Στις 19 Μαΐου 2023, 351 αντικείμενα που χρονολογούνται από τους νεολιθικούς έως τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους, αγάλματα, ειδώλια, γλυπτά, αγγεία, κοσμήματα, σκεύη και εξαρτήματα ανακτήθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και επαναπατρίζονται μετά την επιτυχή έκβαση της μακροχρόνιας διεκδίκησής τους. Μαζί με τα αντικείμενα αυτά επιστρέφουν στην Ελλάδα μεμονωμένα θραύσματα και πολυάριθμες ομάδες συνανηκόντων οστράκων αγγείων, ο αριθμός των οποίων θα προσδιοριστεί μετά τη συντήρησή τους. Οι εκατοντάδες αρχαιότητες βρίσκονταν στην κατοχή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Robin Symes Limited.
Την ίδια μέρα, ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, ανακοίνωσε την επιστροφή στον λαό του Ιράκ δύο αρχαίων λίθινων αρχαιοτήτων, ενός ασβεστολιθικού ελέφαντα της Μεσοποταμίας και ενός ταύρου από αλάβαστρο των Σουμερίων, οι οποίες λεηλατήθηκαν από την αρχαία πόλη Ουρούκ. Οι αρχαιότητες είχαν κλαπεί κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου και μεταφέρθηκαν λαθραία στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο Σάιμς ξεκίνησε από χαμηλά, ως ταπεινός έμπορος αρχαιοτήτων, με ένα κατάστημα στη μοδάτη τότε Kings Road. Αρχικά πουλούσε νομίσματα. Μια μέρα του 1967 μπήκε στο μαγαζί του ο νεαρός Χρήστος Μιχαηλίδης, μέλος μιας οικογένειας Ελλήνων εφοπλιστών, για να πουλήσει ένα αντικείμενο. Έγιναν ζευγάρι πολύ σύντομα και άρχισαν να ζουν μαζί. Τους αποκαλούσαν «οι Symeses» και πολύ σύντομα έγιναν οι πιο σεβαστοί έμποροι της πόλης.
Ο ταύρος από αλάβαστρο, που έχει εμφανιστεί σε έγγραφα αποστολής και παραδόθηκε στο ρετιρέ του εμπόρου αρχαιοτήτων Ρόμπιν Σάιμς στο ξενοδοχείο Four Seasons της Νέας Υόρκης, κατασχέθηκε από την ιδιωτική συλλογή της Σέλμπι Γουάιτ και ο ασβεστολιθικός ελέφαντας από μια μονάδα αποθήκευσης που ανήκε στον Ρόμπιν Σάιμς, όπου ήταν κρυμμένος τουλάχιστον από το 1999.
Η 85χρονη εκατομμυριούχος Σέλμπι Γουάιτ, φιλάνθρωπη και εκ των διαχειριστών του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, έχει εδώ και καιρό βρεθεί, όπως και άλλοι μεγάλοι συλλέκτες, στο μάτι του κυκλώνα, με τη συλλογή της να ερευνάται για λεηλατημένα αντικείμενα, ενώ δύο δωδεκάδες αρχαιοτήτων, αξίας 24 εκατομμυρίων δολαρίων, κατασχέθηκαν από το σπίτι της στα τέλη του 2022. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν «απόδειξη εγκληματικής κατοχής κλεμμένης περιουσίας πρώτου, δεύτερου, τρίτου και τέταρτου βαθμού, καθώς και συνωμοσίας για τη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων».
Έπρεπε να περάσουν 22 χρόνια από τότε που η συλλογή της εκτέθηκε μετά βαΐων και κλάδων στο ΜΕΤ (μάλιστα εκδόθηκε και ο σχετικός κατάλογος) με τίτλο «Glories of the Past: Ancient Art from the Shelby White and Leon Levy Collection» για να επιστραφούν ως λεηλατημένα εκατοντάδες αρχαία αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, παρά το γεγονός ότι το 2000 οι αρχαιολόγοι Ντέιβιντ Γκιλ και Κρίστοφερ Τσίπιντεϊλ δήλωναν σε άρθρο τους ότι το 93% των αντικειμένων της έκθεσης δεν είχε γνωστή προέλευση. Τον κατάλογο υπέγραφε ο Ντίτριχ φον Μπότμερ, που μαζί με τον τότε διευθυντή του ΜΕΤ, Τόμας Χόβινγκ, έπεισε το διοικητικό συμβούλιο του μουσείου να πληρώσει 1 εκατομμύριο δολάρια για τον κρατήρα του Ευφρονίου, ο οποίος τελικά επεστράφη στην Ιταλία το 2008.
Οι σχέσεις των δυο προηγούμενων με εμπόρους, αρχαιοπώλες και ένα ολόκληρο κύκλωμα που διακινούσε λεηλατημένες αρχαιότητες ήταν γνωστές. Μάλιστα, όταν αγοράστηκε ο κρατήρας, δεύτερο θέμα στους ΝΥΤ ήταν το άρθρο του Νίκολας Γκέιτζ με τίτλο «Πώς το Μετροπόλιταν προμηθεύτηκε το καλύτερο ελληνικό αγγείο που υπάρχει;», στο οποίο αναφέρεται ευθέως ότι το αγγείο προέρχεται από παράνομη ανασκαφή κοντά στη Ρώμη.
Τότε το θέμα στους ΝΥΤ δεν είχε περάσει απαρατήρητο, ωστόσο τα μουσεία είχαν μπει σε μεγάλο ανταγωνισμό με στόχο την επισκεψιμότητα, ευλογούσαν και ξέπλεναν αρχαιότητες πολύ πλούσιων ανθρώπων, ενθαρρύνοντας ένα απίθανο κύκλωμα στο οποίο μετείχαν ιδιώτες, οίκοι δημοπρασιών και γκαλερί.
