Η beat generation (Jack Kerouac, Allen Ginsberg…) αγάπησε την τζαζ μέσα από το έργο και τη ζωή δύο, βασικά, μουσικών: ο ένας ήταν ο Charlie Parker, ο άλλος ο Thelonious Monk. Για τον Kerouac λέγεται πως διαμόρφωσε την προσωδία του, πρώτα-πρώτα στο On the Road, όντας επηρεασμένος από την ρυθμική και αρμονική διαπλοκή που «διάβαζε» στις συνθέσεις του Monk, ενώ ο Ginsberg τον ακολουθούσε κατά πόδας πότε στα κλαμπ (Five Spot) και πότε στο διαμέρισμα της βαρόνης Pannonica “Nica” Koenigswarter στη Νέα Υόρκη (στις αρχές των sixties). Λέγεται, μάλιστα, πως ο Monk ήταν ο πρώτος τζάζμαν που διάβασε το «Ουρλιαχτό», από ένα αντίτυπο που του είχα χαρίσει ο ίδιος ο Ginsberg.
Ο Thelonious Monkήταν παράξενος άνθρωπος. Και ήταν παράξενος όχι μόνο σαν μουσικός, αλλά και σαν χαρακτήρας. Σπανίως μιλούσε δημοσίως, καθώς έδωσε στη ζωή του ελάχιστες συνεντεύξεις, και απ’ αυτές (τις ελάχιστες) έδειχνε πως ήταν ένας τύπος πράος, σίγουρος για τον εαυτό του, υπερβολικά ρεαλιστής, συνήθως μ’ ένα βιτριολικό χιούμορ, συχνά σαρκαστής, σίγουρα αντικοινωνικός και ως ένα βαθμό μονόχνοτος, αφού το μόνο που φαινόταν πραγματικά να τον συναρπάζει ήταν η εξέλιξη της μουσικής του. Ζούσε γι’ αυτήν. Πάνω σ’ αυτό τον τομέα, στη μουσική του και το πιάνο του, επένδυσε τα πάντα στη ζωή του και διέπρεψε. Βεβαίως η αναγνώριση άργησε να έλθει, όμως ακόμη κι αυτό φανέρωνε την απαράμιλλη αξία που είχε ως συνθέτης και αυτοσχεδιαστής.
Ο Monk πίστευε στη δύναμη της μουσικής του, στην ικανότητά της να ξεσηκώνει μ' έναν ενστικτώδη, πρωτόγονο τρόπο, αγνοώντας καθωσπρεπισμούς και συνταγές.
Όλοι –εκτός από ’κείνον– ήθελαν το χρόνο τους για να τον κατανοήσουν. Για ν’ αντιληφθούν πώς ό,τι έπραττε ήταν το πηγαίο και αυθόρμητο στυλ του, που κονιορτοποιούσε κάθε προϋπάρχουσα τζαζ-αντίληψη σύνθεσης και παιξίματος. Σε όσους δεν σκάμπαζαν φαινόταν κάπως σαν… άσχετος, αφού συχνά έδειχνε πως έψαχνε σαν αδαής να βρει τη νότα που ήθελε, τη δεδομένη στιγμή, ώστε να την «χτυπήσει». Οι ακολουθίες των παράφωνων συχνά συγχορδιών του σκανδάλιζαν τους κριτικούς, που δυσκολεύονταν να αντιληφθούν τη μελωδική και αρμονική δομή των κομματιών του. Ακόμη και η στάση του πάνω στο πιάνο ήταν συχνά περίεργη. Τα χέρια του οριζόντια με τα πλήκτρα και όχι κάθετα προς αυτά, το σώμα του σε εντελώς ακατανόητες στάσεις. Και τούτα, όταν δεν σηκωνόταν από το σκαμπό του, αφήνοντας τους πάντες σύξυλους, και… ρίχνοντας τις στροφές του πριν συνεχίσει. Κάτι σφηνωνόταν στο μυαλό του, μια ρυθμική ακολουθία, κάτι, οτιδήποτε, κι ήθελε να δει αν αυτό που ξεπεταγόταν από μέσα του, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, θα μπορούσε να χορευτεί.
