O Αλέξανδρος Σταύρακας έχει καταφέρει ένα εκδοτικό θαύμα. Ο εκδοτικός οίκος που ίδρυσε πριν από επτά χρόνια, η ERIS, είναι πλέον από τους πιο αξιόλογους διεθνώς, με βιβλία υψηλής αισθητικής και λογοτεχνικής αξίας που καλύπτουν από πεζογραφία, ιστορία και δοκιμιογραφία μέχρι τέχνη και πραγματεύονται σύγχρονα και επίμαχα θέματα. Η ERIS έχει έδρα στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη και εδώ και δύο χρόνια τα βιβλία της διανέμονται από το Columbia University Press. Ο Αλέξανδρος κατάγεται από την Αθήνα και ζει μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου.
«Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τα εκδοτικά πριν από είκοσι χρόνια, όταν ήμουν ακόμα φοιτητής, πριν καν τελειώσω το μεταπτυχιακό μου», λέει. «Σπούδασα Politics, Philosophy & Economy στο Λονδίνο και μετά έκανα δύο μεταπτυχιακά, πρώτα στη Φιλοσοφία της Επιστήμης και μετά στην Κοινωνική Ανθρωπολογία. Προτού ολοκληρώσω τις σπουδές μου είχα ξεκινήσει να εκδίδω το “Bedeutung” (“σημασία” στα γερμανικά), ένα περιοδικό που θέλαμε να βγαίνει δύο φορές τον χρόνο, αλλά τελικά κάναμε μόλις 4 τεύχη σε τρία χρόνια ή 3 τεύχη σε τέσσερα χρόνια – δεν θυμάμαι πια. Προφανώς δεν ήταν ιδιαίτερα εμπορικός τίτλος, αλλά το στήριξαν φίλοι και γνωστοί. Το 2008 μετακόμισα στη Νέα Υόρκη, όπου συνεργάστηκα με συγγραφείς και άλλους γνωστούς που είχα στον χώρο των εκδόσεων, και ταξίδεψα εκτενώς σε όλη την Αμερική.
«Με ελκύει μια αισθητική που αποφεύγει όλα τα φκιασιδώματα (φανταχτερά εξώφυλλα, δημιουργική τυπογραφία, μεγάλες εικόνες που σε κατακλύζουν) και γενικότερα οτιδήποτε τραβάει την προσοχή μακριά από την ουσία που στη δουλειά μας είναι μία, το κείμενο».
Εδώ κάπου χάνεται το νήμα της αφήγησης, καθώς η ενασχόλησή μου με τα εκδοτικά γενικότερα παρέμεινε στο επίκεντρο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εντάχθηκα επαγγελματικά σε κάποιον οργανισμό, ούτε με ενδιέφερε αυτό που ονομάζεται “καριέρα”. Όλο αυτό το πηγαινέλα ανάμεσα σε Αμερική, Ευρώπη, και Ελλάδα κράτησε αρκετά χρόνια. Την πρώτη μου δουλειά με τη συμβατική έννοια, δηλαδή σε γραφείο με ωράριο, αφεντικό και όλα τα συναφή, την έπιασα το 2014 στην Καλιφόρνια, και όχι τυχαία – εκεί οι συνθήκες ήταν συγκριτικά ευνοϊκές.
Εργάστηκα με κέφι για έναν νεοσύστατο εκδοτικό οίκο που αντλούσε έμπνευση –αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε “έμπνευση”– από τον χώρο της πληροφορίας. Μέσα σε δύο χρόνια βγάλαμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων, των οποίων η θεματολογία βασιζόταν σε δεδομένα που αντλούσαμε χρησιμοποιώντας αλγορίθμους και άλλες τεχνικές, που στόχο είχαν να εξαλείψουν τον παράγοντα τύχη.
Δυστυχώς, μαζί με το τυχαίο εξαλείψαμε και το δημιουργικό, με αποτέλεσμα να υπηρετούμε εν τέλει εμείς την πληροφορία αντί να συμβαίνει το αντίστροφο. Να αναφέρω εδώ ότι μοναδική ανάσα πραγματικά πρωτότυπης, ουσιαστικής και σε διανοητικό επίπεδο έντιμης δραστηριότητας ήταν το Oakland Book Festival, του οποίου ήμουν συνιδρυτής μαζί με τον Timothy Don και την Kira Brunner, δύο βετεράνους αρχισυντάκτες του “Lapham’s Quarterly”.
