Ελληνικά δημοτικά τραγούδια ηχογραφούνται σε δίσκους από το ξεκίνημα της δισκογραφίας, πριν από εκατό και βάλε χρόνια, και κάθε δεκαετία έχει να προτάξει τους δικούς της καλλιτέχνες και το δικό της υλικό.
Αν η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία του μικρού δίσκου 45 στροφών, η δεκαετία του ’70 ήταν η δεκαετία των LP και της κασέτας, της κλασικής και της... χοντροκασέτας των 8-track (να μην τις ξεχνάμε κι αυτές). Βινύλια και κασέτες έδιναν κι έπαιρναν και στα χρόνια του ’80, ενώ μετά ήρθε η σειρά του CD... και τώρα δεν ξέρω τι. Φαντάζομαι, όμως, πως οι ψηφιακές λίστες και τα στικάκια θα έχουν αντικαταστήσει πλέον όλες τις υλικές μορφές στις συγκεντρώσεις των ανθρώπων, που θέλουν να διασκεδάσουν με δημοτικά τραγούδια (σε σπίτια, σε κέντρα ή όπου αλλού).
Το δημοτικό ακουγόταν και αναπτυσσόταν, για δεκαετίες, βασικά σε τρία σημεία: σε κέντρα, πανηγύρια-λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμους, βαφτίσια κ.λπ.) και δισκογραφία. Εντάξει, σήμερα μπορεί να έχει ατονήσει η τελευταία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν ηχογραφούνται και καινούρια δημοτικά και δεν γίνονται νέες παραγωγές.
Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες του δημοτικού, τα τελευταία 60 χρόνια θα έλεγαν και κλασικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κυρίως θα έλεγαν σύγχρονα, ανανεώνοντας κατά πολύ το ρεπερτόριο και σε στιχουργικά θέματα και σε μουσικές-ενοργανώσεις.
Ένα βασικό που πρέπει να πούμε είναι πως το δημοτικό τραγούδι της διασκέδασης, εδώ και δεκαετίες εξάλλου, είναι επώνυμο. Είναι γραμμένο δηλαδή από συνθέτες και στιχουργούς, έχοντας μετατραπεί σε... λαϊκοδημοτικό. Η λέξη δεν σημαίνει μόνο την σύμπνοια του δημοτικού τραγουδιού με το κλασικό λαϊκό τραγούδι (υπό την έννοια μιας κάποιας επιρροής ή και ενός πιο εξελιγμένου fusion), αλλά και την μετατόπιση της δημιουργίας από τον ανώνυμο τραγουδοποιό στον επώνυμο.
Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες του δημοτικού, τα τελευταία 60 χρόνια –ας βάλουμε ένα τέτοιο χρονικό όριο– θα έλεγαν και κλασικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κυρίως θα έλεγαν σύγχρονα, ανανεώνοντας κατά πολύ το ρεπερτόριο και σε στιχουργικά θέματα και σε μουσικές-ενοργανώσεις.
ΚΟΛΛΗΤΗΡΗ ΣΟΦΙΑ - Α5. ΝΑΧΑ ΦΤΕΡΑ ΝΑ ΠΕΤΑΓΑ
Επίσης κάτι πολύ βασικό, που πρέπει να διευκρινιστεί. Όταν λέμε δημοτικό τραγούδι, δεν εννοούμε τα κρητικά, τα νησιώτικα, τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή τα ποντιακά. Όλα δημοτικά μπορεί να είναι, αλλά ο όρος δημοτικό τραγούδι κολλάει περισσότερο με τα τραγούδια από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και τον Μοριά.