Ο Monk πίστευε στη δύναμη της μουσικής του, στην ικανότητά της να ξεσηκώνει μ’ έναν ενστικτώδη, πρωτόγονο τρόπο, αγνοώντας καθωσπρεπισμούς και συνταγές. Ήταν αντισυμβατικός από τη φύση του, και τούτο ορισμένοι δεν του το συγχώρησαν ποτέ (θα τα πούμε και στη συνέχεια).
Εγραψε για τον Monk ένας θαυμαστής και σημαντικότατος μελετητής του, ο έλληνας πιανίστας Παντελής Καραγεώργης που διαπρέπει στη Βοστώνη:
«Τα κομμάτια του Μονκ έχουν όλα, παρά τη μεγάλη ποικιλία τους, την έντονη σφραγίδα του δημιουργού τους, είτε πρόκειται για μελωδικές μπαλάντες ('Round midnight, Pannonica, Ugly beauty), είτε για ακροβατικά θέματα όπως το Skippy ή το Trinkle tinkle. Έχουν πει ότι τα κομμάτια του είναι δυο λογιών: τα δύσκολα στην εκτέλεση και τα αδύνατα! Πραγματικά, για τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, όταν γράφτηκαν τα περισσότερα απ’ αυτά, ήταν γεμάτα με ανορθόδοξα αρμονικά, ρυθμικά και ιδιωματικά στοιχεία. Αλλά η ‘παραξενιά’ της μουσικής τού Μονκ εξυπηρετεί έναν καθαρά μουσικό σκοπό. Ισχυρή δομή και θέματα, συνέπεια και περιεκτικότητα και τελικά απλή ομορφιά, είναι ό,τι κάνει τα κομμάτια αυτά ν’ αντέχουν όχι μόνο στο χρόνο, αλλά και σε οποιαδήποτε σχεδόν μεταχείριση».
(Περιοδικό, #46, 12/1990).
1.
Ο Thelonious Monk γεννιέται τον Οκτώβριο του 1917 στο Rocky Mount της Βόρειας Καρολίνας. Από τα δέκα του αρχίζει να ανακατεύεται με τη μουσική (τρομπέτα, εκκλησιαστικό όργανο, πιάνο), ενώ στα δεκατέσσερά του ήταν ήδη επαγγελματίας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’40 είναι βασικός πιανίστας σ’ ένα από τα πιο φημισμένα τζαζ κλαμπ του Manhattan, το Minton’s Playhouse. Εκεί αρχίζει να αναπτύσσει την bebop φρασιολογία του, παράλληλα με τους άλλους μεγάλους του είδους (Charlie Parker, Dizzy Gillespie…).
2.
Το 1944 είναι μια καλή χρονιά για τον Monk, επειδή τότε πρωτομπαίνει στο στούντιο για να γράψει με το κουαρτέτο τού σαξοφωνίστα Coleman Hawkins. Ήταν η αρχή. Λίγα αργότερα όμως, το 1947, θα ξεκινήσει τη συνεργασία του με την Blue Note (τότε θα παντρευτεί και τη σύντροφό του Nellie Smith) και μέχρι το 1952 θα έχει καταφέρει να ηχογραφήσει μερικά από τα κομμάτια, που θα δημιουργήσουν –όχι από την αρχή, αλλά με την πάροδο του χρόνου– τον ένα και μοναδικό μύθο του. Λέμε για τα “'Round midnight”, “Ruby my dear”, “Epistrophy”, “Misterioso”, “Straight, no chaser”, “Ask me now”, “In walked bud” κ.ά., που εμφανίστηκαν στα 10ιντσα LP “Genius of Modern Music” 1 και 2.
3.
