Ένα πορτρέτο από screenshots
TO AΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙ όταν ήμουν μικρός ήταν να σχεδιάζω σπίτια, αγόραζα σωρηδόν κόλλες από χαρτί μιλιμετρέ και με ένα στυλό σχεδίαζα τεράστιες βίλες, με πισίνες, panic rooms και home-cinema. Bασικά ξεπατήκωνα ότι έβλεπα σε ταινίες ή site του εξωτερικού. Η ενασχόληση αυτή υποθέτω εξηγείται ψυχαναλυτικά αρκετά εύκολα, έφευγα από την ζωή μου και ζούσα τις ζωές των άλλων, με τον ίδιο τρόπο που ακόμη και σήμερα χαλαρώνω το βήμα μου περνώντας το βράδυ έξω από φωτισμένα παράθυρα σπιτιών. Σαν ο δικός μας χώρος να είναι πάντα ένα συρτάτρι, πάντα πνικτικός, και ακόμη και το ακριβώς απέναντι διαμέρισμα να έχει πάντα μια διαφορετική λάμψη όταν το κοιτάς από τον δρόμο. Δεν σας λέω και κάτι τρομερά καινούριο: Θέλουμε να ζήσουμε τις ζωές των άλλων, είτε στην πραγματικότητα, είτε κι εδώ στο ίντερνετ.
Μεγαλώνοντας έκοψα όλα αυτά τα σχεδιάκια μιας λίγο φαντασμένης παιδικής ηλικίας, αλλά όχι την ανάγκη του να φαντάζομαι αυτό το "αλλού". Πρώτη στάση το Stardoll, το οποίο τα παιδιά της γενιάς μου ίσως θυμούνται, όπου σπαταλώντας κάρτες Paysafe από το περίπτερο έχτιζες μια άλλη ζωή, έφτιαχνες την κούκλα σου, το σπίτι σου και όλα τα εξοχικά, αγόραζες ρούχα, πήγαινες σε πάρτι, κι έκανες φίλους, και παράλληλα με τον εαυτό σου έτρεχε κι ένας άλλος, ένας που μπορεί να μη σου έμοιαζε καν. Με έλεγαν Jim, ήμουν 20-κάτι, ήδη από τα 15 (;) και σπούδαζα Φαρμακευτική και αυτό το ήξερα μόνο εγώ. Η περιπτερού που έπαιρνε τα είκοσι ευρώ μου για να μου δώσει μια ακόμη Paysafe, δεν είχε ιδέα ότι εκεί ήμουν ο pepejeans12, ότι ήμουν πραγματικά μεγάλος γκόμενος και ότι κέρδιζα με τις σακούλες τα διάφορα βραβεία Covergirl, και δεν την ένοιαζε κιόλας. Γιατί στο μικρό τετράγωνο βασίλειο της τα 20 μόνο αυτά ευρώ ήταν αληθινά.
Φτάνω στο σήμερα και σκέφτομαι πως κάτι παρόμοιο συνεχίζουμε να κάνουμε όλοι μας ακόμη και τώρα - απλά μέσα από τα social αυτή την φορά. Κάτι θέλουμε να αποδείξουμε, όλες μας οι ιστορίες, τα ποστ και τα ριλζ έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο, μια συνειδητή απεύθυνση. Και για κάμποσο καιρό τώρα θεωρούσα ότι αυτό μας έκανε κούφιους, άτομα ρηχά και άνευ ουσίας. Αυτή η ανάγκη μας να πείσουμε, να περάσουμε ως άλλοι, ως πιο κουλ από ότι είμαστε πραγματικά μου έμοιαζε στενάχωρη.
Αλλά όσο προσπαθούσα να απελευθερωθώ από αυτό, να σταματήσω να προσπαθώ να πείσω για οτιδήποτε, τόσο πιο βαρετός ένιωθα, τόσο λιγότερο με ενδιέφεραν τα περισσότερα πράγματα γύρω μου, όταν δεν ήθελα να κερδίσω ή να καταφέρω τίποτα μέσα από αυτά. Έβλεπα τους διπλανούς μου στα τραπέζια σχεδόν να τους παίρνει ο ύπνος. Γιατί όλη αυτή η προσποίηση είναι στην ουσία η ασημένια κλωστή που ενώνει το άτομο το οποίο είμαστε τώρα με αυτό που ονειρευόμαστε, ή ακόμη κι αν αυτό που λέω δεν ισχύει, έχει πλάκα. Είναι η ανάγκη μας να γεμίσουμε το έβριντέι μας με όλο και περισσότερα πράγματα για να στριμώξουμε λίγο νόημα εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα. Οριοθετήσεις και κάστρα σε κενό αέρος.
Ενήλικες πια φτιάχνουμε έναν άλλον κόσμο, από megabytes αυτή την φορά και κρυβόμαστε μέσα του και συνήθως όλο και κάποιος άλλος το παίζουμε εκεί, όλο και κάτι άλλο πουλάμε αλλά αυτή την φορά αγαπάμε αυτούς τους εαυτούς μας, οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν ακροβατικά πάνω στην τσιχλόφουσκα τους. Πίσω στην οθόνη μου φτιάχνω ένα σπίτι σε screenshots από πράγματα που μου έκαναν κλικ, κι από άλλα που επιζητούσαν το κλικ μου. Σχεδόν με καλούσαν. Γιατί ο αλγόριθμος, με ακολουθεί, με βλέπει, όμως το ίδιο κάνω κι εγώ. Αυτοί είναι οι επιζώντες από την καθημερινή βροχή πληροφορίας και δεδομένων. Στη μάχη των megabyte, στυλιζαρισμένοι ή μη, αυτοί είναι οι νικητές. Κι αυτό είναι το διπλό μας πορτραίτο του τι θέλω εγώ να δείξω σε εσάς, αλλά και τι θέλει αυτός να δείξει σε εμένα. Πιο ημερολόγιο κι από ημερολόγιο, διαδικτυακά ξεράσματα, ποζάτες αναφορές, σύγχρονη σπηλαιογραφία, κι όλα αυτά μαζί.