Τα πούλμαν της ερήμου
Το 1923, μία παναραβική διαδρομή που διέσχιζε τη συριακή έρημο κατέστη δυνατή χάρη στην εταιρεία ταξί και λεωφορείων δύο Νεοζηλανδών αδελφών
Lilah Khoja
Mashallah News
Η Lilah Khoja είναι ερευνήτρια και επιμελήτρια στο Syrian Memory Collective. Μετακινείται συνεχώς μεταξύ διαφόρων πόλεων.
Προτού οι αποικιοκρατικές δυνάμεις χαράξουν διαχωριστικά σύνορα στην κάποτε εδαφικά ενωμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, εφευρίσκοντας τη σύγχρονη Μέση Ανατολή, προσπάθησαν στην πραγματικότητα να συμπυκνώσουν τη γεωγραφική απόσταση μεταξύ των βασικών πόλεων της περιοχής, ξεκινώντας ευκολότερες ταξιδιωτικές διαδρομές μεταξύ Χάιφα, Βηρυτού, Δαμασκού και Βαγδάτης. Ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής, δύο αδέλφια από τη Νέα Ζηλανδία, που κανείς πια δεν θυμάται μάλλον σήμερα, εισήγαγαν μια παναραβική διαδρομή που μοιάζει αδύνατο να φανταστεί κανείς στο ταραγμένο παρόν μας.
Υπήρξε κάποτε μια εποχή που τα σύνορα μεταξύ Παλαιστίνης και Λιβάνου δεν φυλάσσονταν από ειρηνοφύλακες του ΟΗΕ, που μπορούσες να φτάσεις στη Χάιφα από τη Βηρυτό με ταξί. Υπήρξε κάποτε μια εποχή που ο δρόμος από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη δεν ήταν γεμάτος με σημεία ελέγχου, RPGs [τύπος ρουκέτας -σ.σ.] και αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Υπήρξε κάποτε μια εποχή που ένα ταξίδι από τη Χάιφα στη Βηρυτό κι από εκεί στη Δαμασκό και στη Βαγδάτη ήταν εφικτό για όποιον διέθετε τα απαραίτητα μέσα.
Όπως και τα σύνορα που θα χώριζαν τελικά αυτές τις τέσσερις πόλεις, έτσι και η διαδρομή μεταξύ τους προέκυψε από τις μηχανορραφίες των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου προέκυψε η ανάγκη για μια ταχύτερη μέθοδο μεταφοράς ανθρώπων, αγαθών και ταχυδρομείου μέσω της συριακής ερήμου. Η τότε υπάρχουσα μέθοδος - η αποστολή ταχυδρομείου και εμπορευμάτων στο Σουέζ και η θαλάσσια μετάβαση στο Παρίσι και το Ηνωμένο Βασίλειο - διαρκούσε πάρα πολύ: οι αποστολές χρειάζονταν έως και έξι εβδομάδες για να παραδοθούν, και το ταξίδι στην έρημο με καραβάνι ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο, επειδή οι καμήλες κινούνταν αργά και τα καραβάνια κινδύνευαν από επιδρομές.
Έτσι, ο Βρετανός πρόξενος στη Δαμασκό απηύθυνε έκκληση για να εξευρεθεί μία λύση στο πρόβλημα της δύσκολης διέλευσης της συριακής ερήμου με αυτοκίνητο. Η βρετανική διοίκηση γνώριζε ότι αυτό ήταν εφικτό, καθώς ο λόρδος Allenby το ειχε καταφέρει με το ιππικό του το 1919 κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ο κίνδυνος που ενείχε ένα τέτοιο ταξίδι. Οι επιδρομείς, καθώς και τα γεωγραφικά και κλιματικά εμπόδια, το καθιστούσαν εξαιρετικά επικίνδυνο.
Οι Νεοζηλανδοί αδελφοί Nairn, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στον βρετανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στη Μέση Ανατολή, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Οι δύο τους διατηρούσαν ήδη μια επιτυχημένη εταιρεία ταχυδρομείου και ταξί στη Χάιφα, η οποία ειδικευόταν σε ταξίδια από και προς τη Βηρυτό και τη Δαμασκό.
Είχαν ήδη αντιμετωπίσει δυσκολίες: ένα τμήμα οκτώ μιλίων της εθνικής οδού κατά μήκος της ακτής μεταξύ Χάιφας και Βηρυτού συχνά πλημμύριζε από την παλίρροια, κι από την άλλη οι ντόπιοι οδηγοί αμαξών είχαν δυσαρεστηθεί που οι αδελφοί Nairn τους στερούσαν τη δουλειά, και άρχισαν να ρίχνουν πέτρες και κομμάτια βράχων κατά μήκος της διαδρομής, αναγκάζοντας τους οδηγούς ταξί να σταματούν και να καθαρίζουν το δρόμο, επιβραδύνοντας την ταχύτητά τους και αυξάνοντας το χρόνο ταξιδιού τους.
