Κάθε σινεμά που διασώζεται αποτελεί μια νίκη για όλη τη σινεφίλ κοινότητα της Αθήνας και για τον πολιτισμό αυτής της χώρας γενικότερα. Σε μια σεζόν που σφραγίστηκε από το κλείσιμο, μετά από έναν αιώνα λειτουργίας, του Ιντεάλ, και ενώ οι ειδήσεις για το αβέβαιο μέλλον του Πάλας στο Παγκράτι και της Αλεξάνδρας στην Καλλιθέα ήρθαν απανωτές, τουλάχιστον η επιστροφή του εμβληματικού θερινού Cine Paris της Πλάκας στη θερινή μας ατζέντα είναι κάτι παραπάνω από χαρμόσυνη.
Η ταράτσα του χαρακτηρισμένου ως νεότερου μνημείου κτιρίου της οδού Κυδαθηναίων 22, που ανήκει πλέον στο Stelios Phlianthropic Foundation του επιχειρηματία Στέλιου Χατζηιωάννου, διαθέτει κατά γενική ομολογία μία από τις ωραιότερες θέες της Αθήνας. Ακόμα μία σχεδόν αιωνόβια κινηματογραφική αίθουσα που λειτουργεί από τη δεκαετία του 1920, το Cine Paris τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχε κατεβάσει ρολά. Πριν από μερικούς μήνες έγινε γνωστό ότι είχε περιέλθει στη διαχείριση του Cinobo, με προγραμματισμένη ημερομηνία επαναλειτουργίας τον Μάιο του 2024. Ο Μάιος του ’24 έφτασε και το Cinobo, έπειτα από τη διάσωση της χειμερινής Όπερας στην Ακαδημίας, που επίσης επαναλειτούργησε πριν από μερικούς μήνες υπό τη «στέγη» του, προσφέροντας μια μικρή ανακούφιση και καλύπτοντας εν μέρει το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε το κλείσιμο του Ιντεάλ, τήρησε το χρονοδιάγραμμα και πλέον είναι όλα έτοιμα: την Παρασκευή 10 Μαΐου η οθόνη του Cine Paris θα φωτίσει ξανά προβάλλοντας το Ποτέ την Κυριακή του Ζιλ Ντασέν.
Το σκεπτικό του curation είναι να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των νέων ταινιών που θα κάνουν πρεμιέρα το φετινό καλοκαίρι και των κλασικών που θα παίζονται σε επανέκδοση, με αποκατεστημένες κόπιες.
«Νιώθω τεράστια χαρά, έπειτα από μήνες κουραστικής προετοιμασίας», είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει η Δάφνη Μπεχτσή, ιδρύτρια και CEO του Cinobo, όταν τη συναντώ στην ταράτσα, ενώ επιβλέπει τις τελευταίες εργασίες. Οι καρέκλες μόλις έχουν τοποθετηθεί, γίνονται δοκιμές του ήχου και συζητούν σε ποιο σημείο είναι προτιμότερο να τοποθετηθεί η νέα, φρεσκοσχεδιασμένη μαρκίζα. «Νομίζω πως η αίθουσα, έτσι όπως θα ξανανοίξει, θα χαρίσει πολύ όμορφες στιγμές και θα παίξει πολύ καλές ταινίες. Ήταν λυπηρό να βλέπεις αυτή την ταράτσα άδεια και νιώθω περήφανη που το Cinobo κατάφερε ένα τέτοιο βήμα. Η αλήθεια είναι ότι η Όπερα το είχε πιο πολύ ανάγκη, το Cine Paris δεν θα έμενε ποτέ ανεκμετάλλευτο. Όμως χαίρομαι που το πήραμε εμείς γιατί μπορούμε να φέρουμε το σινεμά που αξίζει σε αυτή την ιστορική αίθουσα, σε αυτή την τοποθεσία. Η επιλογή του προγράμματος είναι πολύ σημαντική σε ένα τέτοιο μέρος, όπως και η όποια ανακαίνιση να γίνει με σεβασμό στον χώρο».
Μιλώντας για την ανακαίνιση, η Δάφνη μου εξηγεί πως πρωτεύον για εκείνους ήταν το ανακαινισμένο Cine Paris να αποτελεί τη φυσική εξέλιξη και μια αναβαθμισμένη, βελτιωμένη έκδοση του ιστορικού χώρου, όπως τον ξέραμε, με καλύτερες ποιότητες σε πολλά επίπεδα, αλλά διατηρώντας την αίσθηση ενός αγαπητού ελληνικού σινεμά, και όχι κάτι εντελώς out of the box. Η χωρητικότητα της νέας αίθουσας, λοιπόν, είναι 370 θέσεις. Ο τεχνικός εξοπλισμός εικόνας και ήχου έχει αναβαθμιστεί, η οθόνη έχει ανανεωθεί με πανί σινεμασκόπ υψηλής ποιότητας και έχει σηκωθεί ψηλότερα για να είναι εμφανείς οι υπότιτλοι σε όλο το κοινό. Το brand και το design επιμελήθηκε το MB Studio του Μίλτου Μπότη, την αρχιτεκτονική πρόταση το γραφείο SpatialArchitecture + Design των Βασιλίνας Καούρη και Μάρως Κρούσκα, ενώ έχει προβλεφθεί αναβατόριο για την προσβασιμότητα των ατόμων με κινητική αναπηρία. Τη μελέτη φωτισμού έκανε ο Γιώργος Τέλλος και η εταιρεία του Lighting Art –έχουν στο ενεργητικό τους δουλειές στην Τεχνόπολη, στο Καλλιμάρμαρο και στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης– με τη λογική να μην εμποδίζει τη θέα αλλά ταυτόχρονα να «ζεσταίνεται» ο χώρος. Ο κήπος περιμετρικά έχει φυτευθεί εκ νέου με 300 φυτά που περιλαμβάνουν γιασεμιά και μπουκαμβίλιες. Οι λευκοί σαγρέ τοίχοι έχουν διατηρηθεί, ενώ το ανακαινισμένο μπαρ διατηρεί το ύφος ενός παλιού κυλικείου, αλλά θα περιλαμβάνει και κοκτέιλ, πίτσα ή χοτ-ντογκ.
