Ήταν Οκτώβρης του 1964 όταν ο Ζαν Ζενέ, ο μεγάλος αιρετικός της γαλλικής λογοτεχνίας, δήλωνε ότι εγκατέλειπε τη λογοτεχνία. Αιτία ο θάνατος του συντρόφου του, Αμπνταλά Μπεντάγκα. Έλεγε σε συνέντευξή του: «Σκοπεύω να σταματήσω να γράφω ή τουλάχιστον να σταματήσω να εκδίδω. Γιατί, έχει καμιά σημασία τελικά; Η ζωή μου δεν είναι παρά δυστυχία και πόνος, σε έναν κόσμο όπου θεωρούμαι απόβλητος. Ο Αμπνταλά αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες. Από εκείνη την ημέρα, έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για οτιδήποτε. Αυτήν τη στιγμή είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος θλίψη και απελπισία.
Και ειλικρινά, αναρωτιέμαι... γιατί να μη φύγω από αυτόν τον κόσμο, εφόσον είμαι μια ζωντανή κατάρα, ένας άχρηστος, ένας ομοφυλόφιλος, ένας αιματοβαμμένος παρείσακτος που δεν ταιριάζει στους άθλιους κώδικες της σημερινής κοινωνίας... γάμα τα! Φυσικά, όλα αυτά ακούγονται εντελώς γελοία, έτσι δεν είναι; Ο φτωχός συγγραφέας που διαμαρτύρεται για την τύχη του στη ζωή! Αυτά είναι απλά λόγια για όλους εσάς που βρίσκεστε στη σωστή πλευρά των πραγμάτων, αποδεκτοί κοινωνικά... Αλλά σας λέω, ο Ζαν Ζενέ δεν το αντέχει άλλο! Βλέπετε, αυτό είναι το πρόβλημα, όταν αγαπώ κάποιον, αυτός εξαφανίζεται. Αυτό συνέβη και με κάποιον άλλον. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι είμαι ο πιο καταραμένος άνθρωπος, αυτός που πρέπει να σηκώσει όλες τις λύπες και τη θλίψη αυτού του κόσμου».
Η ταινία δεν είναι πιστή βιογραφία των Ζενέ και Αμπνταλά, αλλά αποτέλεσε αφορμή για τον σκηνοθέτη Παπατάκη να μιλήσει για μια ακόμα φορά για τη σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου και για τις επικίνδυνες ισορροπίες που γεννιούνται μεταξύ των ανθρώπων όταν η ταπείνωση οδηγεί στην εξέγερση.
Κι όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτάει αν δεν πιστεύει στην ευτυχία, του απαντάει: «Ευτυχία; Ή το ψέμα της ευτυχίας, εννοείτε; Αλίμονο! Η ευτυχία κρύβει το παιχνίδι της! Αλλά, πίστεψέ με, πίσω από κάθε ευτυχισμένη στιγμή, πίσω από κάθε πρόσωπο που μου ήταν αγαπητό, καραδοκούσε ένα ακόμα μαχαίρι, όλο και πιο κοφτερό, που έψαχνε το στήθος μου αλλά και την πτώση μου! Η ατυχία είναι ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο, μια τραγωδία που σε κολλάει, που δεν σε αφήνει μέχρι να βρεθείς στο έδαφος».
Γεννημένος στο Παρίσι το 1910, δεν γνώρισε ποτέ πατέρα αλλά ούτε μητέρα, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε επτά μηνών σε ένα ορφανοτροφείο. Τον πήρε υπό την κηδεμονία του ένα ζευγάρι και στο σχολείο αποδείχτηκε λαμπρός μαθητής, με ιδιαίτερη έφεση από νωρίς στη λογοτεχνία. Ωστόσο, είτε από ένστικτο είτε γιατί του το υπενθύμιζαν τα άλλα παιδιά, δεν ένιωθε ενταγμένος στην κοινωνία παρά αισθανόταν παρίας.