Το ίδιο συνέβη και με τις ιδιωτικές συλλογές πολλών εκατομμυριούχων που μεταπολεμικά και περίπου μέχρι το 2000 αγόραζαν, πουλούσαν, δημοπρατούσαν και διακινούσαν αρχαιότητες, τις δώριζαν και τις δάνειζαν σε μουσεία. Είναι αυτοί για τους οποίους έχει γίνει μεγάλη συζήτηση τα τελευταία χρόνια, ο Μάικλ Στάινχαρντ, οι Λίντα και Γουίλιαμ Μπαϊργουόλτις, ο Λίον Λέβι και η Σέλμπι Γουάιτ, η Μπάρμπαρα και ο Λόρενς Φλάισμαν, ο Χάουαρντ Στερν, ανάμεσα σε άλλους, οι οποίοι είχαν πάθος για τα αρχαία, ιταλικά και κυκλαδικά –τα κατά τον Πικάσο «μαγικά αντικείμενα»–, και συλλογές που συγκροτήθηκαν όλες μεταπολεμικά. Όλοι οι προαναφερθέντες ιδιώτες καθώς και οίκοι δημοπρασιών και μουσεία συνδέθηκαν με τη Robin Symes Limited, που σήμερα, όπως μπορεί να δει κανείς στην ιστοσελίδα της βρετανικής κυβέρνησης, έχει έδρα την 55 Baker Street στο Λονδίνο, βρίσκεται υπό εκκαθάριση και τη διευθύνει ακόμα ο 84χρονος αρχαιοπώλης Ρόμπιν Σάιμς, ιδιοκτήτης και της Xoilan Trader Inc. που είχε εμπορικές σχέσεις με μεγάλους οίκους δημοπρασιών και μουσεία από τη δεκαετία του ‘70.
Γενεύη, η καρδιά του διεθνούς λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων
Το 2016, σαράντα πέντε κιβώτια με πολύτιμες αρχαιότητες από τη συλλογή του Ρόμπιν Σάιμς επιστράφηκαν από τις ελβετικές Αρχές στην Ιταλία. Τα εν λόγω αντικείμενα, ρωμαϊκές και ετρουσκικές αρχαιότητες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και δύο εξαιρετικής τέχνης σαρκοφάγοι του 2ου αι. π.Χ., ψηφιδωτά και τοιχογραφίες από την Πομπηία, ένα ολόκληρο κεραμικό τέμπλο ετρουσκικού ναού με παραστάσεις, αγγεία και άλλα, βρίσκονταν αποθηκευμένα στη Γενεύη από το 2001, σε κτίριο ιδιοκτησίας του Σάιμς. Απέξω είχαν το όνομα της offshore εταιρείας Xoilan Trader Inc. Όπως έγραφε η εφημερίδα «Le temps», «ο αμύθητος θησαυρός επεστράφη στην Ιταλία και τα έργα είχαν μεταφερθεί εκεί από το Ηνωμένο Βασίλειο από έναν πολύ εξέχοντα Άγγλο έμπορο έργων τέχνης ο οποίος είχε γίνει πρωτοσέλιδο πολλές φορές. Το όνομά του, Ρόμπιν Σάιμς».
Oι καραμπινιέροι ανοίγουν τα κιβώτια του Σάιμς και ανακαλύπτουν τις ετρουσκικές αρχαιότητες
Πώς έφτασε ο θησαυρός του Σάιμς, της αμφιλεγόμενης αυτής φιγούρας, που κάποτε υπήρξε ένας από τους βασιλιάδες της αγοράς τέχνης, στη Γενεύη; Ο Ρόμπιν Σάιμς είχε βρει καταφύγιο στη Γενεύη το 2003. Πιο συγκεκριμένα, σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στη Rue des Granges, που βρίσκεται στην ακριβή περιοχή της Παλιάς Πόλης. Ο λόγος: είχε στα ίχνη του τους κληρονόμους του συνεταίρου και συντρόφου του από τη δεκαετία του 1970 Χρήστου Μιχαηλίδη. Οι κληρονόμοι του Μιχαηλίδη, που διεκδικούσαν τη μισή περιουσία του Σάιμς σε ακίνητα και έργα τέχνης, τον είχαν φέρει ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ο Σάιμς φέρεται να τοποθέτησε τα 17.000 αντικείμενα στην αποθήκη του Freeport αμέσως μετά τον θάνατο του Μιχαηλίδη για να τα αποκρύψει από τους εκτελεστές της περιουσίας του και να κρατήσει την τεράστια αξία τους έξω από οποιονδήποτε διακανονισμό.
Ο Ρόμπιν Σάιμς καταδικάστηκε το 2005 σε δύο χρόνια φυλάκιση στη χώρα του. Τα περιουσιακά του στοιχεία δεσμεύτηκαν από τα βρετανικά δικαστήρια και το διαβατήριό του κατασχέθηκε. Έκρυψε τα λάφυρά του, ή μέρος από αυτά, στη Γενεύη, και είχε τουλάχιστον 29 αποθήκες σε Λονδίνο, Ελβετία και Νέα Υόρκη, όταν άρχισε η σύγκρουσή του με την οικογένεια Μιχαηλίδη. Ανίκανος να πληρώσει τους δικηγόρους του και αρνούμενος να μοιραστεί την περιουσία του με τους νόμιμους κληρονόμους του συντρόφου του, ο Ρόμπιν Σάιμς κήρυξε πτώχευση. Η Δικαιοσύνη δεν κατάφερε ποτέ να βρει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Αυτό δεν τον εμπόδισε, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, να πουλήσει για αρκετά εκατομμύρια αρχαιότητες που του ανήκαν σε Άραβες, Αμερικανούς και Ελβετούς φιλότεχνους.
