Ταξιδεύοντας μια ώρα σχεδόν έξω από το Παρίσι, με ένα μικρό λεωφορείο από την Porte d’ Orleans, πήγα να δω το σπίτι του Λουί Αραγκόν και της Έλσα Τριολέ, που ο ποιητής το κληροδότησε μετά τον θάνατο της μούσας του στο γαλλικό έθνος, με στόχο να το καταστήσει τόπο μνήμης, έρευνας και υποστήριξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα σε ένα πάρκο πέντε στρεμμάτων με διάσπαρτα γλυπτά βρίσκονται οι τάφοι της Τριολέ και του Αραγκόν δίπλα δίπλα, ανάμεσα σε δύο οξιές. Το σκηνικό θυμίζει άλλον αιώνα.
Το εσωτερικό του σπιτιού τους είναι απείραχτο. Μια βιβλιοθήκη δεκάδων χιλιάδων τόμων, το μπαστούνι του Αραγκόν σε μια καρέκλα, τα γράμματά τους πάνω στο γραφείο, φωτογραφίες τους και ένα ημερολόγιο στο οποίο η τελευταία καταχώρηση γράφει 16 Ιουνίου 1970, ημερομηνία θανάτου της Έλσας.
Ο Λουί Αραγκόν, μια από τις σπουδαίες φωνές του ντανταϊστικού και σουρεαλιστικού κινήματος, μαζί με τους φίλους και σύγχρονούς του Αντρέ Μπρετόν και Πολ Ελιάρ έζησαν στην καρδιά των πιο επιδραστικών για τις μετέπειτα γενιές κινημάτων του 20ού αιώνα.
Η Έλσα Τριολέ ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ, υπήρξε πολυγραφότατη συγγραφέας, μεταφράστρια σπουδαίων Ρώσων λογοτεχνών στα γαλλικά, μούσα και σύζυγος του Λουί Αραγκόν, κουνιάδα του Μαγιακόφσκι, φίλη του Γκόρκι, του Παστερνάκ, ενεργό μέλος όλων των κινημάτων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα και της αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η Έλσα Τριολέ ήταν η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ, υπήρξε πολυγραφότατη συγγραφέας, μεταφράστρια σπουδαίων Ρώσων λογοτεχνών στα γαλλικά, μούσα και σύζυγος του Λουί Αραγκόν, κουνιάδα του Μαγιακόφσκι, φίλη του Γκόρκι, του Παστερνάκ, ενεργό μέλος όλων των κινημάτων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα και της αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Από τις εκδόσεις Gutenberg πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα το «Τριαντάφυλλα επί πιστώσει» σε μετάφραση Κατερίνας Γούλα, ένα ρομαντικό μυθιστόρημά της που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1959, στο οποίο περιγράφει και κριτικάρει τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία με ηρωίδα μια φτωχή κοπέλα που ερωτεύεται έναν καλλιεργητή τριαντάφυλλων.
Η γεννημένη ως Έλα Καγκάν το 1896 συγγραφέας και μεταφράστρια Έλσα Τριολέ ήταν αδερφή της Λίλι Μπρικ. Οι δυο γυναίκες συνέβαλαν στη διανόηση του 20ού αιώνα με τον εκρηκτικό τους χαρακτήρα, τη μοναδική τους προσωπικότητα και το αδάμαστο πνεύμα τους. Μεγάλωσαν σε μια πλούσια εβραϊκή οικογένεια στη Μόσχα των τελευταίων τσάρων. Με πατέρα δικηγόρο και μητέρα δασκάλα μουσικής, από πολύ μικρή ηλικία έζησαν μέσα σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον με εξαιρετική ευαισθησία για τις τέχνες. Αγαπούσαν τη λογοτεχνία και τη μουσική, έμαθαν γαλλικά και γερμανικά και ταξίδεψαν από πολύ μικρές στην Ευρώπη.
Η Έλσα αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Μόσχας και συνδέθηκε με τους Ρώσους φουτουριστές μέσω της Λίλι, η οποία το 1912 ήταν παντρεμένη με τον κριτικό τέχνης Όσιπ Μπρικ. Αργότερα η Λίλι έγινε ζευγάρι με τον Μαγιακόφσκι και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του. Η Έλσα ήταν η πρώτη που μετέφρασε την ποίηση του Μαγιακόφσκι (καθώς και τόμους άλλης ρωσόφωνης ποίησης) στα γαλλικά.
