Μέχρι να ξεκινήσεις να διαβάζεις το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» δεν μπορείς να φανταστείς τι σε περιμένει. Ξεκινάει με έναν τίτλο-αναφορά σε μια φράση από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο –«ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς»– που είναι αρκετά παραπλανητικός, γιατί το βιβλίο μπορεί να ξεκινάει με έναν θάνατο και να έχει στον τίτλο του δύο φορές τη λέξη «νεκροί», κάνοντάς το να ακούγεται «βαρύ» και μακάβριο, αλλά δεν έχει καμία σχέση με κάτι που θα παρέπεμπε σε θρησκευτική αναφορά.
Είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα από κάθε άποψη, συναρπαστικά δομημένο, με άψογη αφήγηση και ήρωες αληθινούς, σάρκινους, πλασμένους με τόση μαεστρία που φτάνεις στο τέλος μετά από 468 σελίδες και εύχεσαι να ήταν άλλες τόσες.
Έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο η γραφή του Μιχάλη Αλμπάτη, είναι τόσο μελετημένη και στιβαρή που δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να προσπεράσει ούτε μία λέξη, έχει χιούμορ και συγκίνηση, στιγμές οδυνηρές αλλά και περιγραφές «πικάντικες» που την κάνουν σέξι – κι αυτό είναι κάτι που δεν το συναντάς συχνά σε νεοελληνικά κείμενα.
Είναι από τα ελάχιστα βιβλία στα οποία επέστρεψα και τα διάβασα ξανά και ξανά –το τελευταίο που θυμάμαι ήταν το «Πρίγκιπες και Δολοφόνοι» του Μιχάλη Γενάρη– και παρότι διαδραματίζεται το 1950 στην Κρήτη και οι ήρωές του κινούνται σε έναν παλιό κόσμο, είναι τόσο μοντέρνο που απορείς πώς ο συγγραφέας του κατάφερε να φτιάξει μια ηθογραφία της ελληνικής επαρχίας που δεν κουβαλάει ούτε στο ελάχιστο τη μίρλα και την υπερβολική νοσταλγία για κάτι που έχει πεθάνει εδώ και χρόνια.
Ο Φανούρης είναι ένα 15χρονο αγόρι που στην πρώτη κηδεία που πάει στη ζωή του ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούει τους νεκρούς, να του μιλάνε και να τους μιλάει. Όταν ο θείος του ανακαλύπτει το χάρισμά του, τον παίρνει και φεύγουν απ’ το χωριό, περιφερόμενοι στην Κρήτη από κηδεία σε κηδεία, ως διερμηνείς των πεθαμένων, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους αλλά και των νεκρών να αλλάξουν τη μοίρα όλων.
Για τον Φανούρη η περιπέτεια που ξεκινάει και του κάνει άνω κάτω τη ζωή είναι μια βεβιασμένη ενηλικίωση με απρόβλεπτες συνέπειες. Και μια ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα και πόνου.
Νομίζω θα ήταν ολέθριο αν ξυπνάγαμε ένα πρωί και η ανθρωπότητα είχε κυριευθεί από τον ιό της ειλικρίνειας, αναγκάζοντάς μας να λέμε μόνο την αλήθεια· θα καταλύονταν μεμιάς πολιτικά και θρησκευτικά συστήματα, θα κατέρρεαν επαγγελματικές συνεργασίες, οικογενειακοί δεσμοί, φιλίες. Ίσως βέβαια την επόμενη μέρα να επιδιώκαμε να δομήσουμε τις ζωές μας σε μια νέα, εντελώς διαφορετική βάση, αλλά αυτή είναι μια υπεραισιόδοξη σκέψη, μάλλον χιμαιρική.
Ο Μιχάλης Αλμπάτης ζει στο Ηράκλειο, το καλοκαίρι δουλεύει ως μάγειρας και το χειμώνα καλλιεργεί τους ελαιώνες της οικογένειάς του στο χωριό. Το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» –που το απέρριψαν είκοσι εκδοτικοί οίκοι– είναι το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα που διάβασα την περασμένη χρονιά.
«Γεννήθηκα το 1973, στο Ζαρό, στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη, ένα χωριό ημιορεινό, αρκετά μεγάλο σε πληθυσμό αλλά και αρκετά απομονωμένο» λέει. «Ο πατέρας μου ήταν ο κουρέας του χωριού, ο μοναδικός από μια εποχή και μετά, κι ίσως αυτό εξηγεί, με φροϋδικούς όρους, το γιατί εγώ υπήρξα ένας απ’ τους πρώτους μακρυμάλληδες της περιοχής. Η μητέρα νοικοκυρά, τρία παιδιά, εγώ το μεσαίο, είχαμε τον κήπο μας, όπως όλοι, κότες, κουνέλια, κατσίκες που αναλαμβάναμε εμείς τα παιδιά να πηγαίνουμε στο χωράφι για βοσκή, και, ως τα δώδεκα-δεκατρία μου, είχα ένα γαϊδούρι για μεταφορικό μέσο.