Ρόμπιν Σάιμς - Χρήστος Μιχαηλίδης, η ελίτ των αρχαιοπωλών - λαθρεμπόρων
Ο Ρόμπιν Σάιμς γεννήθηκε στο Οξφορντσάιρ της Αγγλίας το 1939. Η μητέρα του δολοφονήθηκε όταν ήταν μικρό παιδί. Παντρεύτηκε στα 21 του τη Λετίσια Άτκινσον και απέκτησε δύο γιους. Για την ιστορία, η Λετίσια πέθανε το 1995, από επιπλοκές του αλκοολισμού, αφού διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και «νυμφομανία». Δύο χρόνια αργότερα, πέθανε ο γιος του σε ηλικία 35 ετών, θύμα εθισμού στην ηρωίνη. Ο άλλος γιος του είναι εδώ και πολλά χρόνια αποξενωμένος από τον πατέρα του και σήμερα είναι διευθυντής μιας οικοδομικής εταιρείας, της Symes Construction.
Ο Σάιμς ξεκίνησε από χαμηλά, ως ταπεινός έμπορος αρχαιοτήτων, με ένα κατάστημα στη μοδάτη τότε Kings Road. Αρχικά πουλούσε νομίσματα. Μια μέρα του 1967 μπήκε στο μαγαζί του ο νεαρός Χρήστος Μιχαηλίδης, μέλος μιας οικογένειας Ελλήνων εφοπλιστών, για να πουλήσει ένα αντικείμενο. Έγιναν ζευγάρι πολύ σύντομα και άρχισαν να ζουν μαζί. Τους αποκαλούσαν «οι Symeses» και πολύ σύντομα έγιναν οι πιο σεβαστοί έμποροι της πόλης. Οι επιχειρηματικές τους συναλλαγές προφανώς τροφοδοτούνταν από την οικονομική ενίσχυση που τους διέθετε η οικογένεια του Μιχαηλίδη. Εμφανίζονταν συχνά στον Τύπο και το επίπεδο των επιχειρήσεών τους ήταν τέτοιο που οι «New York Times» ανέφεραν την αξιοσημείωτη αγορά από τον Σάιμς ενός ρωμαϊκού γυάλινου δοχείου από τον οίκο Sotheby's στο Λονδίνο για 1,04 εκατομμύρια δολάρια.
«Ο Σάιμς απέκτησε έναν τρόπο ζωής που αντιστοιχούσε στην επιτυχία του στις επιχειρήσεις αρχαιοτήτων», γράφουν οι Peter Watson και Cecilia Todeschini στο βιβλίο τους «The Medici Conspiracy» του 2007. «Μαζί με τον Μιχαηλίδη είχε σπίτια στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, την Αθήνα και τη Σχοινούσα. Το σπίτι τους στη Σχοινούσα είχε ένα στούντιο για να ζωγραφίζει ο Ρόμπιν και μια κουζίνα ζαχαροπλαστικής για τον Κρίστο, που του άρεσε να μαγειρεύει. Ο Σάιμς, που δεν οδηγούσε, είχε πάντα σοφέρ για την ασημένια του Rolls Royce ή τη βυσσινί του Bentley».
Σάιμς και Μιχαηλίδης ζούσαν την πολυτελή ζωή που αρμόζει σε εμπόρους αρχαιοτήτων του επιπέδου τους. Διακινούσαν χιλιάδες αντικείμενα, μέσω της γκαλερί τους στη συνοικία St James's του Λονδίνου, η οποία ήταν όλη ντυμένη με μπεζ σουέντ, με μπρούτζινα ντουλάπια και υπέροχα φώτα, η πρώτη γκαλερί με πραγματικά αμερικανική εμφάνιση.
Ζούσαν στο Τσέλσι, σε ένα σπίτι με εσωτερική πισίνα που περιστοιχίζεται από αρχαία αγάλματα, και ένα δωμάτιο art deco, γεμάτο με έπιπλα της Eileen Gray, αξίας, σύμφωνα με μια εκτίμηση, 20 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Σάιμς ήταν διαχειριστής του Βρετανικού Μουσείου και συναναστρεφόταν τακτικά με τους κορυφαίους επιμελητές του κόσμου. Φαινόταν να έχει πρόσβαση στις καλύτερες αρχαιότητες ελληνικής, ιταλικής, αιγυπτιακής και ασιατικής προέλευσης, αγοράζοντας και πουλώντας μέσω των οίκων Sotheby's, Christie's και Bonhams και τοποθετώντας αντικείμενα σε εθνικά μουσεία σε όλο τον κόσμο. Το 1979 έπαθε διπλή εγκεφαλική αιμορραγία, ωστόσο συνέχισε την έντονη δραστηριότητά του κυκλοφορώντας με τα κατά παραγγελία ραμμένα κρεμ κοστούμια του και τα ριγέ πουκάμισα ως η επιτομή του γοητευτικού, πολυεκατομμυριούχου αρχαιοπώλη. «Ένας κακός Τζέιμς Μποντ, μια κομψή, διεφθαρμένη φιγούρα που ελίσσεται στα ελίτ σαλόνια», λέει στον Γουάτσον ο Melik Kaylan, ειδικός σε κλοπές αρχαιοτήτων, ο οποίος γράφει για τη «Wall Street Journal».
