«Η Φάλαινα»: Είναι χοντροφοβική τελικά η πολυσυζητημένη ταινία του Αρονόφσκι;

«Η Φάλαινα»: Είναι χοντροφοβική τελικά η πολυσυζητημένη ταινία του Αρονόφσκι; Facebook Twitter
Ο 270 κιλών ήρωας μπαίνει στο πλάνο μας από την κυρία είσοδο με μία μεγάλη πληγή στο οικογενειακό του ενεργητικό, που του υπαγορεύει αποφάσεις.
0

ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΠΡΟΣΟΧΗ τις φωνές ενόχλησης για τη «Φάλαινα» του Αρονόφσκι. Όλη εκείνη τη γνήσια αποστροφή για το ανεξέλεγκτο sensationalism με το οποίο επιχείρησε να «δει» την απόγνωση του χοντρού σώματος. Τα ακούω όλα αυτά. Ό,τι σε ενοχλεί, σε ενοχλεί και πάει και τελείωσε, χωρίς «αλλά», που όντως ακυρώνει οτιδήποτε προηγήθηκε.

Προσωπικά, δεν μπορώ να δω ως χοντροφοβική την προσέγγιση του Αρονόφσκι, για μερικούς πολύ συγκεκριμένους λόγους και κάποιους ακόμα, κάπως φλου.

Κατ’ αρχάς, πριν από τη «Φάλαινα», ποτέ δεν ήρθε ένας σκηνοθέτης, ένας δημιουργός, ένας οποιοσδήποτε στον χώρο του mainstream θεάματος να μας μιλήσει για το πώς διαχειρίζεται το σώμα του ένας άνθρωπος αυτών των κιλών. Κανείς δεν τόλμησε να μας δείξει πώς πλένεται, πώς κοιμάται, πώς ντύνεται, πώς (και αν) περπατάει. Πώς –και αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό– τρώει. Έχει «μιλήσει» ο κινηματογράφος για τα πολλά κιλά, όχι όμως για τα τόσα πολλά και χωρίς να εξυπηρετεί το είδος των ταινιών τρόμου ή κωμωδίας.

Ο 270 κιλών ήρωας μπαίνει στο πλάνο μας από την κυρία είσοδο με μία μεγάλη πληγή στο οικογενειακό του ενεργητικό, που του υπαγορεύει αποφάσεις. Αποφάσεις που θα υπηρετήσει και θα κάνει πράξεις, μέσω των όσων παθαίνει το σώμα του.

Κατά δεύτερον, όποι@ έχει βιώσει ακραίες αλλαγές στο σώμα τ@ –είτε από κάποια ασθένεια, είτε από κάποιο φάρμακο, είτε γιατί έτσι η ψυχή το αποφάσισε και το σώμα απλώς έκανε τα υπόλοιπα– ξέρει ότι αυτό που βλέπει στην αφήγηση του Αρονόφσκι είναι ένα προμελετημένο σχέδιο τέλους, μία απόφαση ευθανασίας στην οποία ο ήρωας παραμένει πιστός με προσήλωση καμικάζι. Ακούω τις φωνές ενόχλησης και τις αιχμές περί χοντροφοβίας και καταλαβαίνω ότι οι σκηνές βουλιμικής υπερφαγίας του κεντρικού χαρακτήρα trigg-αραν, στενοχώρησαν, έκαναν κόσμο να στρέψει το βλέμμα αλλού.

Ο ήρωάς του προσπαθεί να φτάσει στον θάνατο με τον τρόπο που επέλεξε εκείνος, με τον δικό του δαίμονα που δεν είναι ούτε το ποτό, ούτε το τσιγάρο, ούτε τα χάπια. Είναι το φαγητό, το κτηνώδες φαγητό, τα υπερθερμιδικά γεύματα, αυτά που και ντούκι να είσαι από υγεία, μπορούν να σε πεθάνουν.  Απλώς το περί υγείας επιχείρημα το λούζονται οι χοντροί, γιατί πολύ απλά έτσι μας δίδαξε η πατριαρχική κοινωνία των αρίστων και των ωραίων.

