Αν και πέθανε πριν από 44 χρόνια και από τη γέννησή της μας χωρίζει ένας και πλέον αιώνας, η αμφιλεγόμενη, ελεύθερη και αντισυμβατική σταρ του Μεσοπολέμου, η ζωγράφος Tamara de Lempicka, βρίσκεται σήμερα με δύναμη στο επίκεντρο του πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Το έργο της επανεξετάζεται όσο ποτέ, όχι μόνο για τη θέση του στην Ιστορία της Τέχνης αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή μέσα από την οπτική των γυναικών.
Με τίτλο «World of Tamara: A celebration of Lempicka and art deco» ο οίκος Sotheby's παρουσιάζει μια επιλογή από τα κοσμοπολίτικα, εμποτισμένα με τη χλιδή και την απελευθερωμένη τόλμη των années folles, των δεκαετιών του 1920 και του 1930, πορτρέτα της· στο Μπρόντγουεϊ ανοίγει το Lempicka: The Musical, μια παράσταση αφιερωμένη στη ζωή της· το Μουσείο de Young στο Σαν Φρανσίσκο αυτόν τον Οκτώβριο θα οργανώσει την πρώτη μεγάλη αμερικανική αναδρομική έκθεση στο έργο της.
Είναι μια σημαντική στιγμή αναγνώρισης μίας από τις πιο επιδραστικές γυναίκες στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι κομψές γραμμές, οι ζωντανές μεταλλικές αποχρώσεις και οι γεωμετρικές φόρμες, τα συναρπαστικά πορτρέτα που έρχονται να επισημάνουν την αισθητική της εποχής, όταν οι μηχανές άλλαζαν τον κόσμο, και τον αισθησιασμό μιας περιόδου που θα χανόταν για πάντα ανοίγουν ένα παράθυρο στον πολυτάραχο κόσμο της Lempicka και της εποχής της.
Δίπλα στη δόνηση της τέχνης υπήρχε μια ζωή εξαιρετικά επιμελημένη στα μεγάλα σαλόνια του Ritz στο Παρίσι ή του Grand Hotel στο Μόντε Κάρλο, με την ίδια να είναι ένα επίλεκτο μέλος του τζετ σετ που διψούσε για την εκκεντρικότητα και την απελευθερωμένη, αντισυμβατική συμπεριφορά της.
Αποπνέουν την ελευθερία με την οποία έζησε τη ζωή της, τους εραστές, την πολυτέλεια και την τέχνη της. Αν ζούσε στην εποχή μας θα ήταν pop icon, αν ήταν άντρας θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Νταλί ή τον Γουόρχολ γιατί υπήρξε μια ιδιοφυΐα ως προς τον τρόπο που προώθησε την εικόνα της, ήξερε τι να κρύψει και τι να προβάλει. Η ίδια υποστήριζε: «Έχω ζωγραφίσει βασιλιάδες και πόρνες… Δεν ζωγραφίζω κάποιον επειδή είναι διάσημος. Ζωγραφίζω όσους με εμπνέουν και με κάνουν να δονούμαι». Αλλά δίπλα στη δόνηση της τέχνης υπήρχε μια ζωή εξαιρετικά επιμελημένη στα μεγάλα σαλόνια του Ritz στο Παρίσι ή του Grand Hotel στο Μόντε Κάρλο. Ήταν επίλεκτο μέλος του τζετ σετ που διψούσε για την εκκεντρικότητα και την απελευθερωμένη, αντισυμβατική συμπεριφορά της.
Αυτό το ύφος, μιας γυναίκας που αγνοούσε επιδεικτικά τους κανόνες που ίσχυαν για τις υπόλοιπες γυναίκες εκείνης της εποχής, ήταν που την έκανε διάσημη όταν το γερμανικό γυναικείο περιοδικό της εποχής «Die Dame» έκανε εξώφυλλο έναν από τους πίνακές της, βάζοντας τον τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία (Η Ταμάρα στην πράσινη Μπουγκάτι)». Ποζάροντας μέσα σε μια σπορ ανοιχτή πράσινη Μπουγκάτι, ένα από τα ισχυρότερα ανδρικά σύμβολα της εποχής, φορώντας αγωνιστικό σκούφο και γάντια οδήγησης, η Ταμάρα, με το αγέρωχο ύφος της, προοικονομούσε αυτό που θα συνέβαινε αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν η γυναίκα θα καταλάμβανε θέσεις-ταμπού, όπως αυτή του οδηγού ενός σπορ αυτοκινήτου. Όλο αυτό ήταν μέρος της προώθησης της εικόνας της – στην πραγματικότητα δεν είχε Bugatti. Το δικό της αυτοκίνητο ήταν ένα μικρό κίτρινο Renault.