Δεν είχαμε αυτοκίνητο στην οικογένεια, στο Ηράκλειο, ή Χώρα, όπως αποκαλούν ακόμα την πόλη στα χωριά, πηγαίναμε μ’ ένα ξεχαρβαλωμένο λεωφορείο, ίσως το ίδιο που πήρε κι ο Φανούρης, ο ήρωας του βιβλίου, για να επιστρέψει στο πατρικό του. Δεν πηγαίναμε συχνά ωστόσο, μια φορά τον χρόνο ή δύο, συνήθως για λόγους υγείας, σπανιότερα για ψώνια ή για να επισκεφθούμε κάποιον συγγενή.
Η παιδική ηλικία στο χωριό ήταν αρκετά χαρούμενη, οι γονείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα μαζί μας· πέρα απ’ τον καταναγκασμό του σχολείου ήμασταν αρκετά ελεύθεροι, παίζαμε στις γειτονιές, γυρνάγαμε στα χωράφια, δεν είχαμε φροντιστήρια ούτε "εξωσχολικές δραστηριότητες". Η εφηβεία ωστόσο ήταν φρικτή, δεν υπήρχε τίποτα να κάνεις, πουθενά να πας. Ασφυξία και πλήξη».
— Από πότε γράφεις;
Από τα χρόνια της εφηβείας· πέρα απ’ τα συνηθισμένα, οικτρά ποιήματα που γράφουμε οι περισσότεροι σε αυτήν την ηλικία, είχα προσπαθήσει εκεί γύρω στα δεκαεπτά να γράψω ένα μυθιστόρημα, χωρίς να το ολοκληρώσω φυσικά. Στα δεκαεννιά έγραψα την πρώτη μου νουβέλα, τον «Βιασμό της Πανδώρας», με ηρωίδα την ίδια κοπέλα που συναντάμε στους «Νεκρούς» να πρωταγωνιστεί στον πιο παράδοξο ίσως γάμο στην ιστορία της λογοτεχνίας, τον γάμο ενός ζωντανού με έναν πεθαμένο. Μόλις ολοκλήρωσα τη γραφή, αγόρασα μια Olympos 880 –μπορεί και να ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που αγόρασε χειροκίνητη γραφομηχανή στην Ελλάδα, το 1993–, δακτυλογράφησα το κείμενο κι άρχισα να το στέλνω σε εκδοτικούς οίκους, μικρούς και μεγάλους. Ήταν το βάπτισμα του πυρός! Η αρχή της συλλογής επιστολών απόρριψης.
— Από πού ξεκίνησε η ιδέα για το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;
Ήταν δέκα χρόνια πριν, είχα ολοκληρώσει ένα νουάρ μυθιστόρημα και είχα ξεκινήσει να γράφω μια συλλογή διηγημάτων, όμως δεν ήμουν ευχαριστημένος, χρειαζόμουν κάτι άλλο, μια ιδέα καινούρια, ξεχωριστή, κι αυτή με βρήκε αναπάντεχα στην κηδεία ενός συγγενή μου. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας, ένας φίλος του, που συνήθιζαν να τα πίνουν παρέα, νιώθοντας ενοχές που εμείς απολαμβάναμε το κονιάκ μας ενώ κανείς δεν σκέφτηκε να δώσει λίγο στον μακαρίτη, του έσταξε μερικές σταγόνες στα χείλη και του παραπονέθηκε για το φευγιό του, γιατί οι ζωντανοί αισθανόμαστε πάντα εγκαταλειμμένοι μπροστά στον θάνατο.
Αναρωτήθηκα τότε τι θα σκεφτόταν ο θείος μου αν μπορούσε να ακούσει τα παράπονα του φίλου του, τι θα σκεφτόταν και τι θα μας έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει, και η ιδέα του βιβλίου ξεπήδησε με μιας· ένα νεαρό αγόρι που μπορεί να αφουγκραστεί τις σκέψεις των νεκρών! Ήξερα πως θα είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης και περιπλάνησης, αλλά ταυτόχρονα, μέσα απ’ τις διηγήσεις των νεκρών, ιστορίες μέσα στην ιστορία, θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα.