Αυτό μπορεί να μοιάζει τυπικό και να μην εφαρμόζεται σήμερα στην πράξη, πάνω στο γλέντι, εκεί όπου επικρατεί ένας αισθητικός αχταρμάς –καθώς μπορεί ν’ ακούσεις μαζί τσάμικα, νησιώτικα, κρητικά, ζεϊμπέκικα, τσιφτετέλια και... τραπ–, αλλά είναι ουσιαστικό, γιατί έχει να κάνει με τις ευρύτερες επιρροές (σλάβικες, ανατολίτικες κ.λπ.), τα όργανα βεβαίως που χρησιμοποιούνται, τους τρόπους τραγουδίσματος, για να μην πούμε και για τους ρομά μουσικούς, που αποτελούσαν (και αποτελούν) τους μισούς τουλάχιστον από τους δημοτικούς οργανοπαίκτες της νότιας ηπειρωτικής χώρας, και που δεν θα τους άκουγες ποτέ να παίζουν ποντιακά ή κρητικά.
Η δεκαετία του ’70 είναι η δεκαετία όπου το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται ακόμη με ένταση στην Πρέβεζα, στην Άρτα, στη Λιβαδειά, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στον Πύργο, στην Κόρινθο, στη Χαλκίδα, στη Λαμία και σε άλλες μεγάλες πόλεις και περιοχές της κεντρικής, νότιας και δυτικής χώρας, όπως στο Ξηρόμερο ας πούμε (Μοναστηράκι) ή στα χωριά του Βάλτου.
Βασικά λέμε για το τραγούδι που χορεύουν (και) οι χουντικοί –ο Παπαδόπουλος ήταν από το Ελαιοχώρι της Αχαΐας, ενώ ο Μακαρέζος ήταν από τη Γραβιά της Φωκίδας– και γι’ αυτό πέφτει πάνω του μια άδικη ρετσινιά. Εν αντιθέσει θέλω να πω με τα μακεδονίτικα, τα θρακιώτικα ή και με τα ηπειρώτικα ακόμη, που είχανε μπει μέχρι και στα στέκια των ροκάδων, στην αρχή της δεκαετίας του ’70, στο Rodeo και στο Κύτταρο (Δόμνα Σαμίου, Τάσος Χαλκιάς, Ανάκαρα κ.ά.), το τραγούδι του Μοριά και της Ρούμελης δεινοπάθησε μια εποχή, για να αποβάλλει από πάνω του τη σύνδεσή του με τους συνταγματάρχες. Μπορεί να γράφονταν αναλύσεις επί αναλύσεων για τα κρητικά ριζίτικα, ας πούμε, που είχαν συνδεθεί στενά με τον αντιχουντικό αγώνα («Πότε θα κάνη ξαστεριά» κ.λπ.), όμως τα τσάμικα και τα καλαματιανά ήταν οπωσδήποτε «σημαδεμένα» στις τάξεις των διανοουμένων (και βασικά της αριστερής ιντελιγκέντσιας).
Παρά ταύτα οι δισκογραφικές δεν θα λαθέψουν. Η Music-box / Pan-Vox, η General Gramophone, αλλά ακόμη και η Columbia, δεν θα αφήσουν χωρίς τροφοδοσία ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, στην κεντρική, δυτική και νότια χώρα, που εξακολουθούσε να γλεντάει μ’ αυτά ακριβώς τα δημοτικά τραγούδια, τόσο στα πανηγύρια το καλοκαίρι, και στα σπίτια, όσο και στα μεγάλα δημοτικά κέντρα της Αθήνας, δηλαδή τον Έλατο (στην πλατεία Λαυρίου), το Βελούχι (στην Βερανζέρου) ή την «Ταβέρνα του Κάβουρα» (στην αρχή της Θεμιστοκλέους – το στέκι του Στάθη Κάβουρα).