Το 1918, στην αρχή του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, η Έλα παντρεύτηκε τον Αντρέ Τριολέ, μετανάστευσε στη Γαλλία και άλλαξε το όνομά της από Έλα σε Έλσα. Το ζευγάρι χώρισε λίγο αργότερα ενώ το 1920, μέσω ενός κοινού τους φίλου, ο Μαξίμ Γκόρκι την προέτρεψε να ακολουθήσει λογοτεχνική καριέρα. Τα πρώτα της βιβλία «A Tahiti» και «Fraise des bois» εκδίδονται στη ρωσική γλώσσα το 1925 και 1926.
Το 1928 γνώρισε τον Γάλλο συγγραφέα Λουί Αραγκόν με τον οποίο έμειναν μαζί για 42 χρόνια. Για πολλά χρόνια η Τριολέ ήταν περισσότερο γνωστή για τη σχέση της με τον Αραγκόν παρά για τη λογοτεχνική της συνεισφορά, αν και υπήρξε από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές μορφές των αρχών του 20ού αιώνα.
Μετά την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι το 1930, Αραγκόν και Τριολέ πήγαν στη Μόσχα. Ο Αραγκόν, που είχε ήδη προσχωρήσει στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, πήρε μέρος στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Επαναστατών Συγγραφέων στο Χάρκοβο, ενώ η σύνδεσή του με τους κομμουνιστές θα σημάνει τη ρήξη του με τους σουρεαλιστές.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία, γίνονται πρεσβευτές της ρωσικής λογοτεχνίας και παντρεύονται το 1939, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ με την εισβολή των Γερμανών στη χώρα καταφεύγουν στη Νότιο Γαλλία. Η Έλσα, Εβραία και Ρωσίδα, κινδύνευε, καθώς την αναζητούσαν οι αρχές. Στη Νότια Γαλλία ζουν με ψευδώνυμο, εκεί ξεκινά η αντιστασιακή τους δράση και μια περίοδος γεμάτη διώξεις, αντιστασιακές πράξεις και μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα.
Είναι η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ το 1944 για τη συλλογή διηγημάτων της «Le premier accroc coûte deux cents francs».
Το πρώτο διήγημα, «Les Amants d'Avignon», κυκλοφόρησε λαθραία από τις Éditions de Minuit το 1943, με το ψευδώνυμο Laurent Daniel ως φόρο τιμής στον Laurent και στην Danielle Casanova, αντιστασιακών με μεγάλη δράση. Η Danielle Casanova, αντιστασιακή και γιατρός, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς, όπου πέθανε από τύφο το 1943. Τα δυο επόμενα, «La Vie privée ou Alexis Slavsky» και «Cahiers enterrés sous un pêcher d'avril», γράφτηκαν στο Saint-Donat, ενώ το διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή στο Παρίσι.
Η βράβευσή της θεωρήθηκε και χειρονομία αναγνώρισης του σύγχρονου φεμινισμού, ενώ μερικά χρόνια αργότερα συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος με στόχο τη διάδοση της ανάγνωσης στην εργατική τάξη. Το 1948 γίνεται γενική γραμματέας της Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων της Γαλλίας, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος.
Στο διάστημα που ο Αραγκόν, από το 1953 έως το 1972, διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Les Lettres Françaises» η Τριολέ έγραφε θεατρικές κριτικές, ενώ συνέχισε να μεταφράζει από τα ρωσικά στα γαλλικά και από τα γαλλικά στα ρωσικά Ρώσους και Γάλλους συγγραφείς και ποιητές. Συνέχισε να δημοσιεύει και τα δικά της έργα.
Το 1959 εκδίδονται τα δύο μέρη του «L' Âge de nylon»: τα μυθιστορήματα «Roses à crédit» και «Luna-park». Το 1970 εκδίδεται το τελευταίο της έργο, «Le Rossignol se tait à l' aube». Πέθανε την ίδια χρονιά από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 73 ετών στο Moulin de Villeneuve, το σπίτι στο οποίο έζησε με τον Αραγκόν έξω από το Παρίσι. Ο Λουί Αραγκόν πέθανε δώδεκα χρόνια αργότερα στο Παρίσι.