Στις αρχές του 2022 είχε κυκλοφορήσει στα εγχώρια sites η είδηση για μια μεγάλη γαλλική τηλεοπτική παραγωγή του Amazon Prime Video με πολυεθνικό καστ, που ξεκινούσε γυρίσματα στην Αθήνα. Οι πληροφορίες έκαναν λόγο για μπάτζετ της τάξης των 8 εκατομμυρίων ευρώ για 8 επεισόδια, ήτοι περίπου 1 εκατομμύριο ευρώ ανά επεισόδιο. Για να μιλάμε με γνώριμα νούμερα, περίπου τόσο κοστίζει και το «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη.
Η είδηση «ξεχάστηκε» μέχρι πριν από μερικές μέρες, που έκανε πρεμιέρα όλος ο κύκλος του «Greek Salad» (Salade Grecque) στη συνδρομητική πλατφόρμα. Και παρά τα όποια κλισέ, τους μάλλον σχηματικούς χαρακτήρες και την ανάλαφρη προσέγγιση που φλερτάρει συχνά με τη γνώριμη «γαλλικουριά» («είδος», ωστόσο, μάλλον αγαπητό στο ελληνικό κοινό, αν κρίνουμε από το στοκ αντίστοιχων ταινιών που προβάλλονται κάθε χρόνο στα θερινά σινεμά), εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σειρά που μιλά με μπόλικη ειλικρίνεια για το gentrification που συντελείται αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα και την αναζήτηση ταυτότητας της πόλης μας.
Το πιο απολαυστικό κομμάτι της σειράς είναι η ίδια η Αθήνα. Το ρεπεράζ που έχει γίνει εδώ είναι αρκετά πιο προσεκτικό σε σχέση με διάφορα περίεργα που είχαμε δει σε πρόσφατα εγχειρήματα όπως το αλήστου μνήμης «Μπέκετ» του Netflix, κι έτσι οι διαδρομές και οι βόλτες των ηρώων στο Μεταξουργείο, στο Γκάζι, στην Ακρόπολη, στον Νέο Κόσμο, στον Αρδηττό βγάζουν περισσότερο νόημα.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική ατάκα που περιγράφει καλύτερα αυτό που ζούμε το τελευταίο διάστημα στο κέντρο της πόλης αρθρώνεται από έναν τρανς χαρακτήρα στο τρίτο επεισόδιο: «Η Αθήνα είναι μια πόλη σε μετάβαση» – λογοπαίγνιο που προφανώς αναφέρεται και στη φυλομετάβαση του ήρωα.
Η ιστορία πάει ως εξής: Δυο αδέρφια στα early 20s τους, μεγαλωμένα σε Παρίσι και Νέα Υόρκη, μοιρασμένα ανάμεσα στον Γάλλο μπαμπά και τη Βρετανή μαμά που έχουν χωρίσει, βρίσκονται ξαφνικά να έχουν κληρονομήσει ένα ακίνητο στο κέντρο της Αθήνας από τον άρτι αποθανόντα παππού τους από τη βρετανική πλευρά, που είχε την «προνοητικότητα» να το χτυπήσει κοψοχρονιά την περίοδο της Κρίσης – όχι αυτής, της πρόσφατης, αλλά της άλλης, του ’74, μετά τη μεταπολίτευση.
Ο εγγονός Τομ φτάνει στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη για να αποδεχθεί την κληρονομιά και να επιβλέψει την πώληση, και ανακαλύπτει ότι ο τελευταίος όροφος του πολυώροφου, μισογκρεμισμένου κτιρίου νοικιάζεται ως κοινόβιο σε μια ομάδα νεαρών από διαφορετικά περιβάλλοντα που βρίσκονται στην πόλη για διαφορετικούς λόγους: σπουδές, δουλειά ή επειδή εδώ είναι τώρα η «φάση».
