία του Αισχύλου καταλήγει σε ένα ουτοπικό, αλλά αισιόδοξο τέλος, διά του οποίου εξασφαλίζεται το μέλλον μιας νέας γενιάς που θα αναγεννήσει τη χώρα, ενώ στο δυστοπικό παρόν μας η στείρα σύγκρουση μας εγκλωβίζει σε έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο που υπονομεύει το μέλλον των επερχόμενων γενεών και κατά προέκταση της ίδιας της χώρας
Να, λοιπόν, που η Ορέστεια ανεβαίνει για μία ακόμα φορά ως ένα σύγχρονο έργο που αποπειράται να διερευνήσει θέματα που ξεπερνάνε τον αρχαίο κόσμο και τους μύθους του και άπτονται απολύτως του σήμερα. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς μού σχολιάζει τις επιλογές του, αισθητικές και κοινωνικοπολιτικές: «Σε όλη μου την επαγγελματική πορεία έχω ακολουθήσει πιστά την πεποίθηση ότι τα κλασικά έργα πρέπει να συνομιλούν και να αναμετριούνται με την εποχή κατά την οποία ανεβαίνουν στη σκηνή. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ορέστεια έχει πολλά και καταλυτικά κοινά στοιχεία με τη δεκαετία ’40-’50 στην Ελλάδα: πόλεμο, εμφύλιο σπαραγμό, που δίχασε ακόμη και οικογένειες, ακραία βία, στερήσεις και κακουχίες, ατέρμονους κύκλους αίματος και, τέλος, μια αμφιλεγόμενη συμφιλίωση με ανοιχτές πληγές. Έτσι, αυτή η εποχή της σύγχρονης Ιστορίας μας διαθέτει ένα σοβαρό “στρατηγικό πλεονέκτημα”, για να αποτελέσει πεδίο αναφοράς για το έργο του Αισχύλου. Επιπλέον, όλοι οι δυνάμει θεατές της παράστασης έχουν άμεσες ή έμμεσες συναισθηματικές διασυνδέσεις με αυτή την εποχή, άρα είναι σχεδόν αδιαμεσολάβητη η αποτελεσματικότητα του παραλληλισμού. Φυσικά, η όψη, η αισθητική και τα μουσικά ακούσματα της δεκαετίας του ’40 ακολουθούν την ιστορική διάσταση της μεταφοράς. Υπάρχει, όμως, και μiα άλλη, σημαντικότατη διάσταση, στο άνοιγμα της παράστασης προς τη διαχρονικότητα. Ένα τρίτο χρονικό επίπεδο προκύπτει αβίαστα κατά την παρακολούθηση της παράστασης, μια ανακάλυψη που σοκάρει: ο Αισχύλος, ξαφνικά, μοιάζει να μιλάει για το σήμερα! Πώς; Η εμφανής αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας να αναγνωρίσουν την άποψη του “άλλου”, πόσο μάλλον να συνεννοηθούν επί του πρακτέου πάνω σε θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν την έξοδο από την κρίση, αποτελούν έναν ανεστραμμένο καθρέφτη της Ορέστειας. Η τριλογία του Αισχύλου καταλήγει σε ένα ουτοπικό, αλλά αισιόδοξο τέλος, διά του οποίου εξασφαλίζεται το μέλλον μιας νέας γενιάς που θα αναγεννήσει τη χώρα, ενώ στο δυστοπικό παρόν μας η στείρα σύγκρουση μας εγκλωβίζει σε έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο που υπονομεύει το μέλλον των επερχόμενων γενεών και κατά προέκταση της ίδιας της χώρας».
