Μόλις περάσεις την είσοδο από το εργαστήρι που εργάζεται ο Σωκράτης Παπαδόπουλος στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, βρίσκεσαι σε έναν εκπληκτικό χώρο δημιουργικού χάους: Ημιτελείς κατασκευές, μοντέλα ζώων, μεγάλα σχέδια ενός γορίλα με το περίγραμμα ενός ανθρώπου να φαίνεται αμυδρά στο εσωτερικό του, ένα κεφάλι-σκελετός από αφρολέξ δίπλα σε ένα κοστούμι ανθρωποειδούς που βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας. Είναι οι κατασκευές που ετοιμάζει για την «Οπερέττα» του Νίκου Καραθάνου στο Εθνικό, «μάσκες δηλαδή και το κοστούμι του Κινγκ Κονγκ που θα φορέσει ο Άγγελος Τριανταφύλλου και θα τον κάνει να είναι δυόμιση μέτρα ύψος» μας εξηγεί. «Ξεκίνησε από ένα γλυπτό που είχα φτιάξει για να δω πώς περίπου θα έστηνα έναν γορίλα που είναι κάπου σε ένα περίεργο στάδιο της εξέλιξης. Από γορίλας γίνεται άνθρωπος σιγά-σιγά, οπότε χάνει τα ευγενή χαρακτηριστικά του. Και έχει τις δυσκολίες του, πρέπει τα χέρια να κινούνται σωστά ενώ το άνοιγμα των ώμων θα είναι διπλάσιο από το άνοιγμα ενός κανονικού ανθρώπου. Ειπώθηκε πως σήμερα ζούμε την καλύτερη φάση της ανθρωπότητας. Αυτό μάλλον είπαν και όταν ανακάλυψαν τη φωτιά μετά τον τροχό και ούτω καθ’ εξής. Η επιβίωση του ανθρώπου εξαρτάται από τη δυνατότητά του να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται. Κάπως έτσι προέκυψαν και πιθηκάνθρωποι. Σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μιας αέναης διαδικασίας. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας σημασία έχει η στόχευση. Τι πλάσμα θέλεις να είσαι, να γίνεις. Το τέλος των πραγμάτων μοιάζει να είναι σίγουρο. Μέχρι τότε τι θα κάνεις;».
Ο Σωκράτης είναι καλλιτέχνης. Εργάζεται στο καλλιτεχνικό εργαστήριο του Βασίλη Σακκή και φτιάχνουν εδώ και χρόνια «σκηνικά, γενικώς. Όχι αποκλειστικά για θέατρο, παλιά κάναμε περισσότερα θεατρικά» λέει. «Από τότε που σταμάτησε να επιχορηγείται το θέατρο έγινε πολύ πιο δύσκολο οι θεατρικές δουλειές να συντηρήσουν έναν τέτοιο όγκο χώρου. Παλιά ο Βασίλης έκανε τις ελληνικές παραγωγές του Μεγάρου Μουσικής ως επί το πλείστον, και, γενικώς, μεγάλες παραγωγές. Αυτά τώρα έχουν συρρικνωθεί πάρα πολύ, οπότε αναλαμβάνουμε οτιδήποτε άλλο μπορεί να μας συντηρεί οικονομικά: πάρτι πλουσίων, οι οποίοι ζητάνε εξεζητημένα πράγματα πολλές φορές, κατασκευές για βιτρίνες ζαχαροπλαστείων, διάφορα. Είμαι εδώ από το 2004, είμαι 42 χρονών, κι έχω κάνει διάφορες δουλειές, είχα διάφορα “αφεντικά”, αλλά η συνεργασία με τον Βασίλη είναι η καλύτερη που είχα ποτέ».