O Σάιμς είχε στενές επιχειρηματικές σχέσεις αλλά και κοινή επαγγελματική διεύθυνση στη Γενεύη με τον διαβόητο Ιταλό έμπορο Τζάκομο Μέντιτσι, που μέσω των «tombaroli», ή αλλιώς τυμβωρύχων, τροφοδοτούσε με υλικό μέσω μιας σειράς κλεπταποδόχων με καλές διασυνδέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Σάιμς, αίθουσες δημοπρασιών και γκαλερί.
Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Μουσείο Ζαν Πολ Γκετί στο Λος Άντζελες είναι μόνο δύο από τα υψηλού προφίλ ιδρύματα που είχαν λάβει λεηλατημένο υλικό το οποίο είχε περάσει από τα χέρια τους. Το 1988, ο Σάιμς πούλησε ένα άγαλμα που πιστεύεται ότι ήταν απεικόνιση της Αφροδίτης του 5ου αιώνα π.Χ. στο μουσείο Γκετί έναντι 18 εκατομμυρίων δολαρίων, ξεπλένοντας το πολύτιμο αντικείμενο από το παράνομο παρελθόν του, πλαστογραφώντας το ιστορικό ιδιοκτησίας. Το άγαλμα στάλθηκε πίσω στην Ιταλία από το Λος Άντζελες το 2007. Από τα 42 αντικείμενα του Γκετί που οι Ιταλοί λένε ότι έχουν λεηλατηθεί, τουλάχιστον 16 πέρασαν από τα χέρια του Σάιμς.
Ο Σάιμς ήταν, όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στους «Los Angeles Times» μόλις είχε αποφυλακιστεί, «ένας θρύλος». Ένας θαυμαστής του σε κάποιο κλαμπ του είπε: «Είσαι για τον κόσμο των εμπόρων τέχνης ό,τι είναι οι Beatles για τη μουσική». Στην ίδια συνέντευξη λέει ότι «υπάρχουν πολύ λίγα μουσεία στον κόσμο όπου δεν θα δεις κάτι που είχα κάποια στιγμή», επιβεβαιώνοντας ότι μαζί με τον Μιχαηλίδη «πρωταγωνιστούσαν» στην πώληση λεηλατημένων αρχαιοτήτων αξίας εκατομμυρίων δολαρίων σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Οι Ιταλοί λένε ότι ο Σάιμς και ο Μιχαηλίδης συγκέντρωσαν, μόνο το 1992, 12 εκατομμύρια δολάρια πουλώντας αντικείμενα που απέκτησαν από τον Τζάκομο Μέντιτσι.
Το ζεύγος Σάιμς - Μιχαηλίδη ήταν ευρέως αποδεκτό σε όλους τους κύκλους της υψηλής κοινωνίας. Δημιούργησαν ένα εξαιρετικό μείγμα γούστου και αλαζονείας που υπογραμμιζόταν από έναν πολυτελή τρόπο ζωής. Αυτή η εικόνα βόλευε τους πλούσιους συλλέκτες, αφού το ζευγάρι λειτουργούσε σαν τείχος που χώριζε τον πλούσιο, εκλεπτυσμένο και λάτρη του ωραίου κόσμο της τέχνης και της υψηλής κουλτούρας από τη βρόμικη πλευρά της αρχαιοκαπηλίας και της εγκληματικής δράσης.
Ο Χρήστος Μιχαηλίδης ήταν όμορφος και χαρισματικός, μιλούσε έξι γλώσσες, ήταν συνηθισμένος στον πλούτο. Μετά το εγκεφαλικό του Σάιμς το 1979 διηύθυναν την επιχείρηση από κοινού. Γρήγορα έγινε η πιο επιτυχημένη στο Λονδίνο. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι πολλές από τις αρχαιότητες είχαν λεηλατηθεί από αρχαίες τοποθεσίες, πράγμα που, όπως φαίνεται, λίγους αφορούσε εκείνη την εποχή. Ο Σάιμς έβρισκε τα αντικείμενα και τους αγοραστές, ενώ ο Μιχαηλίδης οργάνωνε το οικονομικό κομμάτι. «Ήταν μια επιτυχημένη συμφωνία, και από τη δεκαετία του 1980 ακολουθούσαν το ημερολόγιο των πολύ πλουσίων: Gstaad τον Φεβρουάριο, Μπαχάμες τον Μάρτιο, La Prairie −το σπα-κλινική στο Montreux της Ελβετίας όπου έκαναν το ετήσιο τσεκάπ τους− την άνοιξη, Λονδίνο τον Ιούνιο, Ελλάδα το καλοκαίρι, Νέα Υόρκη για τις πωλήσεις τον Νοέμβριο. Ήταν ένας σχεδόν τέλειος τρόπος ζωής» γράφει ο Γουάτσον. Ο Μιχαηλίδης είχε στενές σχέσεις με την οικογένειά του, που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μετακόμισε στην Ελλάδα το 1962. Η αδελφή του Ντέπυ (Δέσποινα), όπως διαβάζουμε στον Γουάτσον, εγγυήθηκε προσωπικά για τον Σάιμς το 2000 με 17 εκατομμύρια δολάρια. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά τον θάνατο του Μιχαηλίδη η οικογένεια υπέθεσε ότι, εφόσον αυτός και ο Σάιμς ήταν ισότιμοι συνέταιροι, τα περιουσιακά στοιχεία θα μοιράζονταν κάποια στιγμή σε βάση 50-50.