Συναντάω τον Νίκο Κουρή, που στην παράσταση του Γιάννη Κόκκου το 2001 κρατούσε τον ρόλο του Ορέστη και τώρα ερμηνεύει τον Αγαμέμνονα, ντυμένο με σύγχρονα στρατιωτικά ρούχα και ανάλογο εξοπλισμό. Αστειεύεται με ένα μαχαίρι που κρατάει και όταν του ζητάω να μου μιλήσει για το πώς βλέπει εκείνος την εποχή στην οποία τοποθετείται η παράσταση αναφέρεται αβίαστα, όπως ακριβώς θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος Έλληνας, στο βίωμα. «Σ’ αυτά τα κείμενα δεν μπορείς να κάνεις πολλές επεμβάσεις. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να ενώσεις κάποια πράγματα με τη δική σου συγκινησιακή ή εμπειρική σχέση με τη ζωή, ούτως ώστε το όλο πράγμα κάπως να ενωθεί με κάτι πιο δικό σου. Ο Αγαμέμνων είναι ένα έργο για τον πόλεμο. Αυτή η τριλογία είναι μια τριπλέτα που μιλάει για το φαύλο κύκλο του πολέμου. Από κει ξεκινάνε όλα κι εκεί τελειώνουν. Ο πόλεμος που ανοίγει ως αιμάσσουσα πληγή και δεν κλείνει όσοι φόνοι και να επακολουθήσουν, από τη στιγμή που έγινε η πρώτη κίνηση. Αλλά επειδή η Τροία είναι κάτι μυθικό, η δεκαετία του ’40 μας είναι μια οικεία και οφείλω να ομολογήσω ότι αισθάνομαι, όπως και όλοι οι ηθοποιοί, πολύ ευγνώμων που βρισκόμαστε σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σεναριακά και σκηνικά».
Ο ρόλος του Αγαμέμνονα, βέβαια, είναι ένας ρόλος που δεν θα του ανέθεταν σε μια αναμενόμενη διανομή. Θα λέγαμε ότι δεν του ταιριάζει ιδιοσυγκρασιακά. Φυσικά, παραμένει ένας σπουδαίος και τρομερά ενδιαφέρων ρόλος. Συμφωνεί και λέει: «Ο Αγαμέμνονας είναι όντως ένας ρόλος που δεν θα μου τον δίνανε κανονικά. Ο Γιάννης το σκέφτηκε μέσα σε μια ροή, γιατί δεν κάνω μόνο Αγαμέμνονα. Κάνω και την Τροφό, συμμετέχω και στον χορό στις Ευμενίδες, πράγμα πολύ δύσκολο. Είναι αυτό που απασχολεί και τη σκηνοθεσία και εμάς, πώς μπορεί όλο αυτό να παρασταθεί. Γιατί είναι άλλο να μιλάς για μια καταχθόνια δύναμη, αυτό που ονομάζει κανείς Ερινύα, κι άλλο να το βλέπεις μπροστά σου. Τώρα, όσον αφορά τον Αγαμέμνονα, στη δική μας παράσταση είναι ένας άνθρωπος κατεστραμμένος από τον πόλεμο. Δεν είναι ένας νικητής, όπως τον φανταζόμαστε, που πήρε την Τροία και γύρισε πίσω. Είναι ένα πρόσωπο τσακισμένο, ο πόλεμος ο ίδιος. Έχει αλλοιωθεί εντελώς από αυτήν τη δεκάχρονη εμπειρία. Κάτι που ενδιαφέρει πολύ και εμένα και τον Γιάννη και αποτυπώνεται στον τρόπο που δουλέψαμε και τελικά προσεγγίσαμε τον ρόλο είναι ότι δεν αποτελεί καθόλου έναν ήρωα που γυρίζει πίσω».