— Οι ιστορίες που περιγράφεις στο βιβλίο τι δόση αλήθειας έχουν; Τις έχεις ακούσει;
Μόνο τρεις-τέσσερις από αυτές βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, ελαφρά παραλλαγμένες για τις ανάγκες της πλοκής. Δύσκολο να μαντέψει κανείς για ποιες πρόκειται, γιατί είναι οι πιο απίθανες και ακραίες του βιβλίου· είναι ιστορίες από παππούδες και γιαγιάδες του χωριού. Αυτές λειτούργησαν σαν μετρονόμος, βοηθώντας με να κρατήσω τον κατάλληλο τόνο στις υπόλοιπες, που είναι καθαρή μυθοπλασία, βοηθώντας με να παντρέψω το μαγικό, εξωπραγματικό και γκροτέσκο με την πραγματικότητα, έτσι ώστε οι ιστορίες αυτές να μην φαντάζουν αστήρικτες, να μην κουτσαίνουν, να μην ασθμαίνουν.
— Γιατί τοποθετείς το βιβλίο σε παλιότερη δεκαετία, του ’50, και όχι στη σημερινή εποχή;
Το «τώρα» του βιβλίου είναι οι αρχές της δεκαετίας του 1950, αλλά με τις διηγήσεις-αναμνήσεις των νεκρών ταξιδεύουμε ακόμα πιο πίσω. Ήταν εποχές που ο κόσμος δεν είχε ακόμα ολότελα απομαγευτεί, όπου, κυρίως στην επαρχία, πίστευαν ακόμα στα ξόρκια, στις μαγικές τελετές, στις νεράιδες και τα φαντάσματα. Ήταν ένας κόσμος όπου ο Φανούρης, με το αλλόκοτο χάρισμά του, μπορούσε, παρ’ όλες τις αρχικές επιφυλάξεις, να γίνει πιστευτός και σεβαστός. Αν εμφανιζόταν στην εποχή μας ένα παιδί που υποστήριζε ότι μπορεί να μιλήσει με τους νεκρούς, είναι σίγουρο ότι θα κατέληγε στο ψυχιατρείο.
— Πόσο τα αλλάζει όλα το πρίσμα του θανάτου;
Στο βιβλίο ο θάνατος δεν μεταμορφώνει τους ανθρώπους, είναι οι ίδιοι που ήταν πριν, όμως αλλάζει άρδην η οπτική τους, και θα ήταν νομίζω τραγικό να μη συμβαίνει αυτό, να εξακολουθούμε, και μετά τον θάνατό μας ακόμα, να είμαστε υποταγμένοι στις συμβάσεις που για μια ζωή μας καταδυνάστευαν, στην υποκρισία, στο ψέμα. Δεν μπορούσα παρά να φανταστώ τους νεκρούς απελευθερωμένους απ’ όλες αυτές τις αλυσίδες, κι αφού είναι ελεύθεροι δεν μπορεί παρά να είναι και ειλικρινείς, γιατί η ελευθερία πάει πάντα πλάι πλάι με την αλήθεια.
— Αυτή η μετά θάνατον αναθεώρηση των πάντων και η απόλυτη ειλικρίνεια των νεκρών είναι σοκαριστικά στοιχεία σε μια δεύτερη ανάγνωση, θα ήταν φοβερό να μπορούσες να κάνεις τέτοιου είδους απολογισμό… Αντέχουν οι ζωντανοί τόση αλήθεια;
Ένας βιογράφος, όσα στοιχεία κι αν έχει στη διάθεσή του, δεν μπορεί να γράψει όλη την αλήθεια για τη ζωή ενός ανθρώπου γιατί δεν μπορεί να γνωρίζει τι συνέβαινε μέσα στην ψυχή του· μπορεί μόνο να εικάσει. Απ’ την άλλη, όταν οι άνθρωποι γράφουν οι ίδιοι τη βιογραφία τους, ο βίος τους δεν έχει ολοκληρωθεί, άρα δεν μπορεί να κριθεί στο σύνολό του και είναι επίσης αναπόφευκτο να υποκύψει στην ιδιοτέλεια, να αποκρύψει πράγματα, να ωραιοποιήσει.
Μονάχα κάποιος που είναι πια νεκρός θα μπορούσε να κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό του βίου του, κι αυτή ήταν η μεγάλη πρόκληση στο βιβλίο για μένα, να προσπαθήσω να κάνω τους ήρωές μου να μιλήσουν τη γλώσσα της πιο βαθιάς κι ανομολόγητης ως τα τότε αλήθειας. Φυσικά οι ζωντανοί δεν θα μπορούσαν παρά να κλείσουν τα αυτιά, γιατί γι’ αυτούς οι συμβάσεις, οι κανόνες, εξακολουθούν να ισχύουν.
— Πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να λες μόνο την αλήθεια;
Νομίζω θα ήταν ολέθριο αν ξυπνάγαμε ένα πρωί και η ανθρωπότητα είχε κυριευθεί από τον ιό της ειλικρίνειας, αναγκάζοντάς μας να λέμε μόνο την αλήθεια· θα καταλύονταν μεμιάς πολιτικά και θρησκευτικά συστήματα, θα κατέρρεαν επαγγελματικές συνεργασίες, οικογενειακοί δεσμοί, φιλίες.
Ίσως βέβαια την επόμενη μέρα να επιδιώκαμε να δομήσουμε τις ζωές μας σε μια νέα, εντελώς διαφορετική βάση, αλλά αυτή είναι μια υπεραισιόδοξη σκέψη, μάλλον χιμαιρική. Πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει «αναγκαίο ψέμα» αλλά, νομοτελειακά, το αναγκαίο έχει την τάση να εξαπλώνεται ώσπου να καταστεί αναγκαστικό.
Αν αντιμετωπίσουμε τις επαναστάσεις στην ιστορία του ανθρώπου σαν συλλογικές κρίσεις ειλικρίνειας, τότε είναι ανάγκη να συμβαίνουν πιο συχνά, όχι αναγκαστικά με τα όπλα αλλά σε επίπεδο συνείδησης, για να διαχωρίζουμε ανά καιρούς το αναγκαίο ψέμα από το περιττό.
— Πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατον;
Όχι, ποτέ δεν μπόρεσα να πιστέψω στην αθανασία της ψυχής· άλλωστε αυτή η αιωνιότητα της ύπαρξης μού μοιάζει εφιαλτική. Καταλαβαίνω ωστόσο ότι για πολλούς ανθρώπους αυτή η πίστη αποτελεί ένα «αναγκαίο ψέμα» προς τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς η ανυπαρξία φαντάζει στα μάτια τους τρομακτική, κι ίσως τελικά όλες μας οι πεποιθήσεις να μην είναι παρά ψεύδη προς τον εαυτό, τα οποία καλούνται να εκπληρώσουν έναν σκοπό.
Στο βιβλίο μου, με τους νεκρούς να μιλούν ενώ το σώμα έχει νεκρώσει, αποδεικνύεται περίτρανα η ύπαρξη αυτής της τόσο αμφιλεγόμενης ψυχής, όμως την ίδια στιγμή βλέπουμε να αναιρείται το αιθέριο του χαρακτήρα της καθώς συνεχίζει να ‘ναι προσδεμένη στο σώμα που τη φιλοξενούσε ή την εκκόλαψε, και μοιάζει να εξασθενεί και να χάνεται μαζί του. Αυτή είναι η θέση του βιβλίου, ότι είμαστε κάτι περισσότερο από το σώμα μας αλλά όχι κάτι πέρα απ’ αυτό.
— Πόσο εύκολο –ή δύσκολο– ήταν να βρεις εκδοτικό οίκο για ένα τέτοιο βιβλίο;
Από τα τριάντα πέντε μου ως τα σαράντα πέντε, όταν κατάφερα να εκδώσω την πρώτη μου νουβέλα, έχω συλλέξει πλήθος απορριπτικών επιστολών, οι οποίες θα ήταν πολύ περισσότερες αν καταδέχονταν όλοι οι εκδότες να απαντήσουν. Το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» το είχαν απορρίψει περισσότεροι από είκοσι εκδοτικοί οίκοι. Οι απαντήσεις είναι τυποποιημένες συνήθως και μονάχα ένας εκδότης αιτιολόγησε την απόρριψη, γράφοντάς μου πως δεν εκδίδουν μεταφυσικά θρίλερ.
— Πόσο μεγάλο ρόλο παίζει ο εκδοτικός για την τύχη του κάθε βιβλίου;
Ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος είναι σε θέση να υποστηρίξει διαφημιστικά τους τίτλους του και διαθέτει ισχυρά κανάλια για την προώθησή τους, γι’ αυτό και τόσα πολλά απ’ τα βιβλία τους κυκλοφορούν με την ετικέτα του αριστουργήματος, συμπεριλαμβάνονται πάντα στις λίστες με τα «καλύτερα της χρονιάς» και είναι υποψήφια για τα κάθε λογής βραβεία.
Οι μικρότεροι εκδότες αναγκάζονται, αν θέλεις, να κινούνται σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια, δεν έχουν την εμπορικότητα ως πρώτο κριτήριο στις επιλογές τους, διαθέτουν ένα μικρότερο αλλά πιστό και αφοσιωμένο κοινό, και, αν το βιβλίο έχει τελικά κάτι να πει, βρίσκει τον δρόμο του ως τους αναγνώστες, «από στόμα σε στόμα», με έναν βραδύτερο αλλά εν τέλει πιο ουσιαστικό ρυθμό.