Την πιο χρήσιμη συμβουλή, την πιο χρήσιμη τεχνική, δεν ξέρεις από πού θα την πάρεις. Τα περισσότερα από τα πράγματα που έχω μάθει, μέθοδοι για να δουλεύω και να έχω αποτέλεσμα, έχουν βγει μέσα από την εμπειρία των άλλων. Όλα στην πορεία μαθαίνονται
Μας εξηγεί πόσο σημαντικό μέρος της δουλειάς του είναι να μαθαίνει από τη διαδικασία της επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, από ανθρώπους που του έδωσαν τεχνικές γνώσεις, αλλά και από όλους αυτούς που του ζητάνε να φτιάξει πράγματα. «Την πιο χρήσιμη συμβουλή, την πιο χρήσιμη τεχνική, δεν ξέρεις από πού θα την πάρεις. Τα περισσότερα από τα πράγματα που έχω μάθει, μέθοδοι για να δουλεύω και να έχω αποτέλεσμα, έχουν βγει μέσα από την εμπειρία των άλλων. Όλα στην πορεία μαθαίνονται» λέει.
Ο Σωκράτης κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη, το καταλαβαίνεις από το «άρεζε» που χρησιμοποιεί, πριν σου πει ότι μεγάλωσε στην Τούμπα. «Έδωσα στην Καλών Τεχνών, δεν με δέχτηκαν, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο» λέει. «Δεν ήθελα όμως να πάω φαντάρος, ήταν κι ευνοϊκές οι συνθήκες γιατί τα πλήρωνε η Ευρωπαϊκή Ένωση, έτσι πήγα και έκανα σπουδές έξω. Στάθηκα πολύ τυχερός, γιατί η Σχολή Καλών Τεχνών εδώ λειτουργούσε με ελάχιστες υποδομές, ενώ στο πρώην αποικιακό κράτος που πήγα, τη Μεγάλη Βρετανία, είχαν έναν σκασμό λεφτά, οπότε η σχολή είχε μέσα τα πάντα. Και πράγματα που δεν θα χρειαζόσουν ποτέ. Πήγα στο Κάρντιφ, στην Ουαλία, σε εκείνη την πόλη που γυρίστηκε το Human Traffic, πολύ ωραία σχολή και ανοιχτός κόσμος, πολύ καλοί και δεκτικοί άνθρωποι. Νηπιαγωγείο για ενήλικες ήταν οι σπουδές στην Καλών Τεχνών στη Βρετανία. Το μοναδικό πράγμα που δεν μ’ άρεσε ήταν ότι προσπαθούσαν να σε εξωθήσουν προς την αφαίρεση και την εννοιολογική τέχνη, ενώ εμένα μ’ άρεσε και η απεικόνιση. Αυτοί το θεωρούσαν πιθανότατα λίγο μπανάλ και ένα μέσο επίδειξης αν έκανες κάτι που να μοιάζει με προτομή, ή κάτι ακαδημαϊκό γερμανικού τύπου όπως σπουδάζουμε εμείς εδώ. Έλεγαν “τώρα προσπαθείς να μας δείξεις τι μπορείς να κάνεις;” Μου το έκοψαν λίγο-πολύ αυτό, αλλά το κράτησα για τον ελεύθερό μου χρόνο. Εκείνοι οι καθηγητές, όμως, είχαν το αντίθετο της έπαρσης ως καλλιτέχνες. Έβγαζαν πάντα πρόεδρο φοιτητή, σε πίεζαν να συμμετέχεις, σε πίεζαν να παρουσιάζεις δουλειά, και βοηθούσαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, ηθικό, οικονομικό, ψυχολογικό, πέρα από τις εγκαταστάσεις που τις είχαν πλήρως εξοπλισμένες. Το πιο ωραίο πράγμα που έκαναν ήταν στο τέλος του πρώτου χρόνου, που σου έλεγαν ότι είναι υποχρέωσή σου να βοηθήσεις έναν τριτοετή να ανεβάσει την τελική του παρουσίαση, οπότε μάθαινες να δουλεύεις με άλλους, μάθαινες να καταλαβαίνεις την σκέψη των άλλων. Εμένα μου άρεσε τόσο πολύ αυτό το πράγμα που ως πρωτοετής και ως δευτεροετής βοήθησα τη δουλειά ενός τριτοετούς και ως τριτοετής έκανα τη δική μου και βοήθησα και όποιον άλλον μπορούσα. Μου έμεινε κουσούρι να μου αρέσει να μπαίνω στη δουλειά των άλλων και αυτό μου φάνηκε χρήσιμο στην πορεία. Μπορεί να έρθει ένας σκηνογράφος και να έχεις καλύτερο αποτέλεσμα αν καταλάβεις λίγο-πολύ τι σκέφτεται, τι θα ήθελε να παρουσιάσει. Ήταν πολύ ωραία στη Βρετανία, από αυτή την άποψη. Μετά πήγα και στο Μπέρμινχαμ και έκανα ένα μεταπτυχιακό και χόρτασα, δεν ήθελα στα αλήθεια να το κάνω, αλλά τότε κυκλοφορούσε μία φήμη ότι τα τρία χρόνια σπουδών που σου παρέχουν στη Βρετανία εδώ δεν αναγνωρίζονται σαν ολόκληρο πτυχίο. Όταν γύρισα εδώ προσπάθησα να το αναγνωρίσω, αλλά δεν το έκαναν εύκολα, επειδή τον πολιτισμό τον ανακαλύψαμε εμείς, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια.
