Martha Rosler:
«Φέρνοντας τον πόλεμο σπίτι»
Από τα κολάζ της Martha Rosler στoν σημερινό ακτιβισμό του Ιnstagram.
House Beautiful: Bringing the War Home
1967-72
Η Αμερικανίδα εννοιολογική καλλιτέχνις Martha Rosler, νονά της Αμερικανικής «protest art», ξεκίνησε τη σειρά φωτογραφικών κολάζ της με τίτλο «House Beautiful: Bringing the War Home», κατά τη διάρκεια μιας περιόδου αυξημένης παρέμβασης του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ. Συνδυάζοντας φωτογραφίες Βιετναμέζων πολιτών που είχαν ακρωτηριαστεί στον πόλεμο και οι οποίες δημοσιεύονταν στο περιοδικό «Life», με εικόνες από τα σπίτια εύπορων Αμερικανών που είχαν αντληθεί από τις σελίδες του περιοδικού «House Beautiful», έκανε κυριολεκτική την περιγραφή του πολέμου ως του πρώτου «πόλεμου του καθιστικού», όπως ονομάστηκε στις ΗΠΑ, αφού για πρώτη φορά τα νέα για τη συνεχιζόμενη σφαγή στη Νοτιοανατολική Ασία διέρρεαν σε πραγματικό χρόνο στα «φιλήσυχα» αμερικανικά σαλόνια μέσω των τηλεοπτικών ρεπορτάζ.
Σε ένα ίσως άλμα της δικής μου σκέψης, το όλο καλλιτεχνικό πρότζεκτ φέρνει στο μυαλό τον ακτιβισμό που συναντάμε αυτές τις ημέρες στο Ιnstagram μας, όταν ανάμεσα στις εικόνες χαράς, στα συνηθισμένα story Σαββατόβραδου, στα thristraps που ανεβάζουμε όλοι, παρεμβάλλονται εικόνες από τον πόλεμο στην Παλαιστίνη, ενημερωτικά infographics για την κατάσταση που επικρατεί, καθώς και φρικιαστικά βίντεο καταστροφής και πόνου. Φέρνοντάς μας έτσι, μέσα από το περιεχόμενο αυτό, με τον ίδιο στην πραγματικότητα τρόπο που το κάνουν και τα κολάζ της Rosler, αντιμέτωπους με το πώς οι μικρές ζωές μας συνεχίζουν να κυλάνε κανονικά, σχεδόν ατάραχες και ξεδιάντροπες στην αφέλειά τους, ενώ σε διάφορα μέρη της γης συμβαίνουν αυτά, και μαζί τους και τόσα άλλα.
Αν κάποιος λοιπόν είναι έστω ελάχιστα ευσυνείδητος, δεν μπορεί αντικρίζοντάς τα παρά να νιώσει –έστω παροδικά– τύψεις για τα όνειρα για διακοπές, τις βραδινές αναζητήσεις αεροπορικών εισιτηρίων, για το mail που μπορεί να έστειλε για μια νέα δουλειά. Να αισθανθεί τύψεις γιατί η δική του ζωή συνεχίζει κανονικά και το μόνο που νιώθει ότι μπορεί να κάνει είναι να παραμείνει κολλημένος μπροστά σε αυτό το καρουζέλ από οθόνες, καθώς το να επιλέξει να τις αγνοήσει σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται, σημαίνει ότι έχει το προνόμιο να αποσύρεται από την πραγματικότητα.