— Η γλώσσα που μιλάνε οι ήρωες δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερη ντοπιολαλιά; Εννοώ, «φοβήθηκες» να βάλεις περισσότερη τοπική διάλεκτο στη γλώσσα ή απλά έτσι μιλούσαν τη δεκαετία του ’50;
Αν χρησιμοποιούσα την κρητική διάλεκτο, το βιβλίο δεν θα μπορούσε να διαβαστεί από κανέναν μη Κρητικό αναγνώστη, εκτός αν συνοδευόταν από γλωσσάρι, με υποσημειώσεις σε κάθε σελίδα, κάτι καταστροφικό για τη ροή της ανάγνωσης. Προσπάθησα όμως να αποδώσω κάτι απ’ το ηχόχρωμα της ντοπιολαλιάς, τον ιδιαίτερο τρόπο που έχουν οι άνθρωποι του τόπου να μιλάνε, το ιδιότυπο χιούμορ τους. Απ’ την άλλη, δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω την κρητική διάλεκτο γιατί, όντας ψώνιο, σίγουρος για την τεράστια επιτυχία του βιβλίου, έπρεπε να σκεφτώ και τους μελλοντικούς μεταφραστές, στις τόσες γλώσσες του κόσμου!
— Πόσες φορές το έχεις δουλέψει το κείμενο για να έχει αυτήν τη ροή;
Το καλό με το να το έχω έξι ολόκληρα χρόνια στο συρτάρι μου ήταν ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να το δουλέψω ξανά και ξανά, τέσσερις-πέντε φορές. Στο τέλος βέβαια δεν άντεχα να το βλέπω μπροστά μου. Όταν τελικά το πήρα τυπωμένο στα χέρια μου, έκατσα απ’ το πρωί ως το απόγευμα και το ξαναδιάβασα, με τη μία, σχεδόν δίχως διάλειμμα. Έπειτα είπα στον εαυτό μου: «Κάτι κατάφερες, τώρα έφυγε απ’ τα χέρια σου. Πάμε για το επόμενο».
— Γράφεις εύκολα ή δύσκολα;
Γράφω αρκετά δύσκολα, με αργούς ρυθμούς, πάντα στο χέρι, χρειάζομαι μοναξιά και ησυχία, επίσης, αν ξέρω πως πρέπει να πάω στη δουλειά σε μερικές ώρες, δεν μπορώ να λειτουργήσω. Χρειάζομαι άπλετο χρόνο, να μην έχω τίποτα άλλο να κάνω, μόνο τότε μπορώ να αφοσιωθώ. Δουλεύω το κείμενο ξανά και ξανά, πετάω κομμάτια –αυτό είναι το πιο δύσκολο–, σβήνω και ξαναγράφω…
Το «όσο έχω σκέψη θα σε σκέφτομαι» είναι η πιο σπαρακτική κι η πιο βαθιά υπόσχεση που μπορεί να δώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα σε κάποιο άλλο.
— Είναι χάρισμα ή κατάρα η ικανότητα του Φανούρη να μιλάει με τους νεκρούς;
Ο καημένος ο Φανούρης σε όλη τη διάρκεια της περιπλάνησής του αμφιταλαντεύεται, θέτει ξανά και ξανά στον εαυτό του αυτό το ερώτημα και προς το τέλος του βιβλίου φαίνεται να κλίνει περισσότερο προς την άποψη της γιαγιάς του, που τον διαβεβαίωνε πως πρόκειται για κατάρα, της ίδιας φύσης με αυτήν που ο παππούς του κουβαλούσε.
Όμως δεν μπορεί να είναι έτσι· δίχως αυτή την ιδιαιτερότητά του δεν θα είχε φύγει ποτέ απ’ το χωριό, δεν θα είχε ζήσει τίποτα απ’ όσα έζησε, θα ήταν χωμένος ακόμα στο παντοπωλείο του Σπαγούλιου, σε μια βαρετή, ανούσια ζωή. Κάθε τι που μας εξορίζει απ’ το συνηθισμένο, κάθε ταλέντο, ιδιαιτερότητα, κλίση, έχει αναγκαστικά φύση διττή, μας παρακινεί, μας εξυψώνει, μας πλουτίζει, αλλά ταυτόχρονα μας τυραννά, κρύβει κινδύνους και απαιτεί το αντίτιμό του· δεν υπάρχει χάρισμα που να μην είναι και κατάρα.