Το 1951 συλλαμβάνεται στη Νέα Υόρκη με τον φίλο του Bud Powell (ο άλλος μεγάλος πιανίστας του bebop) για κατοχή ναρκωτικών (μάλλον μαριχουάνα). Τους έπιασαν σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Το «πράμα», λένε, πως ήταν του Powell, αλλά ο Monk αρνήθηκε να πάρει θέση (προστατεύοντας το φίλο του). Το αποτέλεσμα ήταν να τον χώσουν φυλακή (για λίγο διάστημα) και να του κατάσχουν την άδεια εργασίας στα κλαμπ. Ο Monk δεν βρίσκει να δουλέψει και ουσιαστικά εξαφανίζεται από την πιάτσα έως και τα μέσα του ’50. Παρά ταύτα συνθέτει και κάνει μερικές εμφανίσεις στα περίχωρα της Νέας Υόρκης.
4.
Το 1954 ο Thelonious Monk γνωρίζει στο Παρίσι την βαρόνη Pannonica “Nica” Koenigswarter (1913-1988) της δυναστείας των Rothschild, η οποία εκτός από μεγάλη φαν της τζαζ απεδείχθη και ο «προστάτης άγγελος» για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ο Monk θα της χαρίσει τη σύνθεσή του “Pannonica” – ενώ και διάφοροι άλλοι τζάζμεν στην πορεία θα έπρατταν το ίδιο.
5.
Η περίοδος στην Riverside, ανάμεσα στα χρόνια 1955-1961 είναι από τις πιο αξιοθαύμαστες στη διαδρομή του Thelonious Monk. Ηχογραφεί πολλά και ιστορικά πλέον άλμπουμ, όπως το “The Unique Thelonious Monk”, το “Brilliant Corners” ή το “Monk’s Music”, ενώ συνεργάζεται με άλλες προσωπικότητες της τζαζ (Art Blakey, Sonny Rollins, Max Roach, John Coltrane, Gerry Mulligan, Thad Jones…), δείχνοντας πως έχει πλέον βρει το δρόμο του. Παρά ταύτα…
6.
… το φθινόπωρο του ’58 και ενώ ο Monk όδευε για μια παράσταση στη Βαλτιμόρη με το αυτοκίνητο της Koenigswarter η αστυνομία τους σταματά. Ο Monk αρνείται ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις και οι αστυνομικοί τον χτυπούν. Ψάχνουν τις βαλίτσες, βρίσκουν και πάλι μαριχουάνα και ξανά μανά τα ίδια. Καθαρίζει η βαρόνη από τα χειρότερα, αλλά ο Monk χάνει και πάλι την άδεια εργασίας του.
7.
Η φάση της Columbia (1962-1970) είναι εκείνη που καθιστά τον Thelonious Monk έναν εν ζωή τζαζ ήρωα. Πολυεθνική εταιρεία, που ξέρει να πλασάρει και να στηρίζει το υλικό της, η Columbia κάνει το “Monk’s Dream”(1963) best selling, φέρνοντας τον μάγο πιανίστα ακόμη και στο εξώφυλλο του TIME! (τεύχος της 28 Φεβρουαρίου 1964). Ο Γιώργος Χαρωνίτης γράφει στο περιοδικό Jazz & Τζαζ (#104, 11/2001) γι’ αυτή την περίοδο: «Ουσιαστικά, με τις ηχογραφήσεις του στην Columbia, ο Monk επανεγγράφει το έργο του όχι μόνο από θέση ισχύος, αλλά και από άποψη ουσίας, έχοντας στη διάθεσή του μια ευρεία δυνατότητα διανομής και δημοσιότητας και συνήθως πολύ καλά μικρά γκρουπ (με βασικό συνεργάτη του τον σαξοφωνίστα Charlie Rouse). Μπορεί τα άλμπουμ του αυτής της περιόδου να μην έχουν την κλασική υπόσταση των δίσκων του στην Blue Note ή την Riverside, όμως διαθέτουν την στάνταρντ ποιότητα μιας μουσικής προκλητικά όμορφης από τη φύση της».
Ανάμεσα στα πολλά της εποχής και το LP “Underground” (1968) με το… προκλητικό παρτιζάνικο εξώφυλλο και τα πολλά καινούρια κομμάτια.