Και η αλήθεια είναι πως το έχει, και πως συχνά ακόμη και οι δεκάδες συγκινημένοι ακτιβιστές στις οθόνες μας επίσης το έχουν. Στο βιβλίο της «Αντιμέτωποι με τον πόνο τον άλλων» η Susan Sontag γράφει πως οι φωτογραφίες κάνουν «αληθινά» (ή «περισσότερο αληθινά») ζητήματα που οι προνομιούχοι και αρκούντως ασφαλείς μπορεί να προτιμήσουν να αγνοήσουν. Εννοώντας ότι οι φωτογραφίες που φτάνουν σε μας από τα πεδία μάχης μάς φέρνουν μπροστά στις «σκληρές αλήθειες», μπροστά σε πραγματικότητες που απλώς δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Αλλά τι σημαίνει το να μην τα αγνοούμε; Τι σημαίνει σήμερα το να νοιαζόμαστε για το τι συμβαίνει;
Είναι αυτό κάτι παραπάνω από ένα story συμπαράστασης; Από ένα repost της δημοσίευσης ενός ενημερωτικού λογαριασμού; Μένει να μας προβληματίζει τελικά το πώς μπορεί όλο αυτό το περιεχόμενο να μη μετατραπεί σε μερικά ακόμη mega-byte πληροφορίας, που καταφθάνουν μπροστά μας για να καταναλωθούν λαίμαργα και άκριτα, που έρχονται για να σβήσουν τις τύψεις μας, απλώς με την ίδια την παρουσία τους, δίχως να αποτελούν τελικά κάτι περισσότερο από μια ακόμη στάση στη φυσιολογική ροή περιεχομένου που περνά μπροστά από την οθόνη μας.
Στο ίδιο βιβλίο της, η Sontag συνεχίζει γράφοντας: «Επειδή ένας πόλεμος, οποιοσδήποτε πόλεμος, μοιάζει να μην μπορεί να σταματήσει, οι άνθρωποι γίνονται όλο και λιγότερο ευαίσθητοι απέναντι στις φρικαλεότητές του. Η συμπόνια είναι ένα ευμετάβλητο συναίσθημα. Πρέπει να μετατρέπεται σε δράση, αλλιώς μαραίνεται. Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνουμε με τα συναισθήματα που έχουν προκληθεί, με τη γνώση που μας έχει μεταδοθεί. Αν κάποιος αισθάνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα που "εμείς" μπορούμε να κάνουμε –αλλά ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς»;– και τίποτα που να μπορούν να κάνουν ούτε "αυτοί" –και ποιοι είναι άραγε "αυτοί;"– τότε ακριβώς αρχίζει να βαριέται, να γίνεται κυνικός, απαθής».
Όταν η δημοσιογράφος των NYT, Alice Newell-Hanson, ρώτησε τη Rosler πώς καταφέρνει να παραμένει «δυνατή» μπροστά σε τέτοια ζοφερότητα, εκείνη της απάντησε: «Απλό. Δεν είμαι χριστιανή, δεν τρέφω αισθήματα ενοχής, αλλά δέσμευσης, πράγμα πολύ διαφορετικό». Αφήνοντάς μας να σκεφτούμε τελικά όλες αυτές τις εικόνες και το περιεχόμενο όχι τόσο ως ευκαιρία για να βιώσουμε συλλογικά τη συγκίνηση ή αισθήματα συμπόνοιας, παρότι κι αυτό μοιάζει ορισμένες φορές αναγκαίο και χρήσιμο, αλλά ως μια πρόσκληση για να επιμορφωθούμε, να ψάξουμε, να εξετάσουμε το πώς και το γιατί, και να αναζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους κι εμείς μπορούμε να αναλάβουμε δράση.
Κι ίσως η απάντηση να βρίσκεται ξανά στα λόγια της Sontag, στη φαινομενικά απλή παρατήρησή της πως: «Οι αφηγήσεις μάς επιτρέπουν να καταλάβουμε [τα πράγματα]. Αλλά οι φωτογραφίες κάνουν κάτι άλλο: μας στοιχειώνουν». Και όσο θα συνεχίσουν να το καταφέρνουν αυτό, θα παραμένει σίγουρο ότι τουλάχιστον κάποιοι δεν θα μπορούν να παραμένουν απαθείς, αλλά θα συνεχίζουν να «φέρνουν τον πόλεμο σπίτι» με κάθε τρόπο και μέσο που θα έχουν κάθε φορά στη διάθεσή τους.