Ένας απρόσμενος θάνατος και η αρχή της πτώσης του Σάιμς
Στις 4 Ιουλίου 1999, ο Ρόμπιν Σάιμς και ο Χρήστος Μιχαηλίδης ήταν καλεσμένοι σε ένα δείπνο που παρέθεταν οι Αμερικανοί συλλέκτες Λίον Λέβι και Σέλμπι Γουάιτ στο Terni, κοντά στο Arezzo της Ιταλίας. Προς το τέλος του δείπνου, ο Μιχαηλίδης πήγε να ψάξει για τσιγάρα και δεν επέστρεψε. Όταν μια άλλη καλεσμένη πήγε να τον αναζητήσει, διαπίστωσε ότι είχε γλιστρήσει σε μια σκάλα και είχε χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα φορητό καλοριφέρ. Πέθανε στο νοσοκομείο του Ορβιέτο την επόμενη μέρα. Ακόμα και σήμερα κάποιοι θεωρούν την πτώση και τον θάνατό του «περίεργα». Το ίδιο καλοκαίρι η πενθούσα οικογένεια βρέθηκε στη Σχοινούσα. Ο ανιψιός του Μιχαηλίδη, Δημήτρης Παπαδημητρίου, είπε στον Σάιμς ότι, αν και η επιχείρηση θα έπρεπε να μοιραστεί στη μέση, ο Σάιμς μπορούσε να κρατήσει το μερίδιο της οικογένειας και να το πουλήσει, σε τρία έως πέντε χρόνια, μετά από τα οποία θα αποχωρούσαν. Ο Σάιμς δεν συμφωνούσε. Θεωρούσε ότι ο ίδιος είχε ιδρύσει την επιχείρηση, ότι είχε το «μάτι» και είχε βρει τους πελάτες που παρήγαγαν το εισόδημα το οποίο έκανε την επιχείρηση να ευδοκιμήσει. Στην επιχείρηση Robin Symes Limited ήταν ο μοναδικός μέτοχος. Επισήμως, ο Μιχαηλίδης ήταν «υπάλληλος», γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Παπαδημητρίου.
Το 2000 ο Ρόμπιν Σάιμς δωρίζει στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης το αγαλματίδιο μιας ντυμένης θεάς, από τα τέλη του 5ου-4ου αιώνα π.Χ., στη μνήμη του Μιχαηλίδη. Η καταχώρηση στον κατάλογο του μουσείου δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες της φιγούρας ή το πού βρέθηκε.
Όταν τον Ιούλιο του 2000 ο Σάιμς παρέστη στην επιμνημόσυνη δέηση για τον σύντροφό του, ο Παπαδημητρίου του παρέδωσε μια επιστολή της μητέρας του Μιχαηλίδη, Ειρήνης, που ήταν τότε 84 ετών, με την οποία παρακαλούσε να της επιστραφούν τα προσωπικά αντικείμενα του γιου της. Τα προσωπικά του αντικείμενα ήταν πολλά ρολόγια Cartier που κατασκευάστηκαν πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα Rolex που κατασκευάστηκε στο χέρι τη δεκαετία του 1950, και ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα Cartier, επίσης χειροποίητα, επενδεδυμένα με ζαφείρια και διαμάντια. Ο Σάιμς ένιωσε βαθιά προσβεβλημένος και ανταπέδωσε την υποτιθέμενη «προσβολή» της οικογένειας στέλνοντας μήνες αργότερα έναν χαρτοφύλακα με τα προσωπικά αντικείμενα του Μιχαηλίδη. Ο χαρτοφύλακας περιείχε έναν πλαστικό αναπτήρα, ένα μισοκαμένο κερί, τον βαπτιστικό σταυρό του, ένα πλαστικό Swatch, ένα κουτί με τραπουλόχαρτα, ανταλλακτικά για τα στιλό του, ένα μαξιλάρι με ένα αρκουδάκι, μια φτηνή φωτογραφική μηχανή, μερικές φωτογραφίες.
Η κίνηση έγινε για να τους δείξει ότι αυτός ήταν ο νόμιμος κληρονόμος του Κρίστο; Ότι δεν επρόκειτο να μοιραστεί την περιουσία; Όπως και να σκέφτηκε, έσκαψε τον λάκκο του.
Μια δικαστική διαμάχη-θρίλερ
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου προσλαμβάνει τον δικηγόρο Ludovic de Walden, και πριν προλάβουν «να αναλάβουν δράση» αντιλαμβάνονται ότι ο Σάιμς έχει αρχίσει να πουλά αντικείμενα, με μια έκθεση στη Νέα Υόρκη στην οποία 152 αντικείμενα −κυρίως αρχαιότητες− με συλλογική αξία 42 εκατομμυρίων δολαρίων προσφέρονταν προς πώληση. Διαπίστωσαν επίσης ότι ολόκληρη η συλλογή επίπλων art deco της Eileen Gray είχε πουληθεί στην Μπιενάλε του Παρισιού έναντι εκατομμυρίων δολαρίων. Αντί να προετοιμάσει την απογραφή, ο Σάιμς ξεπουλούσε πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας για μετρητά.
Τον Φεβρουάριο του 2001 ο Σάιμς μηνύει την οικογένεια Παπαδημητρίου, υποστηρίζοντας ανάμεσα σε άλλα ότι δεν είχε καμία υποχρέωση να επιστρέψει οποιαδήποτε περιουσία στη Δέσποινα ή σε οποιονδήποτε άλλο Παπαδημητρίου, και ζητά να τους επιβληθεί πρόστιμο ή φυλάκιση αν συνέχιζαν να παρεμβαίνουν. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου αναλαμβάνει δράση και πετυχαίνει ex parte ασφαλιστικά μέτρα στο Λονδίνο που του έδιναν το δικαίωμα να εισβάλει σε όλες τις εγκαταστάσεις ιδιοκτησίας του Σάιμς και να «παγώσει» τα περιουσιακά του στοιχεία. Δεν επιτρεπόταν πλέον να συναλλάσσεται ο Σάιμς χωρίς την άδεια του δικαστηρίου και οι τραπεζικοί του λογαριασμοί δεσμεύτηκαν.