Τέλος πάντων, το 2016 ήταν χρονιά εκλογών στην Αμερική και εξαιτίας του Τραμπ όλες οι συζητήσεις πλέον περιστρέφονταν γύρω από ένα γενικευμένο αίσθημα απαξίωσης που υπήρχε για την πολιτική, τον οραματισμό, το μέλλον γενικότερα. Αυτά. σε συνδυασμό με την πλήξη που μου προκαλούσε η επαγγελματική αποβλάκωση, αποτέλεσμα της άκριτης προσκόλλησης στις βεβαιότητες που υπόσχεται η πληροφορική, με οδήγησαν πίσω στο Λονδίνο.
Αλλά ήμουν αφελής. Νόμισα ότι όταν επέστρεφα θα έβρισκα την ίδια, έστω περίπου, Αγγλία με αυτή που είχα αφήσει οχτώ χρόνια πριν. Ασφαλώς, βρέθηκα σε μια τελείως αλλαγμένη κοινωνία που είχε μόλις αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ε.Ε., μια κοινωνία που θα άλλαζε τον ένα συντηρητικό πρωθυπουργό μετά τον άλλο, πολιτικά διεφθαρμένη, εγωκεντρική και κοντόφθαλμη, φοβισμένη και απενοχοποιημένα πλέον ξενοφοβική.
Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισα να ιδρύσω την ERIS. Η αρχή του εγχειρήματος έγινε με ένα βιβλίο που στήσαμε με τον εξαιρετικό συγγραφέα και ποιητή Kenneth Goldsmith. Του πρότεινα να συμμετάσχει σε μια σειρά βιβλίων, τα “Marginalia”, όπου καταξιωμένοι σύγχρονοι συγγραφείς συνομιλούν με ένα κλασικό έργο ιστορίας, ποίησης ή λογοτεχνίας.
Του έστειλα μια μακροσκελή λίστα που είχα ετοιμάσει με έργα που ήταν ελεύθερα από δικαιώματα και μέσα σε αυτά ήταν το Tractatus Logico-Philosophicus του Ludwig Wittgenstein. Πήρε το κείμενο που του έστειλα σε χαρτί Α4 και άρχισε να ζωγραφίζει, να γράφει, να σχεδιάζει στα περιθώρια, να υπογραμμίζει το κείμενο. Το βιβλίο εξαντλήθηκε και η σειρά είχε μεγάλη ανταπόκριση στο αγγλόφωνο κοινό, αλλά ήθελα πια να εκδίδω πρωτότυπα έργα.
Ξεκινήσαμε έτσι με κάποια κείμενα φιλοσοφίας. Βγάλαμε σε μετάφραση την Επινόηση της Ετερότητας του Κωνσταντίνου Τσουκαλά ως Age of Anxiety –το οποίο θα ανατυπώσουμε φέτος το φθινόπωρο με μια καινούργια εισαγωγή από τον συγγραφέα– και σχεδόν συγχρόνως το Socialisme ou Barbarie Anthology, μια ανθολογία μεταφρασμένων κειμένων παρμένων από το ομώνυμο περιοδικό πολιτικού προβληματισμού που εξέδιδε για χρόνια ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Με αυτά τα τρία βιβλία θέλαμε να δώσουμε τον παλμό των εκδόσεων για όποιον αναρωτιόταν ποιοι είμαστε και τι πρεσβεύουμε. Ακολούθησαν και άλλα συναφή βιβλία, ποιητικές συλλογές και μερικές πολύ αξιόλογες εκδόσεις όπως το τρίτομο A Breath, που είναι αφιερωμένο στον ζωγράφο και διανοούμενο Avigdor Arikha, με έργα και κείμενα του ιδίου και άλλων επιφανών συγγραφέων, βιογραφικά και άλλα πολλά ντοκουμέντα – είναι συνέκδοση με το Μουσείο Μπενάκη.