Του υπενθυμίζω ότι, παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να είναι φορέας αλαζονείας, αμετροεπούς εξουσίας και βίας. Απαντάει: «Υπάρχει πολλή αλαζονεία, αλλά όχι προς την κατεύθυνση την φωτεινή. Υπάρχει μια αλαζονεία που είναι μάταιη. Και υπάρχει και αυτό που έχει γίνει ο Αγαμέμνονας, που μόνο προς τον θάνατο μπορεί να πάει, γιατί δεν έχει τίποτα άλλο, έχει τελειώσει, έχει καεί, και ακολουθεί τη μοίρα. Εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι αυτό το έργο, σαν μια λούπα, άπαξ και ξεκίνησε όλο αυτό, από τη στιγμή που θυσιάστηκε η Ιφιγένεια. Μπαίνει στο παλάτι και πατάει τις πορφύρες, ενώ πέντε στίχους πιο πριν διερρήγνυε τα ιμάτιά του, λέγοντας «πώς τολμάς να μου στρώνεις χαλιά;». Απλώς αφήνεται σε αυτό που είναι να συμβεί. Αφήνεται για τους πιο φυσικούς λόγους, ότι δηλαδή στην πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά». Συμπεραίνω ότι ο Νίκος Κουρής συναντάει τον Αγαμέμνονα μέσα από την ήττα της εξουσίας και τη συντριβή που ακολουθεί. «Ναι, αλλά είναι άκρως αλαζονική, άκρως δυναμική και άκρως άρρωστη. Αυτό είναι κάτι που το καλλιεργήσαμε, γιατί ούτε εγώ το έχω, ούτε ο Αγαμέμνονας το έχει με φανερό τρόπο. Μαζί με τον Χουβαρδά ερευνήσαμε προς αυτή την κατεύθυνση, πώς η συγκεκριμένη εξουσία μπορεί να φέρει μια αρρώστια. Συγχρόνως, ο λόγος του Αγαμέμνονα έχει και τη σωστή ρητορεία πολιτικού άνδρα, ενός άνδρα που μιλάει στους πολίτες και τους “ψήνει”. Είναι πολύ ωραία αυτά που λέει. Το θέμα είναι γιατί τα λέει, προς ποια κατεύθυνση και ποιος είναι σήμερα, έπειτα από 10 χρόνια απουσίας, έχοντας γίνει ένα με τη στάχτη». Οπότε, τον ρωτάω τι αναγωγές χρειάστηκε να κάνει ώστε να παίξει τον ρόλο. «Πάρα πολλές. Είναι μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Σχετίζονται, κυρίως, με την εμπειρία του πολέμου. Και επειδή δεν έχω ζήσει σε εποχή πολέμου, ούτε ήμουν σε στρατό, ούτε πήγα στο Βιετνάμ, με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτή η αγριότητα του πολέμου. Ο Τρωικός Πόλεμος και η Ιλιάδα, που είναι το αγαπημένο μου έργο, είναι τόσο τρομακτικά. Τη στιγμή που έχουν αυτή την τεράστια ομορφιά, φέρουν και μια τρομακτική αγριότητα. Με ενδιαφέρει πολύ αυτή η αγριότητα του πολέμου, πώς ο πόλεμος εγγράφεται στον άνθρωπο. Το ότι στον Αγαμέμνονα εκείνος κουβαλάει μια συλλογική εμπειρία. Αυτοί που τον ακούν είναι άνθρωποι που έχουν βιώσει από μακριά τον πόλεμο, με έναν άλλο τρόπο. Αλλά 10 χρόνια περιμένουν. Αυτό είναι κάτι δυσβάσταχτο».