Έτσι, μεγάλοι οργανοπαίκτες, τραγουδιστές και τραγουδίστριες, που είχαν ξεκινήσει από τις παλαιότερες δεκαετίες να ηχογραφούν είτε για τη ραδιοφωνία (σε μαγνητοταινίες), είτε για τις εταιρείες (σε 45άρια βασικά), στα χρόνια του ’70 πια ήταν έτοιμοι να «απλωθούν» στους δίσκους (LP) και τις κασέτες, δίνοντας ολοκληρωμένα άλμπουμ, τα οποία διαρκούσαν 35 έως 40 λεπτά, και μπορούσε να παίζουν ολόκληρα σε γιορτές και πανηγύρια (πριν πιάσουν δουλειά τα όργανα). Κι επειδή πολλά επαρχιακά δισκάδικα αντιγράφανε τότε (παράνομα) και κασέτες οι μεγάλοι δίσκοι είχαν κι εκεί την τιμητική τους, καθώς ήταν πιο εύχρηστοι από τα 45άρια (που έπρεπε να τα γυρνάς ανάποδα ή να τα βγάζεις κάθε τρία λεπτά). Και ναι, γινόταν πολλή δουλειά με την κασέτα τότε – αν και οι μερακλήδες δεν υποτιμούσαν τα βινύλια, που είχαν άλλη (πολύ καλύτερη) απόδοση και ακούγονταν, ακόμη και με μια απλή μεγαφωνική, «καμπάνα», από την πλατεία του χωριού μέχρι τα γύρω λαγκάδια και τα διάσελα.
Αλέκος Κώστας - Έρχομαι απο τα ξένα | Official Audio Release
Τα ονόματα, που πρωταγωνίστησαν σε όλη αυτή τη φάση, στα σέβεντις, ήταν πολλά και διάφορα. Οι περισσότεροι μουσικοί και τραγουδιστές μπορεί να είχαν ξεκινήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά αυτή την εποχή θα κατόρθωναν να κεφαλαιοποιήσουν τη φήμη τους, με παρουσίες σε μαγαζιά, πανηγύρια και δισκογραφία, δημιουργώντας θρύλους γύρω από τα ονόματά τους. Επίσης τα μίντια, το κρατικό ραδιόφωνο και η τηλεόραση, θα ήταν εκείνα που θα έπαιζαν το μεγαλύτερο ρόλο στη διάδοση του δημοτικού.
Για παράδειγμα, το 1974, η τηλεόραση κάλυπτε το χώρο με τις εκπομπές «Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός και παράδοσις» (του Νέστορος Μάτσα) και «Δημοτικά τραγούδια και χοροί του τόπου μας», ενώ το ραδιόφωνο είχε ανάλογες εκπομπές κάθε μέρα(!), με την Κυριακή να γίνεται το σώσε, καθώς ακούγονταν τα προγράμματα «Ελληνικοί Αντίλαλοι» (του Σίμωνος Καρά), «Σκοποί και τραγούδια του τόπου μας», «Τα δημοτικά μας τραγούδια σε καινούργιους δίσκους», «Χοροί του τόπου μας» και «Ελληνικοί ρυθμοί»! Και όλα αυτά δίχως να υπολογίζονται οι πληρωμένες εκπομπές των δισκογραφικών εταιρειών, του στυλ... η Music-box παρουσιάζει. Και αφού την αναφέραμε, η Music-box είχε τις εκπομπές «Δημοτικά Τραγούδια» και «Σύγχρονα Δημοτικά Τραγούδια», στις οποίες παρουσίαζε όλο το σχετικό κατάλογό της.
Υπάρχει ένα ιστορικό LP από το 1962, που ήταν μάλλον το πρώτο 12ιντσο της His Master’s Voice, υπό τον τίτλο «Έλατα και Θυμάρι», στο οποίο ακούγονταν ο θρύλος Γιώργος Παπασιδέρης (1902-1977), που ήταν Αρβανίτης, ο τεράστιος και πασίγνωστος και από τον ελληνικό κινηματογράφο Δημήτρης Ζάχος (1926-2019), αλλά και οι νεότερες Τασία Βέρα (γενν. 1941;) και Σοφία Κολλητήρη (γενν. 1944;), που θα έκαναν πολύ μεγάλες επιτυχίες στη δεκαετία του ’70, με τους δίσκους τους στην General Gramophone. Αυτές, μαζί με την Φιλιώ Πυργάκη (τη «μάνα» του καμπίσιου τραγουδιού) και την Έφη Γεωργακοπούλου (που τραγουδούσε συχνά με τον σύζυγό της Αλέκο Δήμου), συμπληρώνουν μια τετράδα μεγάλων και δημοφιλών ερμηνευτριών, δίπλα στις οποίες θα ερχόταν να προστεθεί η νεότερη και εξίσου σπουδαία Βάσω Χαρακίδα.
