Στην πολυετή καριέρα του, ο Ρότζερ Κόρμαν, ο οποίος απεβίωσε στα 98 του χρόνια στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, εγγυήθηκε πάνω από 400 παραγωγές και υπέγραψε πολλές από αυτές, γράφοντας μάλιστα και μια σχετική αυτοβιογραφία με τίτλο «Πώς σκηνοθέτησα 100 ταινίες στο Χόλιγουντ και δεν έχασα δεκάρα», ένα υπερήφανο εγχειρίδιο θριαμβευτικής επιβίωσης σε ένα ριψοκίνδυνο περιβάλλον, το οποίο ανακάλεσε πικρά, όταν το 1962 τόλμησε να κολυμπήσει σε πιο σοβαρά ύδατα, και το «Intruder», με τον Γουίλιαμ Σάτνερ στον ρόλο ενός ρατσιστή, απέτυχε να πάρει έγκριση από την επιτροπή λογοκρισίας, παίχτηκε σε ελάχιστες αίθουσες και πάτωσε εμπορικά, παρά τις θετικότατες κριτικές των «New York Times» και άλλων. «Ποτέ ξανά ταινία με προσωπική κατάθεση», είπε και επέστρεψε εκεί που έπαιζε στα δάχτυλα τους προϋπολογισμούς και το κοινό, δηλαδή στο φτηνό σινεμά είδους, μια πλατφόρμα που σχεδόν εφηύρε και σίγουρα τελειοποίησε.
Η οικογένειά του μετακόμισε στην Καλιφόρνια όταν ήταν μικρός και ο Ρότζερ μεγάλωσε στο Μπέβερλι Χιλς, σίγουρος πως θα ασχοληθεί με τον κινηματογράφο που αγαπούσε πολύ, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ανήσυχος, σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι βρήκε πρόθυμους αγοραστές των ιστοριών του. Το πρώτο σενάριο που έγινε ταινία, από την Allied Artists, είχε πρωταγωνιστές την Τζόαν Μπένετ και τον Ρίτσαρντ Κόντε, και κανείς δεν φανταζόταν πως θα μεταπηδούσε στο, ας πούμε, πιο αναξιοπρεπές πεδίο των b-movies, αυτό που προοριζόταν για γρήγορη κατανάλωση κυρίως στις drive-in ανοιχτές αίθουσες που ανθούσαν εκείνη την εποχή.
Ήταν ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης που τίμησε η Γαλλική Ταινιοθήκη, η Ακαδημία τον τίμησε με ειδικό Όσκαρ για την καριέρα του το 2009, ενώ όταν τον ρώτησαν πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, απάντησε «ως κινηματογραφιστή, και μόνο».
Η American International Pictures έμελλε να γίνει το σπίτι του: ξεκίνησε με ξεχασμένα γουέστερν και το γύρισε γρήγορα, ήδη από το 1956, στην επιστημονική φαντασία, με αδιανόητους τίτλους όπως «Night of the Blood Beasts» και «She Gods of Shark Reef», επιμένοντας πως «το τέρας σε κάθε sci-fi ταινία οφείλει να είναι ογκωδέστερο της πρωταγωνίστριας»!
Με το που καταλάβαινε πώς λειτουργούσε ένας είδος, όπως, για παράδειγμα, το γκανγκστερικό, όπου εμπιστεύτηκε τον Τσαρλς Μπρόνσον στο «I Mobster», άλλαζε, απλώς γιατί βαριόταν, ακριβώς όπως είχε μπαφιάσει στα νεανικά του χρόνια διαβάζοντας για λογαριασμό της 20th Century Fox σενάρια που έβρισκε παλιομοδίτικα και εκτός πραγματικότητας. Αυτό συχνά δημιουργούσε προβλήματα σε παραγωγές που εγκατέλειπε για χάρη μιας άλλης που του κέντριζε το ενδιαφέρον, ωστόσο επέστρεφε για να σώσει την κατάσταση, κυρίως με τη διαλλακτικότητα, την υπομονή αλλά και τις ιδέες του. Μια από αυτές ήταν να ρίξει στη «μάχη» του φινάλε του «Cry Baby Killer» του 1958 τον άγνωστο τότε Τζακ Νίκολσον να εκστομίσει την ατάκα «Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ πέρα;», να πιάσει έναν χαρακτήρα από τον λαιμό και να τον εκσφενδονίσει στα σκηνικά σπάζοντάς τα, για να γλιτώσει διάλογο και έξοδα − ο σπουδαίος ηθοποιός δεν έπαψε ποτέ να μνημονεύει τον Κόρμαν ως τον άνθρωπο που τον πίστεψε, τον θεώρησε ιδιοφυή, τον παρακίνησε να παρακολουθήσει μαθήματα method acting και τον έμαθε τι σημαίνει σινεμά, δίνοντάς του ζουμερό ρόλο στο «Μαγαζάκι του Τρόμου», πολύ πριν από τις εμφανίσεις του στις τριπαριστές πραγματείες των ‘60s και βέβαια την απογείωση στον «Ξένοιαστο Καβαλάρη» του κολλητού του, Χένρι Φόντα.
