O Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967) είναι κατά πολλούς ο σημαντικότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα. Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος έχει γράψει γι' αυτόν: «Θεωρούσαμε τον Παρθένη στήριγμα της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα».
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ιταλίδα. Το 1895 πηγαίνει στη Βιέννη και φοιτά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, δίπλα στον Βαυαρό συμβολιστή ζωγράφο και θεοσοφιστή φιλόσοφο, Καρλ Ντίφενμπαχ. Συμμετέχει ενεργά στο κίνημα της βιεννέζικης Sezession, καλλιτεχνικής ομάδας με προεξάρχοντα τον Γκούσταφ Κλιμτ, η οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη του Χέρμαν Μπαρ στον κατάλογο της πρώτης έκθεσης της ομάδας αποτελούσε μία «μάχη για την πρόοδο των σύγχρονων καλλιτεχνών ενάντια στα γεράκια που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες αλλά έχουν εμπορικό συμφέρον να παρακωλύουν την άνθιση της τέχνης» και πραγματοποιεί την πρώτη έκθεση έργων του το 1899.
Το 1903 επιστρέφει στην Αθήνα με αφορμή τη Διεθνή Έκθεση Αθηνών και βραβεύεται με το αργυρό μετάλλιο. Ταξιδεύει στη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόρο, ζωγραφίζοντας ιμπρεσιονιστικά τοπία και πορτρέτα. Αγιογραφεί τον Άγιο Γεώργιο στον Πόρο, συνδυάζοντας τη βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη. Στο νησί γνωρίζεται με την Ιουλία Βαλσαμάκη, κόρη πολιτικού, και την παντρεύεται στο Αργοστόλι το 1909.
Αν και οι μαθητές του τον θαύμαζαν, οι περισσότεροι καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών τον πολεμούσαν, με αποτέλεσμα αρχικά την περιθωριοποίησή του και στο τέλος την παραίτησή του το 1947.
Μετά τον γάμο το ζευγάρι εγκαθίσταται στο Παρίσι, στη Μονμάρτρη, όπου ο ζωγράφος έρχεται σε επαφή με τα μετα-ιμπρεσιονιστικά και πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής και εξοικειώνεται με το έργο του Σεζάν, του Πικάσο και άλλων, διαμορφώνοντας το ώριμο ύφος του. Παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, βραβεύεται για τον πρώτο του «Ευαγγελισμό» το 1911 και την ίδια χρονιά επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα, ύστερα από επιθυμία της συζύγου του.
Πηγαίνουν στην Κέρκυρα, όπου θα γεννηθούν τα δυο τους παιδιά, ο Νίκος και η Σοφία. Ζουν μια κοσμοπολίτικη ζωή, συνομιλούν μεταξύ τους στα ιταλικά, ο ζωγράφος υπογράφει τα έργα του στα γαλλικά και έχει επαφές με τη βασιλική οικογένεια. Ο Παρθένης αρχίζει να ενδιαφέρεται για τη βυζαντινή τέχνη, η οποία επιδρά στις μορφές των έργων του και στη χρωματική του παλέτα.
Το 1917 μετοικούν στην Αθήνα και ο Παρθένης αποκτά την ελληνική ιθαγένεια. Την ίδια χρονιά ο Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων καταλαμβάνουν την εξουσία. Μαζί με τους Νικόλαο Λύτρα, Κωνσταντίνο Μαλέα, Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη και άλλους νεωτεριστές ζωγράφους ιδρύουν την ομάδα «Τέχνη» με σκοπό να ανατρέψουν τον κυρίαρχο, συντηρητικό ακαδημαϊσμό. Στην πρώτη έκθεση της ομάδας ο Βενιζέλος δηλώνει ότι η Εθνική Πινακοθήκη οφείλει να αγοράσει τον «Ευαγγελισμό», άποψη η οποία βρίσκει αντίθετο τον συντηρητικό διευθυντή της, Γιώργο Ιακωβίδη.
Το 1918 αναλαμβάνει την αγιογράφηση του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο και το 1920 πραγματοποιεί μια μνημειώδη αναδρομική έκθεση στο Ζάππειο, με περισσότερα από 240 έργα. Την ίδια χρονιά ο Βενιζέλος του απονέμει, σε τελετή στην Ακαδημία, το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών για τον «Ευαγγελισμό», το οποίο του δόθηκε, όπως είχε καταγγελθεί, «κλειστοίς όμμασι παμψηφεί». Το έργο του «Αιών Περικλέους - Αιών Βενιζέλου» ήταν, κυρίως, αυτό που με την απλουστευτική του αλληγορία προκάλεσε την έντονα κομματικοποιημένη αντιμετώπιση του Παρθένη.