Λίγοι διάδικοι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα δικαστικά έξοδα αυτής της υπόθεσης, που ανήλθαν τελικά σε περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια, αν δεν είχαν την οικονομική επιφάνεια του Παπαδημητρίου. Εκτός αυτού, ιδιωτικοί ντετέκτιβ ακολουθούσαν τον Σάιμς παντού. Ο Σάιμς αποθήκευε τις αρχαιότητές του σε τριάντα τρεις τοποθεσίες. Κατέστρεφε έγγραφα τα οποία οι ντετέκτιβ συνέλεγαν από τα σκουπίδια. Αποκατέστησαν ένα χειρόγραφο του Σάιμς στο οποίο δεχόταν ότι η οικογένεια του Μιχαηλίδη είχε δώσει μεγάλη οικονομική βοήθεια στην επιχείρηση «χρηματοδοτώντας πολλές αγορές και με εγγυήσεις για τραπεζικά δάνεια». Στην πιο αποκαλυπτική φράση, το aide-mémoire αναφερόταν στη Δέσποινα Παπαδημητρίου ως αόρατη συνέταιρο.
Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας ο Σάιμς θα έπρεπε να αποδείξει ότι δεν υπήρχε σύμπραξη με τον Μιχαηλίδη. Η δίκη ορίστηκε για το 2003, με τους Παπαδημητρίου αποφασισμένους να μην τον αφήσουν να βάλει χέρι στην περιουσία, στα γιοτ, πόσο μάλλον στη Σχοινούσα. Ο Σάιμς δεν συμμορφώθηκε, περιφρόνησε το δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε άλλα χρήματα για να αποκαλύψει όλα τα έγγραφα στα οποία στήριζε τα νέα του επιχειρήματα, ο δικαστής δεν πείστηκε και οι Παπαδημητρίου κέρδισαν. Σε ό,τι αφορούσε το δικαστήριο, υπήρχε εταιρική σχέση και η οικογένεια δικαιούνταν το ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης του Σάιμς. Τελικά ο Σάιμς οδηγήθηκε στη φυλακή εξαιτίας της πώλησης ενός αγάλματος, η οποία θεωρήθηκε περιφρόνηση του δικαστηρίου και διάπραξη απάτης, ένα όχι πλέον αστικό αλλά ποινικό αδίκημα. Κήρυξε πτώχευση, έχασε το σπίτι του και τον πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του, δεν μπορούσε πλέον να είναι διευθυντής σε καμία εταιρεία, ούτε καν στη δική του. Τον Ιούλιο του 2004 τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως αστική δίκη είχε καταλήξει σε κάτι πολύ χειρότερο.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ζούσε πάνω από μια παμπ του Wiltshire, χωρίς χαλί και με ένα μονό κρεβάτι. Τα Χριστούγεννα, όμως, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις Σειρήνες της πολυτέλειας και εγκαταστάθηκε στο Savoy Hotel του Λονδίνου. Αν και χρεοκόπησε, είχε αρκετούς φίλους που εξακολουθούσαν να τον στηρίζουν οικονομικά.
Στις 21 Ιανουαρίου 2005, στο Ανώτατο Δικαστήριο στο Strand του Λονδίνου, ο Σάιμς καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης για δύο κατηγορίες για ασέβεια προς το δικαστήριο. Μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα στις φυλακές Pentonville, στο βόρειο Λονδίνο. Ακόμη και στη φυλακή −όπου έμεινε επτά μήνες−συνέχισε τη ζωή του. Ένας φίλος του παρήγγειλε γι' αυτόν ακριβό χαρτί αλληλογραφίας –velvet blue bond, με ανάγλυφα γράμματα σε πιο σκούρα μπλε απόχρωση– που έγραφε στη θέση της διεύθυνσης αποστολέα: «Pentonville, Caledonian Road, N1».
Τι απέμεινε από τη συλλογή του Σάιμς; Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ακριβώς, οι αποθήκες που άνοιξαν το 2016 στη Γενεύη μπορεί να είναι η κορυφή του παγόβουνου. Το 2009, όταν οι εκκαθαριστές πήγαν να πουλήσουν τα υπολείμματα της συλλογής του, 250 κομμάτια, συμπεριλαμβανομένων έργων των παλαιών δασκάλων και ενός Πικάσο, έπρεπε να πουληθούν σε χαμηλές τιμές επειδή, όπως έγραφε ο οίκος Bonhams, «οι εκκαθαριστές δεν παρέχουν καμία εγγύηση για τον τίτλο» − με άλλα λόγια, τα έργα μπορεί να ήταν κλεμμένα. Ο Σάιμς κράτησε το στόμα του κλειστό για την πραγματική προέλευση «των θησαυρών του», στη συνέντευξή του στους LAT λέει ότι όσα αντικείμενα δεν αγόρασε σε δημοπρασίες απλώς «ήρθαν σε μένα». Μπορεί ένα μέρος τους, άγνωστο ακόμα, να χαθεί στην ομίχλη του χρόνου ή σε κάποια θλιβερή αποθήκη.
Μια πολύ χρονοβόρα υπόθεση
Ζήτησα από τον Ανδρέα Αποστολίδη να σχολιάσει την περίπτωση Σάιμς. Πρόκειται για τον συγγραφέα του βιβλίου «Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων» –από το οποίο έχω αντλήσει πολλά στοιχεία που δημοσιεύονται εδώ–, ερευνητή και δημιουργό του ντοκιμαντέρ «Το κύκλωμα», το οποίο προβλήθηκε από την κρατική τηλεόραση το 2006 και συζητήθηκε διεθνώς. Το ντοκιμαντέρ συνδυάζει αποκαλυπτικές προσωπικές αφηγήσεις και ιστορίες, άγνωστα ντοκουμέντα και αρχεία και αναλύει συγκλονιστικές υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας. Είναι μια μελέτη για το εμπόριο αρχαιοτήτων, ένα θέμα που για πρώτη φορά στην Ελλάδα τοποθετείται στο διεθνές του πλαίσιο με βάση τις σύγχρονες νομικές και ηθικές αντιλήψεις για τη σημασία και την αξία της επιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας.