Φτάνοντας στο θέμα του προγραμματισμού, η Δάφνη περιγράφει πως το σκεπτικό του curation είναι να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των νέων ταινιών που θα κάνουν πρεμιέρα το φετινό καλοκαίρι και των κλασικών που θα παίζονται σε επανέκδοση, με αποκατεστημένες κόπιες. Μετά το Ποτέ την Κυριακή, που θα παιχτεί σε έξτρα προβολές έπειτα από τη βραδιά της πρεμιέρας, θα ακολουθήσουν, μεταξύ άλλων, το Πολύδροσο, η νέα ταινία του The Boy με τη Βίκυ Καγιά και τη Σοφία Κόκκαλη, της οποίας τη διανομή έχει αναλάβει το Cinobo, οι Ιστορίες καλοσύνης, η πολυαναμενόμενη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, η βρετανική μαύρη κωμωδία μυστηρίου Wicked little letters με την Ολίβια Κόλμαν, αλλά και ένας Τζιμ Τζάρμους και μια Άγκαθα Κρίστι από το παρελθόν. Κάθε Τετάρτη, τις πρώτες εβδομάδες του καλοκαιριού, θα μπορούμε να δούμε σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπως η Στέλλα, ο Δράκος και η Μαγική Πόλη – σαν ένα μίνι κινηματογραφικό αφιέρωμα στην Αθήνα. «Σίγουρα δεν θα είναι μια αίθουσα που θα παίζει μόνο τις ταινίες του Cinobo. Αντιλαμβανόμαστε ότι η τοποθεσία του είναι τέτοια που πρέπει να έχει έναν δικό του χαρακτήρα, να συνεχίσει να αποτελεί προορισμό για Αθηναίους που το αγάπησαν και το αγαπούν, αλλά να μπορεί και ο ξένος επισκέπτης να έχει μια όμορφη βραδιά και να ζήσει την εμπειρία του θερινού σινεμά».
Ήταν μια πολυάσχολη χρονιά για το Cinobo που επεκτάθηκε πολύ, τόσο σε όσα παρέχει στην πλατφόρμα του streaming όσο και στην κινηματογραφική διανομή. Το πείραμα της Όπερας ξεπέρασε τις προσδοκίες τους, σύμφωνα με όσα μου λέει η Δάφνη, και αυτή η διαπίστωση είναι σίγουρα ενδεικτική της άμεσης ανάγκης διάσωσης και διατήρησης των λιγοστών εναπομεινασών κινηματογραφικών αιθουσών της πόλης. «Την αίθουσα τη διεκδικούσαν πολλά θέατρα. Μέσα σε μια εβδομάδα την ανοίξαμε, δεν προλάβαμε να κάνουμε καμία ανακαίνιση, πέρα από μια συντήρηση στις μηχανές και ένα φρεσκάρισμα στο μπαρ. Είπαμε “ό,τι γίνει φέτος”, αλλά το κοινό το αγκάλιασε αμέσως. Ήταν αναγκαίο μετά το κλείσιμο του Ιντεάλ». Εκτός από τις νέες ταινίες, πολλές από τις οποίες παίζονταν σε εναλλασσόμενες προβολές κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, ειδικά στη μικρή αίθουσα, το Cinobo Όπερα φιλοξένησε και πολλές μεμονωμένες, curated προβολές αγαπημένων ταινιών, που επίσης έσκισαν σε προσέλευση. Είναι αυτή η λύση για τη διάσωση του σινεμά; Δηλαδή μπορεί ένα πιο σωστό curation, που μπλέκει παλιές και νέες δημιουργίες με μια πιο στέρεα λογική σε σχέση με τη χαοτική, συχνά εντελώς αψυχολόγητη στρατηγική διανομής που «πετά» στους κινηματογράφους ακόμα και πάνω από 10 νέες ταινίες κάθε Πέμπτη, η τύχη πολλών από τις οποίες είναι προδιαγεγραμμένη, να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του κοινού, ειδικά του πιο νεανικού, για το σινεμά; Μάλλον αυτή είναι η λύση, αν κρίνουμε και από τον τρόπο που κινούνται πλέον οι αντίστοιχες arthouse αίθουσες του εξωτερικού. «Νομίζω πως αυτό χρειάζεται το σινεμά. Αν μπει η συνήθεια του event στη συνείδηση του κοινού, θα ξανάρθει και στις κανονικές προβολές. Είναι πολλή η πληροφορία και πρέπει να του δώσεις κάτι unique».
Cine Paris, Κυδαθηναίων 22, 210 3252996, www.cineparis.gr
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.