Λουσία Μπερλίν
Βράδυ στον Παράδεισο
Μτφρ.: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Στερέωμα
Σελ.: 328
Ασθματική γραφή που κόβει την ανάσα, βγαλμένη από τα έγκατα της Αμερικής, αλήθειες που κόβουν σαν ξυράφι και μια γλώσσα που, όπως έλεγε και η φίλη της Μπερλίν, συγγραφέας Λίντια Ντέιβις, «είναι πάντοτε παρούσα και απόλυτα ευαίσθητη στους ήχους της γλώσσας». Παρότι άγνωστη στη χώρα μας, προτού οι εκδόσεις Στερέωμα κυκλοφορήσουν τις πολυσυζητημένες Οδηγίες για οικιακές βοηθούς, η Λουσία Μπερλίν είναι μία από τις πιο σπουδαίες Αμερικανίδες συγγραφείς. Τα ασθματικά, αδαμάντινα διηγήματά της εμπνέονται τόσο από τα δύσκολα παιδικά της χρόνια δίπλα στα μεταλλωρυχεία και τις εφηβικές της περιπέτειες στο Σαντιάγο της Χιλής όσο και από τις εξαρτήσεις και τα πάθη της, που την έκαναν να καταφύγει στην παρηγοριά του αλκοόλ, σε τρεις γάμους και πολλούς εφήμερους έρωτες. Δούλεψε, επίσης, σε περιστασιακά εργασιακά πόστα, κάτι που τη βοήθησε να μελετήσει σε βάθος ένα τεράστιο εύρος ανθρωπότυπων που παρελαύνουν από τις καταιγιστικές ιστορίες της. Το Βράδυ στον παράδεισο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στερέωμα, είναι ουσιαστικά η δεύτερη συλλογή της, η οποία επιβεβαιώνει περίτρανα ότι της ανήκει δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στους κορυφαίους. Το απέριττο ύφος της γραφής της τη φέρνει κοντά στον Ρέιμοντ Κάρβερ αλλά και στον αγαπημένο της ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, ενώ η δεινότητα στο στήσιμο των χαρακτήρων κοντά στον Τσέχοφ. Τα είκοσι δύο διηγήματα αυτής της συλλογής οδηγούν τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στα διαφορετικά μέρη όπου έζησε η συγγραφέας, στο Τέξας, στη Χιλή, στη Νέα Υόρκη, στο Μεξικό, ουσιαστικά συστήνοντάς του τους πιο ετερόκλητους ανθρώπινους τύπους, από μουσικούς και ζωγράφους μέχρι εμπόρους ναρκωτικών και από ανήσυχους εφήβους μέχρι θρύλους του θεάματος, όπως ο Τζον Χιούστον, η Άβα Γκάρντνερ και η Λιζ Τέιλορ. Όλους, όμως, μοιάζει να τους ενώνουν η μοναξιά, η απελπισία και η ανάγκη για την προσμονή του θαύματος που κάπου διαφαίνεται, αλλά δεν φθάνει σχεδόν ποτέ.
Ζυράννα Ζατέλη
Ορατή σαν Αόρατη
Εκδόσεις Καστανιώτης
Σελ.: 368
Το πάντοτε εμψυχωμένο σύμπαν της Ζυράννας Ζατέλη, που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στο ονειρικό χάος, στον ακραίο ρεαλισμό και στον πούρο συμβολισμό, δεν εξαντλείται ποτέ σε μία ιστορία: τρυπώνει στο ασυνείδητο και μένει εκεί για πάντα. Τουλάχιστον αυτό αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις ιστορίες της, οι οποίες διαμορφώνουν ένα σύμπαν που μοιάζει πιο πραγματικό και από την πιο ακραία πραγματικότητα, συνορεύοντας ενίοτε με τους θρύλους, τις ασυνείδητες ιστορίες, τα ξόρκια και τα αιώνια αινίγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φανατικοί αναγνώστες της Ζατέλη περιμένουν κάθε φορά στωικά για χρόνια να εκδοθεί το επόμενο βιβλίο της, συνέχεια ενός κόσμου που μοιάζει τόσο διαφορετικός αλλά και τόσο ίδιος και απαράλλακτος, αφού ουσιαστικά ταυτίζεται με τον κόσμο της κοινής, στοιχειωμένης μας μοίρας που ορίζει να ζούμε σε έναν ακραία απομαγευμένο τόπο που αντισταθμίζεται μοναδικά από το λαϊκό κόσμο των παραμυθιών, γεμάτο από απέθαντες ηρωίδες που περιδιαβαίνουν στα παιδικά όνειρα και αναμνήσεις ‒ στη Ζατέλη βρίσκουμε την ανοίκεια οικειότητα που διαμόρφωσε τα συμβολικά κομμάτια των αναφορών μας. Η συγγραφέας ξέρει να μπολιάζει αυτόν τον εμφορούμενο από σύμβολα ρεαλισμό με έναν τρόπο μοναδικό, αναλαμβάνοντας ένα κοσμογονικό, θαρρείς, χρέος. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες που γαλουχήθηκαν με τις ιστορίες της μπορεί πλέον να ενηλικιώθηκαν ή να αλλάξαν γραμμή πλεύσης, αλλά πάντοτε θα θυμούνται τη Λεύκα ή την Ιουλία, δυο ηρωίδες που θα τις ξαναβρούν, με κάποιον τρόπο, στο τελευταίο αυτό μέρος της τριλογίας Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους που τιτλοφορείται Ορατή σαν αόρατη, τίτλος που θα αρκούσε, τελικά, για να περιγράψει την ίδια τη συγγραφέα, που είναι πάντοτε τόσο παρούσα, ακριβώς επειδή φροντίζει να απέχει από οτιδήποτε επίκαιρο και ευτελές. Τα πάθη δίνουν και παίρνουν σε κάθε σελίδα της Ζατέλη, δεν είναι πάντα εμφανή, αλλά υπόγεια, φτιαγμένα για να βιώνονται κατάσαρκα, περίπου όπως οτιδήποτε μας χαράζει για πάντα και μας στοιχειώνει, σαν τη συλλογική πορεία μας, που οφείλει πολλά στα μυθιστορήματα της.
Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου
Αυτοβιογραφία
Εισαγωγή: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σελ.: 160
Γεννημένη στην αυγή του δέκατου ένατου αιώνα, το 1801, στη Ζάκυνθο, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρινέγκου είναι η πρώτη Ελληνίδα που θα τολμήσει να καταγράψει με λογοτεχνικό ύφος τις προσωπικές ανησυχίες και τα βιώματά της, γεγονός που θα τη μετατρέψει στην πρώτη Ελληνίδα πεζογράφο. Μεταξύ άλλων, έγραψε λογοτεχνικά κείμενα, δοκίμια, ποιήματα αλλά και θεατρικά έργα, ενώ μετέφρασε σε πεζό λόγο την Οδύσσεια και τον Προμηθέα Δεσμώτη, αν και αυτό που την κατέστησε ευρύτερα γνωστή είναι η εμβληματική Αυτοβιογραφία της, η οποία εκδόθηκε από τον γιο της το 1881 και ουσιαστικά ισοδυναμεί με μια ολόκληρη μαρτυρία για τα ήθη της εποχής. Η αφήγηση ακροβατεί μεταξύ της εσωτερικής αγωνίας για αυτοπραγμάτωση, μόρφωση και ελευθερία, από την οποία φλέγεται η συγγραφέας, και των έντονων κοινωνικών πιέσεων που δέχεται για να παντρευτεί και να συμβιβαστεί με τις κοινωνικές επιταγές της εποχής που δεν επέτρεπαν στη γυναίκα ούτε καν να κυκλοφορεί μόνη, πόσο μάλλον να αυτενεργεί. Το μόνο που επιθυμεί η ίδια, κι αυτό φαίνεται να απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος των σκέψεών της, είναι να μπορέσει να απομονωθεί και να αφοσιωθεί στις δύο μεγάλες της αγάπες, το γράψιμο και τη μελέτη. Κάποιες στιγμές, προκειμένου να μπορέσει να απομονωθεί, σκέφτεται ακόμα και τον μοναχισμό, χωρίς να έχει ροπή προς τη θρησκεία, κι άλλοτε απλώς να απομονωθεί στο οικογενειακό κτήμα, ώστε να μπορέσει απερίσπαστη να νιώσει την ελευθερία που πάντοτε επιθυμούσε: «Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπητιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν διά να ήθελε τους βοηθήση να νικήσουν».