Οι αδελφοί Nairn ξεκίνησαν με ένα αναγνωριστικό ταξίδι: Διέσχισαν με καραβάνι τη συριακή έρημο με μια αυτοκινητοπομπή που αποτελούνταν από μια Buick, μία Oldsmobile και μια Lancia. Το ταξίδι των 880 χιλιομέτρων διήρκεσε περίπου τρεις ημέρες. Μετά το ταξίδι, τόσο οι βρετανικές όσο και οι γαλλικές αρχές παραχώρησαν το συμβόλαιο στους αδελφούς Nairn, με τη γαλλική κυβέρνηση να παρέχει ένα ταμείο "δωροδοκίας" για την πληρωμή των διαφόρων φυλών της ερήμου ώστε να αποτραπούν οι επιδρομές. Στις 18 Οκτωβρίου 1923, η Nairn Transport Company άνοιξε επίσημα τις γραμμές της. Τα επόμενα τρία χρόνια η εταιρεία γνώρισε ευημερία και ταχεία αύξηση του αριθμού των ταξιδιών και των ταχυδρομικών αποστολών.
Το 1925, ωστόσο, οι φυλές των Δρούζων στη νότια Συρία, οι οποίες αντιδρούσαν όλο και περισσότερο στη γαλλική αποικιοκρατία, δοκίμασαν να ανεξαρτοποιηθούν, μία προσπάθεια η οποία είναι σήμερα γνωστή ως Μεγάλη Συριακή ή Μεγάλη Δρούζικη Εξέγερση. Οι φυλές θεώρησαν τις αυτοκινητοπομπές ως προέκταση των αποικιοκρατών και έβαλαν στο στόχαστρο αρκετές από αυτές που περνούσαν. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1925, αρκετοί οδηγοί και ένας επιβάτης τραυματίστηκαν σε επιδρομές και κλάπηκαν πάνω από 9.000 λίρες χρυσού (περίπου 477.435 λίρες στερλίνες σήμερα).
Η Nairn Transport Company αναγκάστηκε να αλλάξει το δρομολόγιό της. Για έξι μήνες, εκτελούσε δρομολόγια σε μια διαδρομή που ήταν 322 χιλιόμετρα μακρύτερη: οι οδηγοί της θα παρέκαμπταν τη Δαμασκό και αντ' αυτού θα ταξίδευαν προς τη Βαγδάτη μέσω Ιερουσαλήμ, Αμμάν και Ρούτμπαχ.
Η πορεία τους άλλαξε και πάλι όταν το 1926 οι γαλλικές αρχές παρείχαν ένοπλη κάλυψη για μια νέα διαδρομή που περνούσε από την Τρίπολη, τη Χομς και την Παλμύρα, προτού διασχίσουν τη συριακή έρημο με προορισμό τη Βαγδάτη. Μόνο όταν η εξέγερση καταπνίγηκε και οι ηγέτες της εκτελέστηκαν, επανήλθε η διαδρομή Χάιφα-Βηρυτός-Δαμασκός-Βαγδάτη.
Η διαδρομή Αμμάν-Ρούτμπαχ, ωστόσο, αποδείχθηκε αποδοτική: λόγω των ακραίων συνθηκών που επικρατούσαν στους δρόμους μεταξύ Αμμάν και Ρούτμπαχ, οι αδελφοί Νερν συνεργάστηκαν με την αμερικανική εταιρεία Firestone Tire and Rubber Company για την ανάπτυξη ελαστικών μεγαλύτερης διάρκειας ζωής που κατασκευάζονταν με μια συνθετική ύλη εναλλακτική του βαμβακιού.
Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε λόγω της αστάθειας στην περιοχή, των ακραίων οδικών συνθηκών και των επιδρομών, οι προοπτικές της εταιρείας παρέμεναν εξαιρετικά λαμπρές.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1927, το περιοδικό Commercial Motor Magazine έγραφε ότι "η Nairn Co. έχει ένα καλό μέλλον μπροστά της, καθώς υπάρχει μια σταθερή και σημαντική κίνηση επιβατών και ειδών ταχυδρομείου" με "την παρούσα κίνηση [να ανέρχεται] σε περίπου 1.800 επιβάτες ετησίως, που καλούν για ένα ταξίδι την εβδομάδα προς κάθε κατεύθυνση". Τα επόμενα χρόνια, η επιχείρηση συνεχίστηκε κανονικά, με την εταιρεία να επεκτείνεται και να αγοράζει ένα όχημα με κρεβάτια για τη μεταφορά επιβατών.
