ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ πρώτη φορά που τον συνάντησα, για να μιλήσουμε με αφορμή την ταινία Mrs. Doubtfire, είχα να το λέω παντού για το γέλιο που είχα ρίξει επί πέντε λεπτά, όσο διήρκησε η συνέντευξη. Μπέρδεψε την ταυρομαχία της Παμπλόνα με το Μινώταυρο (επίτηδες; ποιος τον ξέρει...) και όταν τον ρώτησα τι τραγουδάει στο μπάνιο του, με ευχαρίστησε και μιμήθηκε την βροντόφωνη ντίβα Έθελ Μέρμαν, αλλά με ναζιστικές άριες και ασυνάρτητους στίχους.
Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς ήταν από εκείνους τους κωμικούς που με όλη τους τη δύναμη σε παρέσυραν στον κυκεώνα της ελεύθερης συναλλαγής της γλώσσας με το μυαλό του, των εξωτερικών ερεθισμάτων με το χαοτικό του ασυνείδητο και σαδιστικά σε χτύπαγε κάτω σαν χταπόδι, επαναλαμβάνοντας τα αστεία που καταλάβαινε πως σου άρεσαν περισσότερο, με έκδηλη στο πρόσωπο του την ικανοποίηση του σκόρερ, γνωρίζοντας πως η εντύπωση που προκάλεσε ήταν βίαιη, visceral και αξέχαστη. Ήταν ασυναγώνιστος στις αστραπιαίες αλλαγές τόνου, προφοράς, διαλέκτων, γνωστών και επινοημένων προσώπων, που συνωστίζονταν στο ανεξάντλητο ρεπερτόριο του, και στριμώχνονταν να βγουν για να σε κατακτήσουν σαν κοφτερές λεπίδες.
Στις μεσαίες συχνότητες, ξεμύτιζε η λύπη του. Όταν άκουγε, λίγο σκυφτός, σαν ανασφαλές παιδί, ήταν σα να περίμενε την επιδοκιμασία, ή ευχόταν να τη γλυτώσει από ένα αδιόρατο κακό. Γι' αυτό, ίσως, το γύριζε αμέσως στο επόμενο πυροβολημένο αστείο, όταν δεν γλιστρούσε στο εύκολο μελό. Ένας αξιαγάπητος άνθρωπος, εργασιομανής και ευφάνταστος, υπάκουος στις συνεργασίες και ορμητικός στα one man show του.
Η καλύτερη του ερμηνεία παραμένει εκείνη του Τζίνι στον Αλαντίν. Απελευθερωμένος από την εμφάνιση, έδωσε ενέργεια, ζωή και σουρεαλιστική ανατροπή στο καρτούν της Ντίσνεϊ, μετατρέποντας ένα τυπικό μιούζικαλ σε γιορτινό classic.
Τον είχα ξαναδεί- και πάλι πολύ γέλιο, που δυστυχώς δεν μεταφέρεται επιτυχημένα στο χαρτί- αυτή τη φορά για περιοδικό, και ένας δημοσιογράφος τον ρωτούσε επίμονα τη γνώμη του για τον Τζιμ Κάρεϊ. Αντί να παρεξηγηθεί, ο Γουίλιαμς, έκανε και πάλι πλάκα: του υπαγόρευε το αληθοφανές αλλά τελείως ψεύτικο προφίλ του ανερχόμενου συναδέλφου του, όπως πάντα με ταχύτητα πολυβόλου, λες και το είχε προμνημονεύσει.
