«Ένας είναι ο στόχος του θεάτρου, να αφυπνίζει», συνήθιζε να λέει σε παρέες και στις συνεντεύξεις της. Η Άννα Παναγιωτοπούλου, που ο κόσμος όλος αγάπησε από την τηλεόραση ως Μαντάμ Σουσού, ως Όλγα στις Τρεις Χάριτες των Παπαθανασίου-Ρέππα και ως Χριστίνα στην Ντόλτσε Βίτα των Ρήγα-Παπαπέτρου. Μια ηθοποιός που είχε διανύσει ήδη σημαντική πορεία στο θέατρο ρεπερτορίου, συμμετέχοντας σε ιστορικές παραστάσεις κυρίως του θρυλικού πια Ελεύθερου Θεάτρου ως μέλος μιας νεανικής ομάδας που ξεκίνησε μέσα στη χούντα ως συλλογική προσπάθεια με σαφέστατα πολιτικούς στόχους, για να φτάσει να αποτελέσει, ως Ελεύθερη Σκηνή τη δεκαετία του '80, έναν θίασο μεγάλων επιτυχιών της επιθεώρησης και της σατιρικής κωμωδίας. Η συμβολή της όλα τα χρόνια και στις δύο φάσεις της ομάδας ήταν καθοριστική τόσο ως ερμηνεύτριας όσο και ως συγγραφέα κειμένων.
Γεννημένη στις 30 Ιουλίου του 1947 στην Κυψέλη και μεγαλωμένη σε μεγαλοαστικό περιβάλλον από την πλευρά του πατέρα της, ήξερε από πολύ νωρίς ότι μια μέρα θα γινόταν ηθοποιός. Οι γονείς της την έπαιρναν συχνά σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου και των μεγάλων θιάσων της εποχής, αλλά δεν ήθελαν ούτε να σκέφτονται την προοπτική να γίνει ηθοποιός η κόρη τους, κάτι που όμως τους είχε κάνει σαφές. Γι' αυτό, με το που τέλειωσε το γυμνάσιο, την έστειλαν άρον άρον στην Ελβετία σε ειδική σχολή για να γίνει δασκάλα χορού. Η μητέρα της, πιο προσγειωμένη –είχε χωρίσει από τον άντρα της–, ήθελε πρώτα να εξασφαλίσει ένα πτυχίο για να μην εξαρτάται από κανέναν και της πρότεινε, καθώς ήξερε πολύ καλά γαλλικά, να παρακολουθήσει αμέσως μετά μια δραματική σχολή στη Γενεύη. Αλλά εκεί δεν υπήρχε δραματική σχολή και η δεκαοκτάχρονη Άννα δεν έχασε τον καιρό της. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα επέστρεψε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού.
Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά σκεπτόμενος και όχι απαραίτητα χαλαρός, εξού και στην καθημερινότητά της δεν ήταν η μεγάλη κωμικός της σκηνής και της οθόνης. Χάρηκε τη ζωή και το θέατρο και δεν είχε κανένα απωθημένο, καλλιτεχνικό ή οποιοδήποτε άλλο.
Στο Εθνικό, όπου πρωτογνώρισε και συνδέθηκε με τον Σταμάτη Φασουλή, είχε την τύχη να έχει σπουδαίους δασκάλους όπως η Κατίνα Παξινού και η Μιράντα Μυράτ, όλους εκείνους τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες που καθόρισαν το μεταπολεμικό ελληνικό θέατρο. Η γενιά της Άννας Παναγιωτοπούλου, ωστόσο, που ενηλικιωνόταν μέσα στη χούντα, διψούσε για ένα άλλο θέατρο, απαλλαγμένο από τα βαρίδια της παράδοσης και τις κοινωνικές αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ήταν μια γενιά απολύτως πολιτικοποιημένη και με αγωνιστικές διαθέσεις που καθόριζαν και τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις. Κάπως έτσι μια παρέα έμελλε να ιδρύσει το Ελεύθερο Θέατρο αρχές της δεκαετίας του ’70, νέοι ηθοποιοί που ούτε στο σταριλίκι στόχευαν ούτε στα κέρδη. Ήθελαν να αλλάξουν το θέατρο και, αν ήταν δυνατό, τον κόσμο όλο.
Σε αυτό το φυτώριο ιδεών και ηθοποιών με βασικό πυρήνα τους Κώστα Αρζόγλου, Σπύρο Βραχωρίτη, Δημήτρη Καμπερίδη, Γιώργο Κοτανίδη, Υβόννη Μαλτέζου, Αννέτα Μιχαλιτσιάνου, Γιώργο Σαμπάνη, Νίκο Σκυλοδήμο, Λάμπρο Τσάγκα, Μίμη Χρυσόμαλη, Κώστα Στυλιαρη, Νένα Μεντή και Μηνά Χατζησάββα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, εντάχθηκαν η Άννα και ο Σταμάτης, παίζοντας Μάρκαρη, Μπρεχτ, Χουρμούζη. Έφτιαχναν τα σκηνικά μόνοι τους, σκηνοθετώντας συλλογικά, μελετώντας και ανακαλύπτοντας τα μεγάλα κείμενα και τον κόσμο, καλλιεργώντας και οραματιζόμενοι ένα μεγάλο λαϊκό θέατρο. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισαν να ξαναδιαβάσουν την αθηναϊκή επιθεώρηση με σκοπό να την επανεφεύρουν. Τρία χρόνια το πάλευαν και τον Ιούνιο του 1973 απέδωσε καρπούς η προσπάθεια με το θρυλικό «Κι εσύ χτενίζεσαι» στο Άλσος Παγκρατίου, μια παράσταση που τάραξε τη θεατρική Αθήνα αλλά και τη χούντα.