Η Στεφανία Γουλιώτη συμμετέχει στον Χορό στον Αγαμέμνονα, είναι η Ηλέκτρα στις Χοηφόρες και η Αθηνά στις Ευμενίδες. Ως Ηλέκτρα έχει εμφανιστεί άλλες δύο φορές στην Επίδαυρο, στο ομότιτλο έργο του Σοφοκλή και στον Ορέστη του Ευριπίδη. Τη συναντάω ντυμένη και εκείνη με φουστάνι άλλης εποχή: ένα νοικοκυρεμένο παρουσιαστικό, σαν βγαλμένη από μεγαλοαστικό παρθεναγωγείο. Μου λέει: «Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι βασισμένη ολόκληρη επάνω στην ηρωίδα, ενώ εδώ το έργο επικεντρώνεται στον Ορέστη, γι’ αυτό άλλωστε λέγεται Ορέστεια. Ο ρόλος της Ηλέκτρας είναι υποστηρικτικός. Το ενδιαφέρον, όμως, στον Αισχύλο, σε αντίθεση με τον Σοφοκλή, είναι ότι, ενώ στον δεύτερο είναι μια κοπέλα που εκτονώνει την ενέργειά της, εδώ είναι πάρα πολύ προσεκτική. Ζει ένα κρυφό πένθος, αλλά είναι πολύ καταπιεσμένη, οπότε τα συναισθήματά της δεν εκφράζονται με μεγάλη ευκολία. Αυτό που κυρίως με συγκινεί στη μικρή αυτή σκηνή που έχω είναι ότι βλέπουμε τη στιγμή που γεννιούνται το μίσος και η εκδίκηση, τη στιγμή που συντελείται η μεταστροφή μέσα της, η οποία είναι μια πολύ λεπτή απόχρωση, που όμως καλούμαι να μεγεθύνω . Αυτό είναι το ενδιαφέρον για μένα, η συνειδητοποίηση».
Εν τω μεταξύ, έχοντας ανεβάσει τις Ευμενίδες σε μορφή μονολόγου, υποθέτω ότι θα έχει ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον για εκείνη το έργο. Ομολογεί ότι αυτό, όντως, ισχύει: «Η ματιά του Χουβαρδά είναι επίσης πολύ ψυχαναλυτική κι αυτό εμένα μου αρέσει και με βοηθάει. Απλώς εγώ καλούμαι να κάνω την άλλη πλευρά, που είναι η “ταραγμένη αρμονία”. Επειδή υπάρχει αρμονία κρυμμένη στον χώρο γύρω μας, θεωρώ ότι η Αθηνά εκπροσωπεί, με έναν τρόπο, αυτό το κομμάτι που έρχονται στην αρχή οι Ερινύες να ταράξουν. Αλλά η Αθηνά δεν θέλει καθόλου να ταραχτεί αυτή η αρμονία στον κόσμο και για να την κρατήσει, πρέπει να επιβάλει τον φόβο. Οπότε, με έναν παράλογο τρόπο δεν τις εξαφανίζει της Ερινύες, δεν τις μεταστρέφει, τους λέει απλώς να αλλάξουν προσωπείο, ώστε να παραμείνουν μαζί μας, ότι πρέπει ο κόσμος να φοβάται για να διατηρηθεί η αρμονία. Αυτό που με ταράζει εμένα πάρα πολύ είναι ότι αν υποθέσουμε πως η Αθηνά είναι κάτι σαν τη γνώση, η γνώση δεν είναι του ανθρώπου. Δεν είναι με το μέρος του ανθρώπου, όπως ούτε και η αρμονία. Για να εξυπηρετηθεί η αρμονία χρειάζονται πολλές παράμετροι, χρειάζεται και το σκοτάδι στον άνθρωπο. Έτσι, ενώ είναι ένας φαινομενικά βαρετός ρόλος, η Αθηνά εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ, γιατί δουλεύει πάρα πολύ υπόγεια, πολύ ύπουλα. Αν δεν φοβηθείς να έρθεις σε επαφή με αυτό, είσαι εντάξει. Ξέρεις ότι είναι εκεί και πάντα θα συνδιαλέγεσαι μαζί του. Αν αφήσεις αυτό το σκοτάδι και κάνεις ότι δεν υπάρχει, θα σε παρασύρει σε