«Είναι προφανώς μια τελειωμένη ιστορία σήμερα, αλλά στη στροφή του 20ού προς τον 21ο αιώνα, από το 1990, ο Σάιμς, μαζί με τον Μιχαηλίδη, ήταν ο βασικός προμηθευτής των μεγάλων μουσείων και των μεγάλων συλλεκτών. Αυτός βασικά προμήθευε το Μετροπόλιταν κυρίως, και μεσολαβούσε σε όλες τις δοσοληψίες. Υπήρχαν διάφορες προσπάθειες από αρχαιολόγους και διωκτικές Αρχές για να σταματήσει. Αυτές που ενεργοποιήθηκαν και κατάφεραν με συστηματικό τρόπο να κινηθούν εναντίον του ήταν οι ιταλικές Αρχές. Υπήρχε και ένα κύκλωμα γύρω από τον Σάιμς που οργάνωνε τη διακίνηση.
Η προσπάθεια αυτή κατέληξε γύρω στο 2006-7 σε κάποια αποτελέσματα, αλλά από εκεί και πέρα είναι πολύ χρονοβόρα η όλη διαδικασία. Ενώ υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για το πώς μπορούν αυτά τα αντικείμενα να καταλήξουν στις χώρες από τις οποίες προέρχονται, αυτό συμβαίνει μέσα από μια πολύπλοκη δικαστική διαδικασία. Βλέπει κανείς σήμερα να τελειώνουν ιστορίες που ξεκίνησαν πριν από είκοσι χρόνια. Επίσης, αντικείμενα μουσείων που λεηλατούνται, όπως το μουσείο της Βαγδάτης, θα εμφανιστούν πολλά χρόνια αργότερα, μπορεί να τα δούμε μετά από έναν αιώνα. Θα υπάρχει το κράτος με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα; Κανείς δεν ξέρει. Οπότε ακολουθεί ένα χάος νομικό και διπλωματικό. Ο Σάιμς είχε συσσωρεύσει χιλιάδες αντικείμενα, σίγουρα θα υπάρχουν και πράγματα κάτω από την επιφάνεια. Μόνο για να μελετηθούν αυτά χρειάζονται στρατιές αρχαιολόγων».
Ο κ. Αποστολίδης υποστηρίζει ότι η πρώτη επιτυχία της οικογένειας Παπαδημητρίου κατά του Σάιμς μάς οδήγησε στην καταγραφή της περιουσίας του. Χωρίς αυτήν θα είχαν βρεθεί ίσως πολύ λιγότερα, δύσκολα θα μπορούσε να το κάνει μία Αρχή, αφού τα αντικείμενα βρίσκονταν σε πολλές χώρες, πράγμα που απαιτούσε συντονισμό όλων των Αρχών και καλές σχέσεις μεταξύ τους. «Νομίζω ότι από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να κινητοποιούνται και οι ελληνικές Αρχές και να καταλαβαίνουν την ιστορία», λέει.
Σύμφωνα με τον κ. Αποστολίδη, η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα ήταν μια δεκαετία με σημαντικές επιτυχίες και υποχώρηση των μουσείων, όπως το Μετροπόλιταν και το Λούβρο, κατά την οποία άρχισαν να γίνονται όλοι πολύ προσεκτικοί σχετικά με την προέλευση των αντικειμένων που εκθέτουν. «Στη συνέχεια, όταν αυτό άρχισε να κοπάζει, και ακολούθησαν η οικονομική κρίση και η πανδημία, νομίζω ότι η γραμμή είναι να ξαναγυρίσουν πριν το 2000. Σημαδιακό σημείο είναι η συμφωνία που έκανε η ελληνική κυβέρνηση με το Μετροπόλιταν για τη συλλογή Στερν, μέσω του μουσείου Γουλανδρή, μια συμφωνία που μας γυρίζει τριάντα χρόνια πίσω. Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 2000 δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό, γιατί έχει να κάνει και με το πόσο προσεκτικά είναι τα κράτη που κατέχουν αρχαιότητες. Τα αντικείμενα Στερν ήταν γνωστά από το 2005-6. Όταν έκλεινε η υπόθεση Σάιμς, άνοιγε η υπόθεση Στερν με μια διάτρητη συλλογή», λέει.
Ο Σάιμς συγκέντρωσε το απόθεμά του πριν το 2003, πριν την ψήφιση του νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου «περί εμπορίας πολιτιστικών αντικειμένων», ωστόσο το 2013, 10 χρόνια μετά την έναρξη της εκκαθάρισης της εταιρείας του, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στον κλάδο ότι αντικείμενα από το απόθεμα της RSL πωλούνταν στη Μέση Ανατολή, όπου σήμερα ζουν ορισμένοι από τους πλουσιότερους ιδιώτες συλλέκτες αρχαιοτήτων.