Κατά τη διάρκεια της απονομής ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα πει: «Ένας καλλιτέχνης εσωτερικός. Είναι ένας ποιητής και ανήκει εις το λυρικόν ρεύμα του αιώνος αυτού που λέγεται συμβολισμός, ρεύμα το οποίον συνέχεται με το λυρικόν ρεύμα των πριμιτίφ και με άλλες ανοίξεις της ανθρώπινης ψυχής εις την ιστορίαν της τέχνης. Είναι ένας ιδεαλιστής. Ιδεαλισμός, για να πάρω τον απλούν ορισμόν ενός φιλοσόφου, είναι η παρά-στασις των αντικειμένων επί του ψυχικού τύπου του ανθρώπου, επί των γεγονότων της συνειδήσεως. Αυτός είναι ο Παρθένης».
Το 1923 οι συντηρητικοί καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών καταψηφίζουν την υποψηφιότητα του Παρθένη για την έδρα της ζωγραφικής, η οποία του δίνεται το 1929, μετά την επανεκλογή Βενιζέλου. Μαθητές του θα υπάρξουν ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Τέτσης, ενώ άλλοι, όπως ο Μόραλης και ο Καπράλος, θα φοβηθούν την αυστηρότητά του και θα αλλάξουν δάσκαλο. Ο Τσαρούχης σημειώνει: «Έδωσε στη ζωγραφική μας κάτι μεγάλο: την πειθαρχία στον "τόνο" και στη "σύνθεση"».
Αν και οι μαθητές του τον θαύμαζαν, οι περισσότεροι καθηγητές της Σχολής τον πολεμούσαν, με αποτέλεσμα αρχικά την περιθωριοποίησή του και στο τέλος την παραίτησή του το 1947. Οι αντίπαλοί του θα καταφέρουν να αποτρέψουν τη βράβευσή του στην Πανελλήνια Έκθεση το 1947 για το έργο του «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου», γεγονός που τον οδηγεί σε πλήρη απομόνωση, μέχρι το θάνατό του.
Θα προηγηθεί η συμμετοχή του, με επιτυχία, στην Biennale της Βενετίας το 1938 –μαζί με τα έργα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου και του χαράκτη Άγγελου Θεοδωρόπουλου– υπό την προστασία του Ιωάννη Μεταξά, του οποίου είχε φιλοτεχνήσει και πορτρέτο. Δεν θα πρέπει ωστόσο να εξαχθούν συμπεράσματα για τις πολιτικές αντιλήψεις του ζωγράφου, μια και ο Μεταξάς υποστήριζε τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες, παρά τις αντιδράσεις των συντηρητικών ακαδημαϊκών κύκλων. Άλλωστε, ο ελληνοκεντρισμός του Παρθένη δεν θα μπορούσε να τον αφήσει ασυγκίνητο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα. Το σπίτι του στη Ροβέρτου Γκάλι, απέναντι από την Ακρόπολη, που είχε σχεδιάσει σύμφωνα με τις αρχές του Bauhaus και γνώρισε μεγάλες δόξες, αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί κατά τη διάρκεια της ανάπλασης της περιοχής. Τα σχέδια ματαιώθηκαν όταν ο ζωγράφος απείλησε να αυτοπυρποληθεί μαζί με τα έργα του και το σπίτι γκρεμίστηκε τελικά μετά τον θάνατό του. Πέθανε το 1967, έχοντας μείνει παράλυτος και ενώ τα παιδιά του αντιδικούσαν για την κηδεμονία του.
Τα ώριμα έργα του χαρακτηρίζονται από πιο εγκεφαλικά σχήματα και το χρώμα λιγοστεύει, ενώ η τονική κλίματα περιορίζεται. Ο λυρικός και γαλήνιος κόσμος του ξεθωριάζει και ο καλλιτέχνης επιλέγει το «υψηλό» από το ωραίο. Ο Παρθένης προτείνει μια ιδεατή Ελλάδα και κατατάσσεται στους διαμορφωτές της Γενιάς του '30». Οι ολύμπιοι θεοί, οι βυζαντινοί άγιοι και οι ήρωες της Επανάστασης συνυπάρχουν σε έναν υπερβατικό χώρο. Τα ώριμα έργα του μοιάζουν με «θεοφάνειες».
Ο Παρθένης, παρότι ομόφωνα αναγνωρίζεται ως πρωτοπόρος, εξακολουθεί να παραμένει τυλιγμένος με ένα πέπλο μυστηρίου. Η σιωπή του συχνά ταυτίστηκε με την παράνοια, με αποτέλεσμα την αμηχανία των ιστορικών απέναντί του. Ο μαθητής του Νίκος Εγγονόπουλος γράφει: «Ο Παρθένης ήταν ένας άνθρωπος υψηλόφρων, ευθύς, άτεγκτος και ανεπηρέαστος στον δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιέργειας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατος, απέραντα καλός, ένας αληθινός αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 10.5.2018