8.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 o Monk κάνει τις τελευταίες του ηχογραφήσεις. Είναι το άλμπουμ “Thelonious Monk In Tokyo” [Far East], που γράφτηκε τον Οκτώβριο του ’70 στην Ιαπωνία, αλλά κυκλοφόρησε αργότερα και το άλμπουμ “Something in Blue” [Black Lion], που καταγράφει ένα session στο Λονδίνο από τον Νοέμβριο του ’71. Μετά σιωπή…
9.
Οι δημόσιες εμφανίσεις τού Monk από το ’72 και μετά αρχίζει να σπανίζουν, ώσπου, κάποια στιγμή, εξαφανίζεται τελείως (και από παντού). Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν πολλά και κυρίως εξακριβωμένα στοιχεία για το πώς πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Υπάρχουν διάφορες φήμες που σχετίζονται με την ψυχική υγεία του, τους γιατρούς, τα φάρμακα κ.λπ. Ένας θρύλος σιγά-σιγά κατέρρεε, αυτό είναι το πιο σίγουρο, μακριά από τα φώτα, από τη σκηνή, από το πιάνο του. Από τα μέσα της δεκαετίας και μετά φαίνεται πως η βαρόνη, που πάντα ήταν δίπλα του, ήταν εκείνη που είχε αναλάβει την περίθαλψη και την προστασία του. Έμενε στο διαμέρισμά της κάπου στο New Jersey, βλέποντας ελάχιστους ανθρώπους, κι έχοντας εγκαταλείψει εντελώς τη μουσική.
Ο Thelonious Monk θα πεθάνει τον Φλεβάρη του 1982, στα 64 χρόνια του, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
10.
Υπάρχει μια ιστορική συνέντευξη του Thelonious Monk (μία από τις λίγες δικές του), που δόθηκε στην Pearl Gonzalez, για λογαριασμό του περιοδικού Down Beat, την 28/10/1971. Είναι σημαντική συνέντευξη, επειδή δείχνει τον τρόπο που σκεφτόταν, σε σχέση με πολλά πράγματα, ο Monk εκείνη την εποχή, λίγο πριν κλειστεί στον εαυτό του και τις σκέψεις του. Λακωνικός σχεδόν, ενίοτε σαρκαστής, σίγουρος για τον εαυτό του και μάλλον αποτραβηγμένος από πολλά κοινά… Να μερικά αποσπάσματα…
Ο Monk παίζει ένα τραγούδι (χωρίς λόγια), το “I love you”, κάπου στην Πόλη του Μεξικού. Μοιάζει καταπονημένος και «κυνηγημένος», ενώ η Gonzalez τον ρωτά…
— Ήταν το τραγούδι ο τρόπος σας, για να δείξετε την εκτίμησή σας προς το κοινό;
Ναι ήταν. Το παίζω για 20 χρόνια και οι περισσότεροι ακροατές δεν έχουν συνειδητοποιήσει εκείνο που θέλω να πω. Μερικοί απ’ αυτούς δεν γνωρίζουν καν το όνομα του τραγουδιού.
— Ποια νομίζετε πως είναι η σημασία της τζαζ;
Φέρνει στην επιφάνεια πολύ από τη μουσική που με ακούτε να παίζω. Όλη τη μουσική. Ο καθένας, σε κάθε χώρα, προσπαθεί να παίξει τζαζ. Όλοι οι μουσικοί διεγείρουν ο ένας τον άλλον μέσω αυτής. Οι δονήσεις είναι διάσπαρτες τριγύρω.
— Πώς διαλέγετε τους μουσικούς σας;
Απλά τους προσλαμβάνω.
— Υπάρχει κάποιος κλασικός συνθέτης που να σας έχει επηρεάσει;
Δεν ξέρω τι εννοείτε.
Πίστευα πάντα ότι πρέπει να είμαι ο εαυτός μου. Παρότι πρέπει να προσέχεις τι κάνουν και οι άλλοι, δεν υπάρχει ποτέ κανένας λόγος για να τους αντιγράψεις.