Τώρα πλέον τρέχουν δύο σειρές παράλληλα, η Eris και η Eris Art, την οποία τελευταία διαφοροποιήσαμε γιατί κάναμε μια σειρά εκθέσεων στη Νέα Υόρκη στην Opening Gallery, και τα βιβλία που βγάζουμε σε αυτήν είναι συνοδευτικά των εκθέσεων ή οι εκθέσεις συνοδευτικές των βιβλίων – πάντως, και οι δύο σειρές συνυπάρχουν και συμπορεύονται. Στην ERIS έχουμε εντάξει διάφορες, θεματικά αυτόνομες σειρές βιβλίων όπως τα ERIS Dialogues (με τα Dialogues of Consciousness, Rameau’s nephew το a dialogue: Bacon / Giacometti: A dialogue), τα ERIS Gems που περιλαμβάνουν μια πολύ εκλεπτυσμένη επιλογή σύντομων λογοτεχνικών και δοκιμιακών «διαμαντιών», και άλλες.
Για πολλά χρόνια έκανα τα πάντα: από την επικοινωνία με τους συγγραφείς, τη διαπραγμάτευση των συμβολαίων, την επιμέλεια των κειμένων, τη στοιχειοθεσία, το στήσιμο και τον σχεδιασμό, τις διορθώσεις και την προώθηση έως και τη διανομή. Πήγαινα στα βιβλιοπωλεία, μιλούσα με τους αγοραστές και τους έπειθα να παραγγείλουν τις εκδόσεις μας. Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα.
Ασφαλώς τώρα ο όγκος της δουλειάς υπερβαίνει ό,τι θα μπορούσε ένα άτομο μόνο του να προσφέρει, οπότε είμαστε μια μικρή ομάδα με πολλούς εξωτερικούς συνεργάτες. Παρ’ όλα αυτά αναλαμβάνουμε μόνο όσα μπορούμε να φέρουμε εις πέρας χωρίς να χάσουμε την προσωπική επαφή με τους συγγραφείς, την ουσιαστική ενασχόληση με τα κείμενα και τη φροντίδα του στησίματος. Η ιδέα ενός μεγάλου οργανισμού, όσο ελκυστική κι αν ακούγεται, με αφήνει αδιάφορο. Δεν είμαι επιχειρηματίας.
Αυτή η προσέγγιση ορίζει όλες τις επιλογές που κάνουμε. Για παράδειγμα, με ελκύει μια αισθητική που αποφεύγει όλα τα φκιασιδώματα (φανταχτερά εξώφυλλα, δημιουργική τυπογραφία, μεγάλες εικόνες που σε κατακλύζουν) και γενικότερα οτιδήποτε τραβάει την προσοχή μακριά από την ουσία που στη δουλειά μας είναι μία, το κείμενο. Έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να εξηγώ στους συγγραφείς, οι οποίοι είναι επίσης θύματα αυτής της αδιάκοπης ροής ερεθισμάτων, ότι ούτε τα πολύχρωμα εξώφυλλα ούτε κανενός είδος “μοντερνισμοί” θα τους φέρουν το Booker Prize, όπως και ότι ούτε το Booker θα τους εξασφαλίσει την καταξίωση που ίσως ονειρεύονται. Η μόνη σίγουρη οδός είναι η ποιότητα του έργου.
Για παράδειγμα, σε δύο πρόσφατα μυθιστορήματα, το Our distance became water του Ανδρέα Φιλιππόπουλου και το Two Hours της Alba Arikha, το οποίο, παρεμπιπτόντως, πάει να γίνει best seller στην Αγγλία, έχουμε αφαιρέσει τα πάντα, δεν έχουμε αφήσει τίποτα εκτός από το κείμενο και μια πολύ λιτή τυπογραφία. Εάν ένα βιβλίο δεν μπορεί να σταθεί έτσι, τότε μιλάμε απλώς για trend, όχι για ποιότητα.
— Με τι κριτήρια επιλέγεις τι θα εκδώσετε;
Ο τρόπος που επιλέγω τι θα εκδώσουμε είναι συνειδητά ιδιοσυγκρασιακός: τι αρέσει σ’ εμένα, τι με τραβάει, τι διαβάζω. Κι αν υπάρχει μια πιο θεωρητική ή πολιτικοποιημένη στάση, αυτή είναι ότι επιθυμώ η λίστα της ERIS να εξετάσει και εν τέλει να αποδοκιμάσει όσο γίνεται τον γενικευμένο κομφορμισμό στη σκέψη που καταλήγει στη διανοητική, ιδεολογική και, στην περίπτωση πολλών συνεργατών πρόσφατα, και εκδοτική λογοκρισία. Αναφέρομαι ασφαλώς στη woke και cancel culture.
