Η Villa de Μadrid είναι μια ιστορική πλατεία στη γοτθική συνοικία της Βαρκελώνης, όπου οι διερχόμενοι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να περάσουν μία ώρα περπατώντας ανάμεσα στους τάφους μιας ρωμαϊκής νεκρόπολης. Δίπλα υπάρχει και ένα μικρό μουσείο όπου εκτίθενται διάφορα αντικείμενα τα οποία βρέθηκαν στους τάφους, π.χ. ανθρώπινοι σκελετοί, υπολείμματα μικρών κατοικιδίων και απλά κεραμικά αγγεία.
Σ’ αυτήν τη ρωμαϊκή νεκρόπολη είναι θαμμένα τα λείψανα ή οι στάχτες εξήντα έξι ανθρώπων της μεσαίας ή κατώτερης τάξης, ενώ η νεκρόπολη βρίσκεται έξω από το ρωμαϊκό τείχος, καθώς ο νόμος απαγόρευε τις ταφές εντός της πόλης. Τι μας δείχνουν, όμως, για την Αρχαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τα ανθρώπινα λείψανα και τα οστά των ζώων που ανακαλύφθηκαν σ’ αυτόν τον χώρο και υπέστησαν εργαστηριακή ανάλυση; Γιατί οι φτωχότεροι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν φθηνά είδη κρεάτων για να μειώσουν το κόστος του τελετουργικού της κηδείας; Και τι ομοιότητες υπάρχουν με τη σημερινή εποχή;
Τα συμπόσια και οι προσφορές αποτελούσαν σημαντικό μέρος των ταφικών τελετουργιών στην αρχαιότητα, που διασφάλιζαν τη μεταθανάτια ζωή. Σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ισπανική εφημερίδα «El Pais» υπάρχουν λεπτομέρειες σχετικά με τη Νεκρόπολη της Βαρκελώνης. Αυτός ο συλλογικός τάφος αποδεικνύει ότι οι φτωχότεροι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν φθηνής διαλογής κρέατα προκειμένου να μειώσουν το κόστος της κηδείας και να τιμήσουν τον νεκρό όπως υπαγόρευε η παράδοση.
Ο λόγος που γίνονταν οι προσφορές, τα συμπόσια και οι θυσίες ζώων ήταν για να εξασφαλιστούν η τροφή και η προστασία των θεοτήτων καθώς και η μνήμη του νεκρού. Επομένως, η παρουσία υπολειμμάτων πουλιών και πλούσιων σε κρέας μερίδων υποδηλώνουν ότι οι συγγενείς των θανόντων προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον νόμο όσο το δυνατόν πιο πιστά, αλλά είναι σαφές ότι οι φτωχοί δεν έτρωγαν όπως οι πλούσιοι, ούτε και στον θάνατο.
Ουσιαστικά, οι Ρωμαίοι των κατώτερων κλιμακίων, πληρώνοντας ένα μηνιαίο τέλος σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, μπορούσαν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς ταφές.
«Σύμφωνα με συγγραφείς όπως ο Κικέρωνας, ένας τάφος θεωρούνταν τάφος μόνο μετά τη θυσία ενός χοίρου – ενός ζώου με υψηλή τιμή που δεν μπορούσαν να φτάσουν οι σκλάβοι ή οι περισσότεροι πολίτες», γράφει στο κείμενό του ο Vicente G. Olaya.
Ο κεντρικός άξονας του συγκεκριμένου θέματος στηρίζεται σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο ακαδημαϊκό περιοδικό «Plos One» με τον τίτλο «Food for the soul and food for the body: Studying dietary patterns and funerary meals in the Western Roman Empire». Σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζει, διαπιστώνουμε ότι οι ανισότητες που υπήρχαν στη ζωή διατηρούνταν και στον θάνατο, μέσω των ταφικών τελετουργιών.