Παράλληλα, η αδερφή του η Μία βρίσκεται ήδη στην Αθήνα, ως college dropout, κι εργάζεται κρυφά –φυσικά– από τους γονείς της σε μια ΜΚΟ που βοηθά πρόσφυγες, έχοντας σχέση με τον γοητευτικό αναρχικό νεαρό Έλληνα ιδρυτή της. Οι δυο τους, μαζί με κάποια άλλα μέλη της ΜΚΟ, ζουν σε μια κατάληψη στο κέντρο (στους χώρους του Communitism), την οποία εκκενώνουν οι μπάτσοι και έπειτα από κάποια ευτράπελα εγκαθίστανται, μαζί με τους ωφελούμενους πρόσφυγες της οργάνωσης, στους υπόλοιπους ορόφους του κτιρίου που έχει κληρονομήσει.
Το μοτίβο πάνω στο οποίο εξελίσσεται ο κεντρικός άξονας του σεναρίου (στα τέσσερα, τουλάχιστον, πρώτα επεισόδια που πρόλαβα να παρακολουθήσω) είναι απλό: δυο καλοαναθρεμμένα, εξ ορισμού μπουρζουά παιδιά έχουν βρεθεί στο «εξωτικό» για εκείνα αστικό περιβάλλον της Αθήνας, που βρίσκεται στην πιο μεταιχμιακή φάση της εδώ και δεκαετίες, και προσπαθούν να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους σε αυτό το χωνευτήρι ιστορικών και πολιτιστικών επιρροών, με τα πιστεύω και τις ιδεολογίες που τους καθορίζουν να βρίσκονται υπό διαρκή αμφισβήτηση.
Το πιο ενδιαφέρον βέβαια εύρημα της σειράς είναι ένα στοιχείο που έχει σχέση με το legacy της, καθώς λειτουργεί ως σίκουελ/spinoff του προ εικοσαετίας «L’ Auberge Espagnol» (και των δύο συνεχειών του), μιας ταινίας του Σεντρίκ Κλαπίς που διαδραματιζόταν στη Βαρκελώνη, που στις αρχές του μιλένιουμ βίωνε παρόμοιο gentrification με αυτό που βιώνει τώρα η Αθήνα. Εκεί οι γονείς των δύο πρωταγωνιστών, που υποδύονταν τότε και τώρα ο Ρομάν Ντουρί και η Κέλι Ράιλι, έζησαν αντίστοιχες εμπειρίες ως φοιτητές Erasmus.
Το εύρημα του Erasmus, λοιπόν, έχει αντικατασταθεί εδώ από την ίδρυση μιας startup (ο Τομ αναζητά χρηματοδότηση για τη νεοφυή του επιχείρηση που έχει στήσει με τη σύντροφό του) και από την «αντικαπιταλιστική» ενασχόληση με ΜΚΟ, δύο «trending» δηλαδή βιώματα για τους σύγχρονους εικοσάρηδες.
Εκτός από το εύκολο φολκλόρ –συχνά ανάλογο με αυτό του «Emily In Paris»– με τα τσιτάτα του Σωκράτη, του Πλουτάρχου και του Επίκουρου και τον αναπόφευκτο εξωτισμό, αυτό το δίπολο της καπιταλιστικής «αριστείας» που έρχεται σε σύγκρουση με την ακτιβιστική αφοσίωση γίνεται η αφορμή για μερικές ακόμα απλουστεύσεις σχετικές με ζητήματα όπως η ξενοφοβία, η ουσία της δημοκρατίας, η πληγή του φασισμού, τα σύνορα της Ευρώπης, η διαφορά ανάμεσα στην αλληλεγγύη και τη φιλανθρωπία, ζητήματα που παρουσιάζονται κυρίως μέσα από εξίσου απλοϊκά δίπολα.