Κοίτα να ζήσεις μάνα μου
Πολλές απ’ αυτές τις τραγουδίστριες έφθασαν να εμφανίζονται έως και τα νεότερα χρόνια, βιώνοντας όλες τις αλλαγές στο χώρο. Όπως θα έλεγε κι η Χαρακίδα σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό «Όασις» (τεύχος #15, Ιαν. 2010): «Τι μας έχει “φάει” σήμερα; Ο ελεύθερος χορός. Τι εννοώ; Από τότε που άλλαξε το πράγμα και αφέθηκε ελεύθερος ο χορός στα μαγαζιά γίνεται ένας αχταρμάς και κανείς δεν προσέχει τι και πώς τραγουδιέται, τι και πώς χορεύεται. Γι’ αυτό νομίζουν πλέον ότι το επάγγελμά μας είναι εύκολο και ανεβαίνουν κοριτσάκια στο πατάρι και τραγουδάνε ό,τι να ’ναι. Οι από κάτω ό,τι και αν τους παίξουν χορεύουν. Εμείς παλιά πηγαίναμε στο Ξηρόμερο και έτρεμε το φυλλοκάρδι μας. Έχεις ιδέα τι θα πει Ξηρόμερο; Καρναβάς, Ζάχος, Κολλητήρη; Όλη η γερουσία. Καθόμασταν στη σειρά και μας έλεγαν οι χορευτές τις παραγγελιές τους. Την “Αγγέλω”, τον “Σελήμπεη”... Χόρευαν και πλήρωναν. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα ξέρουμε τα κομμάτια. Κι αν δεν ήξερε ένας, το ήξερε σίγουρα ο Καρναβάς, ο Κιτσάκης, ο Κάβουρας, ο Κωνσταντίνου. Τώρα τα κοριτσάκια γνωρίζουν καμιά δεκαριά κομμάτια και τα επαναλαμβάνουν. Εμείς τότε στο πατάρι περνούσαμε εξετάσεις πανεπιστημίου. Δεν ανεβαίναμε στο πάλκο, αν δεν είχαμε ρεπερτόριο. Πάω στην ορεινή Ναυπακτία και βλέπω τις νεαρές συναδέλφισσες να τραγουδάνε τραγουδάκια. Ξέρεις κοπέλα μου τσάμικα; Ξέρεις το “Φέξε μου φεγγαράκι μου”; Γνωρίζεις ότι βρίσκεσαι στα 1200 μέτρα υψόμετρο και οι βουνήσιοι θέλουν τα δικά τους;».
Η Χαρακίδα αναφέρει μερικά ονόματα τραγουδιστών, που έκαναν τρανή πορεία (και) εκείνη τη δεκαετία. Ο συγκλονιστικός Τάκης Καρναβάς (1936-1999), ο Αλέκος Κιτσάκης (1934-2015), γνωστός και ως «το αηδόνι της Ηπείρου», ο Στάθης Κάβουρας (1932-2012), ο Γιάννης Κωνσταντίνου (γενν. 1941), μαζί μ’ αυτούς οι Ανδρέας Τσαούσης, Αλέκος Κώστας (που έφυγαν από τη ζωή το 2021) και ακόμη οι Κώστας Σκαφίδας και Θανάσης Βαρσαμάς αποτελούν μια ομάδα δημοτικών ερμηνευτών, που δοξάστηκε έως και λατρεύτηκε στα σέβεντις – στα πάλκα πρώτα-πρώτα και βεβαίως στη δισκογραφία. Τώρα οι νεότεροι/ες (Γωγώ Τσαμπά, Γιώτα Γρίβα, Γιάννης Καψάλης, Χαρά Βέρρα, Γιώργος Βελισσάρης κ.λπ.), πόσο τους έχουν μελετήσει όλους αυτούς και πόσο έχουν επηρεαστεί από τις φωνές και τα τραγούδια τους είναι ένα θέμα – αν και όποιος έχει βρεθεί σε σύγχρονο πανηγύρι, έχοντας υπ’ όψη του και την ιστορία, ξέρει ότι δεν υπάρχει πια καμία σχέση.