Άρχισε να κλέβει για να αγοράζει βιβλία. Όταν στα 12 του η θετή του μητέρα πέθανε, τοποθετήθηκε σε ίδρυμα, από το οποίο συχνά το έσκαγε. Πάντα τον έπιαναν, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να το σκάει, μέχρι που το 1926 τον έστειλαν στην κεντρική Γαλλία, στη «σωφρονιστική αποικία» του Mettray. Έμεινε εκεί μέχρι τα 19 του και το 1929 εντάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων, στις τάξεις της οποίας παρέμεινε για επτά χρόνια. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, στράφηκε στην πορνεία για να επιβιώσει και να μπορεί να ταξιδεύει ανά την Ευρώπη.
Το 1938 η αστυνομία τον έπιασε για μια ακόμα φορά να κλέβει και τον έβαλε στη φυλακή. Εκεί, εντελώς τυχαία, χάρη σε έναν τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, ανακάλυψε τη μεγάλη λογοτεχνία. Κι έτσι ένα βράδυ, ενώ όλοι κοιμόντουσαν, ξεκίνησε να γράφει την «Παναγία των λουλουδιών». Παράλληλα έγραφε και την «Υψηλή εποπτεία», ενώ δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα, «Le condamné à mort» («Ο καταδικασμένος άντρας»), για τον Maurice Pilorge, έναν άνθρωπο που αγαπούσε και θαύμαζε πολύ και ο οποίος εκτελέστηκε το 1939.
Η εξέλιξή του είναι γνωστή. Το 1943 τον γνωρίζει ο Ζαν Κοκτό και γίνεται ο μεγαλύτερος θαυμαστής του κι έναν χρόνο αργότερα ο Ζαν-Πολ Σαρτρ –ο οποίος πρωτοστάτησε ώστε να μην καταδικαστεί σε ισόβια λόγω λιποταξίας και πολλαπλών μικρο-ληστειών− εμπνέεται από εκείνον και γράφει το «Άγιος Ζενέ, κωμωδός και μάρτυρας». Ομολογεί σχετικά: «Ο Σαρτρ είχε κατανοήσει πολλά. Μου πήρε πολύ καιρό να ξεπεράσω αυτό το βιβλίο. Είναι τόσο δύσκολο και σκληρό να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη που σου κρατούν!». Μετά από χρόνια αποχής, το 1947 γράφει ίσως το πιο διάσημο θεατρικό του έργο, τις περίφημες «Δούλες».
Όσο πιο διάσημος γινόταν, όσο πιο δημοφιλή τα έργα του, όλο και πιο κατανοητό γινόταν από όλους ότι αντανακλούσαν αποκλειστικά εκείνον, ότι αναφερόταν σε πράγματα που είχε βιώσει και προκαλέσει ο ίδιος. Με το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» του 1949 ολοκληρώνει τη σειρά αυτοβιογραφικών του μυθιστορημάτων. Τα έργα του δημοσιεύονταν πια από τον κραταιό εκδοτικό οίκο Gallimard. Συνέχισε να γράφει θεατρικά έργα, παρόλο που δήλωνε ότι δεν αγαπάει το θέατρο, αλλά θεωρούσε ότι ήταν ένας τρόπος να επικοινωνεί με τον κόσμο και να κερδίζει χρήματα.
Το 1958 γράφει ένα από τα ωραιότερα βιβλία του, τον «Σχοινοβάτη» («Funambule»), εμπνευσμένο από τον Αμπνταλά, τον οποίο είχε γνωρίσει από τον Ζαν Μαρέ, προστατευόμενο του Κοκτό. Όλο το καλλιτεχνικό Παρίσι θαύμαζε και μιλούσε για τον όμορφο Βερβερίνο που προσπαθούσε να κάνει καριέρα σχοινοβάτη στο τσίρκο. Μετά από ένα σοβαρό ατύχημα, ήταν βέβαιο ότι δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει το όνειρό του και μετά από μια ρήξη με τον Ζενέ έδωσε τέλος στη ζωή του. Τότε όλοι κατηγόρησαν τον συγγραφέα ότι ουσιαστικά ήταν ο ηθικός αυτουργός του θανάτου του. Ο Ζενέ έπεσε σε μελαγχολία και απειλούσε ότι δεν θα ξαναγράψει ποτέ.
Σε αυτή την ιστορία βασίστηκε ο Νίκος Παπατάκης και γύρισε το 1991 τους «Ισορροπιστές» («Les équilibristes») με τον Μισέλ Πικολί στον κεντρικό ρόλο. Θεωρούσε ότι χρωστούσε έναν φόρο τιμής στον Αμπνταλά, με τον οποίο διατηρούσε θερμή φιλία. Άλλωστε, είχε ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της Αλγερίας και των μεταναστών από την πρώην γαλλική αποικία, πολίτες β’ κατηγορίας στη Γαλλία.
Με τον Ζενέ η σχέση του ήταν κάπως διαφορετική και θα έλεγε κανείς ότι παρ’ όλη τη μεγάλη αλληλοεκτίμηση –μάλιστα, ο Ζενέ είχε υπάρξει κουμπάρος του Παπατάκη στον γάμο του με την Ανούκ Αιμέ−, υπέβοσκε ένα είδος ανταγωνισμού, μια εναλλαγή αγάπης - μίσους που συχνά οδηγούσε και τους δυο στα άκρα στις μεταξύ τους επαφές. Ο Ζενέ, ως ορφανό που εκφραζόταν με βδελυγμία εναντίον της Γαλλίας, έβλεπε στον Παπατάκη έναν μέτοικο που δεν απείχε πολύ από την υποτιμητική θέση ενός μετανάστη.
Η ακραία του ιδιοσυγκρασία δεν τον άφηνε να εκφραστεί πάντα φιλικά στον Έλληνα με τη μάνα από την Αιθιοπία. Γνωρίστηκαν λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, το 1944, και από την πρώτη στιγμή έκανε μεγάλη εντύπωση στον Ζενέ, ο οποίος προσπαθούσε σε κάθε ευκαιρία να στρέψει τον ιδιαίτερα όμορφο και φέρελπι ηθοποιό, εκείνα τα χρόνια, στην εγκληματικότητα.
Όταν μια μέρα συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο, ο Παπατάκης ήταν νηστικός δύο ημέρες. Ο Ζενέ έβγαλε από το πορτοφόλι του και του έδειξε, με περιφρόνηση, μια δεσμίδα χαρτονομισμάτων. Ο Παπατάκης θέλησε να του ρίξει μια γροθιά κι εκείνος άρχισε να τρέχει, μέχρι που μπήκε σε αστυνομικό τμήμα για να τον καταγγείλει. Μόλις που πρόλαβε να ξεφύγει ο παράνομος και χωρίς επίσημα χαρτιά μέτοικος.
Στενότερα συνδέθηκαν μέσα στο La rose rouge, το πιο πετυχημένο καλλιτεχνικό καμπαρέ του μεταπολεμικού Παρισιού, ιδιοκτησίας του θρυλικού Έλληνα της Rive Gauche. Στο πατάρι του, μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου του 1950, γύρισαν το ομοερωτικό και ποιητικό ταινιάκι «Un chant d’amour» («Ένα ερωτικό τραγούδι») σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ζενέ, χρηματοδοτημένο από τον Παπατάκη. Αν και γυρίστηκε σε 16mm, το κόστος αποδείχθηκε υψηλό, καταρχάς γιατί γυρίστηκε με επαγγελματικούς όρους, με διευθυντή φωτογραφίας έναν από τους κορυφαίους, τον Ζακ Νατό, κι επίσης λόγω των αυστηρών νόμων περί γυμνού, οπότε χρειάστηκε να πληρώσουν τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, εραστές του Ζενέ (όπως ο Lucien Sénémaud, φίλος του Ζαν Μαρέ από τον στρατό), και το συνεργείο διπλές αμοιβές για να μην τους καταγγείλουν στην αστυνομία ότι γύριζαν πορνό, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Παπατάκης δεν κατάθεσε την ταινία για να πάρει άδεια εμπορικής εκμετάλλευσης. Αντ’ αυτού, πούλησε λίγες κόπιες της ταινίας σε συλλέκτες για ιδιωτικές προβολές ώστε να καλύψει το κόστος.
Ακόμα κι όταν προετοίμασαν το 1954 την παρισινή του πρεμιέρα στη Cinémathèque Française με κομμένες τις ερωτικές σκηνές, ο φόβος ενός σκανδάλου ακύρωσε τη βραδιά. Όσο και αν η ομοφυλοφιλία ήταν κοινός τόπος στη γαλλική πρωτεύουσα και στους καλλιτεχνικούς κύκλους, παρέμενε βασικό κοινωνικό ταμπού. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν άρχισε να προβάλλεται ιδιωτικά στην Αμερική τη δεκαετία του 1960, θεωρήθηκε «χυδαίο» πορνογράφημα. Ο Τζόνας Μέκας πήγε φυλακή εξαιτίας του, ενώ μια σειρά προβολών το 1964 στο Σαν Φρανσίσκο οδήγησαν τον κινηματογραφιστή-διανομέα πρωτοποριακών φιλμ και συγγραφέα Σάουλ Λαντάου στο δικαστήριο.
Αλλά γιατί ο Νίκος Παπατάκης έδειξε ενδιαφέρον για ένα ομοερωτικό φιλμ; Για ποιο λόγο ενδιαφέρθηκε να ασχοληθεί και να υπερασπιστεί το δημιούργημα του Ζενέ; Καταρχάς είχαν ήδη αναπτύξει μια στενή φιλία. Ο Ζενέ διατεινόταν ότι μαζί με τον Σαρτρ και τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ θεωρούσε τον Παπατάκη έναν από τους στενότερους φίλους του, αν και ποτέ δεν μίλησαν στον ενικό. Όντας ανέκαθεν πολιτικά συνειδητοποιημένος, η επιτυχία του Παπατάκη ως ιδιοκτήτη ενός κοσμικού καμπαρέ δεν επηρέαζε τη στάση του σε σημαντικά κοινωνικά θέματα. Μπορεί να μην ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά η ομοφυλοφιλία όπως την εξέφραζε ο ιδιοφυής ποιητής και συγγραφέας, μια θέση άμυνας και διεκδίκησης της ατομικής ελευθερίας ενάντια στην κανονιστική δομή των κοινωνικών συμβάσεων, σαφώς τον αφορούσε.
Ο ρόλος του δεσμοφύλακα στην ταινία μπορεί στην αισθητική του Ζενέ να παραπέμπει σε ένα φετιχιστικό περιβάλλον, αλλά για τον Παπατάκη είναι ακόμα μια υπενθύμιση της εξουσίας και των οργάνων επιβολής της τάξης. Τα επόμενα χρόνια, έχοντας αφήσει το La rose rouge και αποποιηθεί το προφίλ του enfant terrible της Rive Gauche, εξελίχτηκε σε έναν από τους πιο πολιτικά ευαισθητοποιημένους παραγωγούς και σκηνοθέτες του γαλλικού και διεθνούς κινηματογράφου.
Η ταινία του «Οι Άβυσσοι», αλληγορική αναφορά στον πόλεμο της Αλγερίας, που έστρεψε όλους τους Γάλλους εθνικιστές εναντίον του, βρήκε υπερασπιστή τον Ζαν Ζενέ με ένα αποθεωτικό άρθρο υπέρ του σκηνοθετικού του ντεμπούτου, όπως και αργότερα για την πρώτη ελληνική του ταινία, «Οι βοσκοί». Όταν το 1971 το «Un chant d’amour» έκανε πρεμιέρα με καθυστέρηση 21 χρόνων στο Λονδίνο, ο Παπατάκης, ξαναβλέποντάς το μετά από τόσο καιρό, απογοητεύτηκε. Η τολμηρότητα και η επαναστατικότητά του είχαν πια, κατά τη γνώμη του, εξανεμιστεί. Δεν βρήκε ούτε την αισθητική τόσο ενδιαφέρουσα, ο χρόνος είχε ξεπεράσει το έργο του Ζενέ. Ωστόσο, καθώς τα γεγονότα του Μάη του ‘68 είχαν φέρει έναν αέρα προοδευτισμού στη Γαλλία, η ταινία μπορούσε πια να προβληθεί χωρίς λογοκρισία, απαγορεύσεις και νομικές διώξεις.
Το 1975 κατέθεσε την ταινία σε διαγωνισμό του CNC, του γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου, ώστε να πάρει με καθυστέρηση 25 χρόνων επίσημη άδεια προβολής ως παραγωγή του 1972, πλαστογραφώντας την υπογραφή του Ζενέ για να κερδίσει χρόνο, καθώς εκείνος έλειπε εκτός Γαλλίας. Αυτό αποτέλεσε την αρχή του τέλους της σχέσης τους. Η ταινία κέρδισε το πρώτο βραβείο, κάτι που εξόργισε τον σκηνοθέτη της. Χωρίς να χάσει χρόνο μιλώντας με τον Παπατάκη, έστειλε ανοικτή επιστολή στον υπουργό Πολιτισμού δηλώνοντας −τι ειρωνεία−, νομοταγής πολίτης και απαιτώντας να σεβαστούν τον νόμο υπέρ του.
Έλεγε μεταξύ άλλων: «Αν δεν αρνιόμουν αυτό το βραβείο, θα αλλοίωνε την ουσία της δουλειάς μου. Δεν μπορούμε να βραβεύουμε μια ταινία που έγινε πριν πολλά χρόνια σαν να ήταν το επιστέγασμα της δραστηριότητάς μου. Αφού ο νόμος μού αναγνωρίζει το δικαίωμα να τροποποιήσω, ακόμα και να αποκηρύξω ένα έργο μου, το οποίο κρίνω ελαττωματικό, η ευκαιρία μού δίνεται επιτέλους να σεβαστώ τον νόμο».
Ο Ζενέ επιτέθηκε δημόσια στον φίλο ζωής και παραγωγό και απαίτησε να επιστρέψει τα χρήματα του βραβείου και βέβαια να μην το αποδεχτεί. Έφτασε να τον μηνύσει. Δήλωνε προδομένος. Όταν λίγο καιρό μετά τα πράγματα καταλάγιασαν, οι δυο παλιοί φίλοι συναντήθηκαν για να τα βρουν. Ο Ζενέ του πρόσφερε το ποσό που έχασε εξαιτίας της συμπεριφοράς του, αλλά ο Παπατάκης δεν το δέχτηκε, είχε απογοητευτεί από εκείνον και δεν έβρισκε λόγο να του το συγχωρέσει. Του είπε μάλιστα, «δεν μπορείς να δεχτείς να κάνουν άλλοι όσα κάνεις εσύ ο ίδιος». Αυτό αποτέλεσε την οριστική ρήξη μεταξύ τους, μέχρι τον θάνατο του Ζενέ από καρκίνο του λάρυγγα το 1986.
Το 1991 ο Παπατάκης γύρισε την ταινία «Οι ισορροπιστές», εμπνευσμένη από την ιστορία του Αμπνταλά. Για τον σκηνοθέτη ήταν ένας φόρος τιμής στον Άραβα φίλο, κυρίως λόγω ενός γεγονότος που του είχε μείνει από τη μέρα της κηδείας του. Καθώς ο Ζενέ είχε αναλάβει ό,τι σχετιζόταν με την τελετή, είχε απαγορεύσει στη μητέρα και στην αδελφή του Αμπνταλά να πλησιάσουν την ταφή. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό ώστε να θεωρήσει ο Παπατάκης ότι ο Ζενέ κράτησε μια στάση σχεδόν αποικιοκράτη, ότι είχε επιλέξει την πλευρά του αφέντη απέναντι στον σκλάβο, ταπεινώνοντας τις δύο γυναίκες.
Στους «Ισορροπιστές» ο διάσημος συγγραφέας Μαρσέλ Σπαντίς, έχοντας στερέψει λογοτεχνικά, βρίσκει στο πρόσωπο του νεαρού Φραντς-Αλί, ενός γοητευτικού Άραβα με μητέρα Γερμανίδα με το όνομα Κρίστα Πέφγκεν (το πραγματικό όνομα της τραγουδίστριας Nico, με την οποία ο Παπατάκης συνδέθηκε ένα διάστημα), το απόλυτο δημιουργικό υποκατάστατο. Γίνεται ερωτικός του σύντροφος και ο Σπαντίς βάζει στόχο να τον βοηθήσει να ολοκληρώσει το όνειρό του να γίνει σπουδαίος σχοινοβάτης. Ξεκινάνε εντατική και εξοντωτική εκπαίδευση, καθώς ο Σπαντίς θέλει να χορογραφήσει ένα είδος μπαλέτου πάνω στο τεντωμένο σκοινί. Στην πραγματική ζωή, ο Ζενέ χρηματοδότησε τα μαθήματα του Αμπνταλά πουλώντας ένα σενάριο του που είχε κάνει γαμήλιο δώρο στην Ανούκ Αιμέ στο γάμο της με τον Παπατάκη
Ένα σοβαρό ατύχημα του Φραντς-Αλί τούς αναγκάζει να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Ο Σπαντίς γυρίζει την πλάτη του στον προστατευόμενό του και στρέφεται στον νεαρό κλέφτη Φρεντί, που θέλει να γίνει πιλότος της Φόρμουλα 1. Εν τέλει η σχέση μεταξύ των δύο οδηγείται στον όλεθρο. Ο Φραντς-Αλί σκηνοθετεί την αυτοκτονία του, ενώ η ταινία κλείνει με ένα τελετουργικό που μοιάζει περισσότερο με αποχαιρετιστήριο θρίαμβο του θύματος έναντι εκείνου που τον οδήγησε σε αυτό το αδιέξοδο.
Η ταινία δεν είναι πιστή βιογραφία των Ζενέ και Αμπνταλά, αλλά αποτέλεσε αφορμή για τον σκηνοθέτη Παπατάκη να μιλήσει για μια ακόμα φορά για τη σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου και για τις επικίνδυνες ισορροπίες που γεννιούνται μεταξύ των ανθρώπων όταν η ταπείνωση οδηγεί στην εξέγερση. Θεματική που έχουμε δει στις ταινίες του «Άβυσσοι», και «Βοσκοί». Ο κοινωνικά και μορφωτικά κατώτερος νέος άντρας γίνεται αντικείμενο εξανδραποδισμού και τοξικής χειραγώγησης από τον διάσημο διανοούμενο που τον καθοδηγεί, απαιτώντας από αυτόν απόλυτη πειθαρχία και αφοσίωση.
Ο Σπαντίς ως άλλος Ζενέ ενόχλησε τους οπαδούς του συγγραφέα, τόσο γιατί η ταινία εισβάλλει στην προσωπική του ζωή όσο και γιατί τον εμφανίζει υπερβολικά σκληρό. Ο σκηνοθέτης, σε μια βαθιά του εξομολόγηση, είχε πει σχετικά: «Δεν είμαι εχθρός του Ζενέ, αλλά όλων όσοι ασκούν μια καταπιεστική εξουσία με οποιαδήποτε μορφή. Οι “Ισορροπιστές” είναι μια ταινία για τον Αμπνταλά, μετά θάνατον. Τον συμπαθούσα πολύ, όμως υπερασπίζομαι πρώτα αυτό που αντιπροσώπευε και που με συγκινεί βαθύτατα. Ο Ζενέ στη σχέση του με τον Αμπνταλά ήταν ένας τύραννος, ανάγκασε τον Αμπνταλά να αυτοκτονήσει, εκείνον που δεν ήθελε να είναι ζιγκολό αλλά μεγάλος καλλιτέχνης. Η ταινία μου έχει, πάνω απ’ όλα, πολιτική χροιά».
Η ταινία «Ισορροπιστές» («Les équilibristes / «Walking a Tightrope») είναι διαθέσιμη στο Cinobo.
Βιβλιογραφία:
«The cinema of Jean Genet», Jane Giles, BFI Publishing
«Νίκος Παπατάκης, Μονογραφία», Γιάννης Κονταξόπουλος, εκδ. Καστανιώτη