Τα ανθρώπινα λείψανα που βρέθηκαν στη Villa de Μadrid δόθηκαν για ενδελεχή ανάλυση προκειμένου να προσδιοριστούν οι διατροφικές συνήθειες των νεκρών καθώς και για να γίνει αντιπαραβολή με τα υπολείμματα των ζώων που καταναλώθηκαν ή δόθηκαν ως προσφορές κατά τη διάρκεια του ταφικού συμποσίου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 30% των ταυτοποιημένων ζώων ήταν χοίροι, το 27,1% βοοειδή, το 24,3% κατσίκες και το 10% κοτόπουλα. Τεκμηριώθηκαν, επίσης, υπολείμματα ζαρκαδιού, λαγού, κουνελιού και αλεπούς.
Παράλληλα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι γυναίκες και οι άνδρες εκείνης της εποχής δεν έτρωγαν τις ίδιες ποσότητες πρωτεΐνης – οι άνδρες έτρωγαν γενικά περισσότερο κρέας ή ψάρια, ενώ οι γυναίκες δημητριακά και βρώμη. Επίσης, διαπιστώνουμε το ότι δεν είχαν όλοι την ευχέρεια να κάνουν πολυτελείς ή πλούσιες προσφορές.
Ο λόγος που γίνονταν οι προσφορές, τα συμπόσια και οι θυσίες ζώων ήταν για να εξασφαλιστούν η τροφή και η προστασία των θεοτήτων καθώς και η μνήμη του νεκρού. Επομένως, η παρουσία υπολειμμάτων πουλιών και πλούσιων σε κρέας μερίδων υποδηλώνουν ότι οι συγγενείς των θανόντων προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον νόμο όσο το δυνατόν πιο πιστά, αλλά είναι σαφές ότι οι φτωχοί δεν έτρωγαν όπως οι πλούσιοι, ούτε και στον θάνατο.
Είναι γεγονός ότι η πιο ισχυρή προσφορά στην αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία ήταν η θυσία ζώων συνήθως εξημερωμένων, π.χ. βοοειδών, προβάτων και χοίρων. Το καθένα ήταν το καλύτερο δείγμα του είδους του, καθαρισμένο και στολισμένο, έτοιμο για θυσία.
Για παράδειγμα, τα κέρατα των βοδιών μπορεί να ήταν επιχρυσωμένα. Η θυσία επιδίωκε την εναρμόνιση γήινου και θείου, έτσι το θυσιαζόμενο ζώο έπρεπε να φαίνεται πρόθυμο να προσφέρει τη ζωή του για λογαριασμό της κοινότητας, να παραμένει ήρεμο και η θυσία να γίνεται γρήγορα και καθαρά.
Σκοπός της μελέτης του περιοδικού ήταν η διερεύνηση των ταφικών τελετουργικών καθώς και το αν σε αυτά περιλαμβανόταν ειδική διατροφή που διέφερε από την καθημερινή ή, αντίστροφα, αν ό,τι καταναλωνόταν ως τροφή στην καθημερινή ζωή χρησιμοποιούνταν και στα νεκρικά γεύματα και τις τελετές.
Όπως διαβάζουμε στη μελέτη, προσφορές κρέατος βρέθηκαν μόνο σε δεκαέξι τάφους από τους συνολικά πενήντα εννέα. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δεν έλαβαν όλοι οι νεκροί τέτοιες προσφορές και ότι ούτε οι οικογένειές τους έκαναν συμπόσια, παρά το γεγονός ότι αυτές οι τελετουργίες ορίζονταν από τον νόμο, σύμφωνα με γραπτές πηγές.
«Η Αρχαία Ρώμη ήταν μια βαθιά ιεραρχημένη κοινωνία. Από τις απαρχές της πάσης φύσεως διαχωρισμοί (που εδράζονταν στην καταγωγή, στον πλούτο, στη δύναμη, στο κύρος) διαμόρφωναν την καθημερινότητα των ανθρώπων της, χάρασσαν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική και σμίλευαν την αισθητική της. Ήδη απ’ την κούνια του ένας Ρωμαίος μάθαινε –και κανείς στη συνέχεια δεν θα του επέτρεπε να το λησμονήσει– σε ποια τάξη ανήκε και αυτομάτως τι είδους σχέσεις προδιαγραφόταν να αναπτύξει κατά τη διάρκεια της ζωής του με άλλες κοινωνικές ομάδες», επισημαίνει στη LiFO η επίκουρη καθηγήτρια Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Ελένη Φάσσα.