Με τις κατασκευές για το θέατρο ασχολήθηκα όσο ήμουν φαντάρος εξαιτίας της κυρίας Σοφίας Σπυράτου. Έκαναν κάποιες εκδηλώσεις με όπλο τον πολιτισμό, κι είχε οργανώσει μια παράσταση που οι συντελεστές είναι αποκλειστικά στρατευμένοι, όλοι γνωστά ονόματα πια στο χώρο. Φώναξαν εμένα και ένα άλλο παιδί, τον Αλέξανδρο τον Λόγγο, για να κάνουμε τις μάσκες και οτιδήποτε άλλο φροντιστηριακό χρειαζόταν, δουλέψαμε σε εκείνη την παράσταση και αυτό μας έβαλε σε έναν κόσμο. Πολύ συχνά τελειώνεις τις σπουδές σου ως καλοτεχνίτης και δεν ξέρεις πώς να το εφαρμόσεις αυτό που έμαθες ή να βιοποριστείς από αυτό. Η αγορά της τέχνης σε πλούσια και εξελιγμένα κράτη συνήθως έχει κάτι να προσφέρει στους καλλιτέχνες, γιατί από πάντα η τέχνη χρησίμευε ως ένα μέσο επίδειξης του πλούτου: Από την ευημερία της αρχαίας Αθήνας με τον Παρθενώνα, στους Μεδίκους που πλήρωναν για να έχουν τα καλύτερα, στην αστική κοινωνία της Ευρώπης από το 1850 και μετά, όταν άρχισε να “απελευθερώνεται” η τέχνη και να δίνει στον καλλιτέχνη το δικαίωμα να εκφράζεται πιο ελεύθερα, χωρίς να χρειάζεται να ικανοποιεί κάποιον άλλον. Πάντα, πάντως, χρειάζεται να ικανοποιήσεις κάποιον άλλον, γιατί ο μοναδικός τρόπος να επικοινωνήσεις την τέχνη σου είναι να γίνει κατανοητή, και γίνεται κατανοητή μόνο όταν ικανοποιεί τις αισθητικές ανάγκες κάποιου. Κάπως έτσι έμπλεξα με το θέατρο.
Με συγκινεί ο Καραθάνος, είναι γλυκός άνθρωπος, οι ηθοποιοί του είναι φίλοι του και παιδιά του και προεκτάσεις του εαυτού του και τους βάζει πολύ συχνά και πάνω από αυτόν.