Το 1936, η εταιρεία άρχισε να προσφέρει ανεπίσημα υπηρεσίες στην Iraq Petroleum Company: Η Nairn Company θα μετέφερε εκατοντάδες εργάτες και τεχνικούς σε όλη την έρημο σε περιοχές άντλησης πετρελαίου και κατά μήκος των εκτρεπόμενων αγωγών προς την Τρίπολη και τη Χάιφα. Αυτή έμελλε να είναι η τελευταία περίοδος ευημερίας για την Nairn Transport Company.
Το 1937, η εταιρεία διαμόρφωσε τελικά το όχημα που θα την αντιπροσώπευε: το Pullman. Πέρα από την ανάπτυξη ελαστικών μεγαλύτερης διάρκειας ζωής, οι αδελφοί Nairn πειραματίστηκαν επίσης με διαφορετικούς τύπους λεωφορείων. Στην αρχή χρησιμοποίησαν Cadillac με μεγάλα ψυγεία που, όπως έλεγαν, μπορούσαν να αντέξουν "μεγάλη τιμωρία", αλλά με την πάροδο του χρόνου πέρασαν σε λεωφορεία Safeway, εξάτροχα και στη συνέχεια 18τροχα με δύο επίπεδα επιβατών.
Το λεωφορείο Pullman ήταν ένα πολυτελές λεωφορείο που μπορούσε να μεταφέρει 18 επιβάτες σε κλιματιζόμενη καμπίνα με αναψυκτήριο. Το Pullman σχεδιάστηκε από τους ίδιους τους αδελφούς και συναρμολογήθηκε στην έδρα του εργαστηρίου τους στη Δαμασκό. Κατασκευάστηκε χρησιμοποιώντας ποικίλα εξαρτήματα από διάφορες εταιρείες. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά Pullman μετατράπηκαν για στρατιωτική χρήση. Σήμερα, πολλοί από τους σταθμούς λεωφορείων της Συρίας, από τη Χάμα έως τη Δαμασκό, εξακολουθούν να φέρουν το όνομα αυτού του οχήματος.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε εξαιρετικά φτωχές εποχές, αν και η εταιρεία προχωρούσε μπροστά. Το 1941, η εφημερίδα Milwaukee Journal ανέφερε ότι οι Nairns προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανό το δρομολόγιο Δαμασκός-Βαγδάτη και τα κατάφεραν για τρεις μήνες μέσα στον πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου, υπήρχε η ελπίδα ότι η επιχείρηση θα επανακάμψει. Ωστόσο, λόγω της δημιουργίας του Ισραήλ, των επακόλουθων πολιτικών αναταραχών και της εξέλιξης των αεροπορικών ταξιδιών, οι Nairns αναγκάστηκαν να αρχίσουν να μειώνουν τη δραστηριότητά τους.
Μια εκδοχή του δρομολογίου υπήρχε μεταξύ Βηρυτού και Βαγδάτης, με ενδιάμεση στάση στη Δαμασκό, μέχρι το 1956, όταν όμως η ιρακινή κυβέρνηση επέβαλε έναν υπέρογκο τελωνειακό φόρο, η εταιρεία αναγκάστηκε να ακυρώσει το δρομολόγιο Δαμασκός-Βαγδάτη. Τελικά, τα λεωφορεία αποσύρονταν το ένα μετά το άλλο και τη δεκαετία του 1970 το τελευταίο λεωφορείο που λειτουργούσε με την επωνυμία Nairn Transport Company και εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ Βηρυτού και Δαμασκού καταργήθηκε, κλείνοντας έτσι το συγκεκριμένο κεφάλαιο της ιστορίας.
Ο αντίκτυπος που είχε η εταιρεία μεταφορών Nairn στην περιοχή είναι αδιαμφισβήτητος: άνοιξε το δρόμο για τις μηχανοκίνητες μεταφορές στη συριακή έρημο και την κοιλάδα του Ιορδάνη. Αν και η αλληλογραφία που μετέφεραν ήταν κυρίως διπλωματική και εξυπηρετούσε τα ξένα στρατεύματα που στάθμευαν στη Μέση Ανατολή, τα δρομολόγιά τους χρησιμοποιήθηκαν από παρόμοιες εταιρείες λεωφορείων και τελικά συνέβαλαν στη δημιουργία αυτοκινητοδρόμων σε όλη την έρημο. Ο Zvi Richter, ένας Βρετανός Σιωνιστής που είχε άμεσο συμφέρον για την αποικιακή ανάπτυξη της Παλαιστίνης και της Μέσης Ανατολής, παρατήρησε σε επιστολή προς τον αδελφό του το 1943 ότι ήταν "απόδειξη του οράματος των Βρετανών αυτοκρατορικών σχεδιαστών" ότι ένα ταξίδι που αρχικά θα χρειαζόταν 30 ημέρες για να ολοκληρωθεί είχε μειωθεί σε περίπου 20 ώρες.