(Σ.Σ.: Στο μικρό σινεμά του κέντρου που βρεθήκαμε για να παρακολουθήσουμε την ταινία, άκουγες κόσμο να αφήνει τα πατατάκια ή το ποπ-κορν του στο τραπέζι σε κάθε σκηνή που Φρέιζερ καταβρόχθιζε ένα σάντουιτς. Με την περιφερειακή όραση μέσα στο σκοτάδι έβλεπες τον διπλανό να στρέφει αλλού το βλέμμα. Μπορούσες να ακούσεις χαζούλικους ψιθύρους τύπου «απαπά, δεν θα ξαναφάω ποτέ». Αυτό, όμως, δεν αφορά τον Αρονόφσκι, αλλά τον θεατή. Οι κρίσεις βουλιμικής υπερφαγίας έτσι είναι και έτσι συμβαίνουν, πώς να το κάνουμε; Επίσης, όταν αντικρίζαμε κάτι αντίστοιχο στο «The Crown» με την πριγκίπισσα Νταϊάνα να ταλαιπωρείται από κάτι παρόμοιο, παραδόξως και εντελώς σεξιστικά δεν αποστρέφαμε το βλέμμα από το δικό της δράμα διατροφικής διαταραχής. Άραγε, γιατί;).

Όσο κάποιοι απίθωναν (αηδιασμένοι) τα πατατάκια τους, την ίδια στιγμή κάποιοι έκλαιγαν με αναφιλητά χωμένοι στο κάθισμα τους, αναλογιζόμενοι –με στενοχώρια που μπορούσες σχεδόν να αγγίξεις στον αέρα–, όλα εκείνα τα κιλά που φωλιάζουν στο σώμα και δεν το εγκαταλείπουν χωρίς στερήσεις, όλη εκείνη τη χλεύη που έχουν υποστεί ως συνέπεια του να ζουν με ένα τέτοιο σώμα, όλη εκείνη την εξαίρεση, τους αποκλεισμούς, τη στοχοποίηση παντού, πάντα και σε όποια ηλικία. Γιατί ο χοντρός είναι ο εύκολος στόχος – άνετα σχετίζεις τα κιλά με την υγεία και ακυρώνεις το (όποιο) επιχείρημά του.

Γι’ αυτό κατηγορείται ο Αρονόφσκι ως χοντροφοβικός; Επειδή θέτει στον χοντρό ήρωά του το δίλημμα «ζωή ή θάνατος», «νοσοκομείο ή τάφος», λόγω κιλών; Άδικο. Ο ήρωάς του προσπαθεί να φτάσει στον θάνατο με τον τρόπο που επέλεξε εκείνος, με τον δικό του δαίμονα που δεν είναι ούτε το ποτό, ούτε το τσιγάρο, ούτε τα χάπια. Είναι το φαγητό, το κτηνώδες φαγητό, τα υπερθερμιδικά γεύματα, αυτά που και ντούκι να είσαι από υγεία, μπορούν να σε πεθάνουν.  Απλώς το περί υγείας επιχείρημα το λούζονται οι χοντροί, γιατί πολύ απλά έτσι μας δίδαξε η πατριαρχική κοινωνία των αρίστων και των ωραίων. Φυσικά, υπάρχουν αδύνατοι με χοληστερίνη στον Θεό, αλλά πού να εξηγούμε τώρα...  

Και μετά είναι όλη αυτή η αλληγορία μέσα στην αλληγορία που σαν inception διατρέχει όλη την ταινία και δεν επιτρέπει τη στάθμευση επί μακρόν σε περί χοντροφοβίας στάσεις. Ξεκινώντας από τον τίτλο ακόμα – ακόμα, αυτός θα μπορούσε να αναφέρεται τόσο στο αγαπημένο βιβλίο του Τσάρλι (Μπρένταν Φρέιζερ) όσο και στον ίδιο ως μυθικό πλάσμα της θάλασσας που δεν αντέχει στα ρηχά. Ο φυλακισμένος στο σώμα και το δωμάτιο του καθηγητής παρουσιάζει δύσπνοια κάθε φορά που η συζήτηση φτηναίνει, γίνεται ρηχή, τον εγκαλεί για τα μικρά της ζωής, ενώ ο στόχος του είναι μεγάλος. Οι φάλαινες δεν αντέχουν στα ρηχά.

