Τη λένε χορό
Με την πολύ νεαρή χορεύτρια-χορογράφο Αντωνία Οικονόμου στις πρόβες του νέου της έργου, «Άτιτλον».
Έχει μια πρόωρα βραχνή φωνή. Κινείται στον χώρο γρήγορα, νευρικά. Κάνει μεγάλες χειρονομίες. Νιώθεις πως είναι μικρότερη και μεγαλύτερη ταυτόχρονα. Δίχως ηλικία. Την βλέπω να σκαρφαλώνει στον πάγκο που καθόμαστε και να γραπώνεται πάνω του με τις κάλτσες της, σχεδόν σαν πουλί. Έτοιμη να ορμήσει. Οι χορευτές που βρίσκονται από κάτω της είναι μόλις 8 άνθρωποι- 10 λιγότεροι από όσοι ήταν μαζί της στην αρχή του έργου, 3 χρόνια πριν. Είναι 28 χρονών, κι έχει ήδη κάνει- περίπου, 11 έργα, τα μετρά πρόχειρα στα δάχτυλα της όταν ρωτάω.
Βρισκόμαστε στα έντερα της performance «Άτιτλον», με την εμπνεύστρια της Αντωνία Οικονόμου, σε ένα σκονισμένο μαγαζί στο Μεταξουργείο που έχουν μετατρέψει σε μικρή σκηνή και χώρο προβών. Οι χορευτές και συντελεστές του έργου την περιβάλλουν, σκύβουν από πάνω της. Της μεταφέρουν προβλήματα στα υφάσματα, στα χρώματα. Κάνουν ζέσταμα ο καθένας στην άκρη του. Εκείνη διορθώσεις, οδηγίες. Μοιάζει να έχει τον απόλυτο έλεγχο του δωματίου. Λες και με αόρατες κλωστές χορογραφεί τα πάντα. Σκέφτομαι πως ίσως η σιγουριά αυτή να εξηγείται και από μια μεγάλη ανασφάλεια, ένας άνθρωπος στις μύτες των ποδιών του, που όμως οφείλει να διατηρήσει την συνθήκη του. Και τον ρόλο του. Γιατί αλλιώς πώς πείθεις ανθρώπους ιδιαίτερα μεγαλύτερους σου, να σε ακολουθήσουν και να πιστέψουν σε εσένα;
Οι χορευτές της ανυπόμονοι. Αγχωμένοι. Περιμένουν. Μια γυναίκα εμφανίζεται στη σκηνή. Το μακιγιάζ της φέρνει στο νου την θεατρικότητα του Bob Wilson. Μόνο σκληρότερο. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Όλες οι άλλες φιγούρες διαφορετικές αποχρώσεις του μαύρου. Ενώ η σκηνή, όλη λευκή, ένας κάτασπρος καμβάς. Είναι το πεδίο μάχης στο οποίο η Αντωνία θα επιχειρήσει λίγο αργότερα να ανοίξει διάπλατα τον εαυτό της. Στην πραγματικότητα, όπως μου λέει, το πρώτο πράγμα που θα εμφανιστεί στη σκηνή στην παράσταση είναι το «εγώ». «Και το εγώ του καλλιτέχνη είναι τεράστιο, γιατί λες «εγώ», θα δημιουργήσω ένα σύμπαν».
Δεν φοβήθηκε να ξεκινήσει να χορογραφεί από πολύ μικρή ηλικία, κυρίως γιατί δεν είχε επιλογή. Αλλά και γιατί ανέκαθεν είχε το θάρρος του να επικοινωνεί τον κόσμο της. Ξεκίνησε να ασχολείται με τον χορό από 7 χρονών και ήξερε από πολύ νωρίς μέχρι και σε ποιο πανεπιστήμιο θέλει να πάει. Αλλά ενώ σπούδαζε στο Λονδίνο τραυματίστηκε. Γύρισε πίσω και για 6 μήνες σταμάτησε να χορεύει. «Πέρασα 6 μήνες πολύ άσχημα. Με κατέστρεψαν. Μου είπαν, ξέχασε το. Σταματάς. Αλλά εγώ αυτό έκανα, ήμουν χορεύτρια. Και δεν είχα να πιαστώ από πουθενά αλλού. Γιατί δεν λειτουργώ χωρίς δομή. Ο ψυχικός μου κόσμος είναι πολύ άστατος και για αυτό μου αρέσει να χορεύω, έχω ανάγκη αυτόν τον στρατό. Η χορογραφία τότε ήρθε σαν υποκατάστατο του χορού για εμένα, ήταν ο μόνος τρόπος να μείνω κοντά στον χορό, την κίνηση και την σκηνή».
Η τέχνη είναι, όπως μου λέει, σαν ένα χωράφι, το όποιο έχουν οργώσει πριν από εσένα δεκάδες, πολύ σημαντικοί άνθρωποι και θες δεν θες δεν θα δημιουργήσεις κάτι απόλυτα καινούριο. «Στόχος σου δεν είναι να τα αποφύγεις όλα αυτά, αλλά να τοποθετηθείς πάνω τους, να τα αγκαλιάσεις». Όσο καθόμαστε μιλάμε για την αγάπη μας στην Πίνα Μπάους, την Μάρθα Γκράχαμ, τον Δημήτρη Παπαιωάννου και τον Ευριπίδη Λασκαρίδη.