— Πόσο τραγικός ήρωας είναι ο Φανούρης;
Ο Φανούρης είναι ένας τραγικός ήρωας γιατί ενώνει, σαν γέφυρα, δυο κόσμους που θα έπρεπε να μείνουν για πάντα χωρισμένοι. Ουσιαστικά καταλύει, με την ύπαρξή του, μια προαιώνια τάξη. Ο ίδιος αναρωτιέται γιατί να του έχει δοθεί αυτό το πραγματικά αλλόκοτο προνόμιο και τρέμει μήπως αυτή του η ικανότητα σημαίνει πως έχει μέσα του κάτι το ήδη πεθαμένο, κάτι που τον φέρνει εγγύτερα στον κόσμο των νεκρών απ’ ό,τι σε αυτόν των ζώντων.
Οι γύρω του είναι λογικό να τον αντιμετωπίζουν με φόβο, καχυποψία, δέος. Μέσα απ’ την περιπλάνησή του, εκτός από τις ασυνήθιστες καταστάσεις και περιπέτειες που βιώνει, έρχεται σε επαφή, μέσω των εκμυστηρεύσεων των νεκρών, με φοβερές αλήθειες για την αγάπη, την ενοχή, την πείνα της σάρκας, τον θεό, την απώλεια, τη μοίρα, κι όλα ετούτα αποτελούν ένα βάρος δυσβάσταχτο για τους νεανικούς ώμους του, τόσο που εύχεται να ήταν ογδόντα χρόνων, να έχουν περάσει όλα και να μην νιώθει πόνο πια παρά μόνο την ανάμνηση του πόνου· όμως δεν είναι ογδόντα χρονών αλλά δεκαπέντε, και πρέπει να συνεχίσει.
— Διαβάζοντας κάποιος τα βιβλία σου, καταλαβαίνει ότι σε ενδιαφέρει το ερωτικό στοιχείο, το οποίο είναι έντονο και στο «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους». Το νεαρό ζευγάρι που το χωρίζει ο θάνατος είναι μια σπαρακτική ιστορία, αλλά και ο έρωτας του Φανούρη για τη μεγαλύτερή του γυναίκα, όπως και η «πικάντικη» σεξουαλική περιπέτειά του με τη συνομήλική του. Πες μου γιατί σε ενδιαφέρει τόσο το ερωτικό στοιχείο.
Σίγουρα έχω κάποιες εμμονές, όπως όλοι, που μπορούν να ερμηνευθούν ως αντίδραση στο ακραία συντηρητικό περιβάλλον, όχι τόσο οικογενειακό αλλά κοινωνικό, όπου μεγάλωσα, με τον θρησκευτικό φανατισμό, τον αυστηρό κώδικα ηθικής, την κουλτούρα ντροπής και ενοχής απέναντι στη σεξουαλικότητα, απέναντι στη σάρκα.
Από κει και πέρα, δεν θα μπορούσα να γράψω για ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι και να μην αναφερθώ στο βάσανο της αφροδισίας που αναγκαστικά βιώνει, δεν γίνεται ο ήρωάς μου να μην αυνανίζεται και να μην αγωνιά για το πώς θα χάσει την παρθενιά του. Δεν θα μπορούσα να γράψω για ανθρώπους δίχως σάρκα, δίχως πόθο, κι ακόμη και οι νεκροί, παρότι νιώθουν πια το κορμί σαν ένα ρούχο να τους σκεπάζει, για τη σάρκα μιλούν, για τα βάσανα και τις χαρές που μέσα απ’ αυτήν βιώσανε.
Η λογοτεχνία είναι αναγκασμένη να μιλήσει για τον έρωτα, γιατί από τότε που στη φύση η αναπαραγωγή έπαψε να είναι αποκλειστικά ασεξουαλική, η λίμπιντο αποτελεί αναμφίβολα την ισχυρότερη δύναμη που κινεί τη ζωή, πιο κραταιή κι απ’ την αυτοσυντήρηση ακόμα. Ό,τι είναι για το πνεύμα η αμφιβολία είναι για το συναίσθημα και το σώμα η επιθυμία· αυτή αναγκάζει τα όντα να βγουν από την αδράνειά τους, τα καθιστά ανήσυχα, καταλύοντας την εσωστρέφεια, την αυτάρκειά τους, εκβιάζοντάς τα να αναζητήσουν τον Άλλο.
Γι’ αυτό ο έρωτας υπήρξε πάντα μισητός στους σοφούς, που ονειρεύονταν την πλήρη κυριαρχία επί της επιθυμίας, την ισορροπία του πνεύματος, την αυτονομία και την αυτάρκεια, με τον κίνδυνο όμως να βρεθούν στην παγίδα του αυτοθαυμασμού και μιας «πνευματικής» αυτοϊκανοποίησης, που τελικά είναι στείρα.