Τον Νίκο Καραθάνο τον γνώρισα από την Έλλη την Παπαγεωργακοπούλου που είναι σκηνογράφος και είναι σταθερή συνεργάτης και φίλη του. Με το που ήρθα στην Αθήνα ασχολήθηκα στην αρχή με μάσκες και μετά με τα σκηνικά και γνωριστήκαμε μέσα από τη δουλειά. Είναι ιδιαίτερος και εξαιρετικός άνθρωπος ο Νίκος, αποκτήσαμε επαφή -καλλιτεχνική και μη- και υπάρχει τρόπος επικοινωνίας. Συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά στον «Βυσσινόκηπο», του φτιάξαμε ένα ελεφαντάκι και το επόμενο καλοκαίρι, στη Σαλώμη, ένα κοστούμι για τον Ηρώδη για να τον κάνουμε υπέρβαρο και παραμορφωμένο. Πέρσι με τους Όρνιθες βοήθησα με το σκηνικό και έζησα από κοντά τις πρόβες που έκαναν στο Θέατρο της Ειρήνης Παππά. Κι ενώ τον είχα γνωρίσει σαν άνθρωπο και τον είχα εκτιμήσει ιδιαίτερα, όταν τον είδα και σαν επαγγελματία καταχάρηκα που συμμετείχα σε αυτή τη διαδικασία. Οι περισσότεροι από εμάς που δουλεύαμε για το σκηνικό δεν θέλαμε να πάμε ούτε μια βόλτα, ούτε να πάμε σπίτι μας, -φεύγαμε και θέλαμε να γυρίσουμε να δούμε την ομάδα να δουλεύει. Δεν είμαι κανένας γνώστης του θεάτρου, πιο πολύ έχουμε φτιάξει σκηνικά παρά έχουμε δει παραστάσεις εδώ πέρα, αλλά του Νίκου τις έχω δει όλες από τον Βυσσινόκηπο και μετά. Πέρσι στους Όρνιθες πήγα με έναν φίλο που είχε έρθει επίσκεψη-αστραπή για δουλειά από την Αυστρία. Αυστριακός, μεγάλωσε στη Βιέννη και την ελληνική πραγματικότητα την γνώρισε τα καλοκαίρια, πολύ έξυπνος, καλλιεργημένος άνθρωπος. Μόλις τέλειωσαν οι Όρνιθες μου είπε ότι ήταν η πιο ωραία παράσταση που έχει δει ποτέ στη ζωή του. Και χάρηκα πάρα πολύ, γιατί συγκινήθηκα κι εγώ πολύ σε στιγμές. Με συγκινεί ο Καραθάνος, είναι γλυκός άνθρωπος, οι ηθοποιοί του είναι φίλοι του και παιδιά του και προεκτάσεις του εαυτού του και τους βάζει πολύ συχνά και πάνω από αυτόν. Εμένα μου δίνει ελευθερία στη δουλειά μου, προσπαθεί να μου εξηγήσει αυτό που θέλει και ταυτόχρονα προσπαθεί να δεχτεί και αυτό που εγώ θα κάνω, την δική μου αισθητική των πραγμάτων. Με χαροποιεί, με κάνει και νιώθω ασφάλεια και ηρεμία. Έλεγε στην παράσταση σε μία φάση “έχουν ανοίξει οι πόρτες, ελάτε όλοι και εσείς που θέλετε να πιάσετε το καλό και να το ξεριζώστε, ελάτε και εσείς”.
Μου αρέσει αυτό που κάνω, για επάγγελμα μ’ αρέσει πολύ. Αυτό που μου αρέσει πιο πολύ απ’ όλα, όμως, είναι να μην κάνω τίποτα. Μου αρέσουν πάρα πολύ οι αιώρες, μου αρέσει πάρα πολύ να διαβάζω βιβλία, να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσική, μ’ αρέσει ο καφές και το τσιγάρο, και μου αρέσει να φτιάχνω και πράγματα. Είναι κάτι που έτσι και αλλιώς θα το έκανα και εκτός επαγγέλματος.