— Να… σαν τον Μπαχ, τον Μπετόβεν…
Α, εννοείται τον Ραχμάνινοβ, τον Στραβίνσκι και όλους αυτούς. Ανέφερα τα ονόματά τους μόνο και μόνο επειδή φοράτε κόκκινο σακάκι. (γελάει)
— Λοιπόν, υπάρχει κανένας απ’ αυτούς που να σας έχει εντυπωσιάσει;
Δεν είναι τόσο οι κλασικοί μουσικοί, όσο οι τζαζ μουσικοί που μ’ έχουν επηρεάσει. Καθένας επηρεάζεται από κάποιον άλλον, αλλά και ο καθένας πρέπει να μεταφέρει στο παίξιμό του εκείνο που νοιώθει. Ποτέ δεν αντέγραψα κάποιον, απλά παίζω μουσική.
— Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ήχος σας;
Η μουσική.
— Ας το παραδεχτούμε τέλος πάντων, ας δούμε τα πράγματα κατά πρόσωπο. Έχετε το δικό σας στυλ…
Πρόσωπο; Υπάρχει πρόσωπο στη μουσική; Δεν υπάρχει ένα τραγούδι που λέει κάτι τέτοιο, το “Let’s face the music…”;
— Πού ήμασταν;
Κοιτάζαμε κατά πρόσωπο τη μουσική. Λοιπόν, βρισκόμαστε κατά πρόσωπο με το κοινό όλη την ώρα. Κι αυτό είναι κάτι που πάντα ήθελα να κάνω. Κανένας δεν μ’ έσπρωξε προς αυτό. Αν κάποιος θέλει να παίξει μουσική δεν είναι ανάγκη να πάρετε ένα χάρακα ή ένα μαστίγιο για να το κάνει.
— Σκεφτήκατε ποτέ να γίνετε επικεφαλής μιας μπάντας;
Όλοι οι μουσικοί είναι εν δυνάμει αρχηγοί. Μήπως εννοείτε αν με θεωρούσαν επαγγελματία; Το συνδικάτο των μουσικών υποθέτω πως ναι.
— Πώς αισθάνεστε σχετικά με την επιρροή σας πάνω στην τζαζ;
Νοιώθω πάντα έκπληκτος με τους ανθρώπους που το ψάχνουν. Πάντα εκπλήσσομαι όταν κάποιος αναζητά κάτι σπέσιαλ.
— Πότε εντοπίσατε τον δικό σας προσωπικό ήχο στον κόσμο της μουσικής;
Πίστευα πάντα ότι πρέπει να είμαι ο εαυτός μου. Παρότι πρέπει να προσέχεις τι κάνουν και οι άλλοι, δεν υπάρχει ποτέ κανένας λόγος για να τους αντιγράψεις.
— Τι άλλα ενδιαφέροντα έχετε;
Τη ζωή γενικά.
— Τι κάνετε γι’ αυτήν;
Απλά συνεχίζω ν’ αναπνέω.
— Έχω ακούσει πως δεν σας αρέσουν και τόσο οι συνεντεύξεις, γιατί;
Ούτε εγώ μπορώ να το καταλάβω. Μερικές φορές μιλάω, και κάποιες άλλες δεν μου αρέσει να το κάνω.
— Γιατί;
Δεν ξέρω, αν και θα ήθελα να το μάθω.
— Διαθέσεις της στιγμής…
Πραγματικά δεν ξέρω τι κάνει τους ανθρώπους να μιλάνε. Πιθανώς το ποτό. Πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε, όταν έχουν παραπιεί.
— Αποτελούν το ποτό και τα ναρκωτικά τον «κόσμο» των μουσικών;
Η πλειονότητα εκείνων που πίνουν ή παίρνουν ναρκωτικά δεν είναι μουσικοί. Οι μουσικοί είναι μια μειοψηφία. Υπάρχουν όλοι οι τύποι των ανθρώπων σε όλα τα επαγγέλματα, να σαν τους ηθοποιούς ας πούμε. Κι αυτοί πίνουν. Γιατί λοιπόν το εντοπίζουμε μόνο στους μουσικούς; Και οι ηθοποιοί είναι πολύ σημαντικοί σ’ αυτό το χώρο της ψυχαγωγίας. Οι περισσότεροι άνθρωποι που πίνουν και παίρνουν ναρκωτικά δεν είναι μουσικοί.