Δεν υποστηρίζω ωστόσο ότι ο έρωτας είναι δύναμη αγαθοποιός· τις περισσότερες φορές μπορεί να πάρει ολέθριο χαρακτήρα και σίγουρα μοιάζει με φενάκη, καθώς ποτέ δεν χορταίνει πραγματικά, ποτέ δεν καταλήγει στην πληρότητα, όμως είναι μια φενάκη σύμφυτη με τη ζωή.
Ίσως βέβαια στο γέρμα της ζωής μας να γινόμαστε όλοι αναγκαστικά σοφοί, ίσως όλοι να φτάσουμε να πούμε, όπως εκείνος ο αρχαίος τραγωδός, πως το γήρας μας απελευθέρωσε απ’ τον χειρότερο δυνάστη, αλλά θα πρόκειται για μια ελευθερία ολίγον θλιβερή, κι ολίγον πένθιμη, νομίζω.
Ο Φανούρης, ανατριχιάζοντας ολόκληρος απ’ την ταραχή του, είχε απομείνει με το στόμα ορθάνοιχτο, γονατιστός μπροστά στη μικροσκοπική εκείνη χαραμάδα που άνοιγε σ’ έναν κόσμο πρωτόφαντο, εντυπώνοντας πάνω στη διασταλμένη κόρη του οφθαλμού του κάθε κίνηση, κάθε σύσπαση και κάθε μορφασμό των αλληλοπλεγμένων εραστών, συγκλονισμένος βαθιά απ’ την άγρια ομορφιά του σμιξίματος αυτού, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα ζευγαρώματα των κατσικιών και των γαϊδάρων που από πιτσιρίκι, γεμάτος ντροπαλή περιέργεια κι αμήχανο θαυμασμό, είχε τόσες φορές παρακολουθήσει. Γιατί ετούτη η ένωση, αν και περιείχε κάτι το ζωώδες, έμοιαζε ταυτόχρονα να το ξεπερνά, εκφράζοντας κάτι το άγνωρο μα ταυτόχρονα οικείο, καθρεφτίζοντας έναν πόθο ασαφή μα επιτακτικό, που κούρνιαζε και στα δικά του βάθη και που η αναπαράστασή του έκανε τώρα το αίμα στις φλέβες του να χοχλακά, να βράζει, τους όρχεις του να μυρμηδίζουν και το πέος του να ορθώνεται σε μια βουβά κραυγάζουσα στύση.
Βαριανασαίνοντας απ’ την έξαψη, ξεκούμπωσε βιαστικά τα παντελόνια του κι έβγαλε έξω τον κορωμένο του φαλλό, κι αφού έφτυσε στη χούφτα του όσο σάλιο μπόρεσε μέσα απ’ το κατάστεγνο στόμα του να συλλέξει, έσφιξε εντός της την υπεραιματωμένη σάρκα του κι άρχισε μ’ έναν εντεινόμενο ρυθμό να τη γλυκοτυραννάει, όμως πριν καλά καλά φουντώσει η λάβρα της ηδονής, άκουσε ξοπίσω του ένα πνιχτό γελάκι, κι αφού για μια στιγμή απόμεινε κοκαλωμένος, έστρεψε έπειτα σαστισμένος το κεφάλι του κατά κει κι ένιωσε το πρόσωπό του να φλογίζεται από ντροπή καθώς αντίκρισε σιμά του μια νεαρή κοπέλα που τον κοιτούσε κρύβοντας το μουσούδι της πίσω απ’ τις γουβιασμένες της παλάμες, πασχίζοντας να φιμώσει ένα γέλιο που φώτιζε ολάκερο το φουσκωμαγουλάτο μουτράκι της, στο κέντρο του οποίου σπίθιζαν όλο πονηριά δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια.
-Πω πω! Τι πρησμένο που είναι! Και κατακόκκινο! είπε μέσα απ’ τα πλεγμένα της δάχτυλα, κοιτάζοντας ίσα ανάμεσα στα σκέλια του, κι εκείνος έκανε βιαστικά ν’ ανεβάσει τα παντελόνια του, όμως η νεαρή τον άρπαξε απ’ το χέρι και, λέγοντάς του «Μην το κρύβεις, έλα εδώ μην μας ακούσουν», τον τράβηξε παραπέρα…
— Τελικά η αγάπη είναι πιο δυνατή από τον θάνατο;
Η πιο δύσκολη ερώτηση απ’ όλες… Η αγάπη δεν ζητάει κάτι απ’ τον άλλο ως ανταπόδοση, όπως κάνει ο έρωτας· δεν είναι δυνατόν να σκοτώσεις από αγάπη ενώ είναι αρκετά συνηθισμένο να σκοτώνει κανείς από έρωτα. Η αγάπη δεν ζητάει ανταπόδοση όχι επειδή δεν είναι εγωιστική, αλλά επειδή παίρνει όσα χρειάζεται απ’ την ύπαρξη και μόνο του άλλου· κι αν διαφεύγει του θανάτου, του Μεγάλου Αφανισμού, είναι γιατί όσο ο αγαπημένος επιζεί στη μνήμη, είναι υπαρκτός. Το «όσο έχω σκέψη θα σε σκέφτομαι» είναι η πιο σπαρακτική κι η πιο βαθιά υπόσχεση που μπορεί να δώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα σε κάποιο άλλο.