Ρούσα Παπαδιά
Ένα επίσης βασικό που πρέπει να πούμε για τα σέβεντις, σε σχέση με το δημοτικό τραγούδι, είναι το θέμα της ενοργάνωσης, που πλέον είναι ηλεκτρική – καθώς η ηλεκτρική κιθάρα έχει αντικαταστήσει το λαούτο από τις ορχήστρες, ενώ συχνά ακούμε αρμόνιο κ.λπ.
Είναι η ανάγκη για πιο ισχυρό ήχο και για πιο πολλά ντεσιμπέλ στα κέντρα και τα πανηγύρια, που δημιουργεί αυτή την κατάσταση. Το κλαρίνο παραμένει κλαρίνο, όπως και το βιολί εξάλλου, και βεβαίως οι μεγάλοι οργανοπαίκτες της εποχής, όπως οι Βασίλης Σούκας, Γιάννης Βασιλόπουλος, Βασίλης Σαλέας, Βαγγέλης Σούκας, Ναπολέων Δάμος, Ναπολέων Ζούμπας, Βασίλης Μπατζής, Βαγγέλης Κοκκώνης, Μάκης Μπέκος, Παναγιώτης Κοκοντίνης (κλαρίνο), Γιώργος Κόρος, Λευτέρης Ζέρβας, Θανάσης Χάρος (βιολί), θα βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή - στα στούντιο ηχογραφήσεων, στα κέντρα και τα πανηγύρια.
Από κοντά, όμως, υπάρχει πλέον και η ηλεκτρική κιθάρα, που στηρίζει το κλαρίνο και το βιολί παίζοντας ακόρντα, ενώ το αρμόνιο μπορεί να το ακούσεις και σε φάση σόλο ακόμη – ιδίως σε ανατολίτικα κομμάτια και βασικά σε τσιφτετέλια. Βεβαίως και η κιθάρα μπορούσε να παίξει σόλο πολλές φορές, ιδίως στα πανηγύρια, γιατί στη δισκογραφία ο χρόνος ήταν περιορισμένος. Όπως είχε πει κι ένας από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες του δημοτικού τραγουδιού, ο Κώστας Πίτσος (άλλοι συνάδελφοί του ήταν ο Κώστας Σούκας, ο Νίκος Στεργίου, ο Κώστας Γιακές κ.ά.), στο περιοδικό «Ντέφι» (τεύχος #8, Αύγ.-Σεπτ. 1983):
«Γίνεται υπερβολική χρήση της κιθάρας. Παίζουμε πολλές νότες. Νομίζουμε ότι με τις πολλές νότες και με τα πολλά τα περάσματα ότι κάτι γίνεται. Ενώ στην ουσία γίνεται μια μουτζούρα. Αλλά υπάρχουν ώρες ολόκληρες που παίζει ο καθένας ό,τι θέλει. Αυτό το λέω με πίκρα μεγάλη δηλαδή. Κι εγώ ο ίδιος, καμιά φορά, το κάνω αυτό, ξεχνιέμαι.(...) Δεν υπάρχει σεβασμός στους σολίστες. Μπορεί να παίζεις με το μεγαλύτερο κλαρίνο κι εσύ, αντί να τον στηρίξεις με τα ακόρντα, μπορεί να κρεμάσεις τον σολίστα ή τον τραγουδιστή.(...) Στη δημοτική ορχήστρα δεν υπάρχει μαέστρος, αλλά πρέπει να υπάρχει ένας σεβασμός στον σολίστα – πρέπει να τον ρωτάς. Τώρα, πολλές φορές βρίσκεις σολίστες ωραίους, που δεν έχουν ιδέα από ακόρντα. Τους παίζεις λάθος και δεν καταλαβαίνουνε. Πρέπει λοιπόν εμείς, μόνοι μας, να ξέρουμε τι και πώς πρέπει να παίζουμε».