Τα πηγαινέλα της ταινίας στο βιβλίο του Χέρμαν Μέλβιλ είναι συνεχόμενα, αλλά ευγενή και κάπως πρέπει να έχεις στον νου τη (δύσκολη και κουραστική η αλήθεια είναι) πλοκή του «Μόμπι Ντικ» για να μην παρεξηγήσεις τις προθέσεις του σκηνοθέτη.

Στην ταινία, δύο άντρες πληρώνουν το τίμημα της σχέσης τους, μιας σχέσης που σ’ αυτούς τους δύο φάνταζε ό,τι πιο φυσιολογικό στον κόσμο. Στο βιβλίο, οι άντρες, κοιμούνται σχεδόν αγκαλιά – δεν υπάρχει ομοφυλόφιλο πρόσημο εδώ, αλλά το bromance που αναπτύσσεται μεταξύ τους για λίγο δεν μετατρέπεται σε απολύτως ερωτικό. Και επιπλέον; Είναι απολύτως φυσικό όλο αυτό.

Ή η παρουσία του ιεραπόστολου στην ταινία και του παπά στο βιβλίο –και οι δύο σημεία αναφοράς στη ζωή των ηρώων (και του Μέλβιλ και του Αρονόφσκι). Καλός γνώστης της Παλαιάς Διαθήκης ο συγγραφέας, δυνατός «μεταφραστής» των σημείων του Καλού και του Κακού ο σκηνοθέτης (το είχαμε δει και στο διχαστικό «mother!», το είχαμε υποστεί και στον σκοτεινό «Μαύρο Κύκνο») δίνει συνεχώς εξηγήσεις και easter eggs που εξηγούν ακριβώς αυτό: τη μηδενική χοντροφοβία, όχι από τακτ, αλλά γιατί εξ ορισμού η συζήτηση θα πάει αλλού.

Ίσως, ακριβώς όπως ο «Μόμπι Ντικ» που λίγους ενθουσιάζει με την πρώτη, η «Φάλαινα» να θέλει και δεύτερη «ανάγνωση», πιο ψύχραιμη, πιο αποστασιοποιημένη. Το αριστούργημα του Μέλβιλ, οι περισσότεροι από εμάς το εκτίμησαν ξαναδιαβάζοντάς το μετά τα 35-40 (σε έξοχη μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου). Ίσως και η ταινία, κυρίως για εκείνους που αισθάνθηκαν ότι ήρθαν σε δύσκολη θέση ή ότι προσέκρουσαν σε κάποιον ύφαλο της πολιτικής ορθότητας αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία λίγο καιρό μετά. Κυρίως, γιατί κάποιες ιστορίες θέλουν χρόνο για να ταξινομηθούν μέσα μας, ειδικά αν το πρώτο αίσθημα που μας προκάλεσαν ήταν θυμός ή αποστροφή.

«Η Φάλαινα» προβάλλεται στους κινηματογράφους.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βικτοριανά μανίκια και μικροσκοπικά εσώρουχα: Τα κοστούμια της Holly Waddington για το «Poor Things»

Συνέντευξη / Βικτοριανά μανίκια και μικροσκοπικά εσώρουχα: Τα κοστούμια της Holly Waddington για το «Poor Things»

Η Βρετανή ενδυματολόγος που βραβεύθηκε με Όσκαρ για την εκπληκτική δουλειά της στην ταινία του Γιώργου Λάνθιμου περιγράφει στη LiFO πώς έπλασε τον ενδυματολογικό κώδικα της Μπέλα Μπάξτερ με αφορμή την έκθεση των κοστουμιών της ταινίας στο Μουσείο Μπενάκη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» και η διαφορά ανάμεσα στο λαϊκό και στο λαϊκίστικο θέαμα