Στον ελεύθερό μου χρόνο φτιάχνω δικά μου πράγματα. Όταν σπούδαζα μου άρεσε να μην ξοδεύω λεφτά σε υλικά, να παίρνω σκουπίδια, πράγματα από κάδους, να χρησιμοποιώ οτιδήποτε θεωρείται άχρηστο για να φτιάξω κάτι νέο. Όπως λέει και ο Μπομπ Μάρλεϊ “η πέτρα που αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει ο χτίστης θα καταλήξει να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος”. Έκανα τέχνη από τα σκουπίδια στη σχολή, κι εδώ πέρα σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούμε σκουπίδια για να φτιάξουμε πράγματα. Ζούμε και στην Ελλάδα που δεν έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει οικονομικά πολλά από όσα γίνονται, έτσι μ’ αρέσει να φτιάχνω πράγματα με ο,τι θα βόλευε και θα μπορούσε να ταιριάξει. Στον ελεύθερό μου χρόνο ενώ θα μου άρεσε πολύ να έχω ένα μάρμαρο και να σκαλίζω, παίρνω τις εφημερίδες και κάνω χαρτοπολτό και φτιάχνω μια βρόμικη πατίνα από πάνω του, μια επιφάνεια, κάνω κι έναν σκελετό από σύρμα και φτιάχνω ζωάκια. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα ζωάκια».
Μας δείχνει έναν ελέφαντα που έχει φτιάξει και μια καμηλοπάρδαλη και μας λέει ιστορίες. «Είναι μια ακακία στη σαβάνα που ο μοναδικός λόγος που υπάρχει είναι επειδή τρώει τους καρπούς της ο ελέφαντας. Πέρα από τα κόπρανά του που είναι η τέλεια κοπριά για το φυτό, ένα βακτήριο που έχει στο έντερό του σκοτώνει τα αυγά του σκαθαριού που τρώνε το βλαστάρι του νέου φυτού. Έτσι μπορεί να επιβιώνει τα δέντρο. Κι η καμηλοπάρδαλη είναι ένα αριστούργημα της φύσης που κάνει τον Νταλί να φαίνεται ότι δεν είχε ιδέα. Διάβασα για αυτά τα ζώα ότι δεν έχουν ουσιαστικά ανταγωνισμό στο ζωικό βασίλειο: εκεί πάνω που τρώνε δεν τρώει κανένας άλλος, αν πάει κανένα λιοντάρι να τις φάει του δίνουν μια κλωτσιά και το σακατεύουν για πάντα, οπότε είναι άνετες. Και τι κάνουν; Κάνουν σεξ! Κι επειδή τα θηλυκά εγκυμονούν 15 μήνες και καταλήγουν να είναι λίγο απόμακρες, τα αρσενικά παλεύουν μεταξύ τους, αυτό το παιχνίδι της κυριαρχίας κοπανώντας τους λαιμούς τους. Kαι αυτό το παιχνίδι, εκτός από μάχη για το ποιος θα διεκδικήσει τα θηλυκά, πολλές φορές καταλήγει σε χάδια και σε σεξουαλική πράξημεταξύ των αρσενικών. Όλη η φάση, διείσδυση, κλιμάκωση, και τι ωραία που περνάμε. Λέει ότι αυτό γίνεται σε ένα ποσοστό από 35 μέχρι 70%, τόσες καμηλοπαρδάλεις είναι γκέι, και φτάνει και μέχρι 90% σε κάποιες περιπτώσεις. Και θέλεις να πάρεις και να το τρίψεις στα μούτρα όλης της κοινωνίας αυτό το πράγμα.
Είμαι πολύ βαρετός άνθρωπος, είναι δύσκολο να κάνεις συζήτηση της προκοπής μαζί μου» μας λέει λίγο πριν φύγουμε. «Έτσι προτιμώ, μου είναι πιο εύκολο. Και νιώθω πολύ τυχερός που έρχομαι εδώ και μπορεί να περάσει μια ολόκληρη μέρα, να είμαι μαζί με άλλους, να το νιώθω, και σχεδόν να μην ανταλλάξουμε μια κουβέντα πέρα από την καλημέρα και τα λίγα πράγματα που θα πούμε πριν φύγουμε για το σπίτι μας. Και ταυτόχρονα είναι σαν να συνομιλούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Άμα δούμε κάποιον να ψάχνει κάτι, σκονισμένο και κοιτάει τριγύρω, σχεδόν καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό που ψάχνει και του λέμε “α, το πιστόλι του αέρα είναι εκεί”».