Μαρία Μήτσορα
Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος
Εκδόσεις Πατάκη
Σελ.: 136
Δώσε στη Μαρία Μήτσορα το τίποτα και θα το κάνει κάτι, θα το μεταμορφώσει σε κτίρια που φοράνε μεταλλικά σκουφάκια και μυτερά, που είναι και δεν είναι ιεροί ναοί, άσε που θα μπορέσει να βρει κάτω από μια αχηβάδα, αυτήν τη μητέρα όλων των μαργαριταριών, ένα κρυμμένο σημείωμα για τον Καιάδα των καλών στιγμών. Εν προκειμένω, μιλάμε για μερικές από τις ποιητικές εικόνες που περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Κατάβάθος, αυτής της εξαίσιας ποιήτριας της ύπαρξης που μετέτρεψε το αθηναϊκό τοπίο σε αστείρευτη πηγή φαντασιώσεων και φαντασμάτων, βγαλμένων από τη σιωπηρή της νύχτα. «Τυχαίνει αργά το βράδυ να νιώθω καινούργια», γράφει στο νέο της βιβλίο, όπου με άξονα την ποίηση και οδηγό τα όνειρα στήνει το δικό της αφηγηματικό σκηνικό γύρω από μια αυλή που χάθηκε σε έναν κήπο που περιβάλλεται από απεγνωσμένα πλάσματα, στοιχειωμένες αναμνήσεις και αιωρούμενα αντικείμενα. «Την ημέρα που συνάντησα την κυρία Τασία και τον άσπρο γάτο της, τον Γουλιέλμο Καταβάθος, μια θύελλα είχε περάσει πρώτα από τον κήπο και μετά μέσα από το σπίτι μου, με φτερά που χτυπήθηκαν στους καθρέφτες. Αλλά δεν φοβήθηκα γιατί, κρυφά από τους άλλους, σε μια τέτοια θύελλα μεγάλωσα, αυτή μου πήρε από την κούνια τη μισή φωνή», γράφει στο γνωστό, αυθεντικό ύφος που την έχει καταστήσει την πιο προσιτή και προσηνή υπερρεαλίστρια. Επτά χρόνια μετά τη συλλογή διηγημάτων Από τη μέση και κάτω και δεκατρία μετά την εξαίσια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία Με λένε λέξη η Μήτσορα επιστρέφει ακμαία και σφιχτά δεμένη στο καταιγιστικό γραπτό της όνειρο που στοιχειώνει τις δικές μας εικόνες, θυμίζοντας απευθείας το ονειρώδες μέσα στο όνειρο του Πόου. Όπως, άλλωστε, γράφει και η ίδια, επικαλούμενη τον Γιέιτς, «how can we know the dancer from the dance?».
Πάουλα Φοξ
Πρόσωπα σε απόγνωση
Μτφρ.: Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Gutenberg
Σελ.: 248
«Τα Πρόσωπα σε απόγνωση είναι ένα μυθιστόρημα σε εξέγερση εναντίον της ίδιας του της τελειότητας», γράφει ο Τζόναθαν Φράνζεν στην εισαγωγή του συναρπαστικού μυθιστορήματος της Πάουλα Φοξ, εξηγώντας γιατί επιστρέφει σε αυτό διαρκώς για να ανακαλύψει άλλον έναν κρυφό του θησαυρό, με το ίδιο πάθος και ανάλογη ακόρεστη μανία. Δεν είναι να απορείς γιατί αυτό το φαινομενικά αστικό μυθιστόρημα το ζήλεψε ο πρωτοποριακός συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ενώ ο Τζόναθαν Φράνζεν το τοποθετεί στο υψηλότερο βάθρο της αμερικανικής λογοτεχνίας. Η λεπτή του ειρωνεία, τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης, ο υπόγειος θόρυβος που καλύπτει την ένταση των αντιθέσεων και των απωθημένων είναι στοιχεία που διαπερνούν κάθε πτυχή της αφήγησης, απλή και άμεση στην εξιστόρησή της, πλούσια στα υπόγεια νοήματά της. Άλλες φορές θυμίζει Σέργουντ Άντερσον, άλλοτε Τζον Απντάικ, ενώ άπειρες είναι οι υπόγειες αναφορές σε κλασικούς συγγραφείς όπως ο Ντίκενς. Ουσιαστικά όμως η Φοξ βάζει φωτιά στο αστικό μυθιστόρημα, μετατρέποντας μια φαινομενικά ρεαλιστική γραφή σε ένα γοτθικού τύπου θρίλερ, καθώς το δάγκωμα μιας αδέσποτης γάτας γίνεται η αφορμή για να μετατραπεί ο τρόμος για τη σταδιακή διάλυση ενός γάμου σε τρόμο για την ίδια τη ζωή. Στις συμπυκνωμένες σελίδες του αναδεικνύονται άπειρες λογοτεχνικές υποδηλώσεις που μετατρέπουν το μυθιστόρημα σε έναν γρίφο για εξασκημένους αναγνώστες, την ίδια στιγμή που νομίζεις ότι η ιστορία είναι τόσο απλή όσο και το να λειτουργείς σε έναν κόσμο που αλλάζει, όπως ήταν το σύμπαν της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’60. Η ιστορία αφορά τη σχέση ενός μεσοαστικού ζευγαριού, του δικηγόρου Ότο και της μεταφράστριας Σόφη Μπέντγουντ, μιας καλής μαγείρισσας η οποία πάσχει από το γνωστό μποβαρικό ennui που χαρακτηρίζει τις κυρίες αυτών των τάξεων, τις οποίες μελέτησε η πάντοτε απροσάρμοστη Φοξ από πρώτο χέρι. Έζησε, άλλωστε, ασυμβίβαστο βίο, λένε μάλιστα ότι η κόρη της Λίντα Κάρολ, την οποία έδωσε για υιοθεσία, ήταν καρπός της σχέσης της με τον Μάρλον Μπράντο και μητέρα της γνωστής τραγουδίστριας και συζύγου του Κερτ Κομπέιν, Κόρτνεϊ Λάβ.