Το έργο της στην πραγματικότητα είναι ο κατακερματισμός ενός χαρακτήρα σε διάφορα μέρη. Η Αντωνία μας λέει, πως ο εαυτός δεν θα έρθει, δεν θα ολοκληρωθεί. Μιλάμε λίγο και για αυτές τις φωνές που συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στο κεφάλι όλων μας. Την καθημερινή επικοινωνία της με την τρέλα, την οποία υποθέτουμε μεταξύ μας πως όλοι έχουμε. Μιλά στην ουσία για την αποστασιοποίηση του εαυτού από τον εαυτό, η οποία ξεκίνησε για εκείνη από την νευρική ανορεξία που της έφερε η εφηβεία της στον χορό. «Όταν δεν αναγνωρίζεις την κατάσταση σου. Όταν δεν αναγνωρίζεις ότι το σώμα σου, είναι σώμα σου. Ότι ο εαυτός σου είναι εαυτός. Εκεί δημιουργείται μια σύγχυση, γιατί σταματούν να επικοινωνούν τα κομμάτια σου αρμονικά».
Στην ψυχή της είναι χορεύτρια κλασική, με ξύλινη πειθαρχία. Θα προτιμούσε να την σπάσουν στο ξύλο αν ήταν να γίνει θρυλική χορεύτρια. Γιατί μόνο μέσα από την δουλειά βρίσκει το κέντρο της. Και για αυτό νομίζω τελικά βρίσκεται εκεί. Φέρνει όλους τους δαίμονες της σε έναν σατανικό χορό, τους διασκεδάζει μέσα από την τέχνη, κι έτσι κερδίζει κι αυτή λίγο χρόνο. Για αυτούς παίζεται αυτό το έργο. Βρήκε τον τρόπο της να κερδίζει ώρες σε αυτόν τον πλανήτη, κι ο τρόπος αυτός λέγεται χορός, κίνηση, εικόνα, τέχνη.
«Αυτό που πρέπει να πετύχει μια χορογραφία είναι να σε κάνει να νιώθεις ότι μπορείς να αισθανθείς. Δηλαδή να σου δώσει το ελεύθερο να πεις ότι εγώ αυτή την στιγμή βιώνω κάτι, δεν μπαίνω σε μια διαδικασία κρίσης». Της λέω πως είμαι καχύποπτος, πως στις performance νιώθω συχνά πως με κοροϊδεύουν. Πως οι περισσότερες παραστάσεις φοβάμαι πως δεν είναι παρά μια άγαρμπη συρραφή τρικ. Και το μοναδικό πράγμα που μας φέρνει εκεί δεν είναι παρά η δική τους ναρκισσιστική ανάγκη να φτιάξουν κάτι. Να ανέβουν, αυτοί και το σύμπαν τους στη σκηνή. Συμφωνούμε σε κάποια πράγματα, κυρίως στο ότι το κοινό μπαίνει καχύποπτο πλέον στα έργα. «Αυτό που λες κι εσύ, μου λες: "μας κοροϊδεύουν". Μπαίνεις τώρα εσύ με αυτό. Πώς θα δεις την παράσταση;». Στο τηλέφωνο με την Ο. πριν φτάσω στις πρόβες της λέω πως βαριέμαι, πως στην πραγματικότητα θα ήθελα να κάθομαι σε κάποιο καφέ κάπου ψηλά να με χτυπάει ο ήλιος στο πρόσωπο. Και με λίγη από την αυστηρότητα της παλιάς δασκάλας, μου λέει: "Δεν γίνεται να μου λες πως βαριέσαι από τώρα μικρέ μου". Και σκέφτομαι πως έχει δίκιο, στην ουσία μου λέει: "αν νομίζεις πως τα έχεις δει όλα, τότε κλείσε τα μάτια σου".
Βλέπετε τι θέλω να κάνω; Ίσως κι αυτό να είναι ακόμη ένα τρικ, περιγράφω το σύννεφο που έχει θρονιαστεί πάνω από το ενδιαφέρον μου για τα πράγματα, για να σας πω έπειτα πως το ένα ή το άλλο έργο με γράπωσε έξω από αυτό, πως λαμπυρίζει δηλαδή η Αντωνία μέσα σε όλες αυτές τις αναθυμιάσεις. Αλλά με αυτήν την μεγάλη της ακρίβεια, αυτήν που μερικές φορές είναι ένστικτο κι άλλες απλώς σοβαροφάνεια ή κόρδωμα με έβαλε πράγματι μέσα στον κόσμο της. Και οι σκέψεις μου που κινούνταν με την ταχύτητα της σφαίρας, σαν βουτηγμένες σε μέλι χορεύουν τώρα αργά, και νωχελικά. Τις παρατηρώ από μακριά και καταλαβαίνω πως αν θέλω όλα αυτά να δουλέψουν πρέπει να τα συναντώ καμία φορά κι εγώ στη μέση. Να μπαίνω λιγάκι ανάλαφρος, για να βγω ακόμη περισσότερο. Για να έρθουν με λίγα λόγια έργα που θα αναποδογυρίσουν πάνω μου σαν φορτηγά, και θα με πάνε μερικά, βήματα πιο πέρα- και το θέλω πολύ, πρέπει πρώτα να πιστέψω σε αυτά.
Το «Άτιτλον» της Αντωνίας Οικονόμου θα παρουσιαστεί από 16 έως 18 Φεβρουαρίου στον Πολυχώρο Άννα και Μαρία Καλουτά.