Ο έλεγχος που ασκούσε στη δημόσια εικόνα της φαίνεται από τον τρόπο που υπέγραφε τα πρώτα της έργα ως «Lempicki», δηλαδή χρησιμοποιώντας επίθετό της στο αρσενικό, για να μην προσδιορίζει το φύλο της. Είχε μια κόρη που, αν και τη ζωγράφισε πολλές φορές, δεν την παρουσίαζε δημοσίως. Η επιβλητική της παρουσία κυριάρχησε στις ζωές των κοντινών της ανθρώπων και η κόρη της, Kizette, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο δεσμός τους ήταν γεμάτος ένταση και η σχέση τους περισσότερο σκληρή και τυραννική παρά στοργική. «Ήταν αυστηρή με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό της. Δεν επιτρεπόταν σε κάποιον να κουραστεί, δεν επιτρεπόταν να αναβάλεις κάτι για αύριο», έλεγε η κόρη της που πέθανε το 2001 και περνούσε με τη μητέρα της λίγες εβδομάδες κάθε χρόνο στις ιταλικές λίμνες, στην Ισπανία ή στην Ελλάδα, όταν ήταν μόνη της, χωρίς εραστή. Η Kizette έχει γράψει ότι οι πιο δύσκολες στιγμές με τη μητέρα της, που είχε μετακομίσει από το 1974 στο Μεξικό, ήταν προς το τέλος, όταν η υγεία της είχε επιδεινωθεί.
Ήταν γνωστό ότι η Lempicka ήταν αμφιφυλόφιλη. Σε κάποιους εμφανιζόταν ως πιστή σύζυγος και σε μια ομάδα αμφιφυλόφιλων γυναικών, συμπεριλαμβανομένων της Vita Sackville-West, κάποτε ερωμένης της Virginia Woolf, και της Γαλλίδας μυθιστοριογράφου Colette, ως queer δύναμη. Εμπνεόταν από άντρες και γυναίκες που αποτύπωνε στους μεγάλους, τους επηρεασμένους από τον κυβισμό καμβάδες της άλλοτε γυμνούς και άλλοτε ντυμένους με απίθανη κομψότητα, έντονα χρώματα που θύμιζαν αυτά του Ελ Γκρέκο και δραματικό φως που παρέπεμπαν σε πίνακες του Καραβάτζιο.
Η Tamara Gurwik-Górska, αργότερα γνωστή με το όνομα του πρώτου συζύγου της, Lempicka, γεννήθηκε το 1898 στη Βαρσοβία. Ήταν κόρη ενός Ρωσο-εβραίου δικηγόρου και μιας κοσμικής γυναίκας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο εξωτερικό. Η βιογραφία της είναι σε πολλά σημεία ασαφής· μπέρδευε τα γεγονότα, όπως και τη χρονολογία της γέννησής της.
Μεγάλωσε στη Βαρσοβία με τους παππούδες της, που ήταν μέλη της κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ – ήταν φίλοι με τον Ignacy Jan Paderewski και τον Artur Rubinstein. Έφυγε γρήγορα από το ελβετικό οικοτροφείο και με τη γιαγιά της ταξίδεψαν στην Ιταλία όπου ανέπτυξε το ενδιαφέρον της για την τέχνη. Έζησε με μια πλούσια θεία της στην Αγία Πετρούπολη μετά το διαζύγιο των γονιών της και το 1915, σε έναν χορό μεταμφιεσμένων του θείου της, εμφανίστηκε ως Πολωνή χωριατοπούλα και έκλεψε την καρδιά ενός από τους πιο περιζήτητους εργένηδες της πόλης, του Tadeusz Łempicki, πλούσιου Πολωνού δικηγόρου.