Οθόνες / Το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» και η διαφορά ανάμεσα στο λαϊκό και στο λαϊκίστικο θέαμα

Η γαλλική κωμωδία επιστρέφει στις αίθουσες δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη επιτυχία της. Μήπως όμως δεν πρόκειται για γνήσιο λαϊκό θέαμα, αλλά για την παρέκβασή του;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Το αιώνιο καλοκαίρι του Ρομέρ./ Πού πήγαν τα καλοκαίρια που έμοιαζαν/Πού πήγε το καλοκαίρι που έμοιαζε με ταινία του Ρομέρ;

Οπτική Γωνία / Πού πήγε το καλοκαίρι που έμοιαζε με ταινία του Ρομέρ;

Δεν είναι μόνο η μαζικοποίηση του τουρισμού ούτε το άπιαστο όνειρο των διακοπών που τείνει να γίνει προνόμιο για λίγους, είναι και η ολοένα πιο δύσκολη αναζήτηση εκείνης της άχρονης στάσης απέναντι στα πράγματα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Ο Κλιντ Ίστγουντ έγινε 94 χρονών: Όλες οι ταινίες του μία προς μία

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Κλιντ Ίστγουντ έγινε 94 χρονών: Όλες οι ταινίες του μία προς μία

Ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες, πιθανότατα το τελευταίο ευρέως αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό είδωλο μιας άλλης εποχής, ο Κλιντ Ίστγουντ κλείνει σήμερα τα 94.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Ιστορίες Καλοσύνης»: Θριαμβευτική επιστροφή ή ανυπόφορο πισωγύρισμα για τον Λάνθιμο;

The Review / «Ιστορίες Καλοσύνης»: Θριαμβευτική επιστροφή ή ανυπόφορο πισωγύρισμα για τον Λάνθιμο;

O Γιάννης Βασιλείου και ο Λουκάς Κατσίκας είδαν τις «Ιστορίες Καλοσύνης» του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου και αναλύουν τα επιτεύγματα, αλλά και τις αστοχίες της ταινίας. Με καλοσύνη.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Λάνθιμος, Furiosa και Γιάννης Σπανός στους κινηματογράφους από αύριο

Πολιτισμός / Λάνθιμος, Furiosa και Γιάννης Σπανός στους κινηματογράφους από αύριο

Η προκλητική ανθολογία του Γιώργου Λάνθιμου, η νέα συμφωνία δράσης του Τζορτζ Μίλερ, μια έκπληξη από τη Γαλλία και ένα ωραιότατο ντοκιμαντέρ για τον Γιάννη Σπανό στο κινηματογραφικό πρόγραμμα αυτής της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Λώξη»: Μια ιστορία συμπερίληψης

Ζούμε, ρε! / «Λώξη»: Μια ιστορία συμπερίληψης

Η Χρυσέλλα Λαγαρία και ο Θοδωρής Τσάτσος συζητούν με τους Δημήτρη Ζάχο και Θανάση Καφετζη, τους δύο δημιουργούς του ντοκιμαντέρ «Λώξη» ενώ ο συγγραφέας Θανάσης Τριαρίδης μοιράζεται την εμπειρία του από τη θεατρική ομάδα «Εν δυνάμει», μέλος της οποίας είναι και η Λωξάνδρα.
THE LIFO TEAM
Marcello Mio

Ανταπόκριση / Marcello mio: Η πιο meta ταινία του φετινού Φεστιβάλ Καννών

Διανύοντας τη δική της πορεία κάτω από τη σκιά της μητέρας της, Κατρίν Ντενέβ, και το φάντασμα του εξίσου διάσημου πατέρα της, η Κιάρα αποφασίζει να υποδυθεί τον Μαστρογιάνι και να βγει μόνη της στη σέντρα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