Αποτέλεσε μέρος του Ελεύθερου Θεάτρου μέχρι που έκλεισε τον πρώτο του κύκλο. Τέλος της δεκαετίας, επί εποχής Μάνου Χατζιδκάκι και Τρίτου Προγράμματος, πλαισίωσε τη φίλη της Μαριανίνα Κριεζή στην ομάδα της «Λιλιπούπολης», ενώ λίγο μετά, τη δεκαετία του ’80, θα ξαναβρισκόταν με παλιούς και νέους συνεργάτες στη νέα εκδοχή της παλιάς ομάδας ως Ελεύθερη Σκηνή, με το πολιτικό κλίμα πια πολύ διαφορετικό, όπου η σάτιρα μπορούσε να είναι απόλυτα Ελεύθερη. Είναι χαρακτηριστική η τεράστια επιτυχία της επιθεώρησης «Αλλαγή και πάνω τούρλα» λίγο μετά την εκλογή του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1981 αλλά και όσων ακολούθησαν, όπως το περίφημο «Σώσε» το 1983 σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά.
Η Άννα σύντομα θα ξεχώριζε χάρη σε μια σειρά σίριαλ, αρχής γενομένης με την τηλεοπτική μεταφορά της «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά σε σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου από τη δημόσια τηλεόραση. Τον συγκεκριμένο ρόλο τον δέχτηκε λόγω της μεγάλης της αγάπης για τον χαρακτήρα, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δήλωνε εχθρός της τηλεόρασης. Ωστόσο, μέσα από αυτήν, και κυρίως χάρη στη συρτή, ξεκαρδιστική φωνή της, έμελλε να αναδειχθεί σε μία από τις πιο δημοφιλείς κωμικούς τόσο στη μικρή οθόνη όσο και στο θέατρο.
Στο θεατρικό σανίδι τής χρωστάμε τη διασκευή που έκανε μαζί με τον Φασούλη του «Έκτου Πατώματος» του Αλφρέντ Ζαρί, και τα αξέχαστα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη, με το πιο χαρακτηριστικό εκείνο που τραγουδούσε η ίδια «Θέλω να τα ξέρω όλα». Η γενιά των σεναριογράφων της ιδιωτικής τηλεόρασης όπως οι Θανάσης Παπαθανασίου, Μιχάλης Ρέππας, Αλέξανδρος Ρήγας, Θοδωρής Πετρόπουλος κ.ά. της πρόσφεραν μια γκάμα ρόλων που απογείωσαν το ταλέντο και κυρίως την κωμική της φλέβα. Ανάλογη ήταν και η πορεία της στο θέατρο, συχνά σε συνεργασία τον αδελφικό της φίλο Σταμάτη Φασουλή. Θεατρικές επιτυχίες που σημείωσε τα τελευταία χρόνια αποτελούν οι «Τρομεροί γονείς» του Κοκτό, το «Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή», η «Θεία από το Σικάγο», το «Χάρολντ και Μοντ» και ένας αγαπημένος της μονόλογος, το «Μπουφάν της Χάρλεϊ» του Βασίλη Κατσικονούρη.
Άννα Παναγιωτοπούλου - Το Τραγούδι της Κουτσομπόλας (Έκτο πάτωμα)
Μέχρι που ήρθε η Τήνος, το νησί που αγάπησε τόσο πολύ, που άρχισε να αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο σε αυτό και να αποφεύγει τη ζωή της Αθήνας. Εκεί αφιερώθηκε σε όλα όσα δεν έκανε στην Αθήνα, στο διάβασμα, στο νοικοκυριό και στη φύση. Οι επιστροφή στην πόλη ήταν μόνο για επαγγελματικές υποχρεώσεις. Από τις τελευταίες της εμφανίσεις ξεχωρίζει η συνεργασία της με το Εθνικό στην «Τρελή του Σαγιό» και στο «Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες» σε δική της σκηνοθεσία. Επίσης, έπαιξε στον κινηματογράφο σε αξιομνημόνευτους ρόλους στις ταινίες Safe Sex, Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο, Οξυγόνο, Αυστηρώς Κατάλληλο των Παπαθανασίου-Ρέππα κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια είχε προβλήματα που σχετίζονταν με το Αλτσχάιμερ, γεγονός που της απαγόρευε να συνεχίσει να εργάζεται στο θέατρο που τόσο αγαπούσε. Κάποιες δηλώσεις της σε συνεντεύξεις που ενόχλησαν παλιούς φίλους και συνεργάτες τις απέδιδαν σε προβλήματα που προκαλούσε η ασθένειά της, αλλά η Άννα, έτσι κι αλλιώς, ήθελε να είναι ειλικρινής και να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Συνειδητοποιημένη στον χώρο της αριστεράς, δεν άλλαξε ποτέ τις απόψεις και η μεγάλη αναγνωρισιμότητα περισσότερο της έφερνε αμηχανία και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά σκεπτόμενος και όχι απαραίτητα χαλαρός, εξού και στην καθημερινότητά της δεν ήταν η μεγάλη κωμικός της σκηνής και της οθόνης. Χάρηκε τη ζωή και το θέατρο και δεν είχε κανένα απωθημένο, καλλιτεχνικό ή οποιοδήποτε άλλο.
Ήταν παντρεμένη από το 1972 και είχε έναν γιο, τον Δημήτρη, που της χάρισε ένα εγγόνι.