Παραδείγματος χάριν, το βιβλίο του Giorgio Agamben που βγάλαμε την εποχή της πανδημίας είναι μια συλλογή κειμένων και άρθρων που είχε δημοσιεύσει στα ιταλικά, τα οποία έπαιρναν μια θέση τελείως αντίθετη από την τότε επικρατούσα άποψη γύρω από το τι είναι η πανδημία και πώς πρέπει να τη χειριστούμε. Ήταν πολλοί αυτοί που απόρησαν γιατί βγάζουμε το βιβλίο του Agamben και αν συμφωνούμε μαζί του. Η απάντηση που έδινα ήταν ότι η δουλειά ενός εκδότη δεν είναι να συμφωνεί ή να διαφωνεί αλλά να επιλέγει με γνώμονα τον ευρύτερο ρόλο που ένας εκδοτικός οργανισμός παίζει στην κοινωνία. Και εάν άλλοι θεώρησαν ότι αυτά που έλεγε ο Agamben δεν άξιζαν να δημοσιευτούν, εμείς πιστεύαμε ότι η δημοσίευση καθαυτή αποτελούσε μια δήλωση που ανάγκαζε την αντίπαλη πλευρά να πάρει θέση και ότι κάπως έτσι, μέσω διαλόγου και όχι με απαγορεύσεις ούτε με άναρθρες κραυγές, παράγεται σκέψη.
Ευτυχώς, η ERIS είναι αρκετά μεγάλη ώστε να έχει το κύρος που της επιτρέπει να εκδίδει σημαντικούς συγγραφείς αλλά και όσο μικρή χρειάζεται ώστε να παραμένει ευέλικτη και να μην έχει ανάγκη να ικανοποιεί κανέναν, ούτε επενδυτές, ούτε ιδιοκτήτες, ούτε άλλου τύπου αφεντικά. Είμαστε πραγματικά ανεξάρτητοι κι αυτό για την αγγλόφωνη αγορά είναι κάτι σπάνιο και πολύτιμο.
— Έχεις από βιβλία για τον Antonio Negri και τον Stanley Aronowitz μέχρι και του Maurice Saatchi. Πώς συνυπάρχουν κομμουνιστές και συντηρητικοί σε έναν εκδοτικό που είναι ξεκάθαρο ότι έχει ιδρυθεί από έναν άνθρωπο που έχει αριστερές καταβολές;
Καταρχάς, προσωπικά δεν ανήκω σε κανέναν χώρο. Το τι ήθη και ιδέες υπηρετώ και προωθώ μέσω του έργου μου το προδίδουν οι επιλογές που κάνω, τις οποίες κάθε άλλο παρά κρύβω. Αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να ευθυγραμμίσω τις επιλογές μου με τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, όσο ετερόκλητες και εάν καταλήγουν να είναι. Θα αναφέρω το βιβλίο του Maurice Saatchi, γιατί ο Saatchi είναι η εξαίρεση, φυσικά, και όχι ο Negri σε αυτήν τη λίστα, που ήταν αμιγώς προσωπική επιλογή. Ασφαλώς η αφοσίωσή του στη Θάτσερ μου προκαλεί αποστροφή· οι πάλαι ποτέ επιχειρηματικές του δραστηριότητες ως διαφημιστή με αφήνουν μάλλον αδιάφορο· ως βουλευτής στη Βουλή των Λόρδων, μια θέση που κέρδισε χάρη στη Θάτσερ, είναι σίγουρα από τους πιο ενεργούς, σε αντίθεση με συναδέλφους του.
Ο λόγος που τον επέλεξα είναι άλλος: με συγκίνησε η στάση που κράτησε κατά τη διάρκεια της αρρώστιας, αλλά κυρίως μετά τον θάνατο το 2011 της συζύγου του, που έπασχε από καρκίνο. Καταρχάς, η συμπαράσταση που της έδειξε καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της είναι μνημειώδης: υπέβαλε, και πέρασε, μια ολόκληρη νομοθεσία γύρω από το θέμα της επιστημονικής έρευνας και της καινοτομίας στον τομέα της θεραπείας του καρκίνου.