πράγματα ανεξέλεγκτα. Αλλά όταν αποφασίσεις να συνδιαλαγείς μαζί του, κάτι που είναι επώδυνο, μπορείς να συμβιώσεις με την αρμονία που προτείνει η Αθηνά». Η Γουλιώτη πώς αντιδρά στη μεταφορά της δράσης στον 20ό αιώνα; «Η αλήθεια είναι ότι η πιο πρόσφατη συναισθηματική εμπειρία και η γνώση που έχω σχετικά με τον πόλεμο είναι αυτή. Μου σηκώνεται η τρίχα, χωρίς να χρειαστεί να γίνει η οποιαδήποτε προσπάθεια. Τόσο αισθητικά, μουσικά, όσο και υποκριτικά. Γιατί πρέπει κι εμείς να ανταποκριθούμε σε αυτή την αισθητική και όχι σε μια άλλη. Έχω παίξει σε μια ταινία σχετική με τον Εμφύλιο, στη Δεμένη κόκκινη κλωστή του Χαραλάμπους, και αυτό με βοηθάει να φανταστώ καλύτερα την εποχή. Οπότε, η μεταφορά αυτή στο ’40 με εξυπηρέτησε ως προς το να φανταστώ καλύτερα και ως εκ τούτου να είμαι πιο ελεύθερη επάνω στη σκηνή, χωρίς να κάνω προσπάθεια. Μπαίνω σε έναν κόσμο που έχει πλάσει και χάνομαι. Για μένα ήταν αναγκαία αυτή η μεταφορά, για να βοηθήσουμε τη φαντασία μας να ταξιδέψει μέσα σε αυτό το έργο. Αυτή η συνθήκη που έχει βάλει ο Γιάννης σε βοηθάει πάρα πολύ να φανταστείς πράγματα που σε αφορούν, δηλαδή θέματα για τη βία, τον αποχωρισμό του ατόμου από τη μάνα, τις ενοχές και τις τύψεις που μας ακολουθούν και μας καταστρέφουν τη ζωή λίγο-λίγο, μας φθείρουν. Πρέπει να νιώθεις οικεία με αυτό για να μπορέσεις να μπεις μέσα του και να ταξιδέψεις, και νομίζω ότι αυτό το πετυχαίνει ο Γιάννης. Το σημαντικότερο για μένα δεν είναι ότι έχει φτιάξει έναν κόσμο εποχής όπου έχει μεταφέρει το έργο αλλά το ότι έχει δημιουργήσει έναν εύθραυστο κόσμο. Με αυτό τον τρόπο νιώθω ότι θα καταφέρει να κερδίσει τη ματιά του θεατή και είναι προσεχτικός ως προς αυτό. Γιατί είναι ένας κόσμος πολύ εύθραυστος, όσον αφορά την υποκριτική, τις κινήσεις μας, τα πάντα».
Info:
Γιάννης Χουβαρδάς
Ορέστεια, του Αισχύλου
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
8-9 Ιουλίου 2016
21:00
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Διασκευή, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Φωτογραφίες; Έφη Γούση
Βοηθοί σκηνοθέτη: Σύλβια Λιούλιου, Νικολέτα Φιλόσογλου
Βοηθός σκηνογράφου: Θάλεια Μέλισσα
Βοηθός παραγωγής: Αλεξάνδρα Μουζακίτη
Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διανομή
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Ορέστης)
Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κλυταιμνήστρα)
Νίκος Κουρής (Αγαμέμνων, Τροφός)
Στεφανία Γουλιώτη (Ηλέκτρα, Αθηνά)
Νίκος Ψαρράς (Απόλλων, Πυλάδης)
Άλκηστις Πουλοπούλου (Κασσάνδρα, Πυθία)
Δημήτρης Παπανικολάου (Αίγισθος)
Ιερώνυμος Καλετσάνος (Κήρυκας)
Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Φύλακας)
Σύρμω Κεκέ (Κορυφαία)
Χριστίνα Μαξούρη (Κορυφαία, Δούλα)
Πολύδωρος Βογιατζής (Κορυφαίος)