Παράλληλα, οι περισσότεροι χαρακτήρες φέρουν γνώριμα στερεότυπα: η επαναστατημένη, μονίμως τσατισμένη κόρη που βρήκε τρόπο να πάει κόντρα στους προνομιούχους γονείς, ο geek γιος που σταδιακά αποκτά ταξική συνείδηση, ο charmer αναρχικός που κρύβει σκοτεινά ένστικτα, ο loud Ιταλός, ο μάτσο Κροάτης, ο διπλά στιγματισμένος μαύρος queer ήρωας, και πάει λέγοντας…
Παρά τα σοβαρά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται, η σειρά του Κλαπίς και των δημιουργών του αγαπημένου «Call My Agent!» έχει πάντως εύστοχες κωμικές ανάσες. Το κάστινγκ του Μάκη Γαζή λειτουργεί ιδανικά (εμφανίζεται και ο ίδιος σε ένα cameo στο τρίτο επεισόδιο ως ξεναγός στην Ακρόπολη): τους φωτογενείς πρωταγωνιστές Αλιόσα Σνάιντερ και Μέγκαν Νόρθαμ περιβάλλουν ένα σύνολο από φρέσκιες φάτσες διαφορετικών εθνικών καταβολών, στις οποίες αξίζει να αναφέρουμε φυσικά τους δικούς μας Δημήτρη Κίτσο (ο νεαρός ηθοποιός που πρωτογνωρίσαμε στο «Park» της Σοφίας Εξάρχου και υποδύεται το αμόρε της Κλέλιας Ανδριολάτου στο «Maestro» βρίσκεται τελευταία παντού, σε σινεμά, τηλεόραση και θέατρο), την αποκάλυψη της ταινίας «Broadway» του Χρήστου Μασσαλά, Έλσα Λεκάκου, τη βραβευμένη με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» Ιωάννα Κολλιοπούλου και βέβαια τον Μανώλη Μαυροματάκη στον απολαυστικό ρόλο του μεγαλοδικηγόρου που έχει αναλάβει την υπόθεση πώλησης του ακινήτου.
Από εκεί κι έπειτα, μάλλον το πιο απολαυστικό κομμάτι της σειράς είναι η ίδια η Αθήνα («ωραία πόλη, αλλά παραμελημένη, μου θυμίζει το Ντιτρόιτ» σχολιάζεται κάποια στιγμή), με το Athens Film Office να βγαίνει σαφώς κερδισμένο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ως σκηνικό η πόλη. Το ρεπεράζ που έχει γίνει εδώ είναι αρκετά πιο προσεκτικό σε σχέση με διάφορα περίεργα που είχαμε δει σε πρόσφατα εγχειρήματα όπως το αλήστου μνήμης «Μπέκετ» του Netflix, κι έτσι οι διαδρομές και οι βόλτες των ηρώων στο Μεταξουργείο, στο Γκάζι, στην Ακρόπολη, στον Νέο Κόσμο, στον Αρδηττό βγάζουν περισσότερο νόημα.
Και η καθαρή διεύθυνση φωτογραφίας δείχνει μια πραγματικά ομορφάσχημη πόλη, αυτό που είναι δηλαδή η Αθήνα, μεταδίδοντας τίμια το κλίμα που επικρατεί αυτήν τη στιγμή στα στενά της, στα μπαρ και στα διαμερίσματα, εκεί όπου εκατοντάδες νεαρά άτομα από όλο τον κόσμο δίνουν χρώμα και ενέργεια στη μεταμόρφωσή της.
Δεν ξέρω αν κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή σε ένα κοινόβιο ή μία κατάληψη, τη λειτουργία μιας ΜΚΟ και άλλα σχετικά μπορεί να κλοτσήσουν. Όπως και να ‘χει το «Greek Salad» είναι μια πραγματικά διεθνής σειρά γυρισμένη και τοποθετημένη στην Αθήνα, που μιλά για την Αθήνα και δεν θα μπορούσε (δεν θα είχε και λόγο) να υπάρξει σε μια διεθνή πλατφόρμα λίγα χρόνια πριν.
Greek Salad - Trailer