— Πες μου για τον χαρακτήρα του θείου, που είναι ένας αρνητικός ήρωας αλλά στο τέλος κάπως μετριάζεται η αντιπάθεια που σου προκαλεί, το έκανες εσκεμμένα αυτό;
Πολλοί από τους ήρωες του βιβλίου κουβαλάνε κομμάτια ανθρώπων που γνώρισα, όμως ο θείος του Φανούρη είναι ατόφιος ένας δικός μου θείος· δεν άλλαξα το παραμικρό. Ήταν γυναικάς, καλαμπουρτζής, τυχοδιώκτης, κυνικός, άθεος, κομμουνιστής, πολυλογάς, ψεύτης, καταφερτζής, καυχησιάρης. Δεν θέλει όμως να κάνει κακό σε κανέναν, προσπαθεί να βγάλει όσο πιο πολλά χρήματα μπορεί από το χάρισμα του ανιψιού του για να ξεφύγει από τη φτώχεια, και τον Φανούρη, αν τον πλήγωσε, το έκανε άθελά του.
Άλλωστε κανείς απ’ τους ήρωες του βιβλίου δεν είναι αμιγώς κακός ή αμιγώς καλός, κι αν κάποιοι απ’ αυτούς είναι πιότερο θύματα κι άλλοι πιότερο θύτες, έχουν βρεθεί στη θέση αυτή από γυρίσματα μιας μοίρας που δεν επέλεξαν κι από επιταγές του χαρακτήρα που επίσης δεν επέλεξαν και που, όπως λέει ο Ηράκλειτος, είναι πεπρωμένο.
Τον θείο μου, αν και αρκετές πλευρές του χαρακτήρα του μού έμοιαζαν απαράδεκτες, τον αγαπούσα, κι αυτή η αγάπη και η κατανόηση ίσως να πέρασαν ασύνειδα στο βιβλίο, κι από εκεί στον αναγνώστη.
— Με τι άλλο ασχολείσαι εκτός από τη συγγραφή;
Είχα δικό μου μαγαζί παλιότερα, ένα ρακάδικο, το οποίο έκλεισα μέσα στην οικονομική κρίση. Από τότε τα καλοκαίρια δουλεύω μάγειρας και τους χειμώνες καλλιεργώ τους ελαιώνες της οικογένειας στο χωριό. Βέβαια οι χωριανοί με πειράζουν, μου λένε «ελπίζουμε να είσαι καλύτερος συγγραφέας απ’ ό,τι αγρότης». Κι εγώ το ελπίζω.
— Ζεις από επιλογή στο Ηράκλειο;
Όταν τέλειωνα το λύκειο όλες οι σχολές που διάλεξα, εκτός από μία, ήταν εκτός Κρήτης. Ήθελα Κοινωνιολογία, αλλά δεν είχα και πολύ μυαλό για διάβασμα τότε. Έτσι πέρασα στην τελευταία μου επιλογή, ΤΕΙ Λογιστικής Ηρακλείου, την οποία φυσικά ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω. Στο Ηράκλειο έκανα φίλους, ερωτεύτηκα, περιπλανήθηκα, δούλεψα· την αγάπησα την πόλη, όπως αγαπώ και το νησί, όμως δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα πως επέλεξα να ζήσω εδώ όλη μου τη ζωή, πιο σωστό θα ήταν να πω πως μέχρι εδώ κατάφερα να φτάσω.
— Γράφεις νέο βιβλίο;
Ναι, είναι σχεδόν έτοιμο, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, μικρότερο σε έκταση απ’ τους «Νεκρούς». Πραγματεύομαι δυο θέματα που μ’ έχουν απασχολήσει πολύ, απ’ τη μια τη λατρεία των βιβλίων, του διαβάσματος, και πώς αυτό μας καθορίζει και μας μεταμορφώνει, και απ’ την άλλη την ουτοπική εξέγερση, την παράφορη απαίτηση για την πιο απόλυτη ελευθερία, κάτι που ξεδιπλώνεται μέσα απ’ την ιστορία της κομμούνας του Nebovice, που είναι ίσως το πιο αγνοημένο επαναστατικό εγχείρημα στην Ευρώπη, ίσως το πιο ονειροπαρμένο…