Υπήρξε γενναιόδωρος με το κοινό του, όποιο και να ήταν αυτό. Αλλά και τυχερός που επέζησε των μεγάλων καταχρήσεων του, στην πρώτη περίοδο της μεγάλης του φήμης, τότε που ο κολλητός του, ο Τζον Μπελούσι, κάηκε πρόωρα. Πέρασε στο σινεμά και αγαπήθηκε γιατί συνδύασε το επιθετικό του, απάνθρωπης έντασης και διάρκειας, χιούμορ, με μια τρυφερή πλευρά. Αυτό που προσωπικά νομίζω πως ήταν ο αυθεντικός Γουίλιαμς, ένα κράμα ιδιοφυούς αυτοσχεδιασμού, καυστικότατης σάτιρας, πολιτικής προοδευτικότητας, μανιακής διαδραστικότητας με τον κόσμο και το συνομιλητή του, θα το βρείτε στα πολλά βίντεο από τις stand up εμφανίσεις του σε γεμάτα θέατρα, απονομές, show, συνεντεύξεις σε βραδινές τηλεοπτικές εκπομπές- σε όλες τις αφορμές που του δίνονταν για να ξεδιπλώσει, αποσπασματικά έστω, έναν χαρακτήρα ετοιμοπόλεμο για όλα τα θέματα, που δεν μασούσε τα λόγια του, που τα έβαζε με θεούς και δαίμονες, που έμαθε να εκφράζει τη στενοχώρια του για τα δικά του προβλήματα και τις απώλειες των κοντινών του ανθρώπων, όπως του καλύτερου του φίλου Κρίστοφερ Ριβ, και που τελικά, αντιστάθμιζε το σκληρό του λόγο με μια ζαχαρένια υπερβολή, σαν κι αυτή που βλέπαμε πολλές φορές στις χειρότερες του ταινίες, όπως στο Patch Adams, το Bicentennial Man.
Είναι κοινό μυστικό και ένα από τα κλισέ του θεάματος, πως οι μεγάλοι κωμικοί κρύβουν μεγάλη θλίψη. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, κατά δική του ομολογία, επιρρεπής σε διάφορους εθισμούς, πάλεψε ξανά με τον αλκοολισμό και τη χρόνια κατάθλιψη του, μια on and off κατάσταση που φάνηκε να ξεπερνάει με την οικογενειακή του ηρεμία και έναν "υπομονετικό κομφορμισμό", σαν ένεση καταστολής που κρύβει τις αγιάτρευτες αγωνίες κάτω από το χαλί και στην περίπτωση των ταλαντούχων, τους βοηθάει να δημιουργήσουν καταραμένα σπαράγματα στις αναλαμπές τους. Ο ανεξήγητος Φόβος, το τεράστιο θηρίο που παραμονεύει στις ψυχές των ανήσυχων και ευαίσθητων, τον έφαγε.
Τα τελευταία χρόνια, ο κινηματογράφος απλώς του πλήρωνε τους λογαριασμούς, με εξαίρεση το World's Greatest Dad, το 2009, λόγω του ταιριαστού μαύρου χιούμορ. Αν πρέπει να τον ανθολογήσουμε, θα ξεχωρίσουμε το γεμάτο ανάταση βλέμμα του στους νέους μαθητές στον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών, τους ραδιοφωνικούς του μονολόγους στο Καλημέρα Βιετνάμ, την υποστηρικτική του αγκαλιά που του χάρισε ένα Όσκαρ στον Ξεχωριστό Γουίλ Χάντινγκ, την ναΐφ μεταμόρφωση του στην Κυρία Νταπφάιρ, την απίστευτη "φάτσα" του και μόνο, ως Ποπάι, και φυσικά τον ασυμμάζευτο ονειροπόλο Πάρι στον Βασιλιά της Μοναξιάς- alter ego του Δονκιχωτικού Τέρι Γκίλιαμ, αλλά αυτή τη φορά με στόχο το Ιερό Δισκοπότηρο.
Η καλύτερη του ερμηνεία παραμένει εκείνη του Τζίνι στον Αλαντίν. Απελευθερωμένος από την εμφάνιση, έδωσε ενέργεια, ζωή και σουρεαλιστική ανατροπή στο καρτούν της Ντίσνεϊ, μετατρέποντας ένα τυπικό μιούζικαλ σε γιορτινό classic. Τον θυμάμαι να μου λέει πως η Ντίσνεϊ τον ταλαιπώρησε δίνοντας του ελάχιστα χρήματα για έναν ρόλο που εκτόξευσε σε εισπράξεις και κέρδη το φιλμ, και για να τον εξευμενίσουν, του έστειλαν έναν Πικάσο με το ταχυδρομείο!