Αλλά η πραγματικά αξιοθαύμαστη αφοσίωσή του φάνηκε από το ότι ακόμα και δέκα και βάλε χρόνια μετά τον θάνατό της πήγαινε κάθε μέρα στο μνήμα της, έστρωνε το μεσημεριανό τραπέζι για δύο και όταν φίλοι τον παρότρυναν να κλείσει επιτέλους το κεφάλαιο αυτό και να βρει μια άλλη σύντροφο, απαντούσε ότι το θεωρούσε προδοσία στο πρόσωπό της.
Μπροστά σε αυτήν τη στάση, το γεγονός ότι η πολιτική του σκέψη είναι παιδαριώδης και οι απόψεις του για τα κοινά εσφαλμένες είναι, για μένα, δευτερεύον. Ως ήθος και μόνο η αυταπάρνηση, η φροντίδα και η αφοσίωση σε έναν άλλον άνθρωπο –για να μη χρησιμοποιήσω την παραφορεμένη πλέον λέξη “αγάπη”– εκφράζει τον ιδεολογικό μας προσανατολισμό πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οποιαδήποτε στενά οριζόμενη ιδεολογική κατεύθυνση. Πολύ πιο άξιο απορίας, ασφαλώς, είναι γιατί εκείνος επέλεξε την ERIS να τον εκδώσει…
— Θες να μας εξηγήσεις γιατί η ERIS δεν έχει social media;
Είναι πολύ απλό: γιατί δημιουργούν και αναπαράγουν ένα μοντέλο επικοινωνίας που θεωρώ ζημιογόνο. Η αμφίδρομη επικοινωνία που διεξάγεται με άνισους όρους, δεδομένου ότι ενός χρόνου δουλειά μπορεί να καταστραφεί από οποιονδήποτε μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι επιθυμητή. Επιπλέον, η απερισκεψία, η επιπολαιότητα και η ανευθυνότητα, η αυτοπροβολή και η αυτοαναφορικότητα, όλα αυτά τα κύρια συστατικά της διαδικτυακής δοσοληψίας, αντιτίθενται πλήρως σε ό,τι πρεσβεύουμε ως εκδότες βιβλίων, επομένως οποιαδήποτε χρήση των social θα ήταν απλώς τυχοδιωκτική. Ούτε μιλάω τη γλώσσα των social media ούτε επιθυμώ να τη μάθω. Η σχέση μου μαζί τους είναι σαν τη σκέψη του Σωκράτη καθώς κατέβαινε στην Αγορά και σκεφτόταν «κοίτα πόσα πράγματα δεν χρειάζομαι!».
— Όντως έχουν αυξηθεί οι πωλήσεις βιβλίων τον τελευταίο καιρό;
Έχω την εξής θεωρία, η οποία είναι απλώς θεωρία γιατί δεν έχω ούτε τα μέσα ούτε την κατάρτιση να την επαληθεύσω – να σημειώσω δεν είμαι ούτε αναλυτής ούτε στατιστικολόγος. Από τη μία υπάρχει η εμπορικότητα ενός τίτλου, δηλαδή χοντρικά πόσα αντίτυπα πωλούνται. Από την άλλη, η αναγνωσιμότητα, δηλαδή το εάν ή σε ποιο βαθμό διαβάζεται. Φέρ’ ειπείν, την περίοδο των γιορτών αλλάζουν χέρια εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Όλα αυτά καταγράφονται στις λίστες που με μεγάλο ενθουσιασμό μάς αναγγέλλουν στις διάφορες εκθέσεις βιβλίων, ουσιαστικά για να μας πουν ότι το έντυπο ζει και βασιλεύει. Ωραία όλα αυτά, αλλά το διαβάζει κανείς;
Πιστεύω ότι το βιβλίο είναι πιθανώς το προϊόν με την πιο δυσανάλογη σχέση μεταξύ κατανάλωσης και χρήσης. Δηλαδή, από όλα τα πράγματα που αγοράζει κανείς, είτε για τον εαυτό του είτε για να τα δωρίσει, το βιβλίο είναι κατεξοχήν αυτό που μένει αχρησιμοποίητο, στην προκειμένη περίπτωση αδιάβαστο. Πού το στηρίζω αυτό; Καταρχάς στην απλή παρατήρηση ότι δεν βλέπω πουθενά, όπου κοιτάξω, αναγνώστες, από τα καφέ μέχρι τα αεροπλάνα, τις παραλίες κ.ο.κ. Δεύτερον, το ξέρουμε από τις στατιστικές που μας δίνουν τα e-books: πόσα βιβλία διαβάζει ο κόσμος, με τι ρυθμό, τι ποσοστό του συνολικού έργου ολοκληρώνουν κ.λπ.