Η άνετη ζωή τους ανατράπηκε με τη Ρωσική Επανάσταση. Ο Łempicki συνελήφθη από τη Μυστική Αστυνομία και όταν η Tamara κατάφερε να τον βρει πήγαν στην Κοπεγχάγη, μετά στο Λονδίνο και τελικά στο Παρίσι, όπου είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά της και όλη η ρωσική αριστοκρατία.
«Τρελά χρόνια» στην Πόλη του Φωτός
Στο Παρίσι έζησε την οικογένειά της πουλώντας τα οικογενειακά κοσμήματα, κάτι που έκαναν όλοι οι πλούσιοι Ρώσοι εμιγκρέδες τα πρώτα χρόνια. Είχαν και την κόρη τους, ο άντρας της όμως ήταν άνεργος, απρόθυμος ή ανίκανος να βρει κατάλληλη δουλειά και κυκλοθυμικός· σε βιογραφίες της έχει αναφερθεί ότι τη χτυπούσε. Αυτά τα χρόνια στερήσεων δούλεψε ως σχεδιάστρια καπέλων για να συντηρήσει το σπίτι της και κατάφερε, μετά από προτροπή της αδελφής της, να εγγραφεί σε μαθήματα ζωγραφικής στην Académie de la Grande Chaumiere και στην Académie Ranson, όπου είχε δασκάλους τους καλλιτέχνες Maurice Denis και André Lhote. Θαύμαζε τη μνημειακότητα της γλυπτικής του Μιχαήλ Άγγελου και του Τζαμπολόνια, τη χάρη του Μποτιτσέλι, του Μπροντσίνο, του Ποντόρμο.
Πειθαρχημένη και με αίσθηση της δομής στη δουλειά της, περνούσε ώρες στο Μουσείο του Λούβρου μελετώντας το χρώμα στους πίνακες των Ολλανδών και των Ιταλών ζωγράφων, τους κυβιστές και τους μοντερνιστές. Άντλησε έμπνευση απ' όλα όσα έβλεπε για να συνθέσει το δικό της λεξιλόγιο. Υιοθέτησε μια λιγότερο σκληρή, πιο ήπια μορφή κυβισμού, ένα στυλ πιο εύκολα αποδεκτό από την αστική τάξη, με μικρά γεωμετρικά επίπεδα ως φόντο, και το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό: γυναίκες που ξαπλώνουν, που λούζονται, που αγκαλιάζονται, χαϊδεύουν η μια τους μηρούς της άλλης. Η κραυγαλέα εμφάνιση του γυμνού γυναικείου σώματος ήταν χαρακτηριστικό της art deco. Ήταν η εποχή που η Josephine Baker αναστάτωνε το Παρίσι χορεύοντας με μια φούστα από μπανάνες. Η φαντασίωση του σεξ τη δεκαετία του '20, το εξωτικό, σέξι και λαμπερό Παρίσι ήταν πηγές έμπνευσης του στυλ της ζωής και της ζωγραφικής της.
Ενώ οι πρώτοι πίνακές της ήταν νεκρές φύσεις και πορτρέτα της κόρης της Kizette και της γειτόνισσάς της, κατάφερε να γίνει πασίγνωστη ζωγράφος πορτρέτων διασήμων χάρη στον ξεχωριστό τρόπο που τους απεικόνιζε.
Πούλησε τους πρώτους της πίνακες μέσω της Galerie Colette-Weil, κι αυτό της επέτρεψε να εκθέσει στο Salon des Ιndépendents, στο Salon d'Αutomne και στο Salon des moins de trente ans, που ήταν για πολλά υποσχόμενους νέους ζωγράφους. Στο Salon d'Αutomne συμμετείχε πρώτη φορά το 1922. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπέγραφε τους πίνακές της ως Lempicki. Το 1925, όταν εξέθεσε στο Salon des Tuileries και στο Salon des femmes peintres, την ανακάλυψαν Αμερικανοί δημοσιογράφοι από το «Harper's Bazaar» και άλλα περιοδικά μόδας, έτσι το όνομά της έγινε διάσημο.