— Πώς ξεκουράζεστε;
Παίζοντας πινγκ-πονγκ. Καμμιά φορά παίζω στα παρασκήνια πριν ανέβω στη σκηνή.
— Είχατε ποτέ προβλήματα εξαιτίας του χρώματός σας;
Τα προβλήματα είναι εκεί πολύ πριν γεννηθείς. Παρά ταύτα δεν είναι υποχρεωτικό να τα συναντήσεις. Ποτέ δεν με απασχόλησε. Ποτέ δε σκέφτηκα σε σχέση με το φυλετικό. Γυρνάω στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Εκεί υπάρχουν όλα τα χρώματα και οι τύποι των ανθρώπων. Κάθε τετράγωνο, κάθε γειτονιά στη Νέα Υόρκη είναι μια διαφορετική πόλη. Βλέπεις κάτι σε μια γειτονιά, βλέπεις κάτι άλλο σε μια επόμενη – κι έτσι το πράγμα προχωράει. Άνθρωποι έφαγαν το κεφάλι τους, όταν πήγαν λίγο παρακάτω για να δουν το κορίτσι τους!
— Ήσασταν καλός στα μαθηματικά, που είναι τόσο συνυφασμένα με τη μουσική;
Όλοι οι μουσικοί είναι υποσυνείδητα μαθηματικοί.
— Πώς αισθάνεστε όταν γράφετε μουσική;
Σαν να έχω καταφέρει κάτι. Μια ικανοποίηση. Κάτι βγήκε από μέσα μου.
— Έχετε γράψει ποτέ λόγια;
Πολλά χρόνια πριν, αν και ποτέ δεν τα προέβαλα. Χρησιμοποίησα εκείνο το είδος των λέξεων… τέλος πάντων… καταλαβαίνετε…
— Ποια είναι η σχέση σας με τα χρήματα;
Δεν μ’ ενδιαφέρουν. Η οικογένεια δαπανά ένα μέρος απ’ αυτά.
— Ενδιαφέρεστε για την πολιτική;
Είναι το μόνο που ακούμε στο ραδιόφωνο.
— Τι σκέφτεστε για τους Μαύρους Πάνθηρες;
Γιατί δεν τους αποκαλούν Μαύρες Λεοπαρδάλεις;
— Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα βιβλίο;
Το σκέφτηκα, όταν κάποιοι μου το επεσήμαναν. Να το αποφασίσω όμως είναι κάτι άλλο. Δεν ξέρω.
— Τι θέλετε να κάνετε στο υπόλοιπο της ζωής σας;
Να τη ζήσω. Να την ευχαριστηθώ.
— Με ποιον τρόπο;
Αυτό θέλω να το μάθω από τους δημοσιογράφους. Αν εσείς γνωρίζετε τον τρόπο, θα ήθελα να μου τον πείτε. Πιστεύω πως ο καθένας θα ήθελε να ξέρει.
— Πώς νοιώθετε σε σχέση με τον Θεό;
Γιατί φέρνετε τη θρησκεία στην κουβέντα μας;
— Είναι ένα μέρος σας κι αυτή. Είστε θρησκευόμενος;
Μπορεί να ηρεμώ για λίγο. Η Πόλη του Μεξικού είναι μια θρησκευόμενη πόλη, έτσι δεν είναι; Μπας και οι καθολικοί ιερείς δεν βγαίνουν πια στους δρόμους με τα διακριτικά τους; Μεγάλωσα ως προτεστάντης. Πήγα σε πολλές εκκλησίες Βαπτιστών, Κυριακή σχολείο κι όλα αυτά. Έπαιξα πιάνο σε εκκλησία, σε χορωδία. Ταξίδεψα και με ιεροκήρυκα στα Νοτιοδυτικά, όταν ήμουν νέος.
— Για πόσο καιρό ήσασταν μαζί του;
Μαζί της. Για κανα-δυο χρόνια. Όταν επέστρεψα στη Νέα Υόρκη άρχισα να παίζω τζαζ. Από τότε ξεκίνησαν όλα.