Και τρίτον, εάν ο κόσμος διάβαζε, ή διάβαζε όσο ισχυρίζονται οι εκδότες ότι διαβάζει, θα ζούσαμε σε μια τελείως διαφορετική, σαφώς πιο πολιτισμένη και διανοητικά ανώτερη κοινωνία από αυτή στην οποία τυχαίνει να ζούμε. Εάν πάρουμε στα σοβαρά τα νούμερα των ευπώλητων βιβλίων που δημοσιεύουν κάθε εβδομάδα οι «New York Times», θα έπρεπε να διανύουμε μια δεύτερη Αναγέννηση.
— Πού τυπώνονται τα βιβλία της ERIS;
Έχουμε τυπώσει στην Αγγλία, στην Αμερική, στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στην Ιταλία, σε ορισμένες περιπτώσεις σε ονομαστά και παμπάλαια λιθογραφεία. Σας διαβεβαιώ ότι τα αποτελέσματα σε επίπεδο παραγωγής αλλά και γενικότερης συνεργασίας στην Ελλάδα δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από το εξωτερικό.
— Ποια είναι τα επόμενα βιβλία που θα βγάλει η ERIS προσεχώς;
Πολλά και διάφορα. Ένα από αυτά είναι το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη με τίτλο NG6461 για το πλαστό έργο του Ρούμπενς που ανήκει στη National Gallery του Λονδίνου. Ο τίτλος παραπέμπει στην αρχειακή ονομασία του έργου «Σαμψών και Δαλιδά», το οποίο αγόρασε η Πινακοθήκη του Λονδίνου το 1980 για ένα αστρονομικό ποσό. Το βιβλίο του David Rieff (γιου, μεταξύ άλλων κατορθωμάτων του, της Susan Sontag) που τιτλοφορείται Desire and fate, στο οποίο αναλύει με πολύ καυστικό τρόπο την κουλτούρα του woke, της λογοκρισίας και του cancelling. Τότε περίπου θα κυκλοφορήσει και η αυτοβιογραφία του θρυλικού Antonio Negri που πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο και η βιογραφία του Λουκά Σαμαρά, ενός πολύ γνωστού καλλιτέχνη που επίσης πέθανε πρόσφατα, την οποία έχει γράψει και επιμεληθεί ο Μιχάλης Σκαφίδας.
Βγάζουμε, επίσης, μια ανθολογία των κειμένων του Αμερικανού κοινωνιολόγου Stanley Aronowitz και ένα φωτογραφικό λεύκωμα του Roger Ballen, πάρα πολύ γνωστού Αμερικανού φωτογράφου που ζει στη Νότια Αφρική, το οποίο έχει τίτλο Hungry ghosts, καθώς και μια μικρή έκδοση της πραγματικά συγκινητικής αλληλογραφίας μεταξύ Rainer Maria Rilke και της ζωγράφου Paula Modersohn Becker. Τέλος, τον καιρό αυτό δουλεύω πάνω στο τελευταίο βιβλίο του Michael Fried, ενός από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς κριτικούς τέχνης, ο οποίος επέλεξε να εκδώσει με την ERIS το τελευταίο του βιβλίο, κλείνοντας έτσι μια σημαντικότατη καριέρα εξήντα σχεδόν χρόνων.
Τα βιβλία της ERIS είναι διαθέσιμα στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Πατάκη (Ακαδημίας 65) και από την ιστοσελίδα της.eris.press.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.