Αλλά οι διαδρομές έκαναν κάτι περισσότερο από αυτό: διευκόλυναν τους ανθρώπους να ταξιδέψουν σε τέσσερις πόλεις, για να επισκεφθούν την οικογένεια και τους φίλους τους ή απλώς να κάνουν εξερευνήσεις. Μια λιβανέζικη εφημερίδα το 1924 έγραψε ότι η εταιρεία μεταφορών είχε κάνει περισσότερα για να ενώσει τη Συρία και το Ιράκ από ό,τι είχαν καταφέρει οι πολιτικοί ή οι ιδεολογίες μέσα σε μια δεκαετία. Και ήταν αλήθεια: πολλοί άνθρωποι ήρθαν κοντά σε αυτή τη διαδρομή. Ο Fuad Rayess, γράφοντας στο Saudi Aramco World, θυμήθηκε μια συζήτηση που είχε με έναν άλλο επιβάτη σε ένα από τα τελευταία ταξίδια προς τη Βαγδάτη:
"Ξέρετε", είπε, "νόμιζα ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν πολύ βαρετό, αλλά στην πραγματικότητα είναι μάλλον ρομαντικό". Τον κοίταξα με δυσπιστία. Είχε χάσει τα λογικά του; Μήπως με πείραζε; 'Εννοώ, κοιτάτε γύρω σας', είπε. 'Είναι αυτό το εξάχρονο κοριτσάκι που τραγουδάει σε μια κούκλα στη μέση της ερήμου για να κοιμηθεί. Είναι αυτός ο δάσκαλος που δεν διστάζει καθόλου να κάνει μάθημα αγγλικών με 40 μίλια την ώρα. Είναι αυτός ο οδηγός που κάποτε ήταν Βεδουίνος. Είναι αυτός ο άντρας που προσπαθεί να περάσει κάποια πολύτιμα ρούχα από το τελωνείο και ένας εντελώς άγνωστος που προσπαθεί να του δείξει τον τρόπο. Και είναι κι ένας Γάλλος, που ταξιδεύει μόνος του στο Ιράκ χωρίς να ξέρει λέξη αραβικά· ένας Ιρανός καθηγητής που επιστρέφει από την Ευρώπη· ένα νεαρό κορίτσι που στεναχωριέται για τον αδελφό του που θαλασσοδέρνεται στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του· και μια μητέρα που ψάχνει την κόρη της που μπορεί να βρίσκεται κάπου στη Βαγδάτη αυτή τη στιγμή και αναρωτιέται αν θα την ξαναδεί ποτέ". Κούνησε το κεφάλι του. 'Τόσοι πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι σε ένα μικρό λεωφορείο'".
Η Zouka Khanoum, μια ηλικιωμένη κάτοικος της Βηρυτού, συμμερίζεται αυτά τα λόγια: "Εγώ δεν έχω πάει ποτέ, αλλά ο σύζυγός μου, ας αναπαύεται εν ειρήνη, έκανε συχνά ταξίδια στη Βαγδάτη. Μετά από κάθε ταξίδι, επέστρεφε με ιστορίες για εκείνους που είχε συναντήσει και μου έλεγε για το πόσο υπέροχοι και διαφορετικοί άνθρωποι ταξίδευαν με το λεωφορείο. 'Ελεγε ωστόσο ότι ήταν κυρίως ατζενέμπ - ξένοι ".
Πέρα από όλα αυτά, η διαδρομή του λεωφορείου εξάπτει τη φαντασία όλων: ο Ομάρ, ένας μεσήλικας άνδρας που μεγάλωσε στη Δαμασκό προς το τέλος της εποχής Nairn, θυμάται να βλέπει τα λεωφορεία στο αμαξοστάσιό τους στη Δαμασκό. "Ως παιδί, ενθουσιαζόμουν τόσο πολύ όταν έβλεπα τα λεωφορεία, επειδή στο μυαλό μου αντιπροσώπευαν αυτό το παρωχημένο όραμα για το πώς θα μπορούσαν να είναι οι χώρες μας... Έβλεπα τα λεωφορεία συχνά, αλλά μια μέρα έπαψαν απλά να υπάρχουν στους δρόμους".
Παρακολουθώντας τη διάλυση των συνόρων και τη δημιουργία νέων σε μια περιοχή που ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τις τραγωδίες της αντί με τη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική και την ομορφιά της, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας τέτοιος κόσμος ήταν κάποτε εφικτός, ένας κόσμος όπου ο καθένας μπορούσε να πάρει ένα λεωφορείο από τη Χάιφα εώς τη Βηρυτό, από τη Δαμασκό εώς τη Βαγδάτη. Η ανάμνηση αυτή ίσως μπορεί να μας δείξει ότι ένας άλλος κόσμος ήταν δύνατος σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.