Μια λίστα διακίνησης αρχαιοτήτων χωρίς αρχή και τέλος
Η λίστα με τα αρχαία αντικείμενα που προέρχονται από παράνομες λαθρανασκαφές τα οποία έχει διακινήσει ο Σάιμς είναι πελώρια. Ο διάδοχος, όπως θεωρείται, του Τζάκομο Μέντιτσι και του Νικολά Κουτουλάκη, μαζί με τον συνέταιρό του Χρήστο Μιχαηλίδη αγόραζε ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην αγορά. Πούλησαν την «Κόρη» στο Γκετί, τους «Γρύπες» στον Μορίς Τέμπελσμαν και την «Τύχη» στους Φλάισμαν, που με τη σειρά τους την πούλησαν στο Μουσείο Γκετί. Οι εκατομμυριούχοι Φλάισμαν συγκρότησαν μέσω του Σάιμς μια συλλογή κλασικών αρχαιοτήτων με 300 κομμάτια την οποία πούλησαν στο Γκετί το 1996, με το 92% των αντικειμένων να μην έχει πιστοποιητικά προέλευσης. Ο Σάιμς και ο Μιχαηλίδης έπαιξαν κεντρικό ρόλο ως «μεταπράτες» στο ρήμαγμα του Αιγαίου και του Τσερβετέρι. Πούλησαν σε εκατομμυριούχους όπως ο Λίον Λέβι αντικείμενα αμύθητης αξίας. Φόρτωσαν κυριολεκτικά τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και τους συλλέκτες με τα πιο προβληματικά τους σήμερα αντικείμενα, από το Μουσείο Μετροπόλιταν μέχρι τον Σεΐχη Αλ Θανί. Ήταν οι σχεδόν αποκλειστικοί προμηθευτές του τμήματος αρχαιοτήτων του μουσείου Mίχο στο Κιότο.
Η ηθική μάς υπαγορεύει να ακούμε και να λαμβάνουμε σήμερα υπόψη μας προσεκτικά τους αρχαιολόγους, τους ερευνητές και τους ειδικούς. Τα μουσεία γνώριζαν στην περίπτωση του Σάιμς ότι ο προμηθευτής τους ήταν κλεπταποδόχος, γι’ αυτό ίσως δεν έκαναν πολλές ερωτήσεις για την προέλευση των αντικειμένων. Δυστυχώς, οι περισσότερες υποθέσεις στις οποίες έχει αναμειχθεί ο Σάιμς, και είναι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, έχουν παραγραφεί. Τα μουσεία έχουν βγάλει εκατομμύρια από εκθέματα που έχουν αμφισβητηθεί ή είναι πλαστά, πριν πάρουν τον δρόμο για τις αποθήκες ή επαναπατριστούν στις χώρες από τις οποίες προήλθαν.
Το πιο ειρωνικό στην περίπτωση του Ρόμπιν Σάιμς είναι ότι δεν καταδικάστηκε ποτέ για παράνομη εμπορία αρχαιοτήτων, όσα βρέθηκαν στην κατοχή του προήλθαν από την έρευνα των Παπαδημητρίου, ο ίδιος δεν ομολόγησε τίποτα, όπως και κανένας σχεδόν από όσους συνεργάστηκαν μαζί του. Δείχνει κάτι αυτό: ότι το λαθρεμπόριο με άλλα ονόματα, διαδόχων και κληρονόμων, ανθεί και σήμερα και καλύπτεται από μια άνευ προηγουμένου «ομερτά». Το συνοψίζει σε μια φράση του ένας άλλος διαβόητος έμπορος αρχαιοτήτων, ο Αμερικανός Ρόμπερτ Χεχτ, που προμήθευε επί δεκαετίες σημαντικά μουσεία με παράνομο αρχαιολογικό υλικό: «Οι φίλοι μου ήταν πιστοί και μου έφερναν όμορφα αντικείμενα».
Ο επαναπατρισμός
Πριν λίγες μέρες, 19 Μαΐου 2023, μια ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ φανέρωσε την αίσια εξέλιξη στη σκοτεινή αυτή διαδρομή των αρχαιοτήτων με τον επαναπατρισμό 351 αντικειμένων από την εταιρεία Symes. «Μία δύσκολη υπόθεση, που ταλάνισε για περισσότερο από 17 χρόνια το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού κλείνει σήμερα, με τον επαναπατρισμό πολλών δεκάδων αρχαιοτήτων, που είχαν εξαχθεί παράνομα από τη χώρα μας. Ο επαναπατρισμός των παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών αποτελεί προτεραιότητα για το υπουργείο Πολιτισμού και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Θερμά συγχαρητήρια σε όσους συνέβαλαν όλα αυτά τα χρόνια στην αίσια έκβαση της υπόθεσης», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Η αφετηρία της διεκδίκησης χρονολογείται το 2006, όταν ξεκίνησε η έρευνα των ελληνικών αρχών στην περιουσία της εταιρείας Robin Symes LTD εντός και εκτός Ελλάδας. Μετά από συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες, που διήρκεσαν 17 χρόνια συνολικά, και οι οποίες εντάθηκαν ιδιαίτερα την περίοδο 2020-2023, ικανοποιήθηκε το ελληνικό αίτημα με αποτέλεσμα την επιστροφή των διεκδικούμενων αρχαιοτήτων. Έτσι, ολοκληρώνεται η εκ μέρους της ελληνικής πλευράς μακρόχρονη διεκδίκηση των παραπάνω αντικειμένων, που βρίσκονταν στην κατοχή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Robin Symes Limited.
Δείτε εδώ ορισμένα από τα αντικείμενα που επαναπατρίζονται στην Ελλάδα.
Πηγές: Le temps, Daily Mail, New York Times, Wall Street Journal, Los Angeles Times, Metropolitan Museum, Sotheby’s, Bonhams, «Η συνωμοσία Μέντιτσι»: Cecilia Todeschini, Peter Watson, εκδόσεις Ωκεανίδα 2007, «Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων»: Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Άγρα 2006.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 7.6.2023