Και προσθέτει: «Ο θάνατος, που ως κοινή μοίρα ίσως αναμενόταν να καταλύει αυτές τις αντιθέσεις, απλώς τις επισφράγιζε. Οι ταφικές τελετουργίες των Ρωμαίων επιβεβαίωναν την κοινωνική και οικονομική θέση του νεκρού αλλά και των ζώντων συγγενών του, καθώς οι τελετές αφορούν μεν τους αποθανόντες, αλλά, ίσως πρωτίστως, και τους ζωντανούς. Έτσι, η κηδεία ενός σπουδαίου Ρωμαίου στρατηγού ήταν σχεδιασμένη να θυμίζει τον θρίαμβο που κάποτε είχε γιορτάσει στους δρόμους της πόλης.
Στην πολύβουη ταφική πομπή που ξεκινούσε από την οικία του νεκρού, μαζί με την οικογένεια, τους φίλους και τους πελάτες του, διέκρινε κανείς επαγγελματίες μοιρολογίστρες αλλά και χορευτές, μουσικούς και ηθοποιούς με μάσκες που απεικόνιζαν τους ένδοξους προγόνους του αποθανόντος. Το πολύχρωμο πλήθος περνούσε από το φόρουμ, όπου ο νεκρός στις μέρες της δόξας του θα ορθωνόταν καμαρωτός στο βήμα, και αργότερα κατέληγε σε ένα περίλαμπρο ταφικό μνημείο. Στο νεκρόδειπνο ήταν προσκεκλημένη ολόκληρη η πόλη και ασφαλώς δεν φείδονταν εξόδων για το φαγητό».
Τι ίσχυε άραγε για τους λιγότερο προνομιούχους; Η κ. Φάσσα απαντά: «Οι λιγότερο προνομιούχοι θα έστηναν εκτός πόλεως ένα απλό ταφικό μνημείο και θα διενεργούσαν τις τελετές με όσα μέσα διέθεταν. Σε αυτήν την περίπτωση, οι ταφικές τελετουργίες αποτελούσαν ευθεία αντανάκλαση του βίου. Ωστόσο, μια αξιοπρεπής κηδεία δεν ήταν αυτονόητη για το μεγάλο αστικό πλήθος.
Έτσι, κάποιοι, ανήσυχοι αν θα αξιώνονταν μια πρέπουσα επιτύμβια τελετή, φρόντιζαν να ενταχθούν σε κάποιο από τα collegia funeraticia, συλλόγους που είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν στα μέλη τους αξιοπρεπή ταφή, και γι’ αυτό πλήρωναν διά βίου μηνιαία συνδρομή. Οι φτωχοί της πόλης ή οι εκτελεσμένοι εγκληματίες συχνά στοιβάζονταν σε μαζικούς τάφους (puticuli), προφανώς χωρίς κάποια τελετουργία να τους συνοδεύει στην οδυνηρή τους κάθοδο.
Οι περίφημοι κήποι του Μαικήνα, π.χ., όπου ο Οράτιος και ο Βιργίλιος συζητούσαν κάτω απ’ τη σκιά θεόρατων βελανιδιών και στη δροσιά λεπτεπίλεπτων νυμφαίων, είχαν στηθεί πάνω σε μαζικούς τάφους πάμφτωχων Ρωμαίων που ρίχνονταν εκεί ανάκατα με πτώματα ζώων και διάφορες ακαθαρσίες. Ο Αύγουστος είχε παραχωρήσει στον φίλο του, τον Μαικήνα, τον χώρο που λειτουργούσε μέχρι τότε ως νεκροταφείο των απόκληρων, στερώντας έτσι από το αστικό προλεταριάτο ακόμα και τη δυνατότητα μιας τέτοιας θλιβερής ταφής. Επομένως, στην αρχαία Ρώμη συνήθως πέθαινες όπως ζούσες».