Αυτά που έλεγε τότε ο Πίτσος τα άκουγες βασικά στην δισκογραφία μετά το ’80, που μετατρεπόταν σταδιακά σε... κασετογραφία. Η φοβερή άνοδος του νεολαϊκού δημιούργησε νέα δεδομένα στο χώρο της διασκέδασης, με αποτέλεσμα η παραγωγή δίσκων δημοτικού τραγουδιού να πέσει κατακόρυφα στα 80s (και ιδίως μετά το μέσο της δεκαετίας). Εκεί ακριβώς θα ανθήσει η κασέτα και αργότερα το CD, πολύ συχνά με ηχογραφήσεις από live, δηλαδή από πανηγύρια, με ήχο κακό και παιξίματα αν όχι «ό,τι να ’ναι», πάντως χωρίς το φινίρισμα και την τελειότητα των μεγάλων εγγραφών από τα στούντιο της Κολούμπια, στα σέβεντις. Το βασίλειο της προχειρότητας, και ακόμη της απρέπειας και της ασέβειας. Αλλά για να μην το βαρύνουμε περισσότερο, μέρα που είναι, να κλείσουμε με λίγα λόγια από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Στάθη Κάβουρα «Σκιαγραφώντας τα Περασμένα» [Ιδιωτική Έκδοση, 1989], στο οποίο ο μεγάλος ερμηνευτής του δημοτικού τραγουδιού μιλάει για τη σημασία του:
«Κανένα άλλο είδος τραγουδιού δεν φέρνει σε κέφι τον άνθρωπο, όσο το δημοτικό τραγούδι, κι αυτό το λέω γιατί το έζησα, τραγουδώντας σαράντα ολόκληρα χρόνια, και δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος τρόπος χαράς, που να δίνει αυτή την δυνατότητα κι αυτή την έκφραση. Έτυχα, σε όλα αυτά τα χρόνια της επαγγελματικής μου καριέρας, σε εκατοντάδες πανηγύρια και γάμους κι είδα πώς αισθάνεται ο λαός όταν ακούει σωστά την εκτέλεση του δημοτικού μας τραγουδιού. Χορεύει πάνω στην πίστα ή μέσα σε χωράφια με την παρέα του, χωρίς να υπολογίζει αν θα λερωθεί, αν θα ιδρώσει, αν θα πιει, αν θα φωνάξει ή κι αν θα τραγουδήσει ακόμα, χορεύοντας, μαζί με τους οργανοπαίχτες. Το δημοτικό τραγούδι είναι το μόνο που τον κάνει άλλον άνθρωπο. Είναι το μόνο που του ξυπνάει όλες τις θύμησες των περασμένων χρόνων, που τον συγκινεί και τον κάνει να κλάψει, πάνω στις στροφές του χορού – αν θα θυμηθεί παλιές στιγμές λύπης ή χαράς ή κάποια αγαπημένα του πρόσωπα. Ο άνθρωπος, όπως ξέρετε, δεν κλαίει μονάχα από λύπη, κλαίει και από χαρά. Εκεί, στο χορό, οι άνθρωποι πετούν στα όργανα απ’ το πιο μικρό νόμισμα έως το πιο μεγάλο. Όταν έρχονται σε κέφι κείνη την ώρα δεν υπολογίζουν τίποτε, βρίσκονται σε μια έκσταση και ζουν σ’ ένα χώρο υπερευαισθησίας και συναισθημάτων.(...) Καμιά φορά, αν πιει κανείς παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει γίνονται και παρεξηγήσεις στα γλέντια, όμως οι λαϊκοί μας οργανοπαίκτες είναι οι μόνοι, που μπορούν μ’ ένα ωραίο τραγούδι να φέρουν γαλήνη, και να ξαναβάλουν τους ανθρώπους πάλι στον κύκλο του χορού και να τους καταπραΰνουν».
ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!
Πες μου καρδιά τον πόνο σου