Και δεν είναι ο μόνος που ξεχώρισε στο διεισδυτικό ραντάρ του Κόρμαν, ο οποίος προσέλαβε τον Μάρτιν Σκορσέζε για να σκηνοθετήσει το «Boxcar Bertha» και λίγο νωρίτερα τον Πίτερ Μπονγκτάνοβιτς για το «Targets», τον Τζόναθαν Ντέμι για να γράψει το «Caged Heat», τον απογοητευμένο από τη συμμετοχή του ως νεαρού ηθοποιού στο «Happy Days» (όλοι λάτρευαν τον Φόνζι, κι όχι αυτόν!) Ρον Χάουαρντ για το «Grand Theft Auto» το 1977, τον Πολ Μπαρτέλ, που οι μύστες γνωρίζουν καλά ως ιδιόμορφη φιγούρα στο indie κύκλωμα, αλλά και τον Τζέιμς Κάμερον για να σχεδιάσει σκηνικά στο «Beyond the Stars». Πίσω από το θαυμάσιο, χιτσκοκικό «Dementia 13» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, στις αρχές της δεκαετίας του 60, πάντα στην AIP, κρύβεται ο Ρότζερ Κόρμαν, και ήταν αυτός που του συνέστησε να μην ταξιδέψει στις Φιλιππίνες για το «Αποκάλυψη Τώρα», επειδή είχε γυρίσει πολλές ταινίες εκεί και γνώριζε πως θα έμπλεκε με τους μουσώνες και τις καθυστερήσεις.
Με τον Σκορσέζε έγιναν στενοί φίλοι, αν και φρέναρε συχνά τον οπαδικό του ενθουσιασμό. Όταν ο εμβριθής μαθητής του δήλωσε πως οι «Άγριοι Άγγελοι» ήταν καλύτερη ταινία από τις «Άγριες Φράουλες» του Μπέργκμαν, ο Κόρμαν απέρριψε τη θεωρία ως υπερβολική, συμπληρώνοντας πως «πρέπει ωστόσο να παραδεχτούμε πως το “Wild Angels” έχει σωστότερη δράση!». Το χιούμορ όχι μόνο χαρακτήριζε τον Κόρμαν, αλλά έσωζε πολλές ταινίες του, περνώντας υποδόρια, κάτω από την επιφανειακή πλοκή και εκτέλεση που πρόδιδαν πως καθεμιά από αυτές μετά βίας ξεπερνούσε τις 100 χιλιάδες δολάρια προϋπολογισμού και τις δυο εβδομάδες γυρισμάτων, συνήθως με μία λήψη σε κάθε σκηνή και μια βιασύνη που εξελίχθηκε σε πατέντα και παντιέρα των ανεξάρτητων δημιουργών με όραμα και τρέλα, πολύ πριν από την ευκολία της ψηφιακής τεχνολογίας και την επιβεβλημένη ταχύτητα στην παραγωγή περιεχομένου για τις πλατφόρμες.
Το Νέο Χόλιγουντ εμφατικά δήλωνε πως ανήκει στο μεγάλο σχολείο του Κόρμαν − μόνο ο Σπίλμπεργκ γλίτωσε από τις τάξεις του, ίσως επειδή έμαθε να σκαρώνει ταινιάκια στο δικό του σπίτι. Και όσοι αναρωτιούνταν επί καιρό τι ακριβώς πρεσβεύει αυτός ο κινηματογράφος αιματηρής φρίκης, ανυπόστατης φαντασίας, φευγαλέου δράματος, σβέλτου μελό και κοινωνικού οπορτουνισμού, απλώς έχαναν τον χρόνο τους, γιατί ο Κόρμαν και οι ορεξάτοι απόστολοί του εκμεταλλεύονταν τα ρεύματα της εποχής, κυρίως το σεξ, τα ναρκωτικά και τη βία, μαθαίνοντας παράλληλα την πιο λαϊκή από τις τέχνες πριν στερεώσουν τα δικά τους κινηματογραφικά οικοδομήματα.
Το φυτώριο του Κόρμαν δεν είχε τελειωμό και, σαν να μην έφταναν οι ασταμάτητες παραγωγές του, ίδρυσε τη New World, διανέμοντας στις ΗΠΑ διεθνή αριστουργήματα όπως το «Κραυγές και Ψίθυροι» του Μπέργκμαν, την «Αντέλ Ουγκό» του Τριφό, το «Ντέρσου Ουζαλά» του Κουροσάβα και το «Φιτζκαράλντο» του Χέρτσογκ. Σοφιστικέ υπαρξιακά τρίωρα ξενόγλωσσα από τον άρχοντα του exploitation; Ας μην ξεχνάμε πως ο δημιουργός του «Death Race» είχε σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία και ήταν υπεύθυνος για την επαναφορά του κομψού γοτθικού τρόμου, με τον κύκλο των μεταφορών των έργων του Έντγκαρ Άλαν Πόε που ξεκίνησε με την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» το 1960. Ο πολυσχιδής Κόρμαν παραδέχθηκε πως ποτέ δεν γύρισε ακριβώς το φιλμ που ήθελε («όπως κι αν το ξεκινούσα, κάπως αλλιώς ολοκληρωνόταν»), αλλά τον διακατείχε αισιοδοξία, εκτός από τη δεδομένη γενναιοδωρία και την αποδεδειγμένη του πεποίθηση πως τα κινηματογραφικά είδη και το ανεξάρτητο σινεμά δεν θα πεθάνουν ποτέ, απλώς θα διανύσουν κύκλους και θα αλλάξουν φορμάτ, αντίστοιχα.
Ήταν ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης που τίμησε η Γαλλική Ταινιοθήκη, η Ακαδημία τον τίμησε με ειδικό Όσκαρ για την καριέρα του το 2009, ενώ όταν τον ρώτησαν πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, απάντησε «ως κινηματογραφιστή, και μόνο».
Ο Τζακ Νίκολσον μιλάει με συγκίνηση για τον Κόρμαν στo ντοκιμαντέρ «Ο κόσμος του Κόρμαν».