Η ζωή της άρχισε να ταιριάζει με τους πίνακές της ή μπορεί να συνέβη και το αντίστροφο. Η εκκεντρική ζωγράφος που ακολούθησε τον ξέφρενο ρυθμό της Πόλης του Φωτός, αφήνοντας στην άκρη την οικογένειά της, βυθίστηκε σε μια ζωή γεμάτη εραστές και ερωμένες, κοσμικά πάρτι, όργια, κοκαΐνη. Ήταν απολύτως ελεύθερη, μια εντυπωσιακή γυναίκα που δεν περνούσε απαρατήρητη, μια περσόνα της πόλης που δούλευε μεν πυρετωδώς, αλλά η φήμη της προσωπικής της ζωής δεν επέτρεπε στη ζωγραφική της να θεωρηθεί «σοβαρή».
Φιλάρεσκη και νάρκισσος, ανταποκρίθηκε με πάθος στην εικόνα που παρουσίαζαν οι άλλοι όταν την περιέγραφαν ως μια art deco θεά της επιθυμίας. Η κόρη της γράφει ότι είχε «δολοφονικό ένστικτο», ο τρόπος που απέκτησε τόσο πολλούς εραστές και πολλές ερωμένες, κυρίως τα μοντέλα της και θαυμαστές/θαυμάστριές της, είχε τα χαρακτηριστικά αρπακτικού. Ήταν εργασιομανής, αλλά τρεφόταν από το σεξ, στοιχείο που ξεχώριζε στα φιλήδονα πρόσωπα που ζωγράφιζε: λαμπερά κραγιόν στα χείλη, έντονα χρώματα στα νύχια και φροντισμένα μαλλιά, μια υπόσχεση υπέρτατης ευχαρίστησης από γυναίκες ερωτικές και όμορφες.
Εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να συνεχίσει χωρίς σκηνές ζηλοτυπίας την κοσμική ζωή της με τις διασημότητες της ευρωπαϊκής αβανγκάρντ: Marinetti, Jean Cocteau, Gabriele d'Annunzio. Ήταν συχνά καλεσμένη της Natalie Barney, ερωμένης της Εύας Πάλμερ, στα απογεύματα που διοργάνωνε «μόνο για γυναίκες».
Χάρη στις επαφές της στον κόσμο των couturiers του Παρισιού, ήταν πάντα ντυμένη υπέροχα με δημιουργίες της Coco Chanel και της Elsa Schiaparelli.
Βρήκε συλλέκτες που αγόραζαν τα έργα της με πάθος, έναν νέο εραστή, τον Raoul Kuffner, βαρόνο της πρώην Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και συλλέκτη έργων τέχνης, με μεγάλη περιουσία. Αγόρασε ένα τριώροφο κτίριο που ανακαίνισε ο Robert Mallet-Stevens, ο πιο λαμπρός Γάλλος μοντερνιστής σχεδιαστής της εποχής της. Έτσι, απέκτησε το απόλυτο σκηνικό που θα στέγαζε την κοσμική ζωή και το εργαστήριό της. Κανένας άλλος ζωγράφος δεν είχε τη δική της γνώση στα υφάσματα, τα κοσμήματα, τα χτενίσματα, κανένας άλλος ζωγράφος της περιόδου αυτής δεν αποτύπωσε με τόση ακρίβεια τις υλικές αξίες. Οι γυναίκες ξεπροβάλλουν μέσα από τα έργα της σαν εταίρες με αναγεννησιακή δύναμη και βάναυση γοητεία.
Το τέλος μιας εποχής
Η θεατρική απόλαυση που προσφέρουν τα έργα της και η αλάνθαστη αίσθηση του ντεκόρ συνδέθηκαν με το κίνημα «call to order», την επιστροφή της ευρωπαϊκής τέχνης στον μνημειώδη ρεαλισμό που αποπνέει τη σκοτεινή και αμφίβολη αίγλη της πειθαρχίας. Η εποχή της art deco, κατά την οποία άκμασε η Lempicka, άρχισε να φυλλορροεί. Ο ορατός κίνδυνος από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία γέμιζε ανασφάλεια το Παρίσι. Παντρεύτηκε τον Kuffner και ένιωσε μαζί του ασφαλής, αλλά αποφάσισαν να φύγουν από την Ευρώπη όταν, κάνοντας διακοπές στην Αυστρία, είδαν να παρελαύνει μπροστά στο ξενοδοχείο τους η χιτλερική νεολαία. Μετακόμισαν στις ΗΠΑ. Η καριέρα της Lempicka, που έφτασε στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία του 1930, δεν είχε την ίδια επιτυχία και την ανταπόκριση που ήλπιζε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το 1943, ο βαρόνος Kuffner και η Lempicka εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Δοκίμασε να πειραματιστεί με νέες τεχνικές, αλλά απέτυχε, ενώ είχε όλο και λιγότερες παραγγελίες για πορτρέτα. Συνέχισε την ξέφρενη κοινωνική ζωή και τη θεωρούσαν περισσότερο μια εκκεντρική βαρόνη παρά μια ζωγράφο. Το art deco στυλ της φαινόταν αναχρονιστικό την περίοδο του μεταπολεμικού μοντερνισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ζωγράφισε μια σειρά από Μαντόνες και γυναίκες εμπνευσμένες από πίνακες της Αναγέννησης, αλλά, όπως έγραψε ο ιστορικός τέχνης Gilles Néret: «Τα πιο "ενάρετα" θέματα της βαρόνης πρέπει να πούμε ότι δεν έχουν αυτοπεποίθηση σε σύγκριση με τα εκλεπτυσμένα και γενναία έργα στα οποία είχε θεμελιωθεί η προηγούμενη δόξα της».
Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1961 άρχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο με πλοίο. Τα έργα της πλέον δεν πωλούνταν, τίποτα δεν θύμιζε την ατμόσφαιρα της χρυσής εποχής της στο Παρίσι, ο κόσμος της τέχνης και οι κριτικοί θεωρούσαν ασήμαντο το έργο της και όποιο ενδιαφέρον υπήρχε ήταν για τα σκάνδαλα της προσωπικής της ζωής. Την ταλαιπωρούσε το φύσημα στην καρδιά και όταν μετακόμισε στο Μεξικό η υγεία της επιδεινώθηκε. Πέθανε στον ύπνο της στις 18 Μαρτίου 1980. Σύμφωνα με την επιθυμία της, οι στάχτες της σκορπίστηκαν πάνω από το ηφαίστειο Popocatépetl.
Η τέχνη της, ένα μοναδικό κοινωνικό ντοκουμέντο που αποτυπώνει σαγηνευτικές επιφανειακές υφές μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας καθ' οδόν προς την αυτοκαταστροφή, ήρθε στη μόδα ξανά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με την εκ νέου ανακάλυψη της art deco. Τα έργα της άρχισαν να πωλούνται πανάκριβα, οι κριτικοί που την αγνοούσαν για δεκαετίες τη αποθέωναν. Ο κόσμος την ανακάλυψε ξανά και μαζί ήρθαν το χρήμα και η καλλιτεχνική δόξα, με τα γυμνά της να θεωρούνται από τα πιο περιζήτητα έργα ζωγραφικής του 20ού αιώνα. Η εξωτερική ομορφιά των μοντέλων της, η σεξουαλική διάσταση των έργων της απέκτησαν πάλι ενδιαφέρον. Οι πρώιμοι πίνακές της αγοράστηκαν ξανά σε αστρονομικές τιμές. Η ζωή της ενέπνευσε θεατρικά έργα και ταινίες και η βασίλισσα της ποπ Μαντόνα άρχισε να συλλέγει έργα της· οι πίνακες της Lempicka φιγουράρουν στα βιντεοκλίπ της «Vogue» και «Express Yourself», ενώ ήταν φόντο στις περιοδείες της «Who's that girl» και «Blond Ambition». Συλλέκτες έργων της είναι ο Jack Nicholson και η Barbra Streisand. Το 2022 το Εθνικό Μουσείο της Κρακοβίας την τίμησε οργανώνοντας μια μεγάλη έκθεση με έργα της από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ με τίτλο «Łempicka».
Exploring the Opulent World of Tamara de Lempicka: A Celebration of Art Deco | Sotheby's
Πληροφορίες: Christie’s, Town and Country, Tamara Lempicka org., Kizette de Lempicka Foxhall, De